ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2010) 3 ΑΑΔ 450

20 Ioυλίου, 2010

[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ,

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]

ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΠΑΠΑΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ

(ΛΑΤΣΙΑ ΜΟΤΟΡΣ) ΛΤΔ,

Εφεσείοντες - Αιτητές,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1.                                                                                                           ΕΦΟΡΟΥ ΦΟΡΟΥ ΠΡΟΣΤΙΘΕΜΕΝΗΣ ΑΞΙΑΣ ΚΑΙ/Η

2.                                                                                                           ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,

Εφεσιβλήτων - Καθ' ων η αίτηση.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 143/2007)

 

Φόρος Προστιθέμενης Αξίας ― Βεβαίωση μετά από επιτόπια διερεύνηση ― Η απαίτηση της ύπαρξης εξουσιοδότησης του ερευνώντα λειτουργού από τον Έφορο Φ.Π.Α. ― Περιστάσεις, υπό τις οποίες κρίθηκε ότι η απαίτηση εξουσιοδότησης δεν ικανοποιήθηκε στην εξετασθείσα υπόθεση.

Οι εφεσείοντες επεδίωξαν κατ' έφεση, όπως και πρωτόδικα, την ακύρωση της απόφασης επιβολής σε αυτούς φορολογίας Φ.Π.Α. ύψους Λ.Κ. 38.741,38, η οποία είχε επικυρωθεί πρωτοδίκως.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, επιτρέποντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

Το εδάφιο (2) του Άρθρου 4 του Ν.95(Ι)/2000, προβλέπει:

     «(2)   Οποιαδήποτε πράξη ή οτιδήποτε είναι υπόχρεος ή εντεταλμένος να πράξει ο Έφορος δυνάμει οποιουδήποτε νόμου, μπορεί να διενεργηθεί από οποιοδήποτε λειτουργό ή άλλο πρόσωπο που ενεργεί δυνάμει εξουσιοδότησης του Εφόρου· και οποιαδήποτε δήλωση υπογραμμένη από τον Έφορο που πιστοποιεί ότι πρόσωπο ενεργεί δυνάμει εξουσιοδότησης του είναι δεκτή ως απόδειξη σε οποιαδήποτε δικαστική διαδικασία»

Στο δε Άρθρο 2, που υπέχει θέση ερμηνευτικού, αναφέρεται:

     «εξουσιοδοτημένο πρόσωπο» σημαίνει οποιοδήποτε πρόσωπο ενεργεί δυνάμει εξουσιοδότησης του Εφόρου. »

Και

     «λειτουργός σημαίνει λειτουργό της Υπηρεσίας Φ.Π.Α. του Τμήματος Τελωνείων».

Καθίσταται συνεπώς απαραίτητο, να υπάρχει η αναγκαία εκχώρηση εξουσιών για τη διενέργεια της εκάστοτε διερεύνησης.  Κάτι που στην προκείμενη περίπτωση, κατά το μεγαλύτερο μέρος της, δεν υπήρχε, αφού η έρευνα άρχισε στις 5 Ιουνίου 2003 και συμπληρώθηκε στις 2 Ιουνίου 2005, η δε εξουσιοδότηση για διενέργεια των καθηκόντων του Εφόρου προς την υπάλληλο κα.Α.Νουσκά-Κόκκινου έγινε, όπως είναι αποδεχτό, στις 14 Απριλίου 2005.

Εν πάση περιπτώσει, δεν μπορεί το Άρθρο 59(2) του Ν.95(Ι)/2000, που αποτελεί μέρος των μεταβατικών διατάξεων, να υποκαθιστά θετικής μορφής ενέργειες, όπως την υποχρέωση παροχής εξουσιοδοτήσεως προς λειτουργούς ή εξουσιοδοτημένα πρόσωπα, όπως επιβάλλει το Άρθρο 4(2) του Ν.95(Ι)/2000.  Ως αποτέλεσμα η διερεύνηση τουλάχιστον στο μεγαλύτερο της μέρος, που έγινε από τη Λειτουργό κα. Νουσκά-Κόκκινου ήταν χωρίς τη νόμιμη εξουσιοδότηση της Εφόρου Φ.Π.Α..

