ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2006) 3 ΑΑΔ 752

11 Δεκεμβρίου, 2006

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ,

ΚΡΑΜΒΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΠΑΝΤΕΛΗ,

Εφεσείων,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΗΣ

ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ,

Εφεσιβλήτων.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 3803)

 

Τελωνειακοί Δασμοί και Φόροι Κατανάλωσης ― Επιστροφή δασμών μετά την μετατροπή αυτοκινήτων σε ταξί, υπό τον όρο της χρήσης τους ως ταξί ― Επιβολή του δασμού όταν ενεργοποιήθηκε ο όρος ― Εύλογη και αιτιολογημένη η απόφαση υπό τις περιστάσεις ― Η ενεργοποίηση του όρου επήλθε με ενέργειες του ιδιοκτήτη των αυτοκινήτων και όχι του Οργανισμού Χρηματοδότησης της Τράπεζας Κύπρου, στον οποίο περιήλθαν τα οχήματα ― Η μεταγενέστερη απόφαση τοποθέτησης των οχημάτων σε αποθήκη, έγινε μέχρις ότου τακτοποιηθούν δασμολογικά και δεν επέδρασε στη λήψη της απόφασης, που εδραζόταν σε προηγούμενες πράξεις του εφεσείοντα.

Ο εφεσείων προσέβαλε, τόσο πρωτόδικα, όσο και κατ' έφεση, την απόφαση της καθ' ης η αίτηση να επιβάλει τελωνειακούς δασμούς και φόρους κατανάλωσης επειδή τα οχήματά του, τα οποία είχαν απαλλαγεί από τους δασμούς, όταν είχαν εγγραφεί ως ταξί, έπαυσαν να χρησιμοποιούνται ως ταξί, όπως είχε τεθεί τέτοιος όρος κατά την απαλλαγή των δασμών.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

1.  Με τον πρώτο λόγο έφεσης και συναφώς με τον τέταρτο που γενικά αναφέρεται στην αιτιολογία, επαναφέρεται το θέμα της, κατά την εισήγηση, ανεπάρκειας της διαπίστωσης πως τα αυτοκίνητα «έπαυσαν» να χρησιμοποιούνται ως ταξί και πάλιν ιδιαίτερα ενόψει του γεγονότος ότι ήταν ακινητοποιημένα στην Αποθήκη. Χωρίς όμως και να προσβάλλεται η κρίση του πρωτόδικου Δικαστή, πως η μεταβολή έγινε μέσα σε οκτώ χρόνια, ενόσω τα αυτοκίνητα ανήκαν στον εφεσείοντα και κατέχονταν από αυτόν. Οπότε, δεν ήταν δυνατόν έκτοτε να χρησιμοποιούνταν ως ταξί. Ό,τι αμφισβητήθηκε, με την αιτιολογία (στ) του πρώτου λόγου έφεσης είναι το συμπέρασμα ως προς το λόγο της προσβαλλόμενης απόφασης. Και αυτό, όμως, με το γενικό και αόριστο ισχυρισμό ότι «δεν έχει έρεισμα τα σχετικά γεγονότα», χωρίς καμιά απολύτως περαιτέρω επεξήγηση στη συνέχεια ώστε να είναι δυνατό να εντοπιστεί λάθος. Εκείνο που ενδιαφέρει, στο πλαίσιο της νομοθετικής ρύθμισης είναι η θετική προϋπόθεση να χρησιμοποιείται αυτοκίνητο ως ταξί. Ο όποιος άλλος σκοπός είναι αδιάφορος και η αναφορά σε αυτόν είναι παρακολουθηματική της φράσης που ακολουθεί «ουχί ως ταξί». Έπεται πως, με δοσμένο πλέον το γεγονός ότι, πριν παρέλθουν 8 χρόνια, τα αυτοκίνητα έπαυσαν να χρησιμοποιούνται ως ταξί, ενεργοποιήθηκε η υποχρέωση καταβολής των δασμών και των φόρων.

2.  Απολήγει, συνεπώς, χωρίς υπόβαθρο και η εισήγηση στο λόγο έφεσης 3 πως δεν έγινε η οφειλόμενη έρευνα στην περίπτωση.  Με αφορμή αναφορά στην αγόρευση των εφεσίβλητων σε «. εύλογη υποψία ότι τα αυτοκίνητα χρησιμοποιούνταν από κάποιο χρόνο ως 'πηγή' προμήθειας ανταλλακτικών, είτε για την επισκευή άλλων αυτοκινήτων», υποστηρίζεται πως λείπει η έρευνα που θα εξακρίβωνε ως γεγονός, αυτή τη χρήση. Η προσβαλλόμενη απόφαση, που δεν αναφέρεται σε τέτοια υποψία, στηρίζεται στη διαπίστωση που εξειδίκευσε και αυτή εγκύρως οδήγησε, αφ' εαυτής, σε κρίση για μεταβολή, με την έννοια του Νόμου.

3.  Αβάσιμος είναι και ο δεύτερος λόγος έφεσης. Υποστηρίζεται πως εσφαλμένα απορρίφθηκε η εισήγηση πως η υποχρέωση, αν υπήρχε, βάρυνε τον Οργανισμό. Ως πρώτο αιτιολογικό επαναλαμβάνεται η άποψη πως ο Οργανισμός ευθύνεται αφού εκείνος τοποθέτησε τα αυτοκίνητα στην Αποθήκη. Όμως, όπως ορθά εξηγήθηκε στην πρωτόδικη απόφαση, η μεταβολή επήλθε πριν από αυτή την τοποθέτηση, όταν τα αυτοκίνητα τα κατείχε ο ίδιος ο εφεσείων. Ως δεύτερο αιτιολογικό προωθείται η άποψη ότι σύμφωνα με τη θέση που διατύπωσαν πρωτοδίκως οι εφεσίβλητοι στη γραπτή τους αγόρευση τα αυτοκίνητα «.. περιήλθαν στην αποκλειστική κυριότητα του Οργανισμού». Ποιά θα μπορούσε να είναι η σημασία τέτοιας εξέλιξης, ενόψει της βασικής διαπίστωσης, δεν εξηγείται. 

4.  Με τον πέμπτο και τελευταίο λόγο έφεσης επαναφέρεται ο ισχυρισμός για ανάκληση, σε συνάρτηση με τις επιπτώσεις από την τοποθέτηση των αυτοκινήτων στην Αποθήκη. Χωρίς όμως και κάποια επιχειρηματολογία σε σχέση με το λόγο για τον οποίο, με την πρωτόδικη απόφαση, αυτά κρίθηκαν ως στερούμενα υπόβαθρου. Σε συμφωνία με την πρωτόδικη απόφαση η Ολομέλεια δεν μπορεί να συμμεριστεί την άποψη περί απόφασης που ανακλήθηκε. Όπως ρητά εξηγήθηκε, η τοποθέτηση έγινε ακριβώς μέχρις ότου «τακτοποιηθούν δασμολογικά», και η προσβαλλόμενη απόφαση σ' αυτό απέβλεψε.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Έφεση.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Yπ. Aρ. 1185/2002), ημερ. 22/4/2004.

Χρ. Γεωργιάδης, για τον Εφεσείοντα.

Στ. Θεοδούλου, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΔIKAΣTHPIO: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ. Κωνσταντινίδης.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Τέσσερα αυτοκίνητα, τα υπ' αριθμόν ΑΒΑ 367, ΑΒG 920, ΑΒΗ 821 και ΒΒF 272 εγγράφησαν ως ταξί και, ενόψει τούτου, μετά από αίτηση, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 12 και της Κλάσης αρ. 5 του Πέμπτου Πίνακα του περί Τελωνειακών Δασμών και Φόρων Καταναλώσεως Νόμου, ο τελωνειακός δασμός και ο φόρος κατανάλωσης που καταβλήθηκαν επιστράφηκαν πλήρως, μείον 16.3% επί της αξίας τους.

Η επιστροφή τελούσε υπό τον όρο, όπως αυτός τίθεται στην Κλάση 16 του ίδιου πίνακα, ότι «εάν εντός οκτώ ετών από της εγγραφής του το τοιούτον όχημα καταταγή εις ετέραν κατηγορίαν εγγραφή ή χρησιμοποιήται δι' έτερον σκοπόν και ουχί ως ταξί ή δημοσίας χρήσεως, ο ιδιοκτήτης του οχήματος καθ' όν χρόνον επενεργείται η τοιαύτη μεταβολή, οφείλει όπως καταβάλει τω Διευθυντή πάν ποσόν όπερ κατά την κρίσην του Διευθυντού παριστά την διαφοράν μεταξύ του ήδη καταβληθέντος ποσού και του δασμού και φόρου καταναλώσεως των πληρωτέων επί του οχήματος».

Η Διευθύντρια του Τμήματος Τελωνείων (η Διευθύντρια) με την απόφασή της που ενσωματώνεται στην επιστολή της ημερομηνίας 15.10.02, έκρινε πως ενεργοποιήθηκε ο πιο πάνω όρος και πως ο εφεσείων ήταν υπόλογος για την καταβολή ποσού ύψους £20.781. Με την ακόλουθη εξήγηση:

«Τα υπό αναφορά οχήματα περιήλθαν στην κατοχή του Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Τραπέζης Κύπρου, και στις 31/12/98 τα αποταμίευσαν στη Γενική Αποθήκη Αποταμίευσης «Merstofas Enterprises Ltd» αρ. 5.178 με σοβαρές ελλείψεις, ζημιές και παραποιήσεις και ως εκ τούτου έπαυσαν να χρησιμοποιούνται ως ταξί».

Ότι ο εφεσείων ήταν ιδιοκτήτης για τους αναφερθέντες σκοπούς, δεν αμφισβητήθηκε. Ούτε, συναφώς, πως εκείνος θα υποχρεούτο στην καταβολή του ποσού εφόσον προέκυπταν οι προϋποθέσεις του Νόμου. Κατείχε τα αυτοκίνητα για να τα χρησιμοποιεί ως ταξί και οι συμβάσεις ενοικιαγοράς που υπέγραψε γι' αυτά με τον Οργανισμό Χρηματοδοτήσεως Τραπέζης Κύπρου (ο Οργανισμός) δεν συζητήθηκαν ως σχετικές προς το θέμα. Το ζήτημα δημιουργήθηκε όταν ο Οργανισμός, ενόψει δικαστικών αποφάσεων, ανέλαβε από τον εφεσείοντα την κατοχή των αυτοκινήτων και αυτά, μετά από απαίτηση της Διευθύντριας, τοποθετήθηκαν σε Γενική Αποθήκη Αποταμίευσης (η Αποθήκη).

Με την προσφυγή που άσκησε ο εφεσείων προωθήθηκαν τα ακόλουθα ως λόγοι ακυρότητας:

Αφού τα αυτοκίνητα δεν είχαν καταταγεί σε άλλη κατηγορία ούτε είχαν εγγραφεί για άλλο σκοπό, θα μπορούσε να τίθεται ζήτημα καταβολής δασμών και φόρων μόνο εφόσον αυτά χρησιμοποιούνταν «για άλλο σκοπό και όχι ως ταξί». Σύμφωνα, λοιπόν, με αυτή την πρώτη εισήγησή τους, το ότι «έπαυσαν» να χρησιμοποιούνται ως ταξί, όπως διαπιστωνόταν στην προσβαλλόμενη απόφαση, δεν ήταν αρκετό. Χρειαζόταν και να φαινόταν ότι «χρησιμοποιήθηκαν για άλλο σκοπό» και, μάλιστα, το παραδεκτό γεγονός ότι βρίσκονταν ακινητοποιημένα στην αποθήκη, ήταν ασυμβίβαστο προς τέτοιο άλλο σκοπό. Επομένως, η προσβαλλόμενη απόφαση έπασχε κατά την αιτιολογία της και, πάντως, λήφθηκε κατά πλάνη περί το Νόμο και κατ' επέκταση περί τα πράγματα αφού τα αυτοκίνητα ήταν ακινητοποιημένα.  Η δεύτερη εισήγησή τους αφορούσε ειδικότερα στο γεγονός της τοποθέτησης των αυτοκινήτων στην Αποθήκη και υποστηρίχτηκε ότι, αφού τέτοια τοποθέτηση σημαίνει, κατά το νόμο, πως δεν υπόκεινταν πλέον σε δασμό ή φόρο κατανάλωσης, ήταν ανεπίτρεπτη η κατά σιωπηρή ανάκληση της απόφασης για τοποθέτηση, αξίωση δασμών και φόρων εκ των υστέρων. Ενώ, στο μεταξύ, δημιουργήθηκε στον εφεσείοντα η πεποίθηση, πάνω στην οποία και διαμόρφωσε τις δικές του ενέργειες, πως δεν θα αξιώνονταν δασμοί ή φόροι. Ούτως ή άλλως, αν υπήρχε υποχρέωση καταβολής, αυτή βάρυνε τον Οργανισμό αφού εκείνος ήταν που τοποθέτησε τα αυτοκίνητα στην Αποθήκη.

Η πρωτόδικη απόφαση είχε ως έρεισμα τη διαπίστωση, όπως αυτή προέκυπτε από σειρά στοιχείων στο διοικητικό φάκελο τα οποία εξειδικεύει, ότι, «σαφώς ο λόγος που οδήγησε στην προσβαλλόμενη απόφαση ήταν η αφαίρεση εξαρτημάτων από τα επίδικα αυτοκίνητα». Είχαν αφαιρεθεί από τα τέσσερα αυτοκίνητα σειρά εξαρτημάτων, από τα τρία και η ίδια η μηχανή, και δεν ήταν πλέον δυνατό να χρησιμοποιούνταν ως ταξί. Αυτή η αφαίρεση συνιστούσε μεταβολή με την έννοια του νόμου και αφού αυτή έγινε «κατά το χρόνο - προ της 31.12.98 - που τα επίδικα αυτοκίνητα τελούσαν υπό την ιδιοκτησία του αιτητή ο οποίος είχε και την κατοχή τους .», «υπεύθυνος για την καταβολή του δασμού είναι ο αιτητής». Οι διαφορές του αιτητή με τον Οργανισμό, ως αστικής φύσης, δεν επηρέαζαν τη νομιμότητα της απόφασης και η μεταγενέστερη τοποθέτηση των αυτοκινήτων στην Αποθήκη δεν μπορούσε να διαδραματίσει ρόλο. Συναφώς, ήταν λανθασμένη η αντίληψη ότι κάτω από τα δεδομένα μπορούσε να τίθεται ζήτημα για ύπαρξη απόφασης που ανακλήθηκε. Στις σχετικές επιστολές του Τμήματος Τελωνείων ημερομηνίας 3.12.98 και 21.12.98, εξηγήθηκε πως η τοποθέτηση των αυτοκινήτων στην Αποθήκη θα γινόταν ακριβώς «μέχρις ότου τακτοποιηθούν δασμολογικά», ενέργεια, όπως κρίθηκε, απολύτως θεμιτή και νόμιμη προς διαφύλαξη και κατοχύρωση των συμφερόντων του Δημοσίου.

Με τον πρώτο λόγο έφεσης και συναφώς με τον τέταρτο που γενικά αναφέρεται στην αιτιολογία, επαναφέρεται το θέμα τής, κατά την εισήγηση, ανεπάρκειας της διαπίστωσης πως τα αυτοκίνητα «έπαυσαν» να χρησιμοποιούνται ως ταξί και πάλιν ιδιαίτερα ενόψει του γεγονότος ότι ήταν ακινητοποιημένα στην Αποθήκη. Χωρίς όμως και να προσβάλλεται η κρίση του συναδέλφου μας πως η μεταβολή έγινε μέσα σε οκτώ χρόνια, ενόσω τα αυτοκίνητα ανήκαν στον εφεσείοντα και κατέχονταν από αυτόν. Οπότε, δεν ήταν δυνατόν έκτοτε να χρησιμοποιούνταν ως ταξί. Ό,τι αμφισβητήθηκε, με την αιτιολογία (στ) του πρώτου λόγου έφεσης είναι το συμπέρασμα ως προς το λόγο της προσβαλλόμενης απόφασης. Και αυτό, όμως, με το γενικό και αόριστο ισχυρισμό ότι «δεν έχει έρεισμα τα σχετικά γεγονότα», χωρίς καμιά απολύτως περαιτέρω επεξήγηση στη συνέχεια ώστε να είναι δυνατό να εντοπιστεί λάθος. Εκείