ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2007) 3 ΑΑΔ 170

4 Απριλίου, 2007

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

ΧΡΙΣΤΟΣ ΣΟΛΟΜΩΝΙΔΗΣ,

Εφεσείων,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Εφεσιβλήτων.

(Aναθεωρητική Έφεση Αρ. 3864)

 

Επιτροπή Προστασίας Ανταγωνισμού ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Κατά πόσο ο Πρόεδρος της Επιτροπής Προστασίας Ανταγωνισμού δύναται να ενεργεί ως Πρόεδρος της Συμβουλευτικής Επιτροπής κατά τη διαδικασία πλήρωσης θέσεων ― Ερμηνεία των Άρθρων 32(1)(γ) και 2 του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου (Ν.1/90) σε συνδυασμό με τα Άρθρα 11(1) και 15Α του περί Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμου (Ν.207/89).

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Κριτήρια επιλογής ― Η αξιοποίηση των κατά νόμο κριτηρίων από την Ε.Δ.Υ. και τη Συμβουλευτική ήταν ορθή στην κριθείσα περίπτωση ― Περιστάσεις.

Ο εφεσείων προσέβαλε την πρωτόδικη απόφαση με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή του κατά της επιλογής του ενδιαφερόμενου μέρους για πλήρωση της θέσης Ανώτερου Λειτουργού της Υπηρεσίας της Επιτροπής Προστασίας Ανταγωνισμού.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

1.  Ορθά ο Πρόεδρος της Επιτροπής Προστασίας Ανταγωνισμού, ενήργησε ως πρόεδρος της Συμβουλευτικής και ως προϊστάμενος της Υπηρεσίας. Το Άρθρο 32(1)(γ) του Νόμου 1/90 προνοεί ότι για την πλήρωση κενών θέσεων σε ανεξάρτητο γραφείο ή υπηρεσία, ο οικείος προϊστάμενος ενεργεί ως πρόεδρος της Συμβουλευτικής.

         Αφού ο όρος «προϊστάμενος» στο Άρθρο 2 περιλαμβάνει και το δημόσιο υπάλληλο είναι φανερό ότι προϊστάμενος, όταν έχουμε Ανεξάρτητο Γραφείο ή Υπηρεσία, μπορεί να είναι και κάποιος που δεν είναι δημόσιος υπάλληλος, εντός της εννοίας του Ν.1/90. Η αναφορά σε συγκεκριμένους αξιωματούχους είναι καθαρά ενδεικτική.

     Η Επιτροπή Προστασίας Ανταγωνισμού είναι ανεξάρτητη υπηρεσία. Το Άρθρο 15Α του Νόμου 207/1989, προβλέπει ότι η Επιτροπή έχει δική της Υπηρεσία, τα μέλη του προσωπικού της οποίας είναι μέλη της Δημόσιας Υπηρεσίας και διορίζονται όπως προβλέπεται από το σχετικό νόμο. Από την άλλη, ο Πρόεδρος της Επιτροπής προΐσταται, σύμφωνα με το Άρθρο 11(1), τόσο της Επιτροπής, όσο και της Υπηρεσίας της.

     Με βάση τα πιο πάνω είναι φανερό ότι ο προβαλλόμενος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί και ο Πρόεδρος της Επιτροπής είχε δικαίωμα να προεδρεύει της Συμβουλευτικής Επιτροπής.

2.  Η Συμβουλευτική Επιτροπή δεν βασίστηκε αποκλειστικά στην απόδοση των υποψηφίων κατά τις συνεντεύξεις, αλλά έλαβε συνάμα υπ' όψιν τόσο τα προσόντα τους, όσο και το περιεχόμενο των προσωπικών και εμπιστευτικών φακέλων των υποψηφίων που ήταν δημόσιοι υπάλληλοι.

     Η συγκεκριμένη θέση είναι διευθυντική και πληρώνεται για πρώτη φορά. Κάτω από τις περιστάσεις, η απόδοση των υποψηφίων στην προφορική συνέντευξη είχε, πράγματι, ιδιαίτερη σημασία. Ο εφεσείων υστέρησε έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους σημαντικά, αφού βαθμολογήθηκαν με 76% και 96% αντιστοίχως. Περαιτέρω, η Συμβουλευτική αιτιολόγησε πλήρως αυτή τη βαθμολογία.

     Ως προς τα υπόλοιπα δε κριτήρια, δεν φαίνεται ο εφεσείων να υπερέχει. Ως προς την αξία έχουν τις ίδιες ετήσιες αξιολογήσεις, ενώ κατέχουν και οι δύο, πέραν των βασικών προσόντων που απαιτεί το σχέδιο υπηρεσίας και μεταπτυχιακό τίτλο. Η Ολομέλεια δεν συμφωνεί ότι η κατοχή και δεύτερου μεταπτυχιακού τίτλου από τον εφεσείοντα θα έπρεπε να προσμετρήσει ως επιπρόσθετο στοιχείο ζήλου και γνώσεων και να του προσδώσει υπεροχή. Εξ άλλου θα πρέπει να σημειωθεί πως το σχέδιο υπηρεσίας δεν απαιτεί μεταπτυχιακό προσόν. Το ενδιαφερόμενο μέρος είναι επίσης εγγεγραμμένος δικηγόρος, προσόν σχετικό.

     Τέλος, ως προς την αρχαιότητα, στο βαθμό που το συγκεκριμένο κριτήριο έχει σημασία, μια και η θέση είναι πρώτου διορισμού και προαγωγής, αρκεί να λεχθεί ότι το ενδιαφερόμενο μέρος προήχθη στην κλίμακα της Α11 τον Ιούλιο του 1996, ενώ ο εφεσείων τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου. Ως προς δε την αμέσως προηγούμενη θέση, ο εφεσείων υστερεί του ενδιαφερόμενου μέρους κατά δύο χρόνια.

3.  Ο εφεσείων παραπονείται ακόμα ότι η Ε.Δ.Υ., παρέλειψε, άνκαι είχε ένα τέτοιο δικαίωμα, να τον καλέσει ενώπιόν της σε συνέντευξη.  Ο εφεσείων δεν φαίνεται να υπερτερεί σε κανένα τομέα έναντι των άλλων τεσσάρων συστηθέντων, που επίσης είναι δημόσιοι υπάλληλοι, ενώ στη συνέντευξη αξιολογήθηκε χαμηλότερα από αυτούς.

     Υπό τις περιστάσεις, είναι φανερό ότι τόσο η απόφαση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, όσο και η απόφαση της Ε.Δ.Υ. να μην τον περιλάβουν στον τελικό κατάλογο υποψηφίων ήταν μέσα στα πλαίσια της διακριτικής τους ευχέρειας και συνεπώς δεν δικαιολογείται οποιαδήποτε επέμβαση του Δικαστηρίου.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Έφεση.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Yπ. Aρ. 1225/2002), ημερ. 19/7/2004.

Α. Σ. Αγγελίδης, για τον Εφεσείοντα.

Λ. Ουστά, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.

Α. Κωνσταντίνου, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.

Cur. adv. vult.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα απαγγείλει ο Δικαστής Νικολαΐδης.

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων προσβάλλει την πρωτόδικη απόφαση με την οποία απορρίφθηκε προσφυγή του εναντίον της απόφασης των εφεσιβλήτων να επιλέξουν το ενδιαφερόμενο μέρος για τη μόνιμη θέση Ανώτερου Λειτουργού της Υπηρεσίας της Επιτροπής Προστασίας Ανταγωνισμού (στο εξής «η Επιτροπή»), αντί του ιδίου. Η θέση είναι πρώτου διορισμού και προαγωγής.

Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (στο εξής «η Ε.Δ.Υ.»), απέστειλε τις υποβληθείσες αιτήσεις στον Πρόεδρο της Επιτροπής, υπό την ιδιότητά του ως προέδρου της αρμόδιας Συμβουλευτικής Επιτροπής. Η Συμβουλευτική Επιτροπή σύστησε για επιλογή τέσσερις υποψήφιους, μεταξύ των οποίων ήταν το ενδιαφερόμενο μέρος, αλλά όχι και ο εφεσείων. Αίτημα του εφεσείοντα να περιληφθεί στον τελικό κατάλογο απορρίφθηκε από την Ε.Δ.Υ. στις 5.9.2002. Κατά την ίδια συνεδρία αποφασίστηκε η υιοθέτηση της έκθεσης της Συμβουλευτικής. Τελικά η Ε.Δ.Υ. στις 7.10.2002 προχώρησε στην επιλογή και διορισμό του ενδιαφερόμενου μέρους.

Με την παρούσα έφεση ουσιαστικά προβάλλονται τα ίδια επιχειρήματα που είχαν προβληθεί και πρωτοδίκως. Κατ' αρχάς ο εφεσείων υποστηρίζει ότι η παρουσία του Προέδρου της Επιτροπής στην προεδρία της Συμβουλευτικής Επιτροπής είναι παράνομη, γιατί, από τη μια, ο Πρόεδρος δεν είναι δημόσιος υπάλληλος, ενώ από την άλλη, ο περί της Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμος του 1989, Ν.207/89, όπως τροποποιήθηκε, δεν παρέχει στον Πρόεδρο της Επιτροπής τέτοια εξουσία. Ο Πρόεδρος, σύμφωνα πάντα με τον εφεσείοντα, δεν εμπίπτει στην έννοια «προϊστάμενος» των Αρθρων 2 και 34 του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990, Ν.1/90, όπως τροποποιήθηκε. Αντίθετα, ο Πρόεδρος συνιστά εξωγενές στοιχείο, δεν ανήκει στην ιεραρχία ή τη δομή της Δημόσιας Υπηρεσίας και δεν καθορίζεται ως αρμόδια αρχή ή ως προϊστάμενος εντός της εννοίας του Αρθρου 2 του Νόμου 1/90.

Το επιχείρημα δεν ευσταθεί. Ορθά ο Πρόεδρος της Επιτροπής ενήργησε ως πρόεδρος της Συμβουλευτικής και ως προϊστάμενος της Υπηρεσίας. Το Αρθρο 32(1)(γ) του Νόμου 1/90 προνοεί ότι για την πλήρωση κενών θέσεων σε ανεξάρτητο γραφείο ή υπηρεσία, ο οικείος προϊστάμενος ενεργεί ως πρόεδρος της Συμβουλευτικής.

Εξ άλλου, στο Αρθρο 2, όπως τροποποιήθηκε, ορίζεται ότι:-

«Προϊστάμενος Τμήματος» σημαίνει αυτόν που κατέχει την ιεραρχικά ανώτατη θέση στο Τμήμα, και προκειμένου περί Ανεξάρτητου Γραφείου ή Υπηρεσίας, τον Προϊστάμενο αυτού ή αυτής και περιλαμβάνει το δημόσιο υπάλληλο, ο οποίος κατέχει την ιεραρχικά ανώτερη θέση ανάμεσα στους υπαλλήλους που υπηρετούν με οποιοδήποτε καθεστώς στην Προεδρία αναφορικά με τους υπαλλήλους αυτούς, το Γενικό Λογιστή της Δημοκρατίας αναφορικά με τους υπαλλήλους του Γενικού Λογιστηρίου, το Γενικό Διευθυντή της Βουλής των Αντιπροσώπων αναφορικά με τους υπαλλήλους της Βουλής των Αντιπροσώπων, το Γενικό Διευθυντή Υπουργείου αναφορικά με τους υπαλλήλους που δεν υπάγονται σε Τμήμα του Υπουργείου, το Γενικό Διευθυντή του Γραφείου Προγραμματισμού αναφορικά με τους υπαλλήλους του Γραφείου τούτου, το Γραμματέα του Υπουργικού Συμβουλίου αναφορικά με τους υπαλλήλους της Γραμματείας αυτού και τον Αρχιπρωτοκολλητή αναφορικά με τους Πρωτοκολλητές και όλους τους υπαλλήλους του Ανωτάτου Δικαστηρίου και όλων των άλλων δικαστηρίων που υπάγονται στο Ανώτατο Δικαστήριο».

Αφού ο όρος «προϊστάμενος» περιλαμβάνει και το δημόσιο υπάλληλο είναι φανερό ότι προϊστάμενος, όταν έχουμε Ανεξάρτητο Γραφείο ή Υπηρεσία, μπορεί να είναι και κάποιος που δεν είναι δημόσιος υπάλληλος, εντός της εννοίας του Ν.1/90. Η αναφορά σε συγκεκριμένους αξιωματούχους είναι καθαρά ενδεικτική.

Η Επιτροπή Προστασίας Ανταγωνισμού είναι ανεξάρτητη υπηρεσία. Το Αρθρο 15Α του Νόμου 207/1989, προβλέπει ότι η Επιτροπή έχει δική της Υπηρεσία, τα μέλη του προσωπικού της οποίας είναι μέλη της Δημόσιας Υπηρεσίας και διορίζονται όπως προβλέπεται από το σχετικό νόμο. Από την άλλη, ο Πρόεδρος της Επιτροπής προΐσταται, σύμφωνα με το Αρθρο 11(1), τόσο της Επιτροπής, όσο και της Υπηρεσίας της.

Με βάση τα πιο πάνω είναι φανερό ότι ο προβαλλόμενος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί και ο Πρόεδρος της Επιτροπής είχε δικαίωμα να προεδρεύει της Συμβουλευτικής Επιτροπής.

Ο εφεσείων υποστηρίζει περαιτέρω ότι λανθασμένα η Συμβουλευτική, παρά τις εξειδικευμένες του γνώσεις, εμπειρίες, προσόντα, αρχαιότητα και αξία, τον απέκλεισε, μεταβάλλοντας τη συνέντευξη σε αποφασιστικό κριτήριο επιλογής. Ο εφεσείων ισχυρίζεται περαιτέρω ότι η Συμβουλευτική είναι βοηθητικό όργανο το οποίο δεν δεσμεύει την Ε.Δ.Υ., η οποία έχει και την τελική εξουσία ετοιμασίας του τελικού καταλόγου.

Δεν είναι όμως έτσι τα πράγματα. Όπως και το πρωτόδικο δικαστήριο επισημαίνει, η Συμβουλευτική δεν βασίστηκε αποκλειστικά στην απόδοση των υποψηφίων κατά τις συνεντεύξεις, αλλά έλαβε συνάμα υπ' όψιν τόσο τα προσόντα τους, όσο και το περιεχόμενο των προσωπικών και εμπιστευτικών φακέλων των υποψηφίων που ήταν δημόσιοι υπάλληλοι.

Η συγκεκριμένη θέση είναι διευθυντική και πληρώνεται για πρώτη φορά. Κάτω από τις περιστάσεις, η απόδοση των υποψηφίων στην προφορική συνέντευξη είχε, πράγματι, ιδιαίτερη σημασία. Ο εφεσείων υστέρησε έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους σημαντικά, αφού βαθμολογήθηκαν με 76% και 96% αντιστοίχως. Περαιτέρω, η Συμβουλευτική αιτιολόγησε πλήρως αυτή τη βαθμολογία.

Ως προς τα υπόλοιπα δε κριτήρια, δεν φαίνεται ο εφεσείων να υπερέχει. Ως προς την αξία έχουν τις ίδιες ετήσιες αξιολογήσεις, ενώ κατέχουν και οι δύο, πέραν των βασικών προσόντων που απαιτεί το σχέδιο υπηρεσίας και μεταπτυχιακό τίτλο. Δεν συμφωνούμε ότι η κατοχή και δεύτερου μεταπτυχιακού τίτλου από τον εφεσείοντα θα έπρεπε να προσμετρήσει ως επιπρόσθετο στοιχείο ζήλου και γνώσεων και να του προσδώσει υπεροχή. Εξ άλλου θα πρέπει να σημειωθεί πως το σχέδιο υπηρεσίας δεν απαιτεί μεταπτυχιακό προσόν. Το ενδιαφερόμενο μέρος είναι επίσης εγγεγραμμένος δικηγόρος, προσόν σχετικό.

Τέλος, ως προς την αρχαιότητα, στο βαθμό που το συγκεκριμένο κριτήριο έχει σημασία, μια και η θέση είναι πρώτου διορισμού και προαγωγής, αρκεί να λεχθεί ότι το ενδιαφερόμενο μέρος προήχθη στην κλίμακα της Α11 τον Ιούλιο του 1996, ενώ ο εφεσείων τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου. Ως προς δε την αμέσως προηγούμενη θέση, ο εφεσείων υστερεί του ενδιαφερόμενου μέρους κατά δύο χρόνια.

Ο εφεσείων παραπονείται ακόμα ότι η Ε.Δ.Υ., παρέλειψε, άνκαι είχε ένα τέτοιο δικαίωμα, να τον καλέσει ενώπιόν της σε συνέντευξη. Όπως είδαμε ο εφεσείων δεν φαίνεται να υπερτερεί σε κανένα τομέα έναντι των άλλων τεσσάρων συστηθέντων που επίσης είναι δημόσιοι υπάλληλοι, ενώ στη συνέντευξη αξιολογήθηκε χαμηλότερα από αυτούς.

Υπό τις περιστάσεις, είναι φανερό ότι τόσο η απόφαση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, όσο και η απόφαση της Ε.Δ.Υ. να μην τον περιλάβουν στον τελικό κατάλογο υποψηφίων ήταν μέσα στα πλαίσια της διακριτικής τους ευχέρειας και συνεπώς δεν δικαιολογείται οποιαδήποτε επέμβασή μας.

Εν όψει όλων των πιο πάνω, η έφεση κρίνεται ως αβάσιμη και απορρίπτεται, με έξοδα εναντίον του εφεσείοντα.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο