ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2008) 3 ΑΑΔ 263
27 Ιουνίου, 2008
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ,
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στές]
JAGUAR CARS LTD,
Εφεσείοντες-Αιτητές,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ TOY
ΕΦΟΡΟΥ ΕΜΠΟΡΙΚΩΝ ΣΗΜΑΤΩΝ,
Εφεσίβλητης-Καθ'ης η αίτηση.
(Aναθεωρητική Έφεση Αρ. 25/2006)
Εμπορικά Σήματα ― Εγγραφή ― Όροι εγγραφής σήματος όμοιου με προγενέστερο, αλλά αναφερόμενα σε διαφορετικού είδους εμπορεύματα ― Ο περί Εμπορικών Σημάτων Νόμος, Κεφ. 268, όπως τροποποιήθηκε με το Ν.176(Ι)/2000 ― Άρθρα 13 και 14 του Νόμου ― Ερμηνεία ― Εφαρμογή στα γεγονότα της κριθείσας περίπτωσης των προνοιών του Κεφ. 268 αλλά και του Κυρωτικού της Σύμβασης του Παρισιού για την Προστασία της Βιομηχανικής Ιδιοκτησίας Νόμου του 1983 (Ν. 66/83) (ιδίως του Αρθρου 6δις) ― Η ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων από τον Έφορο Εμπορικών Σημάτων στην κριθείσα περίπτωση κρίθηκε πεπλανημένη και αναιτιολόγητη, ειδικά και ως προς το Αρθρο 11(1)(θ) του Κεφ. 268 περί κακοπιστίας ― Περιστάσεις και συνέπειες.
Αναθεωρητική Δικαιοδοσία ― Η απαίτηση αιτιολόγησης της δικαστικής απόφασης ― Περιστάσεις υπό τις οποίες η απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου κρίθηκε αναιτιολόγητη στην κριθείσα περίπτωση.
Οι εφεσείοντες ζήτησαν την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης, που απέρριψε την προσφυγή τους κατά της αποδοχής της εγγραφής του εμπορικού σήματος του ενδιαφερόμενου μέρους, το οποίο ταυτιζόταν εν πολλοίς με προγενέστερα εγγεγραμμένο σήμα των εφεσειόντων.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αποδεχόμενη την έφεση, αποφάσισε ότι:
1. Ο πρώτος λόγος έφεσης ευσταθεί.
Σχετικό είναι το Άρθρο 14 του Κεφ. 268, όπως τροποποιήθηκε από το Νόμο 176(Ι)/2000. Ο Βοηθός Έφορος ασχολήθηκε μόνο με το Άρθρο 14(1)(β) και με το ενδεχόμενο πιθανής σύγχυσης του κοινού, χωρίς να εξετάσει καθόλου το Άρθρο 14(1)(γ).
Και το πρωτόδικο Δικαστήριο, όπως και ο Βοηθός Έφορος, στην ουσία ασχολήθηκε μόνο με το Άρθρο 14(1)(β), χωρίς να εξετάσει κατά πόσο εφαρμόζονται οι διατάξεις του Άρθρου 14(1)(γ). Τελικά, όμως, ήταν το Άρθρο 14(1)(γ) που θα έπρεπε να είχε εξεταστεί, εφόσον φαίνεται ότι τηρούνταν οι βασικές προϋποθέσεις του.
Τόσο ο Βοηθός Έφορος όσο και το πρωτόδικο Δικαστήριο ενεργούσαν κάτω από πλάνη ως προς την εφαρμογή του Άρθρου 14(1)(β). Το συγκεκριμένο άρθρο αφορά σε περιπτώσεις που τόσο τα σήματα όσο και τα εμπορεύματα είναι όμοια, οπότε εγείρεται θέμα ενδεχόμενης σύγχυσης του κοινού με την εγγραφή του μεταγενέστερου σήματος. Όμως, στην προκειμένη περίπτωση, το Άρθρο 14(1)(β) δεν τυγχάνει εφαρμογής, εφόσον τα σήματα είναι μεν πανομοιότυπα ή όμοια, όχι όμως και τα εμπορεύματα (ρολόγια/ αυτοκίνητα). Το σχετικό άρθρο που θα έπρεπε να είχε εφαρμοστεί είναι το Άρθρο 14(1)(γ), το οποίο αφορά σε περιπτώσεις παρόμοιων σημάτων, ανόμοιων όμως εμπορευμάτων.
2. Η ίδια διαπίστωση για πλάνη γίνεται και αναφορικά με το λόγο έφεσης που απαριθμείται ως 4 στην αγόρευση της δικηγόρου των Εφεσειόντων και ο οποίος αφορά στον κίνδυνο σύγχυσης με τα άλλα σήματα των Εφεσειόντων. Ούτε εδώ εφαρμόζεται το Άρθρο 14(1)(β), αφού ενώ υπάρχουν όμοια σήματα δεν υπάρχουν όμοια εμπορεύματα, όπως προϋποθέτει το άρθρο. Επομένως, τα όσα λέχθηκαν από το Βοηθό Έφορο περί κινδύνου σύγχυσης σε σχέση με το Άρθρο 14(1)(β), αποτελούν και εδώ πλάνη περί το νόμο.
3. Σειρά έχει ο δεύτερος λόγος έφεσης με τον οποίο προσβάλλεται το εύρημα του Βοηθού Εφόρου, το οποίο επικυρώθηκε πρωτοδίκως, ότι το εμπορικό σήμα του Ε.Μ. ήταν «παγκοίνως γνωστό» (well known mark) με βάση τον Κυρωτικό της Σύμβασης του Παρισιού για την Προστασία της Βιομηχανικής Ιδιοκτησίας Νόμο του 1983 (Ν. 66/1983) και ως εκ τούτου δικαιούται να εγγραφεί στο Μητρώο. Ο λόγος έφεσης 2 ευσταθεί.
Σχετικό είναι το Αρθρο 6δις(1) του Κυρωτικού της Σύμβασης του Παρισιού για την Προστασία του Βιομηχανικής Ιδιοκτησίας Νόμου του 1983 (Ν. 66/1983).
Το άρθρο δίνει τη δυνατότητα στα συμβαλλόμενα κράτη, είτε αυτεπαγγέλτως είτε κατόπιν αιτήσεως ενδιαφερομένου, να μην εγγράφουν ή να απαγορεύουν τη χρησιμοποίηση ομοίων εμπορικών σημάτων, ώστε να αποφεύγεται σύγχυση με υφιστάμενο παγκοίνως γνωστό σήμα. Όμως, το άρθρο δεν δίδει δικαίωμα στο ίδιο το Ε.Μ. να το επικαλεστεί για να αιτηθεί εγγραφή του σήματος του στο Μητρώο. Η επίκληση του άρθρου μπορεί να γίνει για σκοπούς αρνήσεως εγγραφής του μεταγενέστερου σήματος.
Η απόφαση του Βοηθού Εφόρου όμως, αφήνει σαφώς να νοηθεί ότι από τη στιγμή που ικανοποιήθηκε ότι το σήμα του Ε.Μ. ήταν παγκοίνως γνωστό, αυτό δικαιούτο να εγγραφεί δυνάμει της Σύμβασης. Όμως δεν είναι αυτό που προβλέπει το άρθρο. Υπήρξε πλάνη στην ερμηνεία του σχετικού άρθρου και επομένως οι λόγοι έφεσης 2 και 5 ευσταθούν.
Επίσης, ο Έφορος όφειλε να εξετάσει κατά πόσο το προγενέστερο σήμα των Εφεσειόντων, και όχι του Ε.Μ., ήταν παγκοίνως γνωστό με έμφαση την Κύπρο και όχι αλλού, αφού το σχετικό άρθρο προβλέπει για υφιστάμενο σήμα το οποίο είναι παγκοίνως γνωστό «σ' αυτή», δηλαδή τη χώρα στην οποία ζητείται η εγγραφή του μεταγενέστερου σήματος. Ο Βοηθός Έφορος με την εισαγωγή στο σκεπτικό του της λέξης «παγκόσμια» γνωστό, η οποία είναι ξένη προς το λεκτικό του Αρθρου 6δις της Σύμβασης, φαίνεται να θεωρεί τη φήμη του Ε.Μ. στο εξωτερικό, ως προϋπόθεση, για εγγραφή, που δεν είναι. Φαίνεται επίσης, να συμπλέκει τη φήμη του Ε.Μ. στο εξωτερικό με αυτή στην Κύπρο, χωρίς επαρκή αιτιολογία για την κατάληξή του και ιδιαίτερα για την ύπαρξη φήμης του σήματος του Ε.Μ. στην Κύπρο.
4. Η μη εξέταση των ανάλογων ζητημάτων πρωτοδίκως καθιστά και την πρωτόδικη απόφαση τρωτή, λόγω έλλειψης επαρκούς αιτιολογίας.
5. Με τον τρίτο λόγο έφεσης, προσβάλλεται ως αναιτιολόγητη η απόφαση του Εφόρου, η οποία επικυρώθηκε από το Δικαστήριο, ότι το σήμα των Εφεσειόντων δεν ήταν πολύ γνωστό στην Κυπριακή Δημοκρατία αναφορικά με ρολόγια, ενώ υπήρχε ενώπιόν του μαρτυρία. Ο λόγος έφεσης ευσταθεί.
Οι Εφεσείοντες παρουσίασαν ενώπιον του Εφόρου, αρκετή μαρτυρία η οποία θα έπρεπε να είχε αξιολογηθεί, κάτι που δεν έγινε. Ο Έφορος απέρριψε τη μαρτυρία που είχε ενώπιόν του, χωρίς όμως να αιτιολογήσει την απόφασή του. Η υιοθέτηση και από πλευράς Δικαστηρίου της κατάληξης του Εφόρου, χωρίς οποιαδήποτε εξέταση και αιτιολόγηση, καθιστά και την πρωτόδικη απόφαση τρωτή.
6. Ενώπιον του Βοηθού Εφόρου οι Εφεσείοντες ήγειραν και το θέμα της κακοπιστίας, αφού ισχυρίστηκαν ότι το Ε.Μ. με τη χρήση του ονόματος Jaguar με την τίγρη «ενεργούσε κακόπιστα, κακόβουλα και ύπουλα» με σκοπό την εξαπάτηση και παραπλάνηση του κοινού.
Η απόφαση του Βοηθού Εφόρου, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αιτιολογεί την κατάληξη ότι το Ε.Μ. δεν ενήργησε κακόπιστα. Ενώπιόν του είχαν τεθεί πολλές ενέργειες του Ε.Μ., που κατά τους Εφεσείοντες συνιστούσαν κακοπιστία. Ο γενικός τρόπος που ο Βοηθός Έφορος επέλεξε να αιτιολογήσει την απόφασή του, δεν μπορεί να θεωρηθεί επαρκής. Όπως είναι γνωστό η μορφή και η έκταση της αιτιολογίας, ποικίλλουν ανάλογα με το θέμα που πραγματεύεται η απόφαση και τις συνθήκες που την περιβάλλουν. Σύμφωνα με το Αρθρο 28(1) του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(Ι)/99), η αιτιολογία πρέπει να είναι σαφής, ώστε να μην αφήνει αμφιβολία ως προς το ποιος ήταν ο πραγματικός λόγος που οδήγησε το διοικητικό όργανο στη λήψη της απόφασης. Επίσης τονίζεται ότι δεν αποτελεί αιτιολογία, η αναφορά στην απόφαση σε γενικούς χαρακτηρισμούς που μπορούν να εφαρμοστούν και να ισχύουν για κάθε περίπτωση. Η απόφαση του Βοηθού Εφόρου δεν πληροί τα πιο πάνω κριτήρια και επομένως δεν έπρεπε πρωτοδίκως να θεωρηθεί ως καθ' όλα αιτιολογημένη.
Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.
Αναφερόμενη Υπόθεση:
Kundry SA'S Application [1998] ETMR 178.
Έφεση.
Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Νικολαΐδης, Δ.), (Yπ. Aρ. 736/03), ημερ. 19/1/06.
Ε. Παπαχαραλάμπους, για τους Εφεσείοντες-Αιτητές.
Λ. Χριστοδουλίδου, για την Εφεσίβλητη-Καθ'ης η αίτηση.
Α. Ταλιαδώρος με Α. Γεωργιάδη, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.
Cur. adv. vult.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ. Ερωτοκρίτου.
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Το Ενδιαφερόμενο Μέρος (Ε.Μ.), Manufacture Des Montres Jaguar St,, κατασκευαστές ρολογιών, από την Ελβετία, στις 23.9.1991 καταχώρησαν την αίτηση 34958 για εγγραφή της λέξης «JAGUAR» με απλά κεφαλαία γράμματα, ως εμπορικό σήμα στην κλάση 14 σε σχέση με ρολόγια και μέρη αυτών. Ο Έφορος Εμπορικών Σημάτων, μετά από μελέτη της αίτησης, στις 18.5.1992 επέτρεψε τη δημοσίευση του προτεινόμενου σήματος, με όρο να ειδοποιηθούν οι ιδιοκτήτες τριών άλλων σημάτων. Η σχετική δημοσίευση της υπό όρους αποδοχής της αίτησης, έγινε στην Επίσημη Εφημερίδα, στις 24.9.1993.
Οι Εφεσείοντες, JAGUAR CARS LTD., οι οποίοι είναι κατασκευαστές αυτοκινήτων από το Ηνωμένο Βασίλειο, στις 24.3.94 καταχώρησαν ένσταση κατά της εγγραφής του σήματος, για το λόγο ότι το σήμα του Ε.Μ. είναι όμοιο με τα εμπορικά σήματα των Εφεσειόντων με αρ. 15538 (Κλάση 12 - αυτοκίνητα), 35414 (Κλάση 37 - συντήρηση αυτοκινήτων και εξαρτημάτων αυτών) και ενδέχεται να παραπλανήσει ή προκαλέσει σύγχυση. Ισχυρίστηκαν επίσης ότι τυχόν εγγραφή του σήματος θα ήταν αντίθετη με το γράμμα και το πνεύμα του Νόμου και ιδιαίτερα με τις πρόνοιες των Άρθρων 13 και 14 του Κεφ. 268, προτού τροποποιηθεί.
Το Ε.Μ. στην αντένσταση που καταχώρησε στον Έφορο, αρνήθηκε ότι η χρήση του σήματος του είναι πιθανό να ξεγελάσει, ή να συγχύσει και επέμεινε ότι το σήμα του δικαιούται σε εγγραφή. Ισχυρίστηκε επίσης ότι τα δύο σήματα είναι ανόμοια και εν πάση περιπτώσει υπάρχει μεγάλη διαφορά μεταξύ των εμπορευμάτων που καλύπτονται από τα δικά τους εμπορικά σήματα από αυτά των Εφεσειόντων, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει καμιά πιθανότητα σύγχυσης ή εξαπάτησης του κοινού.
Μετά από μακρά διαδικασία και καθυστέρηση, η οποία οφειλόταν κυρίως στη λήψη μαρτυρίας και συμπληρωματικής μαρτυρίας, από πρόσωπα που κατοικούσαν στο εξωτερικό, ο Βοηθός Έφορος στις 28.5.03 απέρριψε την ένσταση. Βρήκε ότι η λέξη «JAGUAR» με ή χωρίς το σχήμα της τίγρης, σε σχέση με οχήματα, συνδέεται άρρηκτα με τους Εφεσείοντες. Σημείωσε ότι αυτό δεν αμφισβητείται ούτε από το Ε.Μ.. Όμως δεν ικανοποιήθηκε ότι το ίδιο συνέβαινε και για ρολόγια. Δεν δέχθηκε ότι από τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του, οι Εφεσείοντες ασχολούνται ή είχαν γίνει γνωστοί στο ευρύ κοινό στην Κύπρο ή στο εξωτερικό, στον τομέα κατασκευής ρολογιών.
Στη συνέχεια, ο Έφορος εξέτασε κατά πόσον θα ήταν λογικά πιθανό να προκληθεί παραπλάνηση και σύγχυση μεταξύ του ευρύτερου κοινού ή όταν οι Εφεσείοντες θα χρησιμοποιούσαν τα εμπορικά σήματα τους στο μέλλον, κατά πόσον θα υπήρχε λογική πιθανότητα παραπλάνησης του κοινού από την ταυτόχρονη χρήση του εμπορικού σήματος του Ε.Μ.. Στηριζόμενος στο Αρθρο 14 του περί Εμπορικών Σημάτων Νόμου, Κεφ. 268 (όπως τροποποιήθηκε), ο Έφορος κατέληξε ότι παρά το γεγονός ότι τα δύο σήματα μοιάζουν πολύ μεταξύ τους, εντούτοις έκρινε ότι τα εμπορεύματα των δύο πλευρών (ρολόγια/αυτοκίνητα) δεν είναι τα ίδια αφού πρόκειται για εντελώς διαφορετικά εμπορεύματα, τα οποία λόγω της φύσης τους απευθύνονται σε διαφορετικούς καταναλωτές οι οποίοι λόγω της ηλικίας τους, γνωρίζουν τί αγοράζουν. Τελικά δεν ικανοποιήθηκε ότι υπάρχει «πραγματικός απτός κίνδυνος» σύγχυσης, αν το σήμα του Ε.Μ. τεθεί στο Εμπορικό Μητρώο Σημάτων, θεωρώντας ότι η ύπαρξη «απλής πιθανότητας πρόκλησης σύγχυσης» μεταξύ των δύο αιτητών, δεν αρκεί. Περαιτέρω, ο Έφορος δεν δέχθηκε ότι υπήρξε εκ μέρους του Ε.Μ. έλλειψη καλής πίστης στη χρησιμοποίηση του σήματος JAGUAR, εφόσον υπήρχε εγγραφή και χρήση του σήματος εδώ και δεκαετίες σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Τέλος, ο Έφορος, απορρίπτοντας την ένσταση των Εφεσειόντων, θεώρησε τον εαυτό του ικανοποιημένο «ότι το προτεινόμενο για εγγραφή σήμα του Ε.Μ. είναι παγκοίνως ή παγκόσμια γνωστό (famous mark) σύμφωνα με τη Συνθήκη των Παρισίων - Ν.66/83 - με πολλή χρήση τόσο από άποψη χρονικής διάρκειας, όσο και από άποψη πραγματικής εμπορικής χρήσης/πωλήσεων»*.
Οι Εφεσείοντες προσέβαλαν με προσφυγή την απόφαση του Εφόρου. Το κύριο παράπονο τους ήταν η πλάνη περί το Νόμο και τα πράγματα και έλλειψη επαρκούς αιτιολογίας. Επειδή μέχρι να εκδοθεί η απόφαση του Εφόρου, το Κεφ. 268 τροποποιήθηκε, με τον τροποποιητικό Νόμο του 2000 (Ν. 176(Ι)/2000), κατά τρόπο που ενδεχομένως να επηρέαζε το νομικό καθεστώς με βάση το οποίο θα έπρεπε να είχε κριθεί η αίτηση, το πρώτο θέμα που οι Εφεσείοντες προέταξαν πρωτοδίκως, ήταν το θέμα του νομοθετικού καθεστώτος που θα έπρεπε να εφαρμοστεί από τον Έφορο. Ενώπιον του συναδέλφου μας και οι δύο πλευρές συμφωνούσαν, ότι στην απόφασή του ο Έφορος τελικά έκρινε την ένσταση με βάση το Νόμο, όπως τροποποιήθηκε από το Ν. 176(Ι)/2000 και όχι με βάση το Κεφ. 268, προτού τροποποιηθεί. Φαίνεται ότι τόσο οι δικηγόροι των Εφεσειόντων όσο και του Ε.Μ., υποστήριξαν ότι ο τροποποιητικός Νόμος δεν είχε αναδρομική ισχύ και ότι ο Έφορος όφειλε να είχε εξετάσει την ένσταση με βάση τις πρόνοιες του Κεφ. 268, προτού τροποποιηθεί.
Ο συνάδελφός μας που εκδίκασε πρωτοδίκως την προσφυγή, αναφορικά με το εφαρμοζόμενο νομοθετικό καθεστώς, στηριζόμενος στο Αρθρο 9 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(Ι)/99), έκρινε ότι παρά το γεγονός ότι παρήλθε πράγματι πολύ μεγάλος χρόνος από την καταχώρηση της ένστασης εναντίον της εγγραφής του σήματος μέχρι την έκδοση απόφασης από τον Έφορο, εντούτοις η καθυστέρηση στην ολοκλήρωση της διαδικασίας δεν οφειλόταν στη διοίκηση, αλλά στο πολύπλοκο της υπόθεσης, και στην εμπλοκή μαρτύρων από το εξωτερικό. Υπό τις περιστάσεις, κατέληξε ότι ο χρόνος που διέρρευσε ήταν εύλογος και κατά συνέπεια το νομικό καθεστώς σύμφωνα με το Αρθρο 9 του Ν. 158(Ι)/99, θα έπρεπε να είναι αυτό που ίσχυε κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης, δηλαδή τα Αρθρα 13 και 14 του Κεφ. 268, όπως αυτά τροποποιήθηκαν από το Νόμο 176(Ι)/2000.
Στη συνέχεια, ο συνάδελφος μας εξέτασε τους λόγους ακύρωσης που ήγειραν οι Εφεσείοντες και απέρριψε την προσφυγή, βρίσκοντας ότι η απόφαση του Εφόρου ήταν εμπεριστατωμένη, καθόλα αιτιολογημένη, χωρίς να διαπιστώνεται οποιαδήποτε πλάνη περί το νόμο ή τα πράγματα.
Οι Εφεσείοντες προσβάλλουν την πιο πάνω απόφαση του συναδέλφου μας. Όμως, για το ισχύον νομικό καθεστώς, παρά τις αρχικά αντίθετες απόψεις τους, τελικά δεν αμφισβήτησαν και ενώπιον μας την κατάληξη του Δικαστηρίου. Τη θέση του συναδέλφου μας υποστήριξε επίσης και η δικηγόρος για τους καθ'ων η αίτηση, ενώ ο δικηγόρος για το Ε.Μ. με τον τρόπο που αγόρευσε, φαίνεται ότι και αυτός διαμόρφωσε τις αρχικές του απόψεις, έτσι ώστε και αυτός να συμφωνά. Οι λόγοι έφεσης έχουν ως κύριους άξονες την ύπαρξη πλάνης περί το νόμο και τα πράγματα, καθώς επίσης και την έλλειψη δέουσας αιτιολογίας. Για τον καθένα προβάλλονται σωρεία επιχειρημάτων.
Πλάνη σε σχέση με το Αρθρο 14(1)(β) και (γ) - Λόγοι έφεσης 1 και 4
Με τον πρώτο λόγο έφεσης, οι Εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι είναι εσφαλμένη η κατάληξη του συναδέλφου μας, ότι τα εμπορικά σήματα των Εφεσειόντων δεν προστατεύονται από το Αρθρο 14(1)(γ) του περί Εμπορικών Σημάτων Νόμου 268, όπως τροποποιήθηκε από το Νόμο 176(Ι)/2000.
Σύμφωνα με τη θέση της ευπαίδευτης δικηγόρου τους, από τη στιγμή που ο Βοηθός Έφορος διαπίστωσε ότι σε σχέση με αυτοκίνητα, το σήμα των Εφεσειόντων είχε την αναγκαία φήμη στην Κύπρο, όφειλε να είχε εξετάσει κατά πόσο η εγγραφή του μεταγενέστερου εμπορικού σήματος του Ε.Μ., θα επέφερε, σύμφωνα με το Αρθρο 14(1)(γ), χωρίς οποιοδήποτε κόστος, όφελος στο εμπορικό σήμα του Ε.Μ. ή θα ήταν βλαπτική για το εμπορικό σήμα ή τη φήμη των Εφεσειόντων. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, είπε, απέρριψε το παράπονο των πελατών της περί πλάνης του Βοηθού Εφόρου, χωρίς όμως το ίδιο να προβεί στην αναγκαία ή σε επαρκή εξέταση του ζητήματος που ήγειραν. Στην ουσία το Δικαστήριο ακολούθησε την ίδια γραμμή πλεύσης με τον Βοηθό Έφορο, περιορίζοντας την εξέταση του στον κίνδυνο σύγχυσης.
Η ευπαίδευτη δικηγόρος για τον εφεσίβλητο, χωρίς να απαντά συγκεκριμένα στον λόγο έφεσης, ανέφερε ότι το βάρος απόδειξης φήμης σε ρολόγια στην Κύπρο βαρύνει τους Εφεσείοντες και όχι το Ε.Μ., για να καταλήξει ότι ορθά ο Βοηθός Έφορος έκρινε ότι οι Εφεσείοντες δεν είχαν φήμη σε ρολόγια στην Κύπρο και ότι δεν υπήρχε κίνδυνος σύγχυσης.
Ο δικηγόρος του Ε.Μ. στο δικό του περίγραμμα, διατύπωσε τη θέση ότι οι Εφεσείοντες παρέλειψαν να ικανοποιήσουν τη βασική προϋπόθεση του Άρθρου 14(1)(γ), ότι υπήρχαν προγενέστερα δικαιώματα στο όνομα τους. Αντίθετα, είπε, από τη μαρτυρία προκύπτει ότι η υιοθέτηση και χρήση από το Ε.Μ. του εμπορικού σήματος «JAGUAR» για ρολόγια, προηγήθηκε κατά πολύ των οποιωνδήποτε δικαιωμάτων των Εφεσειόντων επί του συγκεκριμένου ονόματος.
Ο πρώτος λόγος έφεσης ευσταθεί.
Το Άρθρο 14 του Κεφ. 268, όπως τροποποιήθηκε από το Νόμο 176(Ι)/2000 προβλέπει ότι:-
«14.-(1) Εμπορικό σήμα δεν εγγράφεται ή, εάν εγγραφεί, είναι δυνατό να κηρυχθεί άκυρο, αν-
(α) Είναι πανομοιότυπο με προγενέστερο εμπορικό σήμα, και τα εμπορεύματα ή οι υπηρεσίες για τις οποίες το εμπορικό σήμα δηλώνεται ή είναι εγγεγραμμένο, είναι πανομοιότυπες με εκείνες για τις οποίες προστατεύεται το προγενέστερο εμπορικό σήμα,
(β) λόγω της ταυτότητάς του ή της ομοιότητας με προγενέστερο εμπορικό σήμα και της ταυτότητας ή της ομοιότητας των εμπορευμάτων ή υπηρεσιών που τα δύο εμπορικά σήματα προσδιορίζουν, υπάρχει κίνδυνος σύγχυσης του κοινού, ο οποίος περιλαμβάνει και τον κίνδυνο συσχέτισης με το προγενέστερο εμπορικό σήμα,
(γ) είναι πανομοιότυπο ή παρόμοιο με προγενέστερο εμπορικό σήμα και τα εμπορεύματα ή οι υπηρεσίες για τις οποίες το εμπορικό σήμα δηλώνεται ή είναι εγγεγραμμένο δεν είναι παρόμοιες με εκείνες για τις οποίες προστατεύεται το προγενέστερο εμπορικό σήμα, εφόσον το προγενέστερο εμπορικό σήμα χαίρει φήμης στην Κυπριακή Δημοκρατία, η δε χρησιμοποίηση του μεταγενέστερου εμπορικού σήματος, χωρίς εύλογη αιτία, θα επέφερε, χωρίς οποιοδήποτε κόστος, όφελος από το διακριτικό χαρακτήρα ή τη φήμη του προγενέστερου εμπορικού σήματος ή θα ήταν βλαπτική για τον εν λόγω διακριτικό χαρακτήρα ή τη φήμη,
......................................................................................................»
Ο Έφορος στις σελίδες 5-6 της απόφασής του, χωρίς να αναφερθεί ονομαστικά στο Άρθρο 14(1)(β), ασχολήθηκε με τον κίνδυνο πρόκλησης σύγχυσης, που είναι το αντικείμενο του Άρθρου 14(1)(β), για να καταλήξει ότι δεν υπήρχε τέτοιο ενδεχόμενο. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση του Βοηθού Εφόρου:-
«Παρόλο ότι οι αιτητές θα πρέπει να θεμελιώσουν ότι δεν είναι πιθανή η πρόκληση σύγχυσης ή παραπλάνησης, το βάρος απόδειξης ότι υπάρχει ικανοποιητική φήμη (ότι το σήμα έγινε γνωστό) του σήματος ή σημάτων για να θεμελιωθεί ένσταση βαρύνει τους ενισταμένους.
Δεν υπάρχει στο μυαλό μου καμιά αμφιβολία ενόψει της καταχωρηθείσας μαρτυρίας εκ μέρους των ενισταμένων αλλά και βασιζόμενος στη δική μου πείρα, εμπειρία και γενικές γνώσεις ότι η λέξη «JAGUAR» και/ή η λέξη «JAGUAR» με σχήμα/σχέδιο ιαγουάρου ή αμερικάνικης τίγρης (large powerful cat ranging from Texas to Paraguay...) εν σχέσει με αυτοκίνητα ή σχήματα ή μέρη και εξαρτήματα αυτών ή συντήρηση, επισκευή, περιποίηση, διανομή και πώληση αυτοκινήτων και οχημάτων συνδέεται άρρηκτα με τους ενισταμένους. Οι αιτητές δεν αμφισβητούν τη φήμη των ενισταμένων εν σχέσει με αυτοκίνητα. Δεν έχω ικανοποιηθεί από την καταχωρηθείσα εκ μέρους των ενισταμένων μαρτυρία ότι το ίδιο συμβαίνει και για τα ρολόγια ή μέρη αυτών. Είναι πολύ καλά γνωστό ότι εταιρείες/οργανισμοί/άτομα για σκοπούς διαφήμισης ή προώθησης των προϊόντων/υπηρεσιών τους διαθέτουν αντικείμενα όπως ημερολόγια, στυλό, μπρελόκ και άλλα στο ευρύ κοινό/πελάτες τους. Δεν έχω ενώπιόν μου τέτοια μαρτυρία ή στοιχεία ούτε και από την εμπειρία και γνώσεις μου γνωρίζω οι ενιστάμενοι να ασχολούνται και/ή έχουν γίνει γνωστοί στο ευρύ κοινό είτε στην Κύπρο είτε στο εξωτερικό στον τομέα κατασκευής ρολογιών ή μερών αυτών. Αν ασπασθώ ή υιοθετήσω το περιεχόμενο των καταχωρηθέντων εκ μέρους των ενισταμένων ενόρκων δηλώσεων - μαρτυρίας - ή το περιεχόμενο της καταχωρηθείσας εκ μέρους των ενισταμένων γραπτής αγόρευσης καθόσον αφορά τη δυνατότητα/πιθανότητα πρόκλησης σύγχυσης ή παραπλάνησης αν κάποιος τρίτος επέλεγε τη λέξη, «JAGUAR» ως μέρος της επωνυμίας της εταιρείας ή συνεταιρισμού ή οργανισμού του ή σαν σήμα των πιο πάνω, θάπρεπε οι ενιστάμενοι να μονοπωλήσουν στην αγορά τη λέξη/όνομα «JAGUAR». Κάτι τέτοιο θάταν παράλογο/άτοπο. Δεν μπορώ να δεχθώ/δεν έχω ικανοποιηθεί ότι οι ενιστάμενοι με την προσκομισθείσα μαρτυρία αλλά και βασιζόμενος στις γενικές γνώσεις και εμπειρία μου, έχουν επιτύχει να θεμελιώσουν ότι έχουν γίνει ευρέως γνωστοί για την κατασκευή και/ή διάθεση και/ή πώληση ρολογιών ή μερών αυτών.»
Στη συνέχεια της απόφασής του και κάτω από την επικεφαλίδα «Άρθρο 14», ασχολείται και πάλι με το θέμα της πιθανής πρόκλησης σύγχυσης, ως εάν η προηγούμενη ενασχόληση με το θέμα να μην είχε σχέση με το Αρθρο 14. Στη συνέχεια, διαπιστώνει ότι τα δύο σήματα των Εφεσειόντων, 15538 και 35414, δεν καλύπτουν εμπορεύματα που είναι τα ίδια με αυτό του Ε.Μ. και ότι «πρόκειται για εντελώς διαφορετικά εμπορεύματα/υπηρεσίες που απευθύνονται σε διαφορετικούς τελικούς καταναλωτές/χρήστες οι οποίοι στην προκειμένη περίπτωση γνωρίζουν τί αγοράζουν και από πού το αγοράζουν». Στη συνέχεια καταλήγει ότι:
«Δεν έχω ικανοποιηθεί ότι υπάρχει πραγματικός απτός κίνδυνος σύγχυσης αν το σήμα των αιτητών προχωρήσει να τεθεί στο μητρώο εμπορικών σημάτων (real tangible danger of confusion if the mark which is sought to register is put on the Register). Απλώς πιθανότητα πρόκλησης σύγχυσης μεταξύ των δύο σημάτων δεν αρκεί.)»
Είναι φανερό από το πιο πάνω αιτιολογικό, ότι ο Βοηθός Έφορος ασχολήθηκε μόνο με το Αρθρο 14(1)(β) και με το ενδεχόμενο πιθανής σύγχυσης του κοινού, χωρίς να εξετάσει καθόλου το Αρθρο 14(1)(γ) και κατά πόσο η χρησιμοποίηση του μεταγενέστερου σήματος του Ε.Μ. «χωρίς εύλογη αιτία, θα επέφερε, χωρίς οποιοδήποτε κόστος, όφελος από το διακριτικό χαρακτήρα ή τη φήμη του προγενέστερου εμπορικού σήματος ή θα ήταν βλαπτική για τον εν λόγω διακριτικό χαρακτήρα ή τη φήμη».
Ο συνάδελφος μας στην απόφασή του ασχολήθηκε με το θέμα. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από τις σελίδες 5-8:-
«Οι αιτητές παραπέμποντας στο Αρθρο 14(ι)(γ) του Κεφ. 268, όπως αυτό τροποποιήθηκε με το Αρθρο 10 του Ν. 176(Ι)/2000, υποστηρίζουν ότι ο Βοηθός Έφορος, εκδίδοντας την προσβαλλόμενη απόφαση, δεν αμφισβήτησε τη φήμη τους σχετικά με τα αυτοκίνητα. Έδρασε, όμως, υπό πλάνη περί το νόμο, αφού δεν ήλεγξε και δεν εξέτασε τα άλλα κριτήρια του συγκεκριμένου άρθρου. Έπρεπε, σύμφωνα πάντα με τους αιτητές, να εξέταζε κατά πόσο η χρησιμοποίηση του εμπορικού σήματος του ενδιαφερόμενου προσώπου χωρίς εύλογη αιτία, θα επέφερε χωρίς οποιοδήποτε κόστος, όφελος προς το μεταγενέστερο εμπορικό σήμα από το διακριτικό χαρακτήρα ή τη φήμη του προγενέστερου εμπορικού σήματος ή θα ήταν βλαπτική για το εν λόγω διακριτικό χαρακτήρα ή τη φήμη, όπως προβλέπεται στο σχετικό άρθρο.
Πράγματι, σύμφωνα με το Αρθρο 14 του Νόμου, όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 176(Ι)/2000, εμπορικό σήμα δεν εγγράφεται, όχι μόνο αν είναι πανομοιότυπο με προγενέστερο εμπορικό σήμα, αλλά και όταν, λόγω της ταυτότητάς του ή της ομοιότητάς του με προγενέστερο εμπορικό σήμα και της ομοιότητας των εμπορευμάτων ή υπηρεσιών που τα δύο εμπορικά σήματα προσδιορίζουν, υπάρχει κίνδυνος σύγχυσης του κοινού. Ακόμα, σήμα δεν εγγράφεται αν είναι πανομοιότυπο ή παρόμοιο με προγενέστερο εμπορικό σήμα και τα εμπορεύματα δεν είναι παρόμοια με αυτά που προστατεύονται από το προγενέστερο εμπορικό σήμα, εφ' όσον το προγενέστερο σήμα χαίρει φήμης στην Κυπριακή Δημοκρατία, η δε χρησιμοποίηση του μεταγενέστερου εμπορικού σήματος, χωρίς εύλογη αιτία, θα επέφερε χωρίς οποιοδήποτε κόστος, όφελος από το διακριτικό χαρακτήρα ή τη φήμη του προγενέστερου σήματος, ή θα ήταν βλαπτική για τον εν λόγω διακριτικό χαρακτήρα ή τη φήμη.
Στην παρούσα περίπτωση τα εμπορεύματα είναι βεβαίως διαφορετικά. Πρόκειται για αυτοκίνητα από τη μια και ρολόγια από την άλλη. Συνεπώς, θα πρέπει να εξεταστεί μόνο αν ο Έφορος δεν εξέτασε την τελευταία προϋπόθεση του Αρθρου 14.
Όπως προκύπτει από τη μαρτυρία που προσκομίστηκε στη διαδικασία ενώπιον του Εφόρου, η χρήση του ονόματος «JAGUAR» σε σχέση με ρολόγια άρχισε ήδη από το 1940. Η κατατεθείσα μαρτυρία περιλάμβανε, μεταξύ άλλων, διαφημίσεις, καταλόγους πωλήσεων παγκοσμίως, ενδεικτικές διεθνείς εκθέσεις, στοιχεία εγγραφών του εμπορικού σήματος παγκοσμίως κλπ. Συνεπώς, το σήμα όπως καταγράφεται μπορεί να θεωρηθεί ως παγκοίνως και παγκόσμια γνωστό με πολλή χρήση, τόσο από άποψη χρονικής διάρκειας, όσο και από την άποψη πραγματικής εμπορικής χρήσης και πωλήσεων.
Οι αιτητές ισχυρίζονται ότι ο Έφορος ενήργησε υπό πλάνη περί τα πράγματα όταν κατέληξε ότι οι αιτητές έχουν φήμη σε σχέση με αυτοκίνητα, αλλά ότι δεν ικανοποιήθηκε από την καταχωρηθείσα μαρτυρία ότι το ίδιο συμβαίνει και για ρολόγια ή μέρη αυτών. Ο Έφορος είχε δεχτεί ότι οι αιτητές για σκοπούς διαφήμισης ή προώθησης των προϊόντων τους, διαθέτουν αντικείμενα στους πελάτες τους. Δεν είχε ενώπιόν του μαρτυρία ή στοιχεία ότι είχαν γίνει γνωστοί στο ευρύ κοινό, είτε στην Κύπρο, είτε στο εξωτερικό, στον τομέα κατασκευής ρολογιών. Ο Έφορος, συνεχίζουν οι αιτητές, δεν αξιολόγησε ορθά την υπάρχουσα μαρτυρία για να πεισθεί ότι η φήμη του εμπορικού τους σήματος επεκτείνεται και στα ρολόγια.
Το επιχείρημα θα πρέπει να απορριφθεί. Όπως αναφέρει και ο Έφορος στην προσβαλλόμενη απόφαση, η προσαχθείσα ενώπιόν του μαρτυρία δεν υποδηλοί ότι υπάρχει πραγματικός απτός κίνδυνος σύγχυσης, αν το σήμα εγγραφεί. Δεν είχε ενώπιόν του, αναφέρει, τέτοια μαρτυρία ή στοιχεία, ότι οι αιτητές ασχολούνται ή έχουν γίνει γνωστοί στο ευρύ κοινό είτε στην Κύπρο, είτε στο εξωτερικό, στον τομέα κατασκευής ρολογιών. Αν ακολουθείτο το περιεχόμενο των ισχυρισμών των αιτητών, καταλήγει ο Έφορος, αναφορικά με τη δυνατότητα ή πιθανότητα πρόκλησης σύγχυσης ή παραπλάνησης αν κάποιος επέλεγε τη λέξη «JAGUAR» ως μέρος της επωνυμίας της εταιρείας του ή ως σήμα των προϊόντων του, οι αιτητές να μονοπωλούσαν τη χρήση της λέξης «JAGUAR».
Η αντιμετώπιση του Έφόρου βρίσκω ότι είναι ορθή και ότι δεν υπάρχει πραγματικός απτός κίνδυνος σύγχυσης από την εγγραφή του σήματος του ενδιαφερόμενου μέρους στο μητρώο. Η μαρτυρία που προσκόμισαν οι αιτητές για να αποδείξουν την ύπαρξη κινδύνου σύγχυσης περιορίστηκε σε ένα κατ' ισχυρισμόν περιστατικό πρόκλησης σύγχυσης το οποίο συνέβηκε εκτός Κύπρου. Κρίνω ότι δεν τίθεται θέμα ταυτότητας ή ομοιότητας των εμπορευμάτων που τα δύο εμπορικά σήματα προσδιορίζουν και η αποσπασματική μαρτυρία των αιτητών δεν μπορεί να αντικρούσει την προσαχθείσα από το ενδιαφερόμενο μέρος μαρτυρία, έτσι ώστε να καταδεικνύεται ότι το εμπορικό σήμα των αιτητών «JAGUAR» περιλαμβάνει πέραν των αυτοκινήτων και ρολόγια. Εξάλλου, τα δύο σήματα υπάγονται σε χωριστές κατηγορίες. Θα πρέπει να πω ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι εμπεριστατωμένη και καθ' όλα αιτιολογημένη και δεν διαπιστώνω οποιανδήποτε πλάνη περί το νόμο ή τα πράγματα.»
Είναι φανερό κατά την άποψή μας, ότι και ο συνάδελφός μας, όπως και ο Βοηθός Έφορος, στην ουσία ασχολήθηκε μόνο με το Αρθρο 14(1)(β) χωρίς να εξετάσει κατά πόσο εφαρμόζονται οι διατάξεις του Αρθρου 14(1)(γ). Τελικά, όμως, ήταν το Αρθρο 14(1)(γ) που θα έπρεπε να είχε εξεταστεί, εφόσον φαίνεται ότι τηρούνταν οι βασικές προϋποθέσεις του. Αποτελεί κοινό έδαφος, εξάλλου υπήρξε και εύρημα του Βοηθού Εφόρου, ότι: (α) το εμπορικό σήμα του Ε.Μ. είναι πανομοιότυπο με το προγενέστερο σήμα των Εφεσειόντων, (β) ότι τα εμπορεύματα (ρολόγια) δεν είναι παρόμοια με εκείνα που προστατεύονται από το προγενέστερο σήμα των Εφεσειόντων (αυτοκίνητα) και (γ) το προγενέστερο σήμα (αυτοκίνητα) έχαιρε φήμης στην Κυπριακή αγορά.
Από τη στιγμή που ο Βοηθός Έφορος είχε προβεί στις πιο πάνω αναντίλεκτες διαπιστώσεις, όφειλε να προχωρήσει και να εξετάσει τις υπόλοιπες προϋποθέσεις του εδαφίου (γ) του Αρθρου 14(1), ώστε να αποφανθεί κατά πόσο το Ε.Μ. θα αποκτούσε οποιοδήποτε όφελος από τη φήμη των εμπορευμάτων των Εφεσειόντων ή κατά πόσο η εγγραφή του μεταγενέστερου σήματος, θα ήταν βλαπτική στη φήμη των εμπορευμάτων των Εφεσειόντων (Βλ. Kundry SA´S Application [1998] ETMR 178).
Κατά την άποψή μας, τόσο ο Βοηθός Έφορος όσο και ο συνάδελφός μας πρωτοδίκως, ενεργούσαν κάτω από πλάνη ως προς την εφαρμογή του Αρθρου 14(1)(β). Το συγκεκριμένο άρθρο αφορά σε περιπτώσεις που τόσο τα σήματα όσο και τα εμπορεύματα είναι όμοια, οπότε εγείρεται θέμα ενδεχόμενης σύγχυσης του κοινού με την εγγραφή του μεταγενέστερου σήματος. Όμως, στην προκειμένη περίπτωση, το Αρθρο 14(1)(β) δεν τυγχάνει εφαρμογής, εφόσον τα σήματα είναι μεν πανομοιότυπα ή όμοια, όχι όμως και τα εμπορεύματα (ρολόγια/ αυτοκίνητα).
Το σχετικό άρθρο που θα έπρεπε να είχε εφαρμοστεί είναι το Αρθρο 14(1)(γ), το οποίο αφορά σε περιπτώσεις παρόμοιων σημάτων, ανόμοιων όμως εμπορευμάτων. Από τη στιγμή που ο Βοηθός Έφορος διαπίστωσε ότι το Ε.Μ. δεν αμφισβητούσε τη φήμη των Εφεσειόντων σε σχέση με αυτοκίνητα, το μόνο που απέμενε να εξετάσει ήταν το θέμα του ενδεχόμενου οφέλους που θα απεκόμιζε το Ε.Μ. από τη φήμη των εμπορευμάτων των Εφεσειόντων και της ενδεχόμενης βλάβης στη φήμη των εμπορευμάτων των Εφεσειόντων, πράγμα που δεν έπραξε, ενεργώντας κάτω από πλάνη ως προς το νόμο η οποία κατά την άποψή μας είναι ουσιώδης και αναμφίβολα επηρέασε την απόφαση τόσο του Βοηθού Εφόρου όσο και του συναδέλφου μας.
Η ίδια διαπίστωση για πλάνη γίνεται και αναφορικά με το λόγο έφεσης που απαριθμείται ως 4 στην αγόρευση της δικηγόρου των Εφεσειόντων και ο οποίος αφορά στον κίνδυνο σύγχυσης με τα άλλα σήματα των Εφεσειόντων τα οποία είναι εγγεγραμμένα στις κλάσεις 18 (δερμάτινα είδη) και 25 (είδη υπόδησης και ένδυσης), καθώς επίσης και εκείνα στις κλάσεις 3 (αρώματα, καλλυντικά, σαπούνια, μη φαρμακευτικά παρασκευάσματα τουαλέτας), κλάση 9 (ηλεκτρικά και επιστημονικά όργανα), κλάση 16 (γραφική ύλη και είδη γραφείου) και κλάση 28 (παιχνίδια και είδη αθλητισμού). Ούτε εδώ εφαρμόζεται το Αρθρο 14(1)(β), αφού ενώ υπάρχουν όμοια σήματα δεν υπάρχουν όμοια εμπορεύματα, όπως προϋποθέτει το άρθρο. Επομένως, τα όσα λέχθηκαν από το Βοηθό Έφορο περί κινδύνου σύγχυσης σε σχέση με το Αρθρο 14(1)(β), αποτελούν και εδώ πλάνη περί το νόμο.
Πλάνη σε σχέση με τη Σύμβαση των Παρισίων και έλλειψη αιτιολογίας (Λόγοι έφεσης 2 και 5)
Ερχόμαστε τώρα στον δεύτερο λόγο έφεσης με τον οποίο προσβάλλεται το εύρημα του Βοηθού Εφόρου, το οποίο επικυρώθηκε πρωτοδίκως, ότι το εμπορικό σήμα του Ε.Μ. ήταν «παγκοίνως γνωστό» (well known mark) με βάση τον Κυρωτικό της Σύμβασης του Παρισιού για την Προστασία της Βιομηχανικής Ιδιοκτησίας Νόμο του 1983 (Ν. 66/1983) και ως εκ τούτου δικαιούται να εγγραφεί στο Μητρώο. Η ευπαίδευτη συνήγορος για τους Εφεσείοντες, με αναφορά στο Σύγγραμμα Guide to the Application of the Paris Convention for the Protection of the Industrial Property του Professor G.H.C. Bodenhausen, Director of BIRPI, έκδοση BIRPI 1968, εισηγήθηκε ότι σε σχέση με το Άρθρο 6δις, η Σύμβαση δεν προνοεί για την εγγραφή στο Μητρώο σήματος που θεωρείται ότι είναι παγκοίνως γνωστό. Η επίκληση του συγκεκριμένου άρθρου γίνεται μόνο για σκοπούς αρνήσεως ή ενστάσεως για την εγγραφή μεταγενέστερου σήματος. Δηλαδή, είναι ο ενιστάμενος που εγείρει το θέμα και όχι ο αιτητής για την εγγραφή μεταγενέστερου σήματος. Επομένως, το Ε.Μ. δεν δικαιούται, είπε, να επικαλείται το Αρθρο 6δις της Σύμβασης για εγγραφή του σήματος του στο Μητρώο. Με βάση τα πιο πάνω, η συνήγορος των Εφεσειόντων εισηγήθηκε ότι τόσο ο Έφορος όσο και το πρωτόδικο Δικαστήριο τελούσαν υπό πλάνη περί το νόμο και τα πράγματα, όταν αποφάσιζαν πως το Ε.Μ. εδικαιούτο να εγγράψει το σήμα του με βάση το Αρθρο 6 της Συνθήκης των Παρισίων.
Σε συνδυασμό αλλά και ανεξάρτητα από τα πιο πάνω, οι Εφεσείοντες με ξεχωριστό λόγο έφεσης παραπονούνται επίσης ότι όχι μόνο η απόφαση του Βοηθού Εφόρου αλλά και αυτή του συναδέλφου μας είναι αναιτιολόγητη σε ό,τι αφορά την εφαρμογή της Συνθήκης των Παρισίων και το εύρημα ότι τα προϊόντα του Ε.Μ. ήταν παγκοίνως γνωστά.
Από την άλλη, η εφεσίβλητη θεωρεί εσφαλμένη τη θέση, ότι μόνο εκείνος που ενίσταται μπορεί να επικαλείται το Άρθρο 6δις της Σύμβασης. Είναι η θέση της, ότι η Σύμβαση προστατεύει όλους τους πολίτες των χωρών προσχώρησης στη Σύμβαση για τα σήματα τους στην Κύπρο, είτε αυτά είναι εγγεγραμμένα είτε όχι. Ο ευπαίδευτος συνήγορος για το Ε.Μ. εισηγήθηκε ότι με βάση τη Σύμβαση, παγκοίνως γνωστά σήματα αναγνωρίζονται ως προγενέστερα, με αποτέλεσμα ο ιδιοκτήτης τους να αποκτά όλα τα αποκλειστικά δικαιώματα ιδιοκτησίας, περιλαμβανομένου και του δικαιώματος εγγραφής στο Μητρώο.
Έχουμε εξετάσει το λόγο έφεσης 2 που αφορά στην πλάνη και κατά την άποψή μας αυτός ευσταθεί.
Το Άρθρο 6δις(1) του Κυρωτικού της Σύμβασης του Παρισιού για την Προστασία του Βιομηχανικής Ιδιοκτησίας Νόμου του 1983 (Ν. 66/1983), προνοεί ότι.-
« Άρθρο 6δις
(Σήματα: Παγκοίνως Γνωστά Σήματα)
(1) Οι χώρες της Ένωσης αναλαμβάνουν να απορρίπτουν ή ακυρώνουν την καταχώρηση και να απαγορεύουν τη χρησιμοποίηση, είτε αυτεπαγγέλτως, εφόσο η νομοθεσία τους το επιτρέπει, είτε ύστερα από αίτηση του ενδιαφερομένου, ενός εμπορικού σήματος αποτελούντος αναπαράσταση, απομίμηση ή μετάφραση, δυνάμενη να δημιουργήσει σύγχυση, ενός άλλου σήματος που θεωρείται από την αρμόδια αρχή της χώρας καταχώρησης ή χρησιμοποίησης ότι είναι παγκοίνως γνωστό σ' αυτή και ότι ανήκει ήδη σε πρόσωπο δικαιούμενο να επικαλεστεί τη Σύμβαση αυτή και ότι χρησιμοποιείται για τα ίδια ή παρόμοια προϊόντα. Το ίδιο ισχύει και όταν το βασικό μέρος του σήματος αποτελεί αναπαράσταση οποιουδήποτε τέτοιου παγκοίνως γνωστού σήματος ή απομίμηση δυνάμενη να δημιουργήσει σύγχυση με αυτό.»
Ο Βοηθός Έφορος στη σελίδα 7 της απόφασης αναφέρει τα εξής σχετικά:-
«Έχω ικανοποιηθεί ότι το προτεινόμενο για εγγραφή σήμα των αιτητών είναι παγκοίνως ή παγκόσμια γνωστό (famous mark) σύμφωνα με την Συνθήκη των Παρισίων - Ν. 66/83 - με πολλή χρήση τόσο από άποψη χρονικής διάρκειας όσο και από άποψη πραγματικής εμπορικής χρήσης/πωλήσεων.»
Κατ' αρχάς θα πρέπει να επισημάνουμε ότι το Αρθρο 6δις της Σύμβασης, όπως είναι διατυπωμένο, δε δίνει δικαίωμα στον κάτοχο σήματος το οποίο είναι παγκοίνως γνωστό, να αιτηθεί εγγραφή. Συμφωνούμε με τη συνήγορο των Εφεσειόντων ότι το άρθρο δίνει τη δυνατότητα στα συμβαλλόμενα κράτη, είτε αυτεπαγγέλτως είτε κατόπιν αιτήσεως ενδιαφερομένου, να μην εγγράφουν ή να απαγορεύουν τη χρησιμοποίηση ομοίων εμπορικών σημάτων, ώστε να αποφεύγεται σύγχυση με υφιστάμενο παγκοίνως γνωστό σήμα. Όμως, το άρθρο δεν δίδει δικαίωμα στο ίδιο το Ε.Μ. να το επικαλεστεί για να αιτηθεί εγγραφή του σήματος του στο Μητρώο. Όπως ορθά επισήμανε η δικηγόρος των Εφεσειόντων, η επίκληση του άρθρου μπορεί να γίνει για σκοπούς αρνήσεως εγγραφής του μεταγενέστερου σήματος. Στο Σύγγραμμα Intellectual Property των Cornish & Llewelyn, 5η Έκδοση (2003) επεξηγείται η προστασία που η Σύμβαση παρέχει στον κάτοχο υφιστάμενου όμοιου σήματος:-
«A claimant must show that it is a Convention proprietor, and that its mark is "well-known" (in the Paris Convention sense) in the United Kingdom. Then, irrespective of whether it carries on business or has any goodwill in the UK, it may enjoin use of an identical or similar mark, in relation to identical or similar goods or services, where the use is likely to cause confusion. Though of wider ambit, the main impact of this provision in the UK will be to override the scruple requiring, for passing off, a business base in the country, which is found in the case law just mentioned.»
Η απόφαση του Βοηθού Εφόρου, αφήνει σαφώς να νοηθεί ότι από τη στιγμή που ικανοποιήθηκε ότι το σήμα του Ε.Μ. ήταν παγκοίνως γνωστό, αυτό δικαιούτο να εγγραφεί δυνάμει της Σύμβασης. Όμως δεν είναι αυτό που προβλέπει το άρθρο. Κατά την άποψή μας, υπήρξε πλάνη στην ερμηνεία του σχετικού άρθρου και επομένως οι λόγοι έφεσης 2 και 5 ευσταθούν.
Επίσης, ο Έφορος όφειλε να εξετάσει κατά πόσο το προγενέστερο σήμα των Εφεσειόντων, και όχι του Ε.Μ., ήταν παγκοίνως γνωστό με έμφαση την Κύπρο και όχι αλλού, αφού το σχετικό άρθρο προβλέπει για υφιστάμενο σήμα το οποίο είναι παγκοίνως γνωστό «σ' αυτή», δηλαδή τη χώρα στην οποία ζητείται η εγγραφή του μεταγενέστερου σήματος. Ο Βοηθός Έφορος με την εισαγωγή στο σκεπτικό του της λέξης «παγκόσμια» γνωστό, η οποία είναι ξένη προς το λεκτικό του Αρθρου 6δις της Σύμβασης, φαίνεται να θεωρεί τη φήμη του Ε.Μ. στο εξωτερικό, ως προϋπόθεση, για εγγραφή, που δεν είναι. Φαίνεται επίσης, να συμπλέκει τη φήμη του Ε.Μ. στο εξωτερικό με αυτή στην Κύπρο, χωρίς επαρκή αιτιολογία για την κατάληξη του και ιδιαίτερα για την ύπαρξη φήμης του σήματος του Ε.Μ. στην Κύπρο.
Πρωτοδίκως ο συνάδελφος, χωρίς να εξετάσει ειδικά το ζήτημα και τα πολλά επιχειρήματα που ήγειραν ενώπιον του οι Εφεσείοντες, θεώρησε την απόφαση του Βοηθού Εφόρου ως εμπεριστατωμένη, χωρίς να διαπιστώσει οποιαδήποτε πλάνη περί το νόμο ή τα πράγματα. Η μη εξέταση των ζητημάτων πρωτοδίκως καθιστά την πρωτόδικη απόφαση τρωτή, λόγω έλλειψης επαρκούς αιτιολογίας.
Όμως, οι Εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι κυκλοφόρησαν στην Κύπρο ως μέρος του «Jaguar Collection» και ρολόγια τα οποία ως εμπορεύματα ήταν όμοια με αυτά του Ε.Μ.. Ως αποτέλεσμα, θα έπρεπε να είχε εξεταστεί τόσο από το Βοηθό Έφορο όσο και από το συνάδελφο μας, κατά πόσο η Σύμβαση εφαρμοζόταν σ' αυτή την πτυχή της υπόθεσης, νοουμένου βέβαια ότι τα ρολόγια των Εφεσειόντων κρίνονταν ότι ήταν παγκοίνως γνωστά στην Κύπρο. Ο Βοηθός Έφορος, έκρινε ότι δεν ήταν. Όμως οι Εφεσείοντες αμφισβητούν αυτό το μέρος της απόφασης, ισχυριζόμενοι ότι δεν ήταν επαρκώς αιτιολογημένη. Αυτή η πτυχή της έφεσης συνδέεται με τον επόμενο λόγο έφεσης, τον οποίο θα εξετάσουμε αμέσως μετά. Όπως θα φανεί, ο Βοηθός Έφορος δεν αιτιολόγησε επαρκώς την απόφασή του.
Αναιτιολόγητη η απόφαση αναφορικά με τη φήμη των Εφεσειόντων (Λόγος έφεσης 3)
Με τον τρίτο λόγο έφεσης, προσβάλλεται ως αναιτιολόγητη η απόφαση του Εφόρου, η οποία επικυρώθηκε από το Δικαστήριο, ότι το σήμα των Εφεσειόντων δεν ήταν πολύ γνωστό στην Κυπριακή Δημοκρατία αναφορικά με ρολόγια, ενώ υπήρχε ενώπιον του μαρτυρία. Αντίθετα, στην περίπτωση του Ε.Μ., με απειροελάχιστη μαρτυρία, που σχετιζόταν με τη διαφήμιση των ρολογιών του Ε.Μ. σε διεθνή περιοδικά, τα οποία πιθανώς να κυκλοφορούσαν και στην Κύπρο, ο Έφορος θεώρησε αυτή τη μαρτυρία αρκετή για να καταλήξει ότι τα προϊόντα του Ε.Μ., ήταν παγκοίνως γνωστά στην Κυπριακή Δημοκρατία.
Η φήμη των Εφεσειόντων στην Κύπρο ήταν σχετική, τόσο για την εξέταση των προϋποθέσεων του Αρθρου 6δις της Σύμβασης, σε περίπτωση που αυτό εφαρμοζόταν, όσο και αυτών του Αρθρου 14(1)(γ).
Για σκοπούς της Σύμβασης, η φήμη του σήματος των Εφεσειόντων ως προγενέστερης εγγραφής στο μητρώο, θα έπρεπε να αφορά στα ίδια ή παρόμοια προϊόντα με αυτά που αφορούσε το σήμα του ΕΜ, το οποίο επιζητούσε εγγραφή. Πλην των ρολογιών που ήταν μέρος του «Jaguar Collection», η Σύμβαση δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση των υπολοίπων εμπορευμάτων λόγω έλλειψης ομοιότητας.
Για σκοπούς του Αρθρου 14(1)(γ) η ύπαρξη φήμης του προγενέστερου σήματος στην Κύπρο, αποτελεί μια από τις προϋποθέσεις για παρεμπόδιση της εγγραφής του μεταγενέστερου σήματος. Οι Εφεσείοντες έθεσαν ενώπιον του Βοηθού Εφόρου μαρτυρία και ισχυρίστηκαν ότι στην Κύπρο είχαν τη δέουσα φήμη. Η φήμη τους σε αυτοκίνητα (ανόμοια προϊόντα) δεν αμφισβητείτο. Όμως προσπάθησαν να συνδέσουν τη φήμη τους και με ρολόγια και άλλα αντικείμενα, σε μια προσπάθεια να πείσουν τον Βοηθό Έφορο ότι είχαν φήμη και σε όμοια προϊόντα για σκοπούς του Αρθρου 6δις της Σύμβασης και του Αρθρου 14(1)(β) και διαζευκτικά του Αρθρου 14(1)(γ) του Νόμου.
Ο Βοηθός Έφορος στην απόφασή του δεν ικανοποιήθηκε ότι η φήμη των Εφεσειόντων εκτείνεται και σε ρολόγια, θεωρώντας ότι τα εμπορεύματα και οι υπηρεσίες που καλύπτονταν από τα εμπορικά σήματα των Εφεσειόντων 15538 (αυτοκίνητα) και 35414 (συντήρηση αυτοκινήτων και εξαρτημάτων), δεν είναι όμοια.
Οι Εφεσείοντες θεώρησαν την απόφαση του Εφόρου λανθασμένη. Πρωτοδίκως παραπονέθηκαν ότι για σκοπούς φήμης, ο Έφορος δεν έλαβε υπόψη μαρτυρία ότι οι Εφεσείοντες διέθεταν στην αγορά ως μέρος της «Jaguar Collection» διάφορα αντικείμενα, μεταξύ των οποίων και ρολόγια. Δεύτερον, ότι ο Βοηθός Έφορος δεν έλαβε υπόψη τη μεταβίβαση στο όνομα τους των εμπορικών σημάτων 18489 και 18490 στις κλάσεις 18 και 25 (δερμάτινα είδη και είδη υπόδησης και ένδυσης). Τρίτον, ότι δεν έλαβε υπόψη την εγγραφή του εμπορικού σήματος «Jaguar and leaping device» στις κλάσεις 3, 4, 9, 16, 18, 25 και 28 για διάφορα εμπορεύματα.
Ενώπιον του συναδέλφου μας συνόψισαν το παράπονό τους ως εξής:-
«Είναι πασιφανές ότι ο Βοηθός Έφορος όταν απεφάσιζε επί του προκειμένου, είχε παραλείψει ή δεν είχε λάβει δεόντως υπόψη του την καταχωρηθείσα μαρτυρία της Αιτήτριας Εταιρείας. Στην πρώτη περίπτωση, ο Βοηθός Έφορος ενεργούσε με πλάνη περί τα πράγματα, ενώ στη δεύτερη περίπτωση είχε καθήκον να δικαιολογήσει/αιτιολογήσει την απόφασή του, κάτι που παρέλειψε να κάμη.»
Πρωτοδίκως, ο συνάδελφος μας απλώς υιοθέτησε τις διαπιστώσεις του Βοηθού Εφόρου, γι' αυτό και οι Εφεσείοντες προσβάλλουν την απόφαση του ως αναιτιολόγητη.
Ο λόγος έφεσης ευσταθεί.
Οι Εφεσείοντες παρουσίασαν ενώπιον του Εφόρου, αρκετή μαρτυρία η οποία θα έπρεπε να είχε αξιολογηθεί, κάτι που δεν έγινε. Ο Έφορος απέρριψε τη μαρτυρία που είχε ενώπιόν του, χωρίς όμως να αιτιολογήσει την απόφασή του. Η υιοθέτηση και από πλευράς Δικαστηρίου της κατάληξης του Εφόρου, χωρίς οποιαδήποτε εξέταση και αιτιολόγηση, καθιστά και την πρωτόδικη απόφαση τρωτή.
Όμως το θέμα της φήμης των Εφεσειόντων συνδέεται και με το λόγο που αφορά στην πλάνη. Ο Έφορος ενεργώντας κάτω από πλάνη, συνέδεσε το κριτήριο της φήμης του προγενέστερου εμπορικού σήματος των Εφεσειόντων, με αυτή του μεταγενέστερου σήματος. Έχουμε παραθέσει τα αποσπάσματα από την απόφαση του Βοηθού Εφόρου, μέσα από τα οποία φαίνεται ότι κατέστησε και τη φήμη του σήματος του Ε.Μ. ως προϋπόθεση. Ο τρόπος που ο Έφορος συνέζευξε τη φήμη των δύο αφήνει να νοηθεί ότι η φήμη του σήματος του Ε.Μ., ήταν προϋπόθεση για εγγραφή η οποία συνδεόταν με αντίστοιχο δικαίωμα για εγγραφή του εμπορικού σήματος.
Η υιοθέτηση και από το Δικαστήριο των διαπιστώσεων του Βοηθού Εφόρου, ότι το σήμα του Ε.Μ. «μπορεί να θεωρηθεί ως παγκοίνως και παγκόσμια γνωστό με πολλή χρήση, τόσο από άποψη διάρκειας, όσο και από άποψη πραγματικής χρήσης και πωλήσεων» και η διαπίστωση ότι οι Εφεσείοντες δεν έχουν φήμη σε ρολόγια και ως εκ τούτου δεν υπάρχει πιθανότητα σύγχυσης, είναι ενδεικτικό της πλάνης σε σχέση με τις προϋποθέσεις των δύο άρθρων.
Κακοπιστία - Άρθρο 11(1)(θ) (Λόγος έφεσης 4)
Το Αρθρο 11(1)(θ) του περί Εμπορικών Σημάτων Νόμου, Κεφ. 268 προβλέπει ότι:-
«11(1) Δεν εγγράφονται ως εμπορικά σήματα ή, αν εγγραφούν, είναι δυνατό να κηρυχθούν άκυρα:-
..........................
(θ) τα εμπορικά σήματα για τα οποία η αίτηση εγγραφής έγινε κακόπιστα από τον αιτούντα.»
Ενώπιον του Βοηθού Εφόρου οι Εφεσείοντες ήγειραν το θέμα της κακοπιστίας, αφού ισχυρίστηκαν ότι το Ε.Μ. με τη χρήση του ονόματος Jaguar με την τίγρη «ενεργούσε κακόπιστα, κακόβουλα και ύπουλα» με σκοπό την εξαπάτηση και παραπλάνηση του κοινού. Αναφέρθηκαν μάλιστα σε διάφορες πτυχές της μαρτυρίας για να εδραιώσουν τα επιχειρήματα τους. Ο Βοηθός Έφορος στην σελ. 7 της απόφασης του ανέφερε τα εξής:-
«Περαιτέρω δεν έχω ικανοποιηθεί ότι υπήρξε εκ μέρους των αιτητών έλλειψη καλής πίστης στη χρησιμοποίηση/υιοθέτηση του σήματος τους - και της λέξης "JAGUAR" - Η λέξη "JAGUAR" αποτελεί το κύριο/διακριτικό/χαρακτηριστικό μέρος της επωνυμίας/ονόματος τους. Υπάρχει εγγραφή και πραγματική εμπορική χρήση από πολλές δεκαετίες του σήματος των αιτητών σε σχέση με τα εμπορεύματα που επιδιώκεται εγγραφή του σήματος στην Κύπρο σε μεγάλο αριθμό χωρών, περιλαμβανομένης της χώρας προέλευσης τους, (Ευρώπη και παγκόσμια) - διαφημίστηκε και προωθήθηκε σε ευρεία κλίμακα σε διεθνείς εκθέσεις και περιοδικά ευρείας κυκλοφορίας.»
Οι Εφεσείοντες προσέβαλαν πρωτοδίκως και αυτή την πτυχή της απόφασης του Εφόρου, ως αναιτιολόγητη. Η δικηγόρος τους, στις σελίδες 25-26 της αγόρευσης της ενώπιον του συναδέλφου μας, αφού αναφέρθηκε σε σωρεία παραδειγμάτων που κατά την άποψή της συνιστούσαν κακοπιστία, ιδιαίτερα για τη χρήση της λέξης με το σχήμα της αμερικάνικης τίγρης (jaguar leaping), εισηγήθηκε ότι:-
«Όλη η πιο πάνω μαρτυρία και ισχυρισμοί μας δεν φαίνεται να εξετάσθησαν δεόντως από τον Βοηθόν Έφορον Εμπορικών Σημάτων, ή εάν εξετάσθησαν, δεν φαίνεται να έχει δοθή σε αυτά η δέουσα βαρύτητα και/ή η δέουσα αιτιολογία για την απόρριψή των.
Ιδιαίτερα, εν όψει της μαρτυρίας που είχαμε προσκομίσει αναφορικά με την κακή πίστη, ο Βοηθός Έφορος θα έπρεπε να αιτιολογήσει γιατί την είχε παραγνωρίσει ή γιατί απεφάνθη ότι η χρήση του σήματος από την Ενδιαφερόμενη Εταιρεία δεν ήταν κακόπιστη.»
Πρωτοδίκως δεν εξετάστηκε ο ισχυρισμός των Εφεσειόντων που αφορούσε στην έλλειψη επαρκούς αιτιολογίας. Γενικά θεωρήθηκε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν «εμπεριστατωμένη και καθ' όλα αιτιολογημένη». Με όλο το σεβασμό προς το συνάδελφό μας, δε συμφωνούμε με την κατάληξή του. Η απόφαση του Βοηθού Εφόρου, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αιτιολογεί την κατάληξη ότι το Ε.Μ. δεν ενήργησε κακόπιστα. Ενώπιον του είχαν τεθεί πολλές ενέργειες του Ε.Μ., που κατά τους Εφεσείοντες συνιστούσαν κακοπιστία. Ο γενικός τρόπος που ο Βοηθός Έφορος επέλεξε να αιτιολογήσει την απόφασή του, δεν μπορεί να θεωρηθεί επαρκής. Όπως είναι γνωστό η μορφή και η έκταση της αιτιολογίας, ποικίλλουν ανάλογα με το θέμα που πραγματεύεται η απόφαση και τις συνθήκες που την περιβάλλουν. Σύμφωνα με το Αρθρο 28(1) του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(Ι)/99), η αιτιολογία πρέπει να είναι σαφής, ώστε να μην αφήνει αμφιβολία ως προς το ποιος ήταν ο πραγματικός λόγος που οδήγησε το διοικητικό όργανο στη λήψη της απόφασης. Επίσης τονίζεται ότι δεν αποτελεί αιτιολογία, η αναφορά στην απόφαση σε γενικούς χαρακτηρισμούς που μπορούν να εφαρμοστούν και να ισχύουν για κάθε περίπτωση. Κατά την άποψή μας η απόφαση του Βοηθού Εφόρου δεν πληροί τα πιο πάνω κριτήρια και επομένως δεν έπρεπε πρωτοδίκως να θεωρηθεί ως καθ' όλα αιτιολογημένη.
Η έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και η προσβαλλόμενη απόφαση του Βοηθού Εφόρου ακυρώνεται.
Επιδικάζονται υπέρ των Εφεσειόντων και εναντίον της εφεσίβλητης €2000 έξοδα, συμπεριλαμβανομένου και Φ.Π.Α., πρωτοδίκως και κατ' έφεση. Καμία διαταγή για τα έξοδα σε ό,τι αφορά το Ε.Μ..
Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.
* Βλ. σελίδα 7 της Απόφασης του Εφόρου.