ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2007) 3 ΑΑΔ 302
14 Ιουνίου, 2007
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στές]
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,
Εφεσείων-Καθ' ου η αίτηση,
v.
1. ΜΕΝΕΛΑΟΥ ΗΡΑΚΛΕΟΥΣ,
2. ΧΡΙΣΤΟY Χ"ΘΕΟΔΟΥΛΟΥ,
3. ΙΩΑΝΝΗ ΚΑΚΟΦΕΓΓΙΤΗ,
Εφεσιβλήτων-Αιτητών.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 3919)
Διοικητική Πράξη ― Αναδρομικότητα ― Όροι υπό τους οποίους επιτρέπεται η αναδρομική ενέργεια διοικητικών πράξεων ― Δεν συνέτρεχαν στην κριθείσα περίπτωση ― Περιστάσεις και συνέπειες.
Αναθεωρητική Δικαιοδοσία ― Μερική ακύρωση διοικητικής πράξης ― Απαιτείται προς τούτο ο διαχωρισμός του ακύρου μέρους από το υπόλοιπο ― Ο διαχωρισμός δεν μπορούσε να γίνει στην κριθείσα περίπτωση.
Οι εφεσείοντες άσκησαν έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης, που ακύρωσε εν μέρει, και μόνο ως προς την αναδρομικότητά της, την επίδικη απόφαση τερματισμού της απόσπασης των εφεσιβλήτων στις διπλωματικές υπηρεσίες ενώ οι τελευταίοι, με αντέφεση, αμφισβήτησαν την πρωτόδικη απόφαση κατά το μέρος της που επικύρωσε τον τερματισμό κατά τα λοιπά.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση και αποδεχόμενη την αντέφεση, αποφάσισε ότι:
1. Στις 27.2.1986, το Υπουργικό Συμβούλιο υιοθέτησε με απόφασή του (Αρ. 26823) τη διαδικασία που θα ακολουθείτο αναφορικά με τη μετάθεση, απόσπαση, τοποθέτηση, δημοσίων και εκπαιδευτικών λειτουργών, στις διπλωματικές υπηρεσίες της Δημοκρατίας στο εξωτερικό, και οι οποίοι δεν είναι μέλη της διπλωματικής υπηρεσίας του Υπουργείου Εξωτερικών. Σύμφωνα με την πιο πάνω υιοθετηθείσα διαδικασία η απόφαση λαμβάνεται από το ίδιο το Υπουργικό Συμβούλιο ή τον Υπουργό Εξωτερικών κατ' εξουσιοδότηση του Υπουργικού Συμβουλίου. Στην προκείμενη όμως περίπτωση την επίδικη απόφαση της 25ης Ιουνίου, 2003, έλαβε το ίδιο το Υπουργικό Συμβούλιο με ειδική μάλιστα αναφορά στα επιλεγέντα μέλη του καταλόγου που ήταν ενώπιον του. Ο Υπουργός Εξωτερικών είχε εξουσιοδοτηθεί να καθορίσει μόνο τις ημερομηνίες απόσπασης ή τοποθέτησης των λειτουργών. Σε ξεχωριστή μάλιστα παράγραφο της εν λόγω απόφασης το Υπουργικό Συμβούλιο εξουσιοδοτεί τον Υπουργό εξωτερικών να προβεί στο μέλλον σε παρόμοιας φύσης διαδικασίες. Ορθά, επομένως, έγινε δεχτό και από τη Νομική Υπηρεσία πως το όργανο που έλαβε την απόφαση για την απόσπαση και τοποθέτηση των εφεσιβλήτων στις διπλωματικές υπηρεσίες ήταν το Υπουργικό Συμβούλιο, και, κατά συνέπεια, το μόνο αρμόδιο όργανο να την τερματίσει.
2. Το Υπουργικό Συμβούλιο όμως δεν μπορούσε να δώσει αναδρομική ισχύ στην απόφασή του. Στην προκείμενη περίπτωση δεν υπάρχει ανάκληση προηγούμενης απόφασης που ελήφθη από το ίδιο όργανο. Υπάρχει νέα απόφαση, του Υπουργικού δηλαδή Συμβουλίου, που ήταν και το αρμόδιο όργανο να λάβει την απόφαση. Δεν μπορούσε να ανακληθεί από το Υπουργικό Συμβούλιο η απόφαση που έλαβε άλλο όργανο, και μάλιστα αναρμοδίως, δηλαδή ο Υπουργός Εξωτερικών. Οι αποφάσεις των διοικητικών οργάνων έχουν πάντοτε ισχύ από την ημερομηνία που λαμβάνονται, εκτός όπου ο νόμος ήθελε προβλέψει διαφορετικά ή βεβαίως μετά την ακύρωση διοικητικής απόφασης από το δικαστήριο.
3. Από τη στιγμή όμως που η επίδικη απόφαση κρίθηκε άκυρη, λόγω της αναδρομικότητας που της δόθηκε θα 'πρεπε να ακυρωθεί στο σύνολό της. Και έτσι αποφασίζει η Ολομέλεια. Εναπόκειται πλέον στο Υπουργικό Συμβούλιο να επανεξετάσει την υπόθεση, υπό το φως της παρούσας απόφασης.
4. Η έφεση της Δημοκρατίας απορρίπτεται, ενώ επιτυγχάνει το μέρος της αντέφεσης, που καταχώρισαν οι εφεσίβλητοι. Η Δημοκρατία θα καταβάλει £200 έξοδα στον καθένα από τους εφεσίβλητους.
Διαταγή ως ανωτέρω.
Έφεση.
Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Yπ. Aρ. 12/2004), ημερ. 14/12/2004.
Λ. Ουστά, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Εφεσείοντα.
Α. Σ. Αγγελίδης, με Σ. Α. Αγγελίδη, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΔIKAΣTHPIO: Την ομόφωνη απόφαση του δικαστηρίου θα δώσει ο Αρτεμίδης, Π..
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Η υπό συζήτηση υπόθεση, με υπόβαθρο απλά γεγονότα και νομικά σημεία, περιεπλάκη σε λανθασμένους χειρισμούς με αποτέλεσμα η λύση της να βρίσκεται ακόμη ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αλλά να έπεται και συνέχεια.
Το Υπουργικό Συμβούλιο με σκοπό την υλοποίηση των υποχρεώσεων της Κύπρου προς τις ευρωπαϊκές χώρες για τη χορήγηση θεωρήσεων εισόδου στη χώρα μας, αποφάσισε όπως δημόσιοι λειτουργοί, εκπαιδευτικοί και μέλη της αστυνομικής δύναμης αποσπαστούν στις διπλωματικές αποστολές του Υπουργείου Εξωτερικών σε χώρες, των οποίων οι πολίτες θα ήθελαν να εξασφαλίσουν είσοδο στην Κυπριακή Δημοκρατία. Μεταξύ των χωρών αυτών ήταν και η Ρωσία, όπου η Κυπριακή Δημοκρατία διατηρεί πρεσβεία στη Μόσχα και προξενείο στην Αγία Πετρούπολη.
Στις 30 Μαΐου, 2002, το Υπουργικό Συμβούλιο με απόφαση του (αρ. Απόφασης 55676), εξουσιοδότησε τον Αρχηγό Αστυνομίας να αποσπάσει συγκεκριμένα επιλεγέντα μέλη της δύναμης στο Υπουργείο Εξωτερικών. Mε την ίδια απόφαση εξουσιοδότησε τον Υπουργό Εξωτερικών «όπως καθορίσει τις ημερομηνίες απόσπασης των επιλεγέντων» λειτουργών στις Διπλωματικές Αποστολές - Προξενικές Αρχές. Ο κατάλογος των λειτουργών, για τους οποίους γινόταν ειδική αναφορά στην απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, περιελάμβανε και τους τρεις αιτητές-εφεσίβλητους, μέλη της Αστυνομικής Δύναμης.
Οι εφεσίβλητοι έφθασαν στη Μόσχα στις 8 Φεβρουαρίου, 2003, σ' αυτούς δε εκδόθηκαν διπλωματικά διαβατήρια και κάρτες όπου αναγραφόταν πως η διαπίστευση τους ήταν για τρία χρόνια. Πολιτικοί όμως λόγοι, που δεν μας αφορούν, κατέστησαν αδύνατη την εισαγωγή του καθεστώτος θεωρήσεων εισόδου στην Κυπριακή Δημοκρατία σε Ρώσους πολίτες. Την κατάσταση αυτή διαπίστωσε Υπουργική Επιτροπή, η οποία και υπέβαλε σχετική αναφορά στο Υπουργικό Συμβούλιο. Με την αναφορά αυτή η Υπουργική Επιτροπή εισηγείτο την ανάκληση των εφεσιβλήτων που είχαν τοποθετηθεί στη διπλωματική αποστολή της Δημοκρατίας στη Μόσχα.
Ο Υπουργός Εξωτερικών με επιστολή του, ημερομηνίας 2 Απριλίου 2003, τερμάτισε την τοποθέτηση των εφεσιβλήτων στη διπλωματική αποστολή της Δημοκρατίας στη Μόσχα και εν συνεχεία ο Αρχηγός της Αστυνομίας την απόσπαση τους στο Υπουργείο Εξωτερικών. Οι εφεσίβλητοι επέστρεψαν στα καθήκοντα τους στην Αστυνομική Δύναμη στην Κύπρο.
Οι εφεσίβλητοι υπέβαλαν παράπονο στην Επίτροπο Διοικήσεως, η οποία υπέδειξε πως ο Υπουργός Εξωτερικών ήταν αναρμόδιος να τερματίσει την απόσπαση των εφεσιβλήτων στο Υπουργείο Εξωτερικών και την εν συνεχεία τοποθέτησή τους στη διπλωματική υπηρεσία της Δημοκρατίας στη Μόσχα, γιατί τέτοια απόφαση θα μπορούσε να ληφθεί μόνο από το Υπουργικό Συμβούλιο, το οποίο είχε πάρει και τη σχετική απόφαση για την απόσπαση τους στις διπλωματικές υπηρεσίες του Υπουργείου Εξωτερικών και την εν συνεχεία τοποθέτησή τους στη Ρωσία. Μετά την υπόδειξη αυτή, με την οποία προφανώς συμφώνησε ο Γενικός Εισαγγελέας, το Υπουργικό Συμβούλιο έλαβε στις 25.6.2003, την υπό κρίση απόφαση, με την οποία τερματίστηκε η τοποθέτηση των αιτητών στη διπλωματική αποστολή της Δημοκρατίας στη Μόσχα. Δόθηκε όμως στην απόφαση αναδρομική ισχύς, δηλαδή από 30.4.2003, ημερομηνία που λήφθηκε, αναρμοδίως, η προηγούμενη απόφαση του Υπουργού Εξωτερικών.
Οι εφεσίβλητοι πρόσβαλαν με προσφυγή την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, ακριβώς για το λόγο ότι δόθηκε σ' αυτή αναδρομική ισχύς κάτι, που σύμφωνα με τις γνωστές αρχές του διοικητικού δικαίου, δεν μπορούσε να γίνει. Ο συνάδελφος, ενώπιον του οποίου συζητήθηκε πρωτόδικα η υπόθεση, αποφάνθηκε πως οι εφεσίβλητοι είχαν δίκαιο και ακύρωσε την επίδικη απόφαση μόνο ως προς την αναδρομικότητά της, επικυρώνοντας την όμως αναφορικά με το ουσιαστικό της περιεχόμενο.
Με την παρούσα έφεση η Κυπριακή Δημοκρατία διαφωνεί με την πρωτόδικη απόφαση, σε σχέση με τη διαπίστωση πως στην απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου δεν μπορούσε να δοθεί αναδρομική ισχύς, ενώ οι εφεσίβλητοι προσβάλλουν το μέρος της πρωτόδικης απόφασης με το οποίο κρίθηκε ως ορθή η διοικητική απόφαση ως προς το ουσιαστικό της μέρος.
Στις 27.2.1986, το Υπουργικό Συμβούλιο υιοθέτησε με απόφασή του (αρ.26823) τη διαδικασία που θα ακολουθείτο αναφορικά με τη μετάθεση, απόσπαση, τοποθέτηση, δημοσίων και εκπαιδευτικών λειτουργών, στις διπλωματικές υπηρεσίες της Δημοκρατίας στο εξωτερικό, και οι οποίοι δεν είναι μέλη της διπλωματικής υπηρεσίας του Υπουργείου Εξωτερικών. Σύμφωνα με την πιο πάνω υιοθετηθείσα διαδικασία η απόφαση λαμβάνεται από το ίδιο το Υπουργικό Συμβούλιο ή τον Υπουργό Εξωτερικών κατ' εξουσιοδότηση του Υπουργικού Συμβουλίου. Στην προκείμενη όμως περίπτωση την επίδικη απόφαση της 25ης Ιουνίου, 2003, έλαβε το ίδιο το Υπουργικό Συμβούλιο με ειδική μάλιστα αναφορά στα επιλεγέντα μέλη του καταλόγου που ήταν ενώπιον του. Ο Υπουργός Εξωτερικών είχε εξουσιοδοτηθεί να καθορίσει μόνο τις ημερομηνίες απόσπασης ή τοποθέτησης των λειτουργών. Σε ξεχωριστή μάλιστα παράγραφο της εν λόγω απόφασης το Υπουργικό Συμβούλιο εξουσιοδοτεί τον Υπουργό εξωτερικών να προβεί στο μέλλον σε παρόμοιας φύσης διαδικασίες. Ορθά, επομένως, έγινε δεχτό από τη Νομική Υπηρεσία πως το όργανο που έλαβε την απόφαση για την απόσπαση και τοποθέτηση των εφεσιβλήτων στις διπλωματικές υπηρεσίες ήταν το Υπουργικό Συμβούλιο, και, κατά συνέπεια, το μόνο αρμόδιο όργανο να την τερματίσει.
Κατά τη γνώμη μας ορθή είναι και η προσέγγιση του συναδέλφου μας, ενώπιον του οποίου συζητήθηκε πρωτοδίκως η υπόθεση, την οποία και υιοθετεί ο δικηγόρος των εφεσιβλήτων, πως το Υπουργικό Συμβούλιο δεν μπορούσε να δώσει αναδρομική ισχύ στην απόφασή του. Στην προκείμενη περίπτωση δεν έχουμε ανάκληση προηγούμενης απόφασης που ελήφθη από το ίδιο όργανο. Έχουμε νέα απόφαση, του Υπουργικού δηλαδή Συμβουλίου, που ήταν και το αρμόδιο όργανο να λάβει την απόφαση. Δεν μπορούσε να ανακληθεί από το Υπουργικό Συμβούλιο η απόφαση που έλαβε άλλο όργανο, και μάλιστα αναρμοδίως, δηλαδή ο Υπουργός Εξωτερικών. Οι αποφάσεις των διοικητικών οργάνων έχουν πάντοτε ισχύ από την ημερομηνία που λαμβάνονται, εκτός όπου ο νόμος ήθελε προβλέψει διαφορετικά ή βεβαίως μετά την ακύρωση διοικητικής απόφασης από το δικαστήριο, οπόταν το διοικητικό όργανο, που έλαβε την απόφαση, οφείλει να επανεξετάσει το θέμα, με αναγωγή στο νομικό και πραγματικό καθεστώς της ακυρωθείσας απόφασης του. Εδώ, η απόφαση που επηρεάζει τους εφεσίβλητους, που είναι και η μόνη που ελήφθη αρμοδίως είναι αυτή του Υπουργικού Συμβουλίου, με ισχύ όμως από την ημερομηνία που ελήφθη, δηλαδή 25.6.2003.
Η έφεση επομένως της Κυπριακής Δημοκρατίας απορρίπτεται.
Θα διαφωνήσουμε όμως με την τελική ετυμηγορία του συναδέλφου μας, ο οποίος διαχώρισε το άκυρο μέρος της επίδικης απόφασης, λόγω ακριβώς της αναδρομικότητας που της δόθηκε, από το υπόλοιπο ουσιαστικό της μέρος, το οποίο και επικύρωσε. Κάτι τέτοιο δεν μπορούσε να γίνει. Από τη στιγμή που η επίδικη απόφαση κρίθηκε άκυρη, λόγω της αναδρομικότητας που της δόθηκε θα 'πρεπε να ακυρωθεί στο σύνολό της. Και έτσι αποφασίζουμε. Εναπόκειται πλέον στο Υπουργικό Συμβούλιο να επανεξετάσει την υπόθεση, υπό το φως της παρούσας απόφασης.
Η έφεση της Δημοκρατίας απορρίπτεται, ενώ επιτυγχάνει το μέρος της αντέφεσης, που καταχώρισαν οι εφεσίβλητοι. Η Δημοκρατία θα καταβάλει £200 έξοδα στον καθένα από τους εφεσίβλητους.
Διαταγή ως ανωτέρω.