ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2009) 3 ΑΑΔ 297
3 Ιουνίου, 2009
[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ,
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ,
2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσείοντες - Καθ' ων αίτηση,
v.
ΑΝΤΩΝΗ ΑΝΤΩΝΙΑΔΗ,
Εφεσιβλήτου - Αιτητή.
(Aναθεωρητική Έφεση Αρ. 41/2007)
Συνταγματικό Δίκαιο ― Ιεράρχηση των πηγών δικαίου ― Η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου και εφαρμογή της στην κριθείσα περίπτωση.
Αστυνομική Δύναμη Κύπρου ― Καν. 20(4) των περί Αστυνομίας (Γενικών) Κανονισμών του 2004 (Κ.Δ.Π. 213/04) σε αντιδιαστολή προς την παράγραφο 7(1) της Αστυνομικής Διάταξης 1/15 ― Ερμηνεία ― Η ρύθμιση του Καν. 20(4) υπερισχύει με βάση την ιεραρχία των πηγών δικαίου, της πιο πάνω παραγράφου 7(1) της Αστυνομικής διάταξης, αφού το Υπουργικό Συμβούλιο είναι ιεραρχικά ανώτερο του Αρχηγού Αστυνομίας.
Η Δημοκρατία αξίωσε την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης, που ακύρωσε την απόφαση περί αφυπηρέτησης του εφεσίβλητου.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αποδεχόμενη την έφεση, αποφάσισε ότι:
Το θέμα της ιεραρχίας των πηγών δικαίου έχει ξεκαθαριστεί από τη νομολογία, η οποία κατατάσσει τις πηγές δικαίου σε μια ιδεατή πυραμίδα στην κορυφή της οποίας βρίσκεται το Σύνταγμα.
Στην προκειμένη περίπτωση δεν υπάρχει αμφιβολία ότι υπερισχύει ο Κανονισμός 20(4) της Κ.Δ.Π. 213/04 έναντι της Αστυνομικής Διάταξης 1/15 (παράγραφος 7(1)), εφόσον παράχθηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο, το οποίο είναι ιεραρχικά ανώτερο όργανο από τον Αρχηγό Αστυνομίας.
Επίσης ο Κανονισμός ως νεώτερη κανονιστική ρύθμιση υπερισχύει παλαιότερης ρύθμισης για το ίδιο θέμα.
Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.
Αναφερόμενη Υπόθεση:
Σπάταλος κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Υπoθ. Αρ. 277/99 κ.ά., ημερ. 3.7.2001.
Έφεση.
Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Νικολάτος, Δ.), (Υπόθεση Aρ. 278/05), ημερ. 28.2.07.
Α. Χριστοφόρου, για τους Εφεσείοντες - Καθ' ων η αίτηση.
Ξ. Ευγενίου για Α. Σ. Αγγελίδη, για τον Εφεσίβλητο - Αιτητή.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ. Ερωτοκρίτου.
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Ο Εφεσίβλητος προσλήφθηκε στην Πυροσβεστική Υπηρεσία το 1990. Γύρω στο 2000, ενώ ήταν καθήκον, υπέστη σωματική βλάβη στη σπονδυλική στήλη λόγω άρσης υπερβολικού βάρους. Υποβλήθηκε σε εγχείριση, αλλά η κατάσταση της υγείας του δεν βελτιώθηκε, αλλά αντίθετα επιδεινωνόταν. Την 1.12.2004 παρουσιάστηκε ενώπιον του Ιατροσυμβουλίου, το οποίο έκρινε ότι ήταν μόνιμα ανίκανος να εκτελεί τα καθήκοντα του, από 1.12.2004. Στη συνέχεια, ο Αρχηγός Αστυνομίας, με επιστολή του ημερομηνίας 23.12.2004, ζήτησε την έγκριση του Υπουργείου Δικαιοσύνης για την αφυπηρέτηση του Εφεσίβλητου, από 16.1.2005, καθότι είχε εις πίστην του 47 ημέρες άδεια απουσίας και ως εκ τούτου η περίοδος από 1.12.2004 έως 16.1.2005, θα λογιζόταν ως να βρίσκεται με άδεια απουσίας. Το Υπουργείο Δικαιοσύνης ενέκρινε την αφυπηρέτηση του Εφεσίβλητου, όπως ακριβώς τη ζήτησε ο Αρχηγός Αστυνομίας. Μετά που ο Εφεσίβλητος πληροφορήθηκε την ημερομηνία που θα άρχιζε η αφυπηρέτηση του, μέσω του δικηγόρου του διαμαρτυρήθηκε επικαλούμενος την παράγραφο 7(1) της Αστυνομικής Διάταξης 1/15. Ο Αρχηγός Αστυνομίας, με επιστολή του ημερομηνίας 3.5.2005, αρνήθηκε να ικανοποιήσει το αίτημα του Εφεσίβλητου, υποδεικνύοντας ότι ο Κανονισμός 20(4) «Άδεια Ασθενείας» των περί Αστυνομίας (Γενικών) Κανονισμών του 2004 (Κ.Δ.Π. 213/04), υπερισχύει της πιο πάνω Αστυνομικής Διάταξης 1/15, η οποία θεσπίστηκε σύμφωνα με το Άρθρο 12 του περί Αστυνομίας Νόμου του 2004 (Ν. 73(Ι)/2004). Στη συνέχεια, το Γενικό Λογιστήριο προχώρησε στον υπολογισμό των συνταξιοδοτικών ωφελημάτων του Εφεσίβλητου.
Ο Εφεσίβλητος, προσέβαλε την πιο πάνω πράξη της διοίκησης, ζητώντας με την προσφυγή του όπως αυτή ακυρωθεί καθότι ήταν το αποτέλεσμα πλάνης, ως προς την εφαρμογή της παραγράφου 7 της Αστυνομικής Διάταξης 1/15. Όπως ισχυρίστηκε, η ημερομηνία αφυπηρέτησης του αλλοιώθηκε, με συνέπεια τον παράλογο καθορισμό του εφάπαξ ποσού και της ετήσιας σύνταξης.
Ο Κανονισμός 20(4) της Κ.Δ.Π. 213/04, προνοεί ότι:-
«20(4) Σε περίπτωση που αποφασίζεται η αφυπηρέτηση μέλους της Αστυνομίας για λόγους υγείας και το μέλος έχει ήδη εξαντλήσει την άδεια ασθένειάς του, η αφυπηρέτηση θα αρχίζει από την ημερομηνία από την οποία το Ιατρικό Συμβούλιο αποφαίνεται ότι το μέλος είναι ανίκανο να εκτελεί τα καθήκοντα της θέσης του, εκτός αν κατά την ημερομηνία αυτή το μέλος έχει οποιαδήποτε άδεια ανάπαυσης σε πίστη του, οπότε η αφυπηρέτηση του μέλους θα αρχίζει από την επόμενη της λήξης της άδειας ανάπαυσής του.»
Η Αστυνομική Διάταξη 1/15, παράγραφος 7(1), προνοεί τα εξής:-
«7(1) Σε υπάλληλο του οποίου αποφασίζεται η αφυπηρέτηση για λόγους υγείας:-
(α) ενώ βρίσκεται με άδεια απουσίας ή με άδεια ασθενείας, με πλήρεις απολαβές, ή
(β) ενώ βρίσκεται σε καθήκον,
και έχει άδεια απουσίας σε πίστη του λιγότερη από 2 μήνες, χορηγείται ειδική άδεια με πλήρεις απολαβές για περίοδο 2 μηνών, περιλαμβανομένης και της άδειας απουσίας που έχει σε πίστη του, από την ημερομηνία της επιστολής που κοινοποιείται η απόφαση για την αφυπηρέτηση του, ώστε να αφυπηρετήσει την τελευταία ημέρα του μήνα, που θα λήξει η ειδική αυτή άδεια. Αν όμως η άδεια απουσίας την οποία δικαιούται ο υπάλληλος κατά την ημερομηνία αυτή είναι μεγαλύτερη από 2 μήνες, τότε χορηγείται σ' αυτόν η άδεια απουσίας του αντί της ειδικής άδειας, και η ημερομηνία αφυπηρέτησης θα είναι όπως στην περίπτωση της ειδικής άδειας.»
Ο αδελφός μας Δικαστής ο οποίος εκδίκασε πρωτοδίκως την προσφυγή, θεώρησε ότι τόσο οι Κανονιστικές Διοικητικές Πράξεις όσο και οι Αστυνομικές Διατάξεις, οι οποίες θεσπίζονται δυνάμει Νόμου, αποτελούν και οι δύο δευτερογενή νομοθεσία, και θα πρέπει να θεωρηθεί πως έχουν την ίδια τυπική ισχύ. Ενόψει του ευρήματος του αυτού, προχώρησε περαιτέρω και επέλεξε την πρόνοια εκείνη, δηλαδή την Αστυνομική Διάταξη, την οποία και θεώρησε ευνοϊκότερη προς τον Εφεσίβλητο. Θεώρησε ότι η επίδικη απόφαση των Εφεσειόντων η οποία στηριζόταν στην Κανονιστική Διοικητική Πράξη, ήταν το αποτέλεσμα νομικής πλάνης, με αποτέλεσμα να δεχθεί την προσφυγή και να ακυρώσει την διοικητική πράξη.
Οι Εφεσείοντες προσβάλλουν την πρωτόδικη απόφαση και με ένα λόγο έφεσης ισχυρίζονται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, θεωρώντας τις δύο Κανονιστικές Διατάξεις ως ίσες, παραγνώρισε την ιεραρχία των πηγών δικαίου. Όπως εξήγησε ο ευπαίδευτος συνήγορος για τους Εφεσείοντες, ο Κανονισμός 20(4) της Κ.Δ.Π. 213/2004, θεσπίστηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο, ενώ αντίθετα η Αστυνομική Διάταξη 1/15 από τον Αρχηγό Αστυνομίας. Με αναφορά στην απόφαση Σπάταλος κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Συνεκδ. Υπoθ. Αρ. 277/99-279/99, ημερ. 3.7.2001, εισηγήθηκε ότι το Υπουργικό Συμβούλιο είναι όργανο ιεραρχικά ανώτερο από τον Αρχηγό Αστυνομίας και ως εκ τούτου ο Κανονισμός υπερισχύει. Περαιτέρω, ο κ. Χριστοφόρου εισηγήθηκε ότι ο συνάδελφος μας πρωτοδίκως, παρέλειψε να λάβει υπόψη ότι ο Κανονισμός ήταν πράξη νεώτερη από αυτή της Αστυνομικής Διάταξης, με αποτέλεσμα ο Κανονισμός, ως νεώτερη νομοθετική ρύθμιση, εν πάση περιπτώσει, να καταργεί ή να τροποποιεί τυχόν παλαιότερη ρύθμιση για το ίδιο θέμα.
Από την άλλη, η ευπαίδευτη συνήγορος για τον Εφεσίβλητο διαφωνεί με τις πιο πάνω θέσεις, θεωρώντας ότι οι δύο διατάξεις ήταν για τη διοίκηση δεσμευτικές και ως εκ τούτου ορθά ο συνάδελφος μας πρωτοδίκως επέλεξε την ολιγότερο επαχθή λύση, κατ' εφαρμογή του Άρθρου 52(3) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(Ι)/99). Όπως εξήγησε η κα Ευγενίου, από τη στιγμή που η διοίκηση επέλεξε να διατηρήσει και τις δύο Κανονιστικές Πρόνοιες σε ισχύ, κακώς εφαρμόστηκε από τη διοίκηση «η πλέον ανοίκεια»* για τον Εφεσίβλητο. Αυτό, κατά την άποψή της, αντιβαίνει στις πρόνοιες των Άρθρων 48, 50 και 52 του Ν. 158(Ι)/99.
Ο λόγος έφεσης ευσταθεί.
Το θέμα της ιεραρχίας των πηγών δικαίου έχει ξεκαθαριστεί από τη νομολογία, η οποία κατατάσσει τις πηγές δικαίου σε μια ιδεατή πυραμίδα στην κορυφή της οποίας βρίσκεται το Σύνταγμα. Το ζήτημα επεξηγείται πλήρως στην υπόθεση Σπάταλος κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Συνεκδ. Υποθ. Αρ. 277-279/99, ημερομηνίας 3.7.2001, στην οποία αναφέρονται τα εξής πολύ σχετικά:-
«Οι αρχές που διέπουν την ιεραρχία των κανόνων δικαίου είναι καλά θεμελιωμένες στη θεωρία του Διοικητικού Δικαίου. Ο Π.Δ. Δαγτόγλου στο σύγγραμμα του "Γενικό Διοικητικό Δίκαιο" β΄ έκδοση (1994) Αντ. Σάκκουλα, αναφέρει σχετικά στις σελ. 43-45:
"Σε μια δημοκρατία ο καθορισμός της ταυτότητας και της ιεραρχίας των πηγών του δικαίου συνδέεται με τον καθορισμό των οργάνων και της διαδικασίας παραγωγής κανόνων δικαίου. Η ιεραρχία των οργάνων συμβαδίζει με την ιεραρχία των πηγών δικαίου και συνεπάγεται την ιεραρχία των κανόνων δικαίου. Ιεραρχία σημαίνει ότι οι πηγές του δικαίου δεν είναι ισότιμες. Αντιθέτως έχουν, όπως λέγεται, διαφορετική "τυπική ισχύ", είναι δηλαδή καταταγμένες σε διάφορες βαθμίδες μιας ιδεατής πυραμίδας, στην κορυφή της οποίας βρίσκεται το σύνταγμα, ακολουθεί ο νόμος και έπεται η κανονιστική διοικητική πράξη. Κάθε πηγή δικαίου υπάρχει μόνο στο πλαίσιο που της ορίζουν οι πηγές δικαίου ανώτερων βαθμίδων. Αρνητικά διατυπούμενος ο κανόνας αυτός σημαίνει, ότι μια πηγή δικαίου δεν μπορεί (εκτός ρητών εξαιρέσεων) να περιορίσει ή καταργήσει πηγή δικαίου ανώτερης βαθμίδας.
Η ιεραρχία αυτή των πηγών δικαίου είναι, όπως είπαμε, συνδεδεμένη με μια ιεραρχία οργάνων παραγωγής κανόνων δικαίου. Και εδώ υπάρχει μια νοητή πυραμίδα, στην κορυφή της οποίας βρίσκεται ο συνταγματικός νομοθέτης, έπεται ο απλός ή κοινός νομοθέτης (η Βουλή), και ακολουθούν ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας και τα άλλα διοικητικά όργανα εκδόσεως κανονιστικών πράξεων.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Η ιεραρχία των κανόνων δικαίου είναι ταυτόσημη με την ιεραρχία των πηγών δικαίου, οι οποίες τους περιέχουν και των οργάνων που τους εξέδωσαν. Κανόνες δικαίου περιεχόμενοι σε ένα (τυπικό) νόμο πρέπει να είναι σύμφωνοι με το σύνταγμα, ενώ κανονιστικές πράξεις της διοικήσεως πρέπει να συμβιβάζονται με το σύνταγμα και τους νόμους. Με άλλα λόγια: ένας κανόνας δικαίου δεν μπορεί (χωρίς ρητή εξουσιοδότηση) να αναστείλει, τροποποιήσει ή καταργήσει κανόνα δικαίου περιεχόμενο σε πηγή δικαίου ανώτερης βαθμίδας."»
Στην προκειμένη περίπτωση δεν υπάρχει αμφιβολία ότι υπερισχύει ο Κανονισμός έναντι της Αστυνομικής Διάταξης, εφόσον παράχθηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο, το οποίο είναι ιεραρχικά ανώτερο όργανο από τον Αρχηγό Αστυνομίας.
Επίσης ευσταθεί και το δεύτερο επιχείρημα των Εφεσειόντων ότι ο Κανονισμός ως νεώτερη κανονιστική ρύθμιση (8.4.2004) υπερισχύει παλαιότερης ρύθμισης για το ίδιο θέμα.
Η έφεση επιτυγχάνει με €1500 έξοδα υπέρ των Εφεσειόντων. Η προσβαλλόμενη διοικητική απόφαση επικυρώνεται βάση του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.
Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.
* Βλ. σελ. 3 της αγόρευσης του δικηγόρου του Αιτητή.