ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2008) 3 ΑΑΔ 325
10 Ιουλίου, 2008
[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στές]
ΝΙΚΟΣ ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ,
Εφεσείων,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ, ΤΜΗΜΑ ΕΥΗΜΕΡΙΑΣ, ΚΑΙ/Ή ΜΕΣΩ
ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ,
Εφεσιβλήτων.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 162/2006)
Δημόσια Βοηθήματα ― Χορήγηση ― Η προϋπόθεση χορήγησης που προνοείται στο Άρθρο 3(2)(θ) του περί Δημοσίων Βοηθημάτων και Υπηρεσιών Νόμου του 1991(Ν.8/91) ― Κατά πόσο παραβιάζεται ο νόμος, από την απαίτηση υπογραφής από τον υποψήφιο δικαιούχο, εξουσιοδότησης για πρόσβαση στα προσωπικά του δεδομένα, προκειμένου να εξεταστεί εάν θα του χορηγηθεί δημόσιο βοήθημα.
Προσωπικά Δεδομένα ― Απαίτηση εξουσιοδότησης, για πρόσβαση στα προσωπικά δεδομένα αιτητή δημοσίου βοηθήματος ― Θεμελίωση της απαίτησης στο Άρθρο 3(2)(θ) του περί Δημοσίων Βοηθημάτων και Υπηρεσιών Νόμου του 1991 (Ν.8/91).
Ο εφεσείων ζήτησε με την έφεσή του, την ανατροπή της πρωτόδικης δικαστικής απόφασης, που απέρριψε την προσφυγή του, κατά της διακοπής της παροχής σε αυτόν δημοσίου βοηθήματος.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
Το έντυπο που ζητήθηκε από τον εφεσείοντα να υπογράψει είναι έντυπο εξουσιοδότησης των καθ' ων η αίτηση να έχουν πρόσβαση στα προσωπικά δεδομένα του εφεσείοντα, έτσι ώστε να διαπιστώσουν καλύτερα την οικονομική του κατάσταση και περιστάσεις. Το δικαίωμα αυτό προνοείται στο Άρθρο 3(2) (θ) του περί Δημοσίων Βοηθημάτων και Υπηρεσιών Νόμου του 1991, όπως τροποποιήθηκε, Νόμος 8/91. Η πρόνοια αυτή διαλαμβάνει, ότι δημόσιο βοήθημα δεν παρέχεται αν ο αιτητής αρνηθεί να παράσχει πληροφορίες ή στοιχεία στο Διευθυντή του Τμήματος Κοινωνικής Ευημερίας, σε σχέση με την οικονομική του κατάσταση ή σε σχέση με οποιοδήποτε άλλο ζήτημα που θα επηρεάσει, κατά ουσιώδη τρόπο, οποιεσδήποτε αποφάσεις που θα ληφθούν από το Διευθυντή, αναφορικά με το δικαίωμα του αιτητή για δημόσιο βοήθημα. Δεν νοείται οι καθ' ων η αίτηση να μην έχουν τέτοιο δικαίωμα πρόσβασης στα προσωπικά δεδομένα του αιτητή-εφεσείοντα, μέσα στα πλαίσια του δικαιώματος τους για διερεύνηση της οικονομικής του κατάστασης, καθ' ην στιγμή αυτός ζητά από το κράτος οικονομική βοήθεια.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Έφεση.
Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Γαβριηλίδης, Δ.), (Yπ. Aρ. 1456/05), ημερ. 26/10/06.
Ο Εφεσείων παρουσιάζεται προσωπικά.
Λ. Ουστά, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Νικολάτος, Δ..
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Στις 22.7.2002 ο εφεσείων υπέβαλε αίτηση στο Τμήμα Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας για παροχή δημόσιου βοηθήματος λόγω προβλημάτων στο σπόνδυλο και στα μάτια του. Αφού διαπιστώθηκε ανικανότητα του για εργασία, του καταβλήθηκε δημόσιο βοήθημα μέχρι τον Απρίλιο του 2005. Ταυτόχρονα του καταβλήθηκε και επίδομα αναπηρίας. Από την 1.5.2005 το δημόσιο βοήθημα που παρεχόταν στον εφεσείοντα για το πρόβλημα της όρασής του διακόπηκε για τους λόγους που αναφέρονται στην ένσταση που καταχωρίστηκε, εκ μέρους των καθ' ων η αίτηση, στα πλαίσια της πρωτόδικης διαδικασίας. Παρά ταύτα καταβλήθηκαν στον εφεσείοντα, αναδρομικά, όλα του τα δικαιώματα από 1.5.2005 μέχρι 30.9.2005, ημερομηνία κατά την οποία του στάληκε σχετική συστημένη επιστολή της ίδιας ημερομηνίας.
Με την προσφυγή του ο εφεσείων πρόσβαλε την απόφαση ημερ. 30.9.2005 για διακοπή της παροχής του δημόσιου βοηθήματος, ως αντισυνταγματική, παράνομη, πεπλανημένη, μη δεόντως αιτιολογημένη και ως απόφαση ληφθείσα καθ' υπέρβαση και κατάχρηση εξουσίας.
Ο αδελφός Δικαστής που επελήφθη της προσφυγής κατέληξε στο συμπέρασμα πως οι λόγοι ακυρώσεως που προέβαλε ο εφεσείων δεν ευσταθούσαν. Οι Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας εύλογα διέκοψαν, ουσιαστικά από 30.9.2005, την προς τον εφεσείοντα παροχή δημοσίου βοηθήματος, για τους λόγους που αναφέρονται στην ένσταση. Οι λόγοι που αναφέρονται στην ένσταση είναι:
(α) Η σύλληψη του εφεσείοντα από την Αστυνομία και η ύπαρξη καταγγελιών που εκκρεμούσαν εις βάρος του για παράνομη κατοχή περιουσίας.
(β) Η υπερπληρωμή ποσών στον εφεσείοντα λόγω απόκρυψης εκ μέρους του εισοδήματος ύψους £67.- μηνιαίως που λάμβανε από την Αρχή Ενοικίων από την 1.8.2002 μέχρι και την 31.3.2005.
(γ) Η διερεύνηση ισχυρισμού για κατοχή, εκ μέρους του εφεσείοντα, σημαντικής κινητής και ακίνητης περιουσίας, και
(δ) Η άρνηση του εφεσείοντα να υπογράψει σχετικό έντυπο εξουσιοδότησης για τα προσωπικά του δεδομένα σύμφωνα με τις σχετικές οδηγίες των καθ' ων η αίτηση, όπως συμβαίνει με όλους του λήπτες δημοσίου βοηθήματος.
Ο αδελφός Δικαστής, στην προσβαλλόμενη απόφασή του, παρά το ότι αναφέρεται στη διακοπή του δημοσίου βοηθήματος προς τον εφεσείοντα, για τους λόγους που μνημονεύονται στην ένσταση, τονίζει ότι ο κύριος λόγος διακοπής της παροχής του δημοσίου βοηθήματος ήταν ότι ο εφεσείων αρνήθηκε να υπογράψει έντυπο εξουσιοδότησης για τα προσωπικά του δεδομένα, σύμφωνα με τις σχετικές οδηγίες, όπως συμβαίνει με όλους τους λήπτες δημοσίου βοηθήματος, παρόλο που σε επίσκεψη του στο Επαρχιακό Γραφείο Ευημερίας στις 12.9.2005, του εξηγήθηκε η υποχρέωση του αυτή.
Με την έφεση του ο εφεσείων προσβάλλει την πρωτόδικη απόφαση ως λανθασμένη και αντινομική για τους εξής λόγους:
1. Η υπογραφή του εντύπου εξουσιοδότησης από τον εφεσείοντα για παροχή των προσωπικών δεδομένων του στους εφεσίβλητους, δεν απαιτείται και δεν αναφέρεται πουθενά στο Νόμο περί Δημοσίου Βοηθήματος.
2. Εν πάση περιπτώσει ο εφεσείων είχε υπογράψει τέτοιο έντυπο όταν υπέβαλε για πρώτη φορά το σχετικό αίτημα του για παροχή δημοσίου βοηθήματος.
3. Οι καθ' ων η αίτηση δεν είχαν οποιοδήποτε δικαίωμα να ζητήσουν την επανεξέταση του αιτητή-εφεσείοντα.
4. Οι οδηγίες για επανεξέταση του αιτητή δόθηκαν από την Αστυνομία και όχι από αρμόδιο λειτουργό.
5. Οι ισχυρισμοί των καθ' ων η αίτηση-εφεσιβλήτων ότι διεξάγεται έρευνα εναντίον του εφεσείοντα για κατοχή περιουσίας είναι αβάσιμοι και στηρίζονται σε παράνομη παραβίαση του ασύλου και έρευνα της κατοικίας του ενώ αυτός βρισκόταν στο εξωτερικό.
6. Το πρωτόδικο δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη τα συνταγματικά δικαιώματα του εφεσείοντα που είναι πρόσωπο ανάπηρο, που δεν εργάζεται και δεν έχει οποιοδήποτε πόρο για να ζήσει.