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.

Έφεση.

Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Νικολάου, Δ.), (Υπόθεση Aρ. 1465/05), ημερ. 1/8/07.

Α. Σ. Αγγελίδης, για τους Εφεσείοντες.

Ε. Συμεωνίδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.:  Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Παμπαλλής.

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.:  Ο διεξαχθείς  έλεγχος από το Επαρχιακό Γραφείο ΦΠΑ Λευκωσίας, στην επιχείρηση εμπορίας καινούργιων και μεταχειρισμένων αυτοκινήτων, που διατηρούν οι εφεσείοντες, οδήγησε στη βεβαίωση οφειλόμενου φόρου συνολικού ύψους £38.741,38, πλέον άλλες χρηματικές επιβαρύνσεις.

Οι εφεσείοντες αμφισβήτησαν τη νομιμότητα της απόφασης για τη βεβαίωση του πιο πάνω φόρου.  Η προσφυγή απορρίφθηκε και οι εφεσείοντες καταχώρισαν την παρούσα έφεση υποστηρίζοντας ότι δεν υπήρξε ενδελεχής έρευνα, ιδιαιτέρως σε σχέση με εισαγόμενα και κτυπημένα οχήματα, με αποτέλεσμα η φορολογία να ήταν άδικη.  Το δεύτερο προβληθέν επιχείρημα αφορούσε στην έλλειψη της αναγκαίας εξουσιοδότησης προς τη Λειτουργό του ΦΠΑ, που ανέλαβε την έρευνα.

Επειδή θεωρούμε ότι το δεύτερο θέμα είναι θεμελιακό και αφορά την ύπαρξη και νομιμότητα της όλης έρευνας που διεξάχθηκε, θα ξεκινήσουμε από τούτο.

Αποτελεί κοινό έδαφος ότι η έρευνα και ο έλεγχος άρχισε στις 5 Ιουνίου 2003 και ολοκληρώθηκε στις 2 Ιουνίου 2005.  Περαιτέρω, δεν αμφισβητήθηκε ότι στις 18 Μαΐου 2000 δόθηκε στη λειτουργό η απαιτούμενη εξουσιοδότηση εκ μέρους του Εφόρου ΦΠΑ. Η εκχώρηση αυτή έγινε δυνάμει του Ν.23/62, αφού ο Ν.246/90 δεν περιείχε πρόνοια για παραχώρηση τέτοιας εξουσιοδότησης, σε αντίθεση με τον Ν.95(Ι)/2000 ο οποίος περιλαμβάνει στο Άρθρο 4, τέτοια ρύθμιση.  Επίσης είναι αποδεκτό ότι στις 14 Απριλίου 2005 η Έφορος ΦΠΑ έδωσε ανάλογη εξουσιοδότηση στη συγκεκριμένη λειτουργό.  Με αυτή τη δέσμη γεγονότων και νομικού πλαισίου ο αδελφός μας Δικαστής αντίκρισε το εγειρόμενο ζήτημα ως εξής:

                                                                                                       «Κατά την άποψη μου, δεν υπήρξε πρόβλημα εξουσιοδότησης ή αρμοδιότητας.  Δεν χρειάζεται να συζητήσω το κατά πόσο η εκχώρηση, δυνάμει του Ν.23/62, της εξουσίας που παρείχε ο Ν.246/90, σήμαινε πως η λειτουργός συνέχιζε, με βάση το Άρθρο 59(2) του νέου νόμου να έχει ανάλογη εξουσία για τους σκοπούς του νέου νόμου.  Το θεωρώ δεδομένο ότι η λειτουργός είχε αρμοδιότητα να αναλάβει την έρευνα με βάση το νέο νόμο, χωρίς την εξουσιοδότηση στην οποία αναφέρεται το Άρθρο 4(2), όπως άλλωστε παρομοίως θα είχε τέτοια αρμοδιότητα με βάση τον προηγούμενο νόμο χωρίς εκχώρηση.  Είναι προφανές ότι η λειτουργός ενεργούσε στο πλαίσιο καθηκόντων τα οποία της είχαν ανατεθεί από την Έφορο ΦΠΑ και τα οποία είχε υποχρέωση να εκτελέσει, αφού προβλέπονταν από το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης.  Η εκχώρηση εξουσίας την οποία παρείχε ο προηγούμενος νόμος όπως και η εξουσιοδότηση για την άσκηση εξουσίας την οποία παρέχει ο νέος, αφορούν στη λήψη απόφασης και όχι στη διερεύνηση της περίπτωσης.  Κατά τον ουσιώδη χρόνο, που η λειτουργός έλαβε την προσβαλλόμενη απόφαση, υπήρχε η προβλεπόμενη εξουσιοδότηση από την Έφορο ΦΠΑ.  Αυτό ήταν το κυρίαρχο γεγονός και η εμβέλεια του δεν μπορούσε να περιοριστεί από τις ενδοϋπηρεσιακές αναφορές τις οποίες η λειτουργός υπέβαλε προς άλλους λειτουργούς εξ άλλου από τις οποίες δεν προέκυψαν εξωγενείς επιδράσεις αλλαγής των δεδομένων και, κατ' επέκταση, ούτε του τελικού αποτελέσματος.»

Ο συνήγορος των εφεσειόντων υποστήριξε ότι κατά το πλείστο μέρος της έρευνας η συγκεκριμένη λειτουργός δεν είχε εξουσιοδότηση, αφού τελικώς αυτή της δόθηκε στις 14 Απριλίου 2005, ενώ η έρευνα άρχισε στις 5 Ιουνίου 2003. Ταυτοχρόνως πρόσθεσε οι εγκρίσεις που λαμβάνει κατά διαστήματα, από ανώτερους της στην ιεραρχία της υπηρεσίας, αφαιρούσαν το υπόβαθρο της πρωτογενούς κρίσης. Προβλήθηκε ότι το Άρθρο 59(2) του Ν.95(Ι)/2000, επί του οποίου στηρίχτηκε η Δημοκρατία για να εισηγηθεί ότι διασώζονται οι δοθείσες εξουσιοδοτήσεις, δεν θα μπορούσε να ισχύσει και επί τούτων.  Αν αυτό ίσχυε, διερωτήθηκε ο συνήγορος, προς τι η αναγκαιότητα έκδοσης νέας εξουσιοδότησης που, όπως είναι αποδεχτό,  έγινε στις 14 Απριλίου 2005.

Η ευπαίδευτη συνήγορος της Δημοκρατίας υποστήριξε ότι αφού η περίοδος ελέγχου κάλυπτε την 1η Ιουλίου 1997 μέχρι 31 Δεκεμβρίου 2003, ίσχυαν οι Νόμοι 246/90 και 95(Ι)/2000.  Για την περίοδο ισχύος του Ν.246/90, η λειτουργός είχε έγγραφη εξουσιοδότηση από τον Έφορο με βάση το Άρθρο 3(2) του Ν.23/62.  Με την εξουσιοδότηση που εκδόθηκε στις 18 Μαΐου 2000 καλυπτόταν η περίοδος εφαρμογής με βάση το Άρθρο 4(2) του Ν.95(Ι)/2000.  Από την 1η Φεβρουαρίου 2002, που τέθηκε σε ισχύ ο Ν.95(Ι)/2000, μέχρι τις 14 Απριλίου 2005, που εκδόθηκε η νέα εξουσιοδότηση, οι ενέργειες της λειτουργού καλύπτοντο από τη δοθείσα εξουσιοδότηση του Ν.23/62, κατέληξε επί του προκειμένου.  Τέλος υποστήριξε ότι ορθώς κρίθηκε πρωτοδίκως ότι η εξουσιοδότηση για έλεγχο υπήρχε, βασιζόμενο το Δικαστήριο στα καθήκοντα της εν λόγω Λειτουργού.

Είναι προφανές ότι το σκεπτικό του αδελφού Δικαστή, που εκδίκασε πρωτοδίκως την προσφυγή, εδραζόταν στο δεδομένο ότι η αναγκαία εξουσιοδότηση που επιβάλλει το Άρθρο 4(2) του Ν.95(Ι)/2000, έπρεπε να υπάρχει κατά το στάδιο λήψης της απόφασης και όχι στο στάδιο της διερεύνησης της υπόθεσης.

Με όλο το σεβασμό προς τον ευπαίδευτο συνάδελφο, η αντίκριση αυτή δεν μας βρίσκει σύμφωνους.

Το εδάφιο (2) του Άρθρου 4 του Ν.95(Ι)/2000, προβλέπει:

«(2) Οποιαδήποτε πράξη ή οτιδήποτε είναι υπόχρεος ή εντεταλμένος να πράξει ο Έφορος δυνάμει οποιουδήποτε νόμου, μπορεί να διενεργηθεί από οποιοδήποτε λειτουργό ή άλλο πρόσωπο που ενεργεί δυνάμει εξουσιοδότησης του Εφόρου· και οποιαδήποτε δήλωση υπογραμμένη από τον Έφορο που πιστοποιεί ότι πρόσωπο ενεργεί δυνάμει εξουσιοδότησης του είναι δεκτή ως απόδειξη σε οποιαδήποτε δικαστική διαδικασία»

Στο δε Άρθρο 2, που υπέχει θέση ερμηνευτικού αναφέρεται:

«εξουσιοδοτημένο πρόσωπο» σημαίνει οποιοδήποτε πρόσωπο ενεργεί δυνάμει εξουσιοδότησης του Εφόρου. »

Και

«λειτουργός σημαίνει λειτουργό της Υπηρεσίας Φ.Π.Α. του Τμήματος Τελωνείων».

Καθίσταται συνεπώς απαραίτητο να υπάρχει η αναγκαία εκχώρηση εξουσιών για τη διενέργεια της διερεύνησης. Κάτι που στην προκείμενη περίπτωση, κατά το μεγαλύτερο μέρος της, δεν υπήρχε, αφού η έρευνα άρχισε στις 5 Ιουνίου 2003 και συμπληρώθηκε στις 2 Ιουνίου 2005, η δε εξουσιοδότηση για διενέργεια των καθηκόντων του Εφόρου προς την κα. Α. Νουσκά - Κόκκινου έγινε, όπως είναι αποδεχτό, στις 14 Απριλίου 2005.

Ένα άλλο στοιχείο που ενισχύει την προσέγγιση αυτή είναι η αναφυείσα ανάγκη έκδοσης της πιο πάνω εξουσιοδότησης, που έγινε βάσει του πιο πάνω αναφερθέντος Άρθρου 4(2) του Ν.95(Ι)/2000.  Αν ίσχυε, όπως υποστήριξαν οι εφεσίβλητοι η εξουσιοδότηση που δόθηκε στις 18 Μαΐου 2000, στηριζόμενη στο Άρθρο 59(2) του Ν.95(Ι)/2000, δεν θα υπήρχε ούτε λόγος ούτε ανάγκη έκδοσης νέας.  Εν πάση περιπτώσει δεν μπορεί το Άρθρο 59(2) του Ν.95(Ι)/2000, που αποτελεί μέρος των μεταβατικών διατάξεων, να υποκαθιστά θετικής μορφής ενέργειες, όπως την υποχρέωση παροχής εξουσιοδοτήσεως προς λειτουργούς ή εξουσιοδοτημένα πρόσωπα, όπως επιβάλλει το Άρθρο 4(2) του Ν. 95(Ι)/2000.

Ως αποτέλεσμα θεωρούμε ότι η διερεύνηση τουλάχιστον στο μεγαλύτερο της μέρος, που έγινε από τη Λειτουργό κα. Νουσκά-Κόκκινου ήταν χωρίς τη νόμιμη εξουσιοδότηση της Εφόρου Φ.Π.Α..

Ενόψει των πιο πάνω, η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται.  Η απόφαση των καθ' ων η αίτηση ημερ. 25 Ιουλίου 2005, για βεβαίωση φόρου εκροών και εισροών, ακυρούται.  Ποσό €2.000,00 πλέον Φ.Π.Α., εάν υπάρχει, ως έξοδα, επιδικάζονται υπέρ της εφεσείουσας και εναντίον των εφεσιβλήτων.

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο