ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2008) 3 ΑΑΔ 205
16 Μαΐου, 2008
[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ,
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στές]
GREMONA ADVERTISING LTD.,
Εφεσείουσα-Αιτήτρια,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΤΟΥ ΕΠΙΣΗΜΟΥ ΠΑΡΑΛΗΠΤΗ
ΚΑΙ ΕΦΟΡΟΥ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ,
Εφεσιβλήτων-Καθ' ων η αίτηση.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 40/2006)
Εμπορικές Επωνυμίες ― Ανάκληση εγγραφής ― Διαγραφή εμπορικών επωνυμιών στην κριθείσα περίπτωση κατ' εφαρμογή του Άρθρου 54(4) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν.158(Ι)/99) ― Δεν έπασχε καθ' οιονδήποτε τρόπο ― Περιστάσεις.
Η εφεσείουσα εταιρεία αμφισβήτησε την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή της κατά της απόφασης του εφεσίβλητου Εφόρου να διαγράψει τις Εμπορικές Επωνυμίες, την αρχική εγγραφή των οποίων είχε προκαλέσει η αιτήτρια.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
Ο ισχυρισμός της εφεσείουσας ότι η Έφορος Εταιρειών είχε ενεργήσει κατά παράβαση των αρχών της χρηστής διοίκησης και/ή της καλής πίστης είναι ανεδαφικός. Όπως φαίνεται καθαρά από το σκεπτικό της πρωτόδικης απόφασης, η διαγραφή των εμπορικών επωνυμιών δεν έγινε επειδή η ανακληθείσα απόφαση ήταν παράνομη, αλλά γιατί μεταβλήθηκαν οι συνθήκες πάνω στις οποίες είχε βασιστεί η εγγραφή.
Το ενδιαφερόμενο μέρος ζητώντας τη διαγραφή των εμπορικών επωνυμιών δεν ισχυρίστηκε ότι η εφεσείουσα ενήργησε δολίως, αλλά ότι η εγγραφή ήταν παράνομη, αφού οι συνθήκες συνεργασίας μεταξύ του και της αιτήτριας εταιρείας είχαν μεταβληθεί επειδή είχαν αναφυεί διαφορές μεταξύ τους. Αυτό επεσήμανε και το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Εξίσου ανεδαφικός είναι και ο λόγος έφεσης, ότι η Έφορος θα έπρεπε να αναμείνει την έκδοση της απόφασης στην Αγωγή Aρ. 9709/2003 που είχε καταχωρηθεί στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας στις 11/9/2003. Η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η Έφορος δεν θα έπρεπε να αναμένει την έκδοση της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου είναι ορθή. Η επίλυση των οικονομικών διαφορών μεταξύ των διαδίκων εμπίπτει στη σφαίρα του αστικού και όχι του διοικητικού δικαίου και ορθά κρίθηκε από την Έφορο Εταιρειών ότι δεν θα έπρεπε να αναμένει την έκβαση της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου. Στην αγωγή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας εξεταζόταν η εγκυρότητα της συμφωνίας μεταξύ των διαδίκων για σκοπούς επιδίκασης αποζημιώσεων για παραβίαση συμβατικών υποχρεώσεων, σε αντιπαράθεση με την παρούσα διαδικασία που εξετάζεται μέσα στα πλαίσια του διοικητικού δικαίου.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Έφεση.
Έφεση από την εφεσείουσα εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Χατζηχαμπής, Δ.), (Yπ. Aρ. 846/04), ημερ. 21/3/06.
Παπαχαραλάμπους & Αγγελίδης, για την Εφεσείουσα.
Δ. Εργατούδη, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.
Μ. Κυριακίδης, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Τ. Ηλιάδης.
ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.:
(α) Τα γεγονότα και η πρωτόδικη απόφαση.
Η εταιρεία The Interpublic Group of Companies Inc. (ενδιαφερόμενο μέρος) η οποία έχει εγγραφεί στην Αμερική, ασχολείται μεταξύ άλλων με την παροχή υπηρεσιών διαφήμισης και προώθησης προϊόντων πάνω σε παγκόσμια βάση με την εμπορική επωνυμία "McCann-Erickson".
Στις 2/3/98 το ενδιαφερόμενο μέρος The Interpublic Group of Companies Inc. συμφώνησε εγγράφως με Σύμβαση Χορήγησης Άδειας να παραχωρήσει στην εφεσείουσα εταιρεία (που είναι εγγεγραμμένη στην Κύπρο), δικαίωμα χρήσης της εμπορικής επωνυμίας "Gremona, affiliate of McCann-Erickson". Κατόπιν αίτησης που υποβλήθηκε από την εφεσείουσα, η Έφορος Εταιρειών ενέγραψε τις πιο κάτω τρεις εμπορικές επωνυμίες:
(i) Την Gremona McCann-Erickson στις 8/3/1999,
(ii) την Gremona McCann στις 28/9/2001 και
(iii) την Gremona Universal McCann στις 26/10/2001.
Το ενδιαφερόμενο μέρος, που είχε την εμπορική επωνυμία McCann-Erickson δεν είχε συγκατατεθεί στην εγγραφή των πιο πάνω εμπορικών επωνυμιών.
Ως αποτέλεσμα διαφωνιών που είχαν προκύψει μεταξύ του ενδιαφερόμενου μέρους και της εφεσείουσας, το ενδιαφερόμενο μέρος τερμάτισε στις 22/11/2001 τη συμφωνία που είχε υπογράψει με την εφεσείουσα. Μεταξύ των λόγων του τερματισμού περιλαμβανόταν και η παράνομη χρήση από την εφεσείουσα του ονόματος της εταιρείας McCann-Erickson. Στις 5/9/2003 η εταιρεία McCann-Erickson Athens SA (μέλος του ομίλου The Interpublic Group of Companies Inc.), ζήτησε από την Έφορο Εταιρειών μέσω του δικηγόρου της τη διαγραφή των πιο πάνω αναφερόμενων εγγραφών, γιατί,
(i) η εγγραφή που είχε γίνει ήταν παράνομη και
(ii) οι συνθήκες συνεργασίας μεταξύ τους είχαν μεταβληθεί αφού είχαν αναφυεί διαφορές μεταξύ των δύο εταιρειών για τις οποίες είχε καταχωρηθεί αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο, η εκδίκαση της οποίας εκκρεμούσε.
Η Έφορος Εταιρειών αφού άκουσε και τις δύο πλευρές αποφάσισε τη διαγραφή των επωνυμιών με το πιο κάτω δικαιολογητικό:
"Είναι παραδεκτό και από τις δυο πλευρές ότι η συμφωνία μεταξύ τους έχει καταγγελθεί και ότι οι δυο πλευρές ευρίσκονται ενώπιον του Δικαστηρίου για να λύσουν τις διαφορές τους. Αντίγραφο σχετικού κλητηρίου εντάλματος αγωγής στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας με αρ. 9709/2003 που καταχωρήθηκε στις 11.09.2003 έχει παρουσιαστεί ενώπιον της Εφόρου.
Και οι δυο πλευρές αποδέχονται ότι η μεταξύ τους συνεργασία έχει λήξει. Σαν αποτέλεσμα των πιο πάνω είναι φανερό ότι οι πραγματικές συνθήκες στις οποίες στηρίχτηκε η Έφορος για εγγραφή των εμπορικών επωνυμιών δηλ. η συνεργασία μεταξύ των δυο πλευρών έχουν μεταβληθεί."
Η διαγραφή των επωνυμιών βασίστηκε στις πρόνοιες του Άρθρου 54(4) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, το οποίο προνοεί ότι,
"Επιτρέπεται η ανάκληση διοικητικής πράξης σε περίπτωση μεταβολής των πραγματικών συνθηκών στις οποίες στηρίχτηκε η έκδοσή της ή που αποτελούσαν, σύμφωνα με το νόμο, την προϋπόθεση για την έκδοσή της."
Η εφεσείουσα αμφισβήτησε με προσφυγή την ορθότητα της πιο πάνω απόφασης αλλά η προσφυγή απορρίφθηκε γιατί το Ανώτατο Δικαστήριο στην πρωτόδικη του δικαιοδοσία έκρινε ότι η λήξη της συνεργασίας μεταξύ της εφεσείουσας και του ενδιαφερόμενου μέρους συνιστούσε επαρκή βάση για τη διαγραφή των πιο πάνω επωνυμιών, αφού τα γεγονότα αυτά αφαιρούσαν το υπόβαθρο πάνω στο οποίο είχε βασιστεί η εγγραφή τους.
(β) Η έφεση.
Με την παρούσα έφεση η εφεσείουσα αμφισβητεί την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης ισχυριζόμενη μεταξύ άλλων ότι η διαγραφή των επωνυμιών είναι αποτέλεσμα παράβασης των αρχών της χρηστής διοίκησης και ότι η Έφορος Εταιρειών θα έπρεπε να περιμένει το αποτέλεσμα της δικαστικής διαδικασίας προτού εκδώσει την απόφασή της.
Ο ισχυρισμός της εφεσείουσας ότι η Έφορος Εταιρειών είχε ενεργήσει κατά παράβαση των αρχών της χρηστής διοίκησης και/ή της καλής πίστης είναι ανεδαφικός. Όπως φαίνεται καθαρά από το σκεπτικό της πρωτόδικης απόφασης η διαγραφή των εμπορικών επωνυμιών δεν έγινε επειδή η ανακληθείσα απόφαση ήταν παράνομη, αλλά γιατί μεταβλήθηκαν οι συνθήκες πάνω στις οποίες είχε βασιστεί η εγγραφή.
Το ενδιαφερόμενο μέρος ζητώντας τη διαγραφή των εμπορικών επωνυμιών δεν ισχυρίστηκε ότι η εφεσείουσα ενήργησε δολίως, αλλά ότι η εγγραφή ήταν παράνομη, αφού οι συνθήκες συνεργασίας μεταξύ του και της αιτήτριας εταιρείας είχαν μεταβληθεί επειδή είχαν αναφυεί διαφορές μεταξύ τους. Αυτό επεσήμανε και το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Εξίσου ανεδαφικός είναι και ο λόγος έφεσης ότι η Έφορος θα έπρεπε να αναμείνει την έκδοση της απόφασης στην αγωγή 9709/2003 που είχε καταχωρηθεί στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας στις 11/9/2003. Η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η Έφορος δεν θα έπρεπε να αναμένει την έκδοση της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου είναι ορθή. Η επίλυση των οικονομικών διαφορών μεταξύ των διαδίκων εμπίπτει στη σφαίρα του αστικού και όχι του διοικητικού δικαίου και ορθά κρίθηκε από την Έφορο Εταιρειών ότι δεν θα έπρεπε να αναμένει την έκβαση της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου. Στην αγωγή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας εξεταζόταν η εγκυρότητα της συμφωνίας μεταξύ των διαδίκων για σκοπούς επιδίκασης αποζημιώσεων για παραβίαση συμβατικών υποχρεώσεων, σε αντιπαράθεση με την παρούσα διαδικασία που εξετάζεται μέσα στα πλαίσια του διοικητικού δικαίου.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος της εφεσείουσας.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.