Δεν συμφωνούμε με τις θέσεις που προέβαλε ο εφεσείων. Το έντυπο που ζητήθηκε από τον εφεσείοντα να υπογράψει είναι έντυπο εξουσιοδότησης των καθ' ων η αίτηση να έχουν πρόσβαση στα προσωπικά δεδομένα του εφεσείοντα έτσι ώστε να διαπιστώσουν καλύτερα την οικονομική του κατάσταση και περιστάσεις. Το δικαίωμα αυτό προνοείται στο Άρθρο 3(2) (θ) του περί Δημοσίων Βοηθημάτων και Υπηρεσιών Νόμου του 1991, όπως τροποποιήθηκε, Νόμος 8/91. Η πρόνοια αυτή διαλαμβάνει ότι δημόσιο βοήθημα δεν παρέχεται αν ο αιτητής αρνηθεί να παράσχει πληροφορίες ή στοιχεία στο Διευθυντή του Τμήματος Κοινωνικής Ευημερίας, σε σχέση με την οικονομική του κατάσταση ή σε σχέση με οποιοδήποτε άλλο ζήτημα που θα επηρεάσει, κατά ουσιώδη τρόπο, οποιεσδήποτε αποφάσεις που θα ληφθούν από το Διευθυντή αναφορικά με το δικαίωμα του αιτητή για δημόσιο βοήθημα. Κατά την κρίση μας δεν νοείται οι καθ' ων η αίτηση να μην έχουν τέτοιο δικαίωμα πρόσβασης στα προσωπικά δεδομένα του αιτητή-εφεσείοντα, μέσα στα πλαίσια του δικαιώματος τους για διερεύνηση της οικονομικής του κατάστασης, καθ' ην στιγμή αυτός ζητά από το κράτος οικονομική βοήθεια.
Αναφορικά με το ζήτημα του ότι ο εφεσείων είχε ήδη υπογράψει σχετικό έντυπο, από την πρώτη φορά που υπέβαλε την αίτησή του, παρατηρούμε πως το έντυπο που πράγματι υπέγραψε ο εφεσείων στις 22.7.2002, όταν υπέβαλε την αρχική του αίτηση για παροχή δημόσιου βοηθήματος, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνέχισε να είναι σε ισχύ και μετά την προαναφερόμενη απόφαση των καθ' ων η αίτηση για διακοπή παροχής δημόσιου ωφελήματος και την εκδήλωση της πρόθεσής τους να εξετάσουν νέαν αίτηση του αιτητή, επί νέου εντύπου. Θεωρούμε πως ήταν εντός των πλαισίων της άσκησης της διακριτικής ευχέρειας των καθ' ων η αίτηση και επιτρεπτό, να ζητήσουν από τον αιτητή-εφεσείοντα να υπογράψει, εκ νέου, σχετικό έντυπο και μάλιστα μετά την πάροδο περίπου τριών χρόνων από την ημερομηνία που είχε υπογράψει το αρχικόν έντυπο.
Όσον αφορά τους λόγους εφέσεως 3-6 θεωρούμε πως αυτοί είναι αβάσιμοι. Κατά την εκτίμησή μας οι καθ' ων η αίτηση, υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, οι οποίες δικαιολογούσαν την επανεξέταση του αιτητή και την επανεκτίμηση της κατάστασής του, είχαν δικαίωμα να ζητήσουν την επανεξέταση του. Ο ισχυρισμός ότι οι σχετικές οδηγίες δόθηκαν από την Αστυνομία και όχι από αρμόδιο λειτουργό δεν τεκμηριώθηκαν ενώπιόν μας. Το ζήτημα της παράνομης εισόδου στην οικία του εφεσείοντα, κατά χρόνο μάλιστα που αυτός απουσίαζε στο εξωτερικό, δεν αφορά κατά την εκτίμησή μας την παρούσα έφεση. Με την παρούσα έφεση δεν προσβάλλεται η νομιμότητα ή η ορθότητα της εισόδου της Αστυνομίας στην κατοικία του αιτητή-εφεσείοντα αλλά εκείνο που προσβάλλεται είναι η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης με την οποίαν κρίθηκε πως ορθά οι καθ' ων η αίτηση-εφεσίβλητοι διέκοψαν την παροχή δημόσιου βοηθήματος στον εφεσείοντα. Ο έκτος λόγος έφεσης, ότι δηλαδή ο πρωτόδικος Δικαστής δεν έλαβε υπόψη τα συνταγματικά δικαιώματα του εφεσείοντα, ο οποίος είναι και ανάπηρος, είναι επίσης αβάσιμος. Στην προκείμενη περίπτωση δεν τίθεται οποιοδήποτε θέμα παραγνώρισης των συνταγματικών ή άλλων δικαιωμάτων του εφεσείοντα.
Για τους προαναφερόμενους λόγους η έφεση απορρίπτεται με €1000.- έξοδα εις βάρος του εφεσείοντα.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.