ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2007) 3 ΑΑΔ 133
3 Aπριλίου, 2007
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]
ΑΝΔΡΕΑΣ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ,
Εφεσείων-Αιτητής,
v.
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Εφεσίβλητης-Καθ' ης η αίτηση.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 97/2006)
Ο περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμος (Ν.1/90) ― Άρθρο 50(3) σε συνδυασμό με τον Κανονισμό 7 της Κ.Δ.Π. 386/90 ― Δεν προβλέπεται τίποτα που να δικαιολογεί τον περιορισμό στη σύνθεση των ομάδων αξιολόγησης για αξιολόγηση των Δικηγόρων της Δημοκρατίας Α΄ στη Νομική Υπηρεσία ― Μικρές διαφοροποιήσεις στις υπηρεσιακές εκθέσεις δεν μετέβαλλαν τη γενική εικόνα των υπηρεσιακών εκθέσεων του εφεσείοντα.
Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Συμβουλευτική Επιτροπή ― Ισχυρισμοί εναντίον της τιμιότητας και ακεραιότητας των οργάνων που έλαβαν μέρος στη διαδικασία κρίθηκαν αβάσιμοι ― Ο εφεσείων είχε συστηθεί από τη Συμβουλευτική Επιτροπή μεταξύ των επικρατέστερων για προαγωγή προς την ΕΔΥ.
Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Πρoαγωγές ― Ισχυρισμοί για παραποίηση πρακτικών της ΕΔΥ, για σκοπούς εξαίρεσης του εφεσείοντος από την τελική επιλογή, ανέλεγκτοι από το Ανώτατο Δικαστήριο, του οποίου η αρμοδιότητα βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος είναι αναθεωρητική.
Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Πρoαγωγές ― Αρκούντος αιτιολογημένη η απόφαση προαγωγής των ενδιαφερομένων μερών ― Αντίθετος ισχυρισμός απορρίφθηκε τόσο πρωτόδικα, όσο και κατ' έφεση.
Ο εφεσείων επεδίωξε την ακύρωση της προαγωγής των ενδιαφερομένων προσώπων στη θέση Ανώτερου Δικηγόρου της Δημοκρατίας. Η προσφυγή πέτυχε πρωτόδικα, αλλά η ακυρωτική απόφαση ανατράπηκε κατ' έφεση με απόφαση ημερομηνίας 21/12/2006. Η Ολομέλεια στη συνέχεια εξέτασε την έφεση του εφεσείοντος/αιτητή κατά της απόρριψης των υπόλοιπων λόγων ακυρώσεως.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
1. Η πρώτη εισήγηση αφορά στη νομιμότητα των ετήσιων υπηρεσιακών εκθέσεων οι οποίες, κατά τον εφεσείοντα, δεν συντάχθηκαν σύμφωνα με το Άρθρο 50(3) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990, Ν.1/90 και του Κανονισμού 7 της Κ.Δ.Π. 386/90. Το συγκεκριμένο παράπονο του εφεσείοντα είναι πως οι αξιολογήσεις γινόντουσαν από διαφορετικές ομάδες αξιολόγησης, με αποτέλεσμα να μη διασφαλίζεται το ίσο μέτρο κρίσης. Επιπλέον, στις ομάδες αξιολόγησης μετείχαν και Εισαγγελείς της Δημοκρατίας οι οποίοι, σύμφωνα με την εισήγησή του, δεν νομιμοποιούντο να μετέχουν. Παρατηρείται επί του προκειμένου πως το Άρθρο 50(3) του Νόμου και ο Κανονισμός 7 της Κ.Δ.Π. 386/90 δεν προβλέπουν τίποτε που να δικαιολογεί τον περιορισμό στη σύνθεση των ομάδων αξιολόγησης που προτείνει ο εφεσείων. Αντίθετα, παρέχεται ευρύ περιθώριο επιλογής της σύνθεσης. Όμως, και αυτό είναι σημαντικό, οι υπηρεσιακές εκθέσεις δεν είναι δυσμενείς για τον εφεσείοντα. Μικρές διαφοροποιήσεις στις επιμέρους βαθμολογίες ενδεχομένως να υπάρχουν δεν μεταβάλλεται όμως η γενική τους εικόνα, η οποία θέτει ουσιαστικά τον εφεσείοντα στην ίδια αξιολογική κατάσταση με τα ενδιαφερόμενα μέρη.
2. Τα ίδια ισχύουν και για τους ισχυρισμούς που πρόβαλε ο εφεσείων αναφορικά με τη διαδικασία ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Κρίθηκε στις συνεντεύξεις ενώπιον της ως πάρα πολύ καλός. Ήταν δε μεταξύ των 6 που συστήθηκαν για προαγωγή προς την ΕΔΥ. Επομένως, αυτό που προτείνει ο εφεσείων είναι πως σ' ολόκληρη τη διαδικασία για την επιλογή του καταλληλότερου υποψήφιου θα έπρεπε να ήταν και αυτός μεταξύ των επιλεγέντων. Σ' αυτή του όμως την προσπάθεια στοχεύει τις εισηγήσεις και ισχυρισμούς του με τέτοιο τρόπο ώστε να πλήττει όχι μόνο την αξία των συναδέλφων του αλλά και την τιμιότητα και ακεραιότητα όλων των οργάνων που μετείχαν στη διαδικασία, μη εξαιρουμένου του Γενικού Εισαγγελέα.
3. Ο εφεσείων εισηγήθηκε πως και η διαδικασία ενώπιον της ΕΔΥ πάσχει, γιατί παραποιήθηκαν ή αλλοιώθηκαν τα πρακτικά με μοναδικό στόχο να εξαιρεθεί της επιλογής. Ζήτησε μάλιστα να του δοθούν οι ηχογραφημένες συνεντεύξεις και εφόσον δεν του δόθηκαν προβάλλει αυτή την άρνηση ως λόγο ακύρωσης. Ορθά βεβαίως, στην κρίση μας, δεν έγινε δεκτό το αίτημα του εφεσείοντα. Γενικά αν θεωρούνταν βάσιμες οι εισηγήσεις του ή παρόμοιες που γίνονται ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, θα μεταβαλλόταν το Δικαστήριο σε υπερελεγκτικό συνέδριο για την ανέλιξη των δημοσίων λειτουργών, με αποτέλεσμα βεβαίως να αλλοιωθεί η πραγματική αρμοδιότητα του Ανωτάτου Δικαστηρίου ως Αναθεωρητικό Δικαστήριο, που λειτουργεί σύμφωνα με το Άρθρο 146 του Συντάγματος.
4. Ο εφεσείων παραπονείται πως η απόφαση της ΕΔΥ δεν είναι αιτιολογημένη. Στην κρίση της Ολομέλειας είναι αρκούντως αιτιολογημένη. Αν ληφθεί δε υπόψη και το πρακτικό ολόκληρης της διαδικασίας είναι πλήρως αιτιολογημένη.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενη Υπόθεση:
ΕΔΥ κ.ά. ν. Χριστοφόρου κ.ά. (2006) 3 A.A.Δ. 785.
Έφεση.
Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Yπ. Aρ. 308/2004), ημερ. 4/7/2006.
O Eφεσείων παρουσιάζεται προσωπικά.
Αντ. Βασιλειάδης, Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, για την Καθ' ης η αίτηση.
Στ. Σκορδής, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος Ε. Κλεόπα Κακομανώλη.
Tα Eνδιαφερόμενα Mέρη Ν. Νικολαΐδου, Λ. Χριστοδουλίδου, Μ. Ευαγγέλου και Ε. Παπακυριακού, παρουσιάζονται προσωπικά.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Μας προκάλεσε ανησυχία και συνάμα προβληματισμό η συζήτηση της παρούσας έφεσης. Οι λόγοι θα εκδηλωθούν στην πορεία της απόφασής μας. Πρόκειται για αντιδικία μεταξύ δικηγόρων της Δημοκρατίας αναφορικά με προαγωγές. Είναι συχνό φαινόμενο τέτοιες αντιδικίες, οι οποίες παρατηρούνται βέβαια και στον υπόλοιπο δημόσιο τομέα. Δεν θα αποδιδόταν, χωρίς άλλο, η ορθή διάσταση του προβλήματος αν απλώς προβαλλόταν το δικαίωμα πρόσβασης στην απονομή της δικαιοσύνης. Εγείρεται και ζήτημα ορθής χρήσης του δικαιώματος, και προπαντός σεβασμού της δικαστικής διαδικασίας κατά την προβολή και στήριξη των εκατέρωθεν ισχυρισμών και επιχειρημάτων.
Ο Γενικός Εισαγγελέας είναι ανεξάρτητος αξιωματούχος της πολιτείας. Οι εξουσίες του καθορίζονται στο Σύνταγμα, Αρθρα 112, 113 και 114. Όλοι οι νομικοί λειτουργοί ανεξάρτητα ιεραρχίας, εκτελούν τα καθήκοντα τους σύμφωνα με τις οδηγίες και εντολές του. Δε χρειάζεται να αναφερθούμε στη σημασία που έχει, για την εύρυθμη λειτουργία της πολιτείας και την απονομή της δικαιοσύνης, η νομική υπηρεσία της Δημοκρατίας να λειτουργεί απρόσκοπτα. Αντιδικίες με έντονο περιεχόμενο αναγόμενες σε προσωπική διαμάχη δημιουργούν αρνητικό κλίμα στο σημαντικό και νευραλγικό χώρο της Γενικής Εισαγγελίας και της δημόσιας λειτουργίας γενικότερα με δυσάρεστες επιπτώσεις.
Να επανέλθουμε όμως στα γεγονότα της υπόθεσης. Ο εφεσείων και τα 5 ενδιαφερόμενα μέρη ήσαν κατά τον ουσιώδη χρόνο δικηγόροι της Δημοκρατίας Α΄. Δημοσιεύθηκαν 5 κενές θέσεις Ανώτερου Δικηγόρου της Δημοκρατίας. Η θέση είναι πρώτου διορισμού και προαγωγής. Ο εφεσείων και τα ενδιαφερόμενα μέρη ήσαν μεταξύ των 13 υποψηφίων για τις θέσεις. Η διαδικασία επιλογής άρχισε ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής με σύνθεση το Γενικό Εισαγγελέα ως Πρόεδρο της, το Βοηθό Γενικό Εισαγγελέα και 3 Εισαγγελείς της Δημοκρατίας. Οι υποψήφιοι παρέστησαν σε προφορική εξέταση με ουσιαστικό περιεχόμενο με σκοπό τη διαπίστωση των νομικών γνώσεων και ικανότητας κρίσεως που ένας έκαστος διέθετε. Η Συμβουλευτική Επιτροπή αιτιολόγησε τη γενική εντύπωση της μετά το πέρας των συνεντεύξεων τους οποίους και κατέταξε στις γνωστές κατηγορίες «εξαίρετος, σχεδόν εξαίρετος, πάρα πολύ καλός και πολύ καλός». Ο αιτητής και 2 από τα ενδιαφερόμενα μέρη κατατάχθηκαν στην κατηγορία «πάρα πολύ καλός», ενώ 2 άλλα από τα ενδιαφερόμενα μέρη στην κατηγορία «πολύ καλός». Ακολούθησε η διαδικασία ενώπιον της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, στην οποία είχε υποβληθεί η έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Η ΕΔΥ κάλεσε τους 6 συστηθέντες για προφορική εξέταση ενώπιον της. Στον κατάλογο περιλαμβάνονταν τα 5 ενδιαφερόμενα μέρη και ο εφεσείων. Η προφορική εξέταση έγινε στην παρουσία του Γενικού Εισαγγελέα ο οποίος έλαβε ενεργό μέρος υποβάλλοντας και ο ίδιος ερωτήσεις. Ο Γενικός Εισαγγελέας, αφού αξιολόγησε την απόδοση των υποψηφίων σύστησε τα 5 ενδιαφερόμενα μέρη για προαγωγή. Έκρινε τα ενδιαφερόμενα μέρη ως «πάρα πολύ καλούς» ενώ τον εφεσείοντα «πολύ καλό». Στην ίδια αξιολόγηση προέβη και η ΕΔΥ, η οποία, αφού αιτιολόγησε την τελική απόφαση της, επέλεξε για προαγωγή στη θέση τα 5 ενδιαφερόμενα μέρη.
Συνάδελφος αποδέκτηκε πρωτοδίκως την προσφυγή και ακύρωσε την επίδικη διοικητική απόφαση για ένα μόνο λόγο. Έκρινε, συγκεκριμένα, πως η παρουσία και συμμετοχή του Γενικού Εισαγγελέα στη συνεδρία της ΕΔΥ, και ιδιαίτερα η συμμετοχή του στην προφορική εξέταση, δεν είχε νομικό έρεισμα. Ο Γενικός Εισαγγελέας καταχώρισε έφεση εναντίον της ακυρωτικής απόφασης. Εξετάσαμε δε ως προδικαστικό ζήτημα το αντικείμενο της έφεσης αυτής. Με την απόφαση ΕΔΥ κ.ά. v. Α. Χριστοφόρου κ.ά. (2006) 3 A.A.Δ. 785, η έφεση του Γενικού Εισαγγελέα έγινε αποδεκτή και κατά συνέπεια παραμερίστηκε η επί του ζητήματος πρωτόδικη απόφαση. Ο συνάδελφος μας όμως είχε εξετάσει πρωτοδίκως, και απορρίψει, και τους υπόλοιπους λόγους ακυρώσεως που πρόβαλε ο εφεσείων. Δικαιωματικά, ο τελευταίος καταχώρισε την παρούσα έφεση, στην οποία επανέλαβε όσα υποστήριξε πρωτοδίκως, υιοθετώντας τη γραπτή του αγόρευση εκεί, και το περίγραμμα αγόρευσης ενώπιόν μας. Ακούσαμε δε και δια ζώσης από τον εφεσείοντα τα ίδια πράγματα.
Έχουμε τη γνώμη πως οι εισηγήσεις του εφεσείοντα είναι αβάσιμες για τους λόγους που αναφέρονται στην πρωτόδικη απόφαση. Θα διεξέλθουμε όμως, έστω με συντομία, τους λόγους ακυρώσεως που πρόβαλε ο εφεσείων, οι οποίοι και στη δική μας κρίση είναι νομικά αστήριχτοι. Η πρώτη εισήγηση αφορά στη νομιμότητα των ετήσιων υπηρεσιακών εκθέσεων οι οποίες, κατά τον εφεσείοντα, δεν συντάχθηκαν σύμφωνα με το Αρθρο 50(3) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990, Ν. 1/90 και του Κανονισμού 7 της Κ.Δ.Π. 386/90. Το συγκεκριμένο παράπονο του εφεσείοντα είναι πως οι αξιολογήσεις γινόντουσαν από διαφορετικές ομάδες αξιολόγησης, με αποτέλεσμα να μη διασφαλίζεται το ίσο μέτρο κρίσης. Επιπλέον, στις ομάδες αξιολόγησης μετείχαν και Εισαγγελείς της Δημοκρατίας οι οποίοι, σύμφωνα με την εισήγηση του, δεν νομιμοποιούντο να μετέχουν. Παρατηρούμε επί του προκειμένου πως το Αρθρο 50(3) του Νόμου και ο Κανονισμός 7 της Κ.Δ.Π. 386/90 δεν προβλέπουν τίποτε που να δικαιολογεί τον περιορισμό στη σύνθεση των ομάδων αξιολόγησης που προτείνει ο εφεσείων. Αντίθετα, παρέχεται ευρύ περιθώριο επιλογής της σύνθεσης. Όμως, και αυτό είναι σημαντικό, οι υπηρεσιακές εκθέσεις δεν είναι δυσμενείς για τον εφεσείοντα. Μικρές διαφοροποιήσεις στις επιμέρους βαθμολογίες ενδεχομένως να υπάρχουν δεν μεταβάλλεται όμως η γενική τους εικόνα, η οποία θέτει ουσιαστικά τον εφεσείοντα στην ίδια αξιολογική κατάσταση με τα ενδιαφερόμενα μέρη. Τα ίδια ισχύουν και για τους ισχυρισμούς που πρόβαλε ο εφεσείων αναφορικά με τη διαδικασία ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Να υπενθυμίσουμε πως κρίθηκε στις συνεντεύξεις ενώπιόν της ως πάρα πολύ καλός. Ήταν δε μεταξύ των 6 που συστήθηκαν για προαγωγή προς την ΕΔΥ. Επομένως, αυτό που αντιλαμβανόμαστε να προτείνει ο εφεσείων είναι πως σ' ολόκληρη τη διαδικασία για την επιλογή του καταλληλότερου υποψήφιου θα έπρεπε να ήταν και αυτός μεταξύ των επιλεγέντων. Σ' αυτή του όμως την προσπάθεια στοχεύει τις εισηγήσεις και ισχυρισμούς του με τέτοιο τρόπο ώστε να πλήττει όχι μόνο την αξία των συναδέλφων του αλλά και την τιμιότητα και ακεραιότητα όλων των οργάνων που μετείχαν στη διαδικασία, μη εξαιρουμένου του Γενικού Εισαγγελέα. Με την ίδια διάθεση εισηγήθηκε πως και η διαδικασία ενώπιον της ΕΔΥ πάσχει γιατί παραποιήθηκαν ή αλλοιώθηκαν τα πρακτικά με μοναδικό στόχο να εξαιρεθεί της επιλογής. Ζήτησε μάλιστα να του δοθούν οι ηχογραφημένες συνεντεύξεις και εφόσον δεν του δόθηκαν προβάλλει αυτή την άρνηση ως λόγο ακύρωσης. Ορθά βεβαίως, στην κρίση μας, δεν έγινε δεκτό το αίτημα του εφεσείοντα. Γενικά αν θεωρούνταν βάσιμες οι εισηγήσεις του ή παρόμοιες που γίνονται ενώπιον του Δικαστηρίου μας, θα μεταβαλλόταν το Δικαστήριο σε υπερελεγκτικό συνέδριο για την ανέλιξη των δημοσίων λειτουργών με αποτέλεσμα βεβαίως να αλλοιωθεί η πραγματική αρμοδιότητα του Ανωτάτου Δικαστηρίου ως Αναθεωρητικό Δικαστήριο, που λειτουργεί σύμφωνα με το Αρθρο 146 του Συντάγματος.
Παραπονείται επίσης ο εφεσείων πως η απόφαση της ΕΔΥ δεν είναι αιτιολογημένη. Στην δική μας κρίση είναι αρκούντως αιτιολογημένη. Αν ληφθεί δε υπόψη και το πρακτικό ολόκληρης της διαδικασίας είναι πλήρως αιτιολογημένη.
Ενόψει των ανωτέρω, η έφεση απορρίπτεται. Η επίδικη διοικητική απόφαση επικυρώνεται. Ο εφεσείων θα καταβάλει £800 έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας και εδώ. (£400 στη Δημοκρατία και £400 στο ενδιαφερόμενο μέρος Έλενα Κλεόπα, που αντιπροσωπεύθηκε με δικηγόρο).
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.