ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
(2010) 3 ΑΑΔ 136
19 Απριλίου, 2010
[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ,
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΡΩΣΣΟΣ,
Εφεσείων - Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Εφεσίβλητης - Καθ' ης η αίτηση.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 126/2007)
Εκπαιδευτικοί Λειτουργοί ― Αναγνωρισμένη υπηρεσία ή προϋπηρεσία ― Καν. 3(1)(β) και 3(2) των περί Εκπαιδευτικών Λειτουργών (Καθορισμός Αναγνωρισμένης Υπηρεσίας για Σκοπούς Διορισμού, Προαγωγής και Προσαυξήσεων) Κανονισμών του 1997 (Κ.Δ.Π. 382/97) ― Περιεχόμενο ρύθμισης και ερμηνεία ― Ειδικά το κατά πόσο επιτρέπεται κατά την ερμηνεία του Κανονισμού η χρήση της έννοιας «διδακτικό έργο» ― Ο Κανονισμός 3(2) της Κ.Δ.Π. 382/97 διέπεται από την έννοια της «διδασκαλίας».
Δεδικασμένο ― Δεδικασμένο από ακυρωτική απόφαση ― Δεν παραβιάστηκε στην κριθείσα περίπτωση ― Περιστάσεις.
Ο εφεσείων ενέμεινε με την έφεση στην αξίωσή του για ακύρωση της επίδικης απόφασης της ΕΕΥ, αναφορικά με την μη αναγνώριση της προϋπηρεσίας του, απόφαση η οποία είχε επικυρωθεί πρωτοδίκως.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
Θέμα παράβασης του δεδικασμένου ασφαλώς δεν τίθεται εν προκειμένω, αφού η ΕΕΥ έπραξε ακριβώς όπως όφειλε ως εκ του δεδικασμένου. Ότι το διδακτικό έργο ήταν το κριτήριο για την έρευνα της ΕΕΥ ανεδείχθη από την ακυρωτική απόφαση η οποία συνιστούσε δεδικασμένο και ως προς τούτο, και η ΕΕΥ θα παραβίαζε το δεδικασμένο αν δεν διερευνούσε το διδακτικό έργο που είχε επιτελέσει ο Εφεσείων. Ευλόγως, λοιπόν, ζήτησε η ΕΕΥ από τον Αιτητή τα στοιχεία που αφορούσαν την αναλυτική κατάσταση των διδακτικών καθηκόντων του και το χρόνο διάρκειάς τους σε συνάρτηση με τις εβδομαδιαίες περιόδους διδακτικού έργου. Αυτό μάλιστα δεν προέκυπτε μόνο ως εκ του δεδικασμένου αλλά και ως εκ του ιδίου του Κανονισμού. Ο ίδιος ο Κανονισμός 3(2) της Κ.Δ.Π. 382/97 διέπεται από την έννοια της «διδασκαλίας», εξ ου και η αναφορά του σε εξαίρεση ορισμένης φύσης διδασκαλίας. Κατά συνέπεια δεν ήταν παράλογη η ερμηνεία που του εδόθη ως εδραζόμενη στην έννοια του διδακτικού έργου. Ο Κανονισμός μάλιστα εξειδικεύει και την αναλογία στην οποία λαμβάνεται υπ' όψη ο χρόνος της απασχόλησης αναλόγως των εβδομαδιαίων περιόδων αυτής. Κρίσιμα ήσαν λοιπόν, ως προς το έργο της ΕΕΥ κατά την επανεξέταση, τα διδακτικά καθήκοντα που ο Εφεσείων επιτέλεσε όσο και οι εβδομαδιαίες περίοδοι απασχόλησής του σε αυτά, ώστε ορθώς να εζητήθησαν τα στοιχεία αυτά από την ΕΕΥ. Η μη ανταπόκριση του Εφεσείοντα δεν επέτρεψε στην ΕΕΥ να αναγνωρίσει την εν λόγω απασχόλησή του ως προϋπηρεσία.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενη Υπόθεση:
Δημοκρατία ν. Παπαΐερωνύμου (2002) 3 Α.Α.Δ. 425.
Έφεση.
Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Αρτέμης, Δ.), (Υπόθεση Aρ. 1204/05), ημερ.10/7/07.
Γ. Κολοκασίδης, για τον Εφεσείοντα.
Ε. Λοϊζίδου, Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Δ. Χατζηχαμπής.
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Ο Εφεσείων, ο οποίος υπηρετεί ως καθηγητής Μαθηματικών στη Δημόσια Μέση Εκπαίδευση, ζήτησε το 2001 από την Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας (ΕΕΥ) όπως αναγνωρισθεί, ως προϋπηρεσία, υπηρεσία του ως Εκπαιδευτικός Βοηθός (Teaching Assistant) στο Τμήμα Μαθηματικών του University of Illinois at Urbana-Champaign κατά τα ακαδημαϊκά έτη 1984-1986, επισυνάπτοντας σχετική βεβαίωση του πανεπιστημίου ότι ήταν «graduate student and worked as a teaching assistant in the Department of Mathematics at the University of Illinois from 1984-1986». Η ΕΕΥ απέρριψε το αίτημά του κρίνοντας ότι ο Εφεσείων ήταν μεταπτυχιακός φοιτητής και, παρά το ότι απασχολείτο ως teaching assistant, προέκυπτε από έγγραφα του Ιδρύματος Fulbright και του ιδίου του πανεπιστημίου ότι ο εκπαιδευτικός λειτουργός είναι μεταπτυχιακός φοιτητής ο οποίος, αν και τα καθήκοντα του μπορεί να περιλαμβάνουν διδακτικό έργο, δεν επιτελεί αυτοδύναμο διδακτικό έργο αλλά βοηθητικό υπό την επίβλεψη καθηγητή, η δε θέση του εκπαιδευτικού λειτουργού δεν είναι θέση ακαδημαϊκού προσωπικού, αλλά ουσιαστικώς υποτροφία αφού το πανεπιστήμιο χαρίζει στο μεταπτυχιακό φοιτητή τα δίδακτρα του έναντι προσφερόμενης υπηρεσίας κατά μέσο όρο 20 ωρών εβδομαδιαίως. Απορρίπτοντας το αίτημα του Εφεσείοντα, η ΕΕΥ τον πληροφόρησε ότι μπορούσε να προσκομίσει βεβαίωση των χρόνων ανάληψης και τερματισμού των καθηκόντων του, αναλυτική κατάσταση των καθηκόντων του, κατά πόσο εργοδοτήθηκε σε πλήρη βάση και το συμβόλαιο εργοδότησης του, ώστε το αίτημα του να μπορούσε να εξετάζετο περαιτέρω.
Ο Εφεσείων δεν ανταποκρίθηκε, προτιμώντας να καταχωρήσει προσφυγή κατά της απόφασης της ΕΕΥ (178/2002) η οποία ήταν επιτυχής. Στο επίκεντρο της προσφυγής ήταν οι Κανονισμοί 3(1)(β) και 3(2) των περί Εκπαιδευτικών Λειτουργών (Καθορισμός Αναγνωρισμένης Υπηρεσίας για Σκοπούς Διορισμού, Προαγωγής και Προσαυξήσεων) Κανονισμών του 1997 (Κ.Δ.Π. 382/97), οι οποίοι προνοούν:
3.-(1) Εκτός από τις περιπτώσεις στις οποίες προβλέπεται διαφορετικά στο Νόμο και τηρουμένων των υπόλοιπων διατάξεων των Κανονισμών αυτών, αναγνωρισμένη υπηρεσία ή προϋπηρεσία για σκοπούς διορισμού, προαγωγής και προσαυξήσεων λογίζεται ότι περιλαμβάνει επίσης την εκπαιδευτική υπηρεσία, εφόσον είναι υπηρεσία ή προϋπηρεσία -
........................................
..................................
(β) Σε σχολή ανώτερης ή ανώτατης εκπαίδευσης του εξωτερικού αναγνωρισμένη ως τέτοια στη χώρα στην οποία λειτουργεί.
.....................................
................................................................................................................
(2) Για τους σκοπούς του Κανονισμού αυτού «εκπαιδευτική υπηρεσία» σημαίνει εκπαιδευτική υπηρεσία ή προϋπηρεσία εκπαιδευτικού λειτουργού μετά την απόκτηση των προσόντων που απαιτούνται για το διορισμό του σε οποιαδήποτε θέση στη δημόσια εκπαιδευτική υπηρεσία συνεχή ή διακεκομμένη, σε μόνιμη ή προσωρινή ή έκτακτη βάση, με πλήρη ή μερική απασχόληση, αλλά δεν περιλαμβάνει χρονική περίοδο διδασκαλίας σε διορθωτικά μαθήματα ή σε συστήματα μαθητείας:
Νοείται ότι, σε περίπτωση εκπαιδευτικής υπηρεσίας ή προϋπηρεσίας σε βάση μερικής απασχόλησης, ο χρόνος της απασχόλησης αυτής υπολογίζεται ως εξής:
(i) Αν η απασχόληση δεν υπερβαίνει τις τέσσερις περιόδους την εβδομάδα, ο χρόνος της απασχόλησης αγνοείται.
(ii) αν η απασχόληση υπερβαίνει τις τέσσερις, αλλά δεν υπερβαίνει τις δέκα περιόδους την εβδομάδα, υπολογίζεται το ένα τρίτο του χρόνου της απασχόλησης.
(iii) αν η απασχόληση υπερβαίνει τις δέκα, αλλά δεν υπερβαίνει τις δεκαοκτώ περιόδους την εβδομάδα, υπολογίζονται τα δύο τρίτα του χρόνου της απασχόλησης.
(iv) αν η απασχόληση υπερβαίνει τις δεκαοκτώ περιόδους την εβδομάδα, υπολογίζεται ολόκληρος ο χρόνος της απασχόλησης.»
Το Δικαστήριο έκρινε ότι η ιδιότητα του Εφεσείοντα ως μεταπτυχιακού φοιτητή δεν απέκλειε η παράλληλη υπηρεσία του να ήταν στα πλαίσια του Κανονισμού. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση:
«Πουθενά στη νομοθεσία δεν προβλέπεται ρητώς ή ακόμη δεν εξυπακούεται πως η προϋπηρεσία πρέπει να είναι πλήρης ή κατ΄αποκλεισμό άλλης υπηρεσίας ώστε η ιδιότητα του αιτητή ως μεταπτυχιακός φοιτητής στο εν λόγω πανεπιστήμιο να αποκλείει και υπηρεσία στο ίδιο πανεπιστήμιο σύμφωνα με το σχετικό κανονισμό.
Από τον Κανονισμό 3(2) προκύπτει σαφώς πως αναγνωρίζεται για προϋπηρεσία και η μερική απασχόληση, η οποία λογίζεται ανάλογα με τη διάρκειά της. Παρόμοιο θέμα απασχόλησε την Ολομέλεια στην υπόθεση Κυπριακή Δημοκρατία ν. Ανδρέα Παπαϊερωνύμου (2002) 3 Α.Α.Δ. 425.
Από τα έγγραφα στα οποία στηρίχθηκε η ΕΕΥ προκύπτει πως ο εκπαιδευτικός βοηθός δεν επιτελεί αυτοδύναμο διδακτικό έργο αλλά βοηθητικό υπό την επίβλεψη καθηγητή το οποίο μπορεί να περιλαμβάνει και διδακτικό έργο.
Η ΕΕΥ αντί να προσανατολίσει την έρευνά της προς αυτή την κατεύθυνση για να εξακριβωθεί αν ο αιτητής επιτελούσε διδακτικό έργο και τις ώρες της απασχόλησής αυτής, κατέληξε στην απόφασή της παρερμηνεύοντας τον Κανονισμό, αφού θεώρησε την ιδιότητα του μεταπτυχιακού φοιτητή ως αποκλείουσα προϋπηρεσία με βάση τον Κανονισμό 3(1)(β).
Την κατάληξή μου αυτή ενισχύει και η αναφορά της δικηγόρου των καθ΄ων η αίτηση στη γραπτή της αγόρευση πως στο φάκελο του αιτητή δεν υπάρχουν στοιχεία για το συμβόλαιο εργοδότησής του και τα καθήκοντα που ασκούσε. Αυτά είχε υποχρέωση η ΕΕΥ να τα αναζητήσει στο πλαίσιο διεξαγωγής δέουσας έρευνας.»
Η ΕΕΥ προέβη σε επανεξέταση. Ζήτησε από τον Εφεσείοντα να προσκομίσει:
«1. Επίσημο συμβόλαιο εργοδότησής σας από το εν λόγω πανεπιστήμιο.
2. Επίσημη βεβαίωση από το πανεπιστήμιο στην οποία να αναφέρονται αναλυτικά τα διδακτικά καθήκοντα που επιτελούσατε. Στη βεβαίωση αυτή πρέπει να φαίνονται καθαρά οι ακριβείς ημερομηνίες ανάληψης και τερματισμού των διδακτικών σας καθηκόντων (ημέρα, μήνας, χρόνος) καθώς και οι εβδομαδιαίες περίοδοι/ώρες κατά τις οποίες επιτελούσατε διδακτικό έργο.»
Ο Αιτητής προσκόμισε notification of appointment, ενδεικτικά καταστάσεων μισθοδοσίας και φορολογίας του και βεβαίωση ότι ήταν teaching assistant, όχι όμως τα υπόλοιπα.
Αυτά δεν ικανοποιούσαν πλήρως την ΕΕΥ, η οποία του ζήτησε και πάλι να παρουσιάσει:
«1. Αναλυτική κατάσταση των διδακτικών καθηκόντων που επιτελούσατε.
2. Οι ακριβείς ημερομηνίες (ημέρα, μήνας, χρόνος) ανάληψης και τερματισμού των καθηκόντων σας και
3. Οι εβδομαδιαίες περίοδοι/ώρες κατά τις οποίες επιτελούσατε διδακτικό έργο κατά εξάμηνο σπουδών.»
Ο αιτητής δεν ανταποκρίθηκε και η ΕΕΥ απεφάσισε ότι με τα στοιχεία που είχε ενώπιον της δεν μπορούσε να αναγνωρίσει την εν λόγω απασχόληση του ως προϋπηρεσία.
Κατά της απόφασης αυτής ο Αιτητής καταχώρησε νέα προσφυγή, η οποία ήταν ανεπιτυχής. Το Δικαστήριο, αφού ανεφέρθη στην ακυρωτική απόφαση, απεφάσισε ότι κατά την επανεξέταση δεν υπήρξε παραβίαση του δεδικασμένου και ότι η ΕΕΥ ορθώς έπραξε αφού:
«Η Επιτροπή προσανατόλισε την έρευνα της προς την κατεύθυνση που της υποδείχθηκε για να εξακριβώσει «αν ο αιτητής επιτελούσε διδακτικό έργο και τις ώρες της απασχόλησης αυτής.»
Στο έγγραφο του Ιδρύματος Fulbright και στον Οδηγό Σπουδών, τα οποία είχε ενώπιόν της και μελέτησε η Επιτροπή, αναφέρεται ότι ο εκπαιδευτικός βοηθός επιτελεί βοηθητικό έργο, το οποίο μπορεί να περιλαμβάνει ανάμεσα σε άλλα καθήκοντα, διδακτικό έργο. Συμφωνώ με τη δικηγόρο των καθ΄ων η αίτηση ότι αυτό το διδακτικό έργο είναι που η Επιτροπή ζήτησε από τον αιτητή να προσδιορίσει με σχετικές βεβαιώσεις, αλλά αυτός δεν το έπραξε.
Αντικείμενο της προσφυγής είναι η απόφαση της Επιτροπής και εξετάζω κατά πόσο αυτή συμμορφώθηκε με τις υποδείξεις της ακυρωτικής απόφασης. Να προβεί η Επιτροπή δηλαδή σε έρευνα για να εξακριβώσει αν ο αιτητής επιτελούσε διδακτικό έργο και τις ώρες της απασχόλησής αυτής.
Ισχυρισμοί του δικηγόρου του αιτητή ότι η Επιτροπή εισάγει πρόσθετα κριτήρια, τα οποία δεν αναφέρονται στους Κανονισμούς, όπως η διάκριση μεταξύ «εκπαιδευτικής υπηρεσίας» και «διδακτικού έργου» περιττεύουν υπό τις περιστάσεις.»
Στην ενώπιον μας έφεση ο Εφεσείων ισχυρίζεται ότι το Δικαστήριο, περιορισθέν στη συμμόρφωση της απόφασης της ΕΕΥ με την ακυρωτική απόφαση, προέβη σε λανθασμένη ερμηνεία και εφαρμογή του Κανονισμού 3, εισάγοντας στην έννοια «εκπαιδευτική υπηρεσία» την έννοια «διδακτικό έργο» και τη διάκριση μεταξύ «αυτοδύναμου» και «βοηθητικού» διδακτικού έργου την οποία είχε εφαρμόσει η ΕΕΥ. Η ερμηνεία αυτή, εισηγείται, εκφεύγει των ακραίων ορίων της λογικής και της ευχέρειας της ΕΕΥ να ερμηνεύσει και εφαρμόσει τον Κανονισμό. Στα έγγραφα του Fulbright και του πανεπιστημίου, λέγει, περιγράφονται πλήρως τα καθήκοντα του εκπαιδευτικού λειτουργού τα οποία και συνιστούσαν «εκπαιδευτική υπηρεσία» και δεν ήταν λογικό, αλλά ούτε και πρακτικώς δυνατό, να ζητείται από τον Εφεσείοντα να προσκομίσει τα συγκεκριμένα στοιχεία που ζήτησε η ΕΕΥ ως προς την πραγματοποίηση «διδακτικού έργου», έννοια η οποία δεν μπορεί να εξισώνεται με την αναφορά του Κανονισμού σε «εκπαιδευτική υπηρεσία».
