ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2008) 3 ΑΑΔ 118
15 Φεβρουαρίου, 2008
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στές]
ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Αιτητής,
v.
ΒΟΥΛΗΣ ΤΩΝ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΩΝ (ΑΡ. 1),
Καθ' ης η αίτηση.
(Aναφορά Αρ. 1/2007)
Ευρωπαϊκό Κοινοτικό Δίκαιο ― Οδηγία 2000/13/ΕΚ ― Παραβίαση του Αρθρου 19 της Οδηγίας από το Αρθρο 22 του τροποποιητικού περί Τροφίμων (Έλεγχος και Πώληση) Νόμου και η εξ αυτού του λόγου άσκηση του δικαιώματος αναπομπής του Νόμου από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας.
Συνταγματικό Δίκαιο ― Άρθρο 140 του Συντάγματος όπως τροποποιήθηκε με τον περί της 5ης Τροποποίησης του Συντάγματος Νόμο του 2006 (Ν.127/06) ― Περιστάσεις αναπομπής και εν συνεχεία αναφοράς του Προέδρου της Δημοκρατίας σε σχέση με Νόμο που ψηφίστηκε από τη Βουλή των Αντιπροσώπων, κατά παράβαση του δικαίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στην κριθείσα περίπτωση.
Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας καταχώρισε την παρούσα Αναφορά μετά την εμμονή της Βουλής των Αντιπροσώπων στην ψήφιση τροποποιητικού του περί Τροφίμων (Έλεγχος και Πώληση) Νόμου ως προς τον οποίο ο Πρόεδρος είχε προηγουμένως ασκήσει το δικαίωμα αναπομπής, δυνάμει του Αρθρου 51 του Συντάγματος.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αποδεχόμενη το αιτητικό της αναφοράς, αποφάνθηκε ότι:
Η παρούσα Αναφορά έγινε ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου, σύμφωνα με το Αρθρο 140 του Συντάγματος, το οποίο τροποποιήθηκε με τον περί της 5ης Τροποποίησης του Συντάγματος Νόμο του 2006 (Ν.127/2006). Η τροποποίηση που ενδιαφέρει είναι η προσθήκη στην παράγραφο 1 του Αρθρου 140 της φράσης «ή ευρίσκεται σε αντίθεση ή είναι ασύμφωνος προς το δίκαιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ή της Ευρωπαϊκής Ενώσεως» και η ένθεση στην παράγραφο 3 του άρθρου της φράσης «ή του Δικαίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ή της Ευρωπαϊκής Ενώσεως». Αποτελεί δε κοινό έδαφος πως η υπό συζήτηση Οδηγία 2000/13/ΕΚ εμπίπτει στη σφαίρα του δικαίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Είναι ορθή η τοποθέτηση και των δύο πλευρών πως η οποιαδήποτε παραβίαση του Κοινοτικού Δικαίου βαρύνει την Κυπριακή Δημοκρατία ως πολιτεία, άσχετα από το συγκεκριμένο πολιτειακό όργανο που ενδεχομένως ευθύνεται για την παραβίαση. Η πολιτεία όφειλε να συμμορφωθεί με τις πρόνοιες του Αρθρου 19 της Οδηγίας. Ορθά, επομένως, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ασκώντας την εξουσία που του παρέχει το Αρθρο 140 του Συντάγματος, καταχώρισε την παρούσα Αναφορά για να έχει τη γνώμη του Ανωτάτου Δικαστηρίου επί του θέματος. Δεδομένης δε της ομοφωνίας, πως ο επίμαχος Νόμος ψηφίστηκε χωρίς να τηρηθεί η διαδικασία που προβλέπεται στο Αρθρο 19 της Οδηγίας, το Ανώτατο Δικαστήριο, κατ' ακολουθίαν, αποφαίνεται πως το Αρθρο 22 του Νόμου ψηφίστηκε αντίθετα με το Αρθρο 19 της Οδηγίας.
Διαταγή ως ανωτέρω.
Αναφερόμενη Υπόθεση:
Commission v. Belgium, Case 77/69.
Αναφορά.
Αναφορά του Προέδρου της Δημοκρατίας βάσει του Άρθρου 140 του Συντάγματος για γνωμάτευση του Ανωτάτου Δικαστηρίου για το κατά πόσο ο ψηφισθείς με την κατάθεση πρότασης νόμου Νόμος με τον οποίο τροποποιούνται οι περί Τροφίμων (Έλεγχος και Πώληση) Νόμοι του 1996-2005, παραβιάζει το Άρθρο 19 της Οδηγίας 2000/13/ΕΚ και γενικά το δίκαιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Δ. Λυσάνδρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Αιτητή.
Κ. Ευσταθίου με Ντ. Πασπαλίδη, για την Καθ' ης η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Η Βουλή των Αντιπροσώπων ψήφισε σε Νόμο πρόταση Νόμου, με τον οποίο τροποποιούνται οι περί Τροφίμων (Έλεγχος και Πώληση) Νόμοι του 1996-2005. Ο ψηφισθείς Νόμος διαβιβάστηκε στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας για να προχωρήσει στην έκδοση του, με δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας σύμφωνα με το Αρθρο 52 του Συντάγματος. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, άσκησε το δικαίωμα του αναπομπής του Νόμου, για επανεξέταση από τη Βουλή των Αντιπροσώπων καθώς ορίζει το Αρθρο 51.1 του Συντάγματος. Η Βουλή των Αντιπροσώπων επέμεινε στην απόφαση της. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας προχώρησε στην καταχώριση της παρούσας Αναφοράς, σύμφωνα με το Αρθρο 140.1 του Συντάγματος.
Είναι η θέση του Προέδρου της Δημοκρατίας πως ο επίμαχος Νόμος εισάγει με το νέο Αρθρο 22 διατάξεις στον εν ισχύι Νόμο κατά παράβαση του Αρθρου 19 της Οδηγίας 2000/13/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συμβουλίου της 20ης Μαρτίου, 2000, στα επόμενα η Οδηγία. Το επίμαχο Αρθρο (22) του ψηφισθέντα Νόμου έχει ως εξής:
«22.(1) Σε κάθε πολυκατάστημα τα γενετικά τροποποιημένα τρόφιμα τα οποία διατίθενται προς πώληση τοποθετούνται σε ειδικά διαρρυθμισμένο προς τούτο χώρο, σε ξεχωριστά ράφια και μακριά από τα μη γενετικά τροποποιημένα προϊόντα.
(2) Πάνω στα ράφια και σε περίοπτη θέση τοποθετείται η πινακίδα όπου αναγράφεται ευκρινώς «γενετικά τροποποιημένα προϊόντα».
(3) Κάθε καταστηματάρχης που παραβαίνει ή παραλείπει να συμμορφωθεί με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου είναι ένοχος ποινικού αδικήματος και υπόκειται σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις τρεις χιλιάδες λίρες ή, σε περίπτωση δεύτερης μεταγενέστερης καταδίκης σε χρηματική σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις έξι χιλιάδες λίρες ή σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες ή καις τις δυο ποινές μαζί.»
Η θέση του Προέδρου στην Αναφορά, επικεντρώνεται, όπως είπαμε, στο Αρθρο 19 της Οδηγίας, στο οποίο προβλέπεται η διαδικασία, που καθ' υποχρέωση πρέπει να ακολουθείται, όταν κράτος Μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης επιθυμεί να υιοθετήσει ενδείξεις επιπλέον αυτών που διαλαμβάνονται στις Κοινοτικές Διατάξεις, οι οποίες και εφαρμόζονται σε μερικά καθορισμένα τρόφιμα και όχι στα τρόφιμα γενικά. Η δυνατότητα αυτή παρέχεται από το Αρθρο 4 της Οδηγίας, το οποίο ενθέτουμε παρακάτω.
«1. Οι κοινοτικές διατάξεις που εφαρμόζονται σε μερικά καθορισμένα τρόφιμα και όχι στα τρόφιμα γενικά, είναι δυνατόν να παρεκκλίνουν, κατ' εξαίρεση και χωρίς να βλάπτεται η πληροφόρηση του αγοραστή, από τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στο Αρθρο 3 παράγραφος 1, σημεία 2 και 5.
2. Οι κοινοτικές διατάξεις που εφαρμόζονται σε μερικά καθορισμένα τρόφιμα και όχι στα τρόφιμα γενικά, μπορούν να προβλέπουν και άλλες υποχρεωτικές ενδείξεις επί πλέον από αυτές που αναγράφονται στο Αρθρο 3.
Αν δεν υπάρχουν τέτοιες κοινοτικές διατάξεις, τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν τέτοιες ενδείξεις σύμφωνα με την διαδικασία που προβλέπεται στο Αρθρο 19.
3. Οι κοινοτικές διατάξεις που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 θεσπίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο Αρθρο 20, παράγραφος 2.»
Το Αρθρο 19, όπως τροποποιήθηκε με την Οδηγία 2003/89/ΕΚ, έχει ως εξής:
«Στην περίπτωση που γίνεται αναφορά στο παρόν άρθρο, εφαρμόζεται η ακόλουθη διαδικασία όταν ένα κράτος μέλος κρίνει αναγκαία τη θέσπιση νέας νομοθεσίας.
Κοινοποιεί στην Επιτροπή και στα λοιπά κράτη μέλη τα σχεδιαζόμενα μέτρα προσδιορίζοντας και τους λόγους που τα δικαιολογούν. Η Επιτροπή προβαίνει σε διαβουλεύσεις με τα κράτη μέλη στα πλαίσια της μόνιμης επιτροπής για την τροφική αλυσίδα και την υγεία των ζώων η οποία έχει συσταθεί με τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθμ. 178/2002, εφ' όσον το κρίνει σκόπιμο ή εφ' όσον το ζητήσει ένα κράτος μέλος.
Το κράτος μέλος δύναται να θεσπίσει τα σχεδιαζόμενα μέτρα μόνο μετά τρεις μήνες από την κοινοποίηση αυτή και με την προϋπόθεση ότι δεν υπάρχει αντίθετη γνώμη της Επιτροπής.
Στην τελευταία αυτή περίπτωση και πριν από την λήξη της ανωτέρω προθεσμίας, η Επιτροπή προσφεύγει στην διαδικασία που προβλέπεται στο Αρθρο 20 παράγραφος 2, προκειμένου να αποφασίσει αν τα προτεινόμενα μέτρα δύνανται να τεθούν σε εφαρμογή, υποκείμενα ενδεχομένως στις κατάλληλες τροποποιήσεις.»
Ο δικηγόρος της Βουλής των Αντιπροσώπων δήλωσε, πως η Βουλή δέχεται, ορθά κατά τη γνώμη μας, ότι οι πρόνοιες του Αρθρου 22 του επίμαχου Νόμου εμπίπτουν στο Αρθρο 4 της Οδηγίας, και ως εκ τούτου πριν από τη ψήφιση του θα έπρεπε να ακολουθηθεί η διαδικασία που προβλέπεται στο Αρθρο 19 της Οδηγίας. Εισηγείται όμως πως, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας πριν από την υπογραφή και έκδοση του Νόμου θα έπρεπε ο ίδιος να ακολουθήσει τη διαδικασία του Αρθρου 19 της Οδηγίας. Εάν δε, πάλιν κατά το συνήγορο, λαμβανόταν η έγκριση της αρμόδιας Επιτροπής που αναφέρεται στο ίδιο άρθρο, τότε να τον υπογράψει. Να υποδείξουμε, επί αυτού του σημείου, πως δεν είχαμε απόκριση στο φυσικό ερώτημα που προκύπτει από την υποχρέωση του Προέδρου, βάσει του Άρθρου 52 του Συντάγματος, να υπογράψει και εκδώσει νόμο που θεσπίζει η Βουλή των Αντιπροσώπων μέσα σε 15 ημέρες από την κοινοποίηση του Νόμου στο γραφείο του, εκτός αν ασκήσει το δικαίωμα της αρνησικυρίας, αναπομπής, αναφοράς ή προσφυγής.
Η Αναφορά έγινε ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου, όπως είπαμε πιο πριν, σύμφωνα με το Αρθρο 140 του Συντάγματος, το οποίο τροποποιήθηκε με τον περί της 5ης Τροποποίησης του Συντάγματος Νόμο του 2006 (127 του 2006). Η τροποποίηση που ενδιαφέρει είναι η προσθήκη στην παράγραφο 1 του Αρθρου 140 της φράσης «ή ευρίσκεται σε αντίθεση ή είναι ασύμφωνος προς το δίκαιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ή της Ευρωπαϊκής Ενώσεως» και η ένθεση στην παράγραφο 3 του άρθρου της φράσης «ή του Δικαίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ή της Ευρωπαϊκής Ενώσεως». Αποτελεί δε κοινό έδαφος πως η υπό συζήτηση Οδηγία εμπίπτει στη σφαίρα του δικαίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Είναι ορθή η τοποθέτηση και των δύο πλευρών πως η οποιαδήποτε παραβίαση του Κοινοτικού Δικαίου βαρύνει την Κυπριακή Δημοκρατία ως πολιτεία, άσχετα από το συγκεκριμένο πολιτειακό όργανο που ενδεχομένως ευθύνεται για την παραβίαση. (Commission v. Belgium, Case No. 77/69). Η πολιτεία όφειλε να συμμορφωθεί με τις πρόνοιες του Αρθρου 19 της Οδηγίας. Ορθά, επομένως, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ασκώντας την εξουσία που του παρέχει το Αρθρο 140 του Συντάγματος, καταχώρισε την παρούσα Αναφορά για να έχει τη γνώμη του Ανωτάτου Δικαστηρίου επί του θέματος. Δεδομένης δε της ομοφωνίας, πως ο επίμαχος Νόμος ψηφίστηκε χωρίς να τηρηθεί η διαδικασία που προβλέπεται στο Αρθρο 19 της Οδηγίας, το Ανώτατο Δικαστήριο, κατ' ακολουθίαν, αποφαίνεται πως το Αρθρο 22 του Νόμου ψηφίστηκε αντίθετα με το Αρθρο 19 της Οδηγίας. Η παρούσα Γνωμάτευση κοινοποιείται στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και στη Βουλή των αντιπροσώπων, σύμφωνα με το Αρθρο 140.2 του Συντάγματος.
Διαταγή ως ανωτέρω.