ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2009) 3 ΑΑΔ 562
15 Σεπτεμβρίου, 2009
[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ,
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]
ΣΠΥΡΟΣ ΚΟΚΚΙΝΟΣ,
Εφεσείων - Ενδιαφερόμενο Μέρος,
ν.
ΣΤΑΛΩΣ ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ,
Εφεσίβλητης - Αιτήτριας,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ΄ης η αίτηση.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 36/2007)
Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Επανεξέταση μετά από ακυρωτική δικαστική απόφαση ― Ειδικά η διαπίστωση των προσόντων των υποψηφίων μέσα από τη διαδικασία της προφορικής εξέτασης και κατά πόσο επιβάλλεται να δοθεί νέα σύσταση του Διευθυντή όταν διεξάγεται κατά την επανεξέταση, νέα συνέντευξη.
Ο εφεσείων αμφισβήτησε την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης με την οποία ακυρώθηκε η απόφαση προαγωγής του για τη θέση Εφόρου Εταιρειών και Επίσημου Παραλήπτη.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, επιτρέποντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
1. Είναι ορθή η εισήγηση του Εφεσείοντα, ότι κακώς το Δικαστήριο ασχολήθηκε με το θέμα της διαπίστωσης των προσόντων των υποψηφίων μέσα από την προφορική εξέταση. Το ότι Εφεσείων και Εφεσείουσα είχαν όλα τα προσόντα του Σχεδίου Υπηρεσίας όντως συνιστούσε δεδικασμένο με την ευρύτερη έννοια. Δεν ετίθετο λοιπόν θέμα να επανήρχετο η Ε.Δ.Υ. στην εξέταση και διαπίστωση των εν λόγω προσόντων των υποψηφίων κατά την επανεξέταση.
Δεν είναι ορθό πάντως ότι η κατοχή των εν λόγω προσόντων μόνο μέσω της προφορικής εξέτασης θα μπορούσε να διαπιστώνετο ώστε να ήταν αναγκαία η παροχή πλήρους εξήγησης από την ΕΔΥ ως προς το πώς διαπίστωσε την κατοχή τους μέσα από την προφορική εξέταση. Τα προσόντα αυτά μπορούσαν να διαπιστωθούν και με αναφορά στα όλα στοιχεία και την υπηρεσία των υποψηφίων και θα εξέπληττε αν η διαπίστωση της πλήρους γνώσης της σχετικής νομοθεσίας και της επαρκούς γνώσης της εμπορικής λογιστικής μπορούσε να διαπιστωθεί αποκλειστικά μέσα από μια προφορική εξέταση ενώπιον της Ε.Δ.Υ. της φύσης και της διάρκειας που έχει προσδιορισθεί στην προκειμένη περίπτωση.
2. Η άλλη πτυχή της έφεσης αφορά την κρίση του Δικαστηρίου ότι κακώς εδόθη νέα σύσταση από το Γενικό Διευθυντή. Και επ' αυτού έχει δίκαιο ο Εφεσείων. Με δεδομένο ότι η πρώτη σύσταση του Γενικού Διευθυντή είχε στηριχθεί, μεταξύ άλλων και στην προφορική εξέταση, η αναγκαιότητα για νέα προφορική εξέταση, στην οποία μάλιστα το Δικαστήριο έκρινε ότι ήταν νόμιμη η συμμετοχή του Γενικού Διευθυντή, προέκυπτε αναγκαιότητα και για νέα σύσταση του Γενικού Διευθυντή βασιζόμενη στη μόνη πλέον νόμιμη προφορική εξέταση, στην οποία θα μπορούσε να εβάσιζε τη σύστασή του ο Γενικός Διευθυντής.
Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.
Έφεση.
Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Nικολάου, Δ.), (Υπόθεση Aρ. 1259/05), ημερ. 31.1.07.
Κ. Χατζηϊωάννου και Α. Σ. Αγγελίδης, για τον Εφεσείοντα.
Α. Κωνσταντίνου, για την Εφεσίβλητη.
Λ. Ουστά, για τη Δημοκρατία, ως παρατηρητής.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δωθεί από το Χατζηχαμπή, Δ..