Δεν διαπιστώνουμε έρεισμα στους λόγους έφεσης. Θέμα παράβασης του δεδικασμένου ασφαλώς δεν τίθεται αφού η ΕΕΥ έπραξε ακριβώς όπως όφειλε ως εκ του δεδικασμένου, δηλαδή να ερευνήσει κατά πόσο, παρά το ότι ο Εφεσείων ήταν μεταπτυχιακός φοιτητής, η απασχόληση του μπορούσε παραλλήλως να θεωρηθεί εκπαιδευτική υπηρεσία ως μερική απασχόληση. Στα πλαίσια αυτά, η ακυρωτική απόφαση είχε καθορίσει και εκείνο το οποίο θα έπρεπε να διερευνηθεί κατά την επανεξέταση. Υπεδείχθη ότι, δεδομένου ότι ο εκπαιδευτικός βοηθός δεν επιτελεί αυτοδύναμο διδακτικό έργο αλλά βοηθητικό υπό την επίβλεψη καθηγητή, θα έπρεπε να ερευνηθεί κατά πόσο το έργο που επιτελούσε ο Εφεσείων κατά τις ώρες της απασχόλησής του ήταν διδακτικό έργο, με αναφορά στα ιδιαίτερα στοιχεία της εργοδότησης του και τα καθήκοντα που εκτελούσε. Ότι λοιπόν το διδακτικό έργο ήταν το κριτήριο για την έρευνα της ΕΕΥ ανεδείχθη από την ακυρωτική απόφαση η οποία συνιστούσε δεδικασμένο και ως προς τούτο, και η ΕΕΥ θα παραβίαζε το δεδικασμένο αν δεν διερευνούσε το διδακτικό έργο που είχε επιτελέσει ο Εφεσείων. Ευλόγως, λοιπόν, ζήτησε η ΕΕΥ από τον Αιτητή τα στοιχεία που αφορούσαν την αναλυτική κατάσταση των διδακτικών καθηκόντων του και το χρόνο διάρκειας τους σε συνάρτηση με τις εβδομαδιαίες περιόδους διδακτικού έργου. Αυτό μάλιστα δεν προέκυπτε μόνο ως εκ του δεδικασμένου αλλά και ως εκ του ιδίου του Κανονισμού. Ο ίδιος ο Κανονισμός 3(2) διέπεται από την έννοια της «διδασκαλίας», εξ ου και η αναφορά του σε εξαίρεση ορισμένης φύσης διδασκαλίας. Κρίνουμε λοιπόν ότι δεν ήταν παράλογη η ερμηνεία που του εδόθη ως εδραζόμενου στην έννοια του διδακτικού έργου ώστε να επιτρέπετο παρέμβασή μας. Ο Κανονισμός μάλιστα εξειδικεύει και την αναλογία στην οποία λαμβάνεται υπ΄όψη ο χρόνος της απασχόλησης αναλόγως των εβδομαδιαίων περιόδων αυτής. Κρίσιμα ήσαν λοιπόν, ως προς το έργο της ΕΕΥ κατά την επανεξέταση, τα διδακτικά καθήκοντα που ο Εφεσείων επιτέλεσε όσο και οι εβδομαδιαίες περίοδοι απασχόλησης του σε αυτά, ώστε ορθώς να εζητήθησαν τα στοιχεία αυτά από την ΕΕΥ. Η μη ανταπόκριση του Εφεσείοντα δεν επέτρεψε στην ΕΕΥ να αναγνωρίσει την εν λόγω απασχόληση του ως προϋπηρεσία.
Η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Ο Εφεσείων θα καταβάλει €1500 έξοδα στη Δημοκρατία.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.