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Η διαδικασία για την πλήρωση της θέσης του Εφόρου Εταιρειών και Επίσημου Παραλήπτη (θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής) άρχισε το 2001. Η Ε.Δ.Υ. έκρινε ότι μόνοι προσοντούχοι ήσαν ο Εφεσείων και η Εφεσίβλητη, για διεκδίκηση της θέσης ως θέσης προαγωγής εφ΄όσον και οι δύο ήδη υπηρετούσαν στο Τμήμα στη θέση Βοηθού Εφόρου Εταιρειών και Επίσημου Παραλήπτη 1ης Τάξης. Οι υποψήφιοι ήσαν ισοδύναμοι σε αξία με την ίδια εξαίρετη εικόνα. Είχαν και οι δύο πτυχίο νομικής, ο Εφεσείων ελληνικού πανεπιστημίου και η Εφεσείουσα αγγλικού πανεπιστημίου, ο μεν Εφεσείων είχε και μεταπτυχιακό πτυχίο LL.M. η δε Εφεσίβλητη είχε και τον τίτλο του Barrister-at-Law. Και οι δύο ήσαν εγγεγραμμένοι ως δικηγόροι, ο Εφεσείων από το 1982 και η Εφεσίβλητη από το 1985. Ο Εφεσείων είχε προβάδισμα σε αρχαιότητα εφ΄όσον διορίστηκε στη θέση που κατείχε την 1.9.1989 σε σύγκριση με την Εφεσίβλητη η οποία διορίστηκε στην εν λόγω θέση την 1.10.1992 (ο Εφεσείων είχε προβάδισμα σε αρχαιότητα και στην προηγούμενη θέση στην οποία διορίστηκε την 1.9.1986 σε σύγκριση με την Εφεσίβλητη η οποία διορίστηκε στην προηγούμενη θέση την 2.7.1990). Κατά την ενώπιον της Ε.Δ.Υ. προφορική εξέταση ο Εφεσείων αξιολογήθηκε ως «σχεδόν πολύ καλός» και η Εφεσίβλητη ως «σχεδόν εξαίρετη». Η Εφεσίβλητη είχε και τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή.
Η Ε.Δ.Υ. επέλεξε την Εφεσίβλητη στη βάση της υπεροχής της στην προφορική εξέταση την οποία χαρακτήρισε ως «σε αρκετά υψηλότερο επίπεδο» και της σύστασης του Γενικού Διευθυντή, όπως επίσης και στη βάση του ότι είχε τον τίτλο του Barrister-at-Law ο οποίος εκρίθη ότι της έδιδε τη δυνατότητα για καλύτερη εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης. Έκρινε η Ε.Δ.Υ. ότι η αρχαιότητα του Εφεσείοντα δεν μπορούσε να ανατρέψει αυτή τη γενική υπεροχή της Εφεσίβλητης.
Προσφυγή του Εφεσείοντα κατά της απόφασης της Ε.Δ.Υ. (166/2002) ήταν επιτυχής εφ΄όσον εκρίθη ότι εσφαλμένα η Ε.Δ.Υ. θεώρησε τον τίτλο Barrister-at-Law της Εφεσίβλητης ως πρόσθετο προσόν και παρεγνώρισε το ότι ο Εφεσείων δεν υστερούσε σε προσόντα αφού είχε ασκήσει το δικηγορικό επάγγελμα για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, καθώς και ότι η Ε.Δ.Υ. έδωσε ως αποτέλεσμα υπέρμετρη βαρύτητα στην προφορική εξέταση δεδομένης της ισοδυναμίας σε αξία και προσόντα και της υπεροχής του Εφεσείοντα σε αρχαιότητα.
Καθοριστικές ως προς τα περαιτέρω ήσαν οι εφέσεις που ασκήθησαν από τη Δημοκρατία και από την Εφεσίβλητη (Α.Ε. 3487 και Α.Ε. 3488 αντιστοίχως). Απορρίπτοντας τις εφέσεις, η Ολομέλεια έκρινε ότι δεν μπορούσε να είχε γίνει σύγκριση των ακαδημαϊκών προσόντων και της νομικής γνώσης των υποψηφίων εφ΄όσον αυτά ήσαν στοιχεία που προφανώς είχαν ληφθεί υπ΄όψη κατά τον πρώτο διορισμό. Έκρινε επίσης ότι, με δεδομένη την ισοδυναμία των υποψηφίων σε βαθμολογημένη αξία, αυτά που θα έπρεπε να ελαμβάνοντο υπ΄όψη και να συνσταθμίζοντο ήταν η αξιολόγηση της προφορικής εξέτασης, η σύσταση του Γενικού Διευθυντή, η αρχαιότητα του Εφεσείοντα και η πολύ μεγαλύτερη πείρα του στην άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος.
Κατά την επανεξέταση που ακολούθησε το 2005, η Ε.Δ.Υ., εφ΄όσον η σύνθεσή της είχε αλλάξει, διεξήγαγε νέα προφορική εξέταση, αξιολογώντας τον Εφεσείοντα ως «εξαίρετος» και την Εφεσίβλητη ως «πάρα πολύ καλή». Ο Γενικός Διευθυντής επίσης έκανε νέα σύσταση συστήνοντας τον Εφεσείοντα. Με αυτά τα δεδομένα, η Ε.Δ.Υ. επέλεξε τον Εφεσείοντα στη βάση της καλύτερης δικής της αξιολόγησης της προφορικής εξέτασης, της σύστασης του Γενικού Διευθυντή και της σημαντικής του αρχαιότητας.
Αυτή τη φορά κατεχώρησε προσφυγή κατά της απόφασης της Ε.Δ.Υ. η Εφεσίβλητη. Η προσφυγή ήταν επιτυχής. Το Δικαστήριο εδέχθη την εισήγηση της Εφεσίβλητης ότι η Ε.Δ.Υ., πέραν της καταγραφής ότι διαπίστωσε την κατοχή εκ μέρους των υποψηφίων των απαιτούμενων προσόντων ως προς την πλήρη γνώση της σχετικής νομοθεσίας και την επαρκή γνώση της εμπορικής λογιστικής, δεν παρείχε εξηγήσεις αναφορικά με τη δυνατότητά της να διαπιστώσει τα προσόντα αυτά μέσω της προφορικής εξέτασης όσο και με την κατάληξή της ότι οι υποψήφιοι κατείχαν αυτά τα προσόντα. Εκρίθη επίσης ορθή άλλη εισήγηση της Εφεσίβλητης ότι εσφαλμένα η Ε.Δ.Υ. έλαβε νέα σύσταση από το Γενικό Διευθυντή εφ΄όσον η προηγούμενη σύσταση είχε κριθεί από την Ολομέλεια ως νόμιμη και επομένως ως αποκρυσταλλωθέν στοιχείο κρίσης. Εφ΄όσον μόνο η ενώπιον της Ε.Δ.Υ. νέα προφορική εξέταση ήταν αναγκαία ως εκ της αλλαγής της σύνθεσής της, δεν επηρεάζετο η ήδη δοθείσα σύσταση του Γενικού Διευθυντή. Άλλη εισήγηση της Εφεσίβλητης, ότι κακώς ο Γενικός Διευθυντής συμμετείχε στη νέα προφορική εξέταση, με αποτέλεσμα να συμπαρασύρεται σε ακυρότητα και η αξιολόγηση της Ε.Δ.Υ., απερρίφθη. Με δεδομένη την αναγκαιότητα διεξαγωγής νέας προφορικής εξέτασης, ορθώς συμμετείχε σε αυτή ο Γενικός Διευθυντής ώστε να μην υπήρχε πλημμέλεια στη νέα προφορική εξέταση.
Είναι ορθή η εισήγηση του Εφεσείοντα ότι κακώς το Δικαστήριο ασχολήθηκε με το θέμα της διαπίστωσης των προαναφερθέντων προσόντων των υποψηφίων μέσα από την προφορική εξέταση. Το ότι Εφεσείων και Εφεσείουσα είχαν όλα τα προσόντα του Σχεδίου Υπηρεσίας όντως συνιστούσε δεδικασμένο με την ευρύτερη έννοια στις Α.Ε. 3487 και Α.Ε. 3488 εφ΄όσον τούτο είχε ήδη κριθεί από την Ε.Δ.Υ. στη διαδικασία λήψης της πρώτης απόφασής της, έχοντας εκληφθεί ως δεδομένο και εξυπακουόμενο από την Ολομέλεια, έστω και αν δεν ήταν επίδικο θέμα. Το απόσπασμα από την απόφαση της Ολομέλειας στο οποίο γίνεται αναφορά από την Εφεσίβλητη για να στηρίξει τη θέση της ότι η Ολομέλεια καθόρισε το θέμα των εν λόγω προσόντων ως θέμα που θα έπρεπε να απασχολούσε κατά την επανεξέταση, δεν έχει το νόημα αυτό παρά μόνο σκοπούσε να υποδείξει το όλο πλαίσιο στο οποίο η Ε.Δ.Υ. θα έπρεπε να είχε εξετάσει το θέμα του προσόντος του Barrister-at-law της Εφεσίβλητης και της υπέρτερης πείρας του Εφεσείοντα στην άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος. Δεν ετίθετο λοιπόν θέμα να επανήρχετο η Ε.Δ.Υ. στην εξέταση και διαπίστωση των εν λόγω προσόντων των υποψηφίων κατά την επανεξέταση, κατά την οποία η αναγκαιότητα για διεξαγωγή νέας προφορικής εξέτασης προέκυπτε όχι από οποιαδήποτε πλημμέλεια ως προς τη διαπίστωση των προσόντων των υποψηφίων αλλά ως εκ της αλλαγής της σύνθεσής της στη βάση του τροποποιηθέντος Άρθρου 34(8) από το Νόμο 105(Ι)/2005. Ήταν πλέον, κατά την επανεξέταση, καθαρά θέμα νέας εκτίμησης των στοιχείων όπως αυτά ετέθησαν στην ορθή τους διάσταση από την Ολομέλεια.
Ως εκ της κατάληξής μας αυτής, δεν χρειάζεται να μας απασχολήσει ο 2ος λόγος έφεσης ο οποίος αφορά την επάρκεια των εξηγήσεων της Ε.Δ.Υ. για τη διαπίστωσή της ως προς την κατοχή των εν λόγω προσόντων μέσω της προφορικής εξέτασης. Θα πούμε όμως ότι δεν συμφωνούμε με τον αδελφό μας Δικαστή ότι η κατοχή των εν λόγω προσόντων μόνο μέσω της προφορικής εξέτασης θα μπορούσε να διαπιστώνετο ώστε να ήταν αναγκαία η παροχή πλήρους εξήγησης από την Ε.Δ.Υ. ως προς το πώς διαπίστωσε την κατοχή τους μέσα από την προφορική εξέταση. Τα προσόντα αυτά μπορούσαν να διαπιστωθούν και με αναφορά στα όλα στοιχεία και την υπηρεσία των υποψηφίων και θα εξέπληττε αν η διαπίστωση της πλήρους γνώσης της σχετικής νομοθεσίας και της επαρκούς γνώσης της εμπορικής λογιστικής μπορούσε να διαπιστωθεί αποκλειστικά μέσα από μια προφορική εξέταση ενώπιον της Ε.Δ.Υ. της φύσης και της διάρκειας που έχει προσδιορισθεί στην προκειμένη περίπτωση. Εξ άλλου δεν έχει επισημανθεί από την Εφεσίβλητη οτιδήποτε που να αντιστρατεύεται τη διαπίστωση της Ε.Δ.Υ., και έτσι να αφαιρεί από την επάρκειά της, ότι ο Εφεσείων (και ασφαλώς και η Εφεσίβλητη) είχαν τα εν λόγω προσόντα.
Η άλλη πτυχή της έφεσης αφορά την κρίση του Δικαστηρίου ότι κακώς εδόθη νέα σύσταση από το Γενικό Διευθυντή. Και επ΄αυτού έχει δίκαιο ο Εφεσείων. Με δεδομένο ότι η πρώτη σύσταση του Γενικού Διευθυντή είχε στηριχθεί, μεταξύ άλλων και στην προφορική εξέταση, η αναγκαιότητα για νέα προφορική εξέταση, στην οποία μάλιστα το Δικαστήριο έκρινε ότι ήταν νόμιμη η συμμετοχή του Γενικού Διευθυντή, προέκυπτε αναγκαιότητα και για νέα σύσταση του Γενικού Διευθυντή βασιζόμενη στη μόνη πλέον νόμιμη προφορική εξέταση στην οποία θα μπορούσε να εβάσιζε τη σύστασή του ο Γενικός Διευθυντής. Άλλως θα υπήρχε και αντίφαση μεταξύ αφ΄ενός της διαπίστωσης της Δικαστηρίου ότι δεν υπήρχε πλημμέλεια ως εκ της αναγκαιότητας για διεξαγωγή νέας προφορικής εξέτασης και της συμμετοχής του Γενικού Διευθυντή σε αυτή και αφ΄ετέρου της κατάληξης ως προς το παράνομο της νέας σύστασης του Γενικού Διευθυντή, αλλά και αναντιστοιχία μεταξύ των στοιχείων κρίσης αφού άλλο θα συναρτάτο προς την πρώτη (η σύσταση του Γενικού Διευθυντή) και άλλο προς τη δεύτερη (η αξιολόγηση της Ε.Δ.Υ.) προφορική εξέταση.
Η έφεση επιτυγχάνει και η εφεσιβαλλόμενη απόφαση παραμερίζεται. Η προσφυγή της Εφεσίβλητης απορρίπτεται και η απόφαση της Ε.Δ.Υ. η οποία προσεβλήθη με την εν λόγω προσφυγή επικυρώνεται. Επιδικάζονται €1500 έξοδα στον Εφεσείοντα και εναντίον της Εφεσίβλητης.
Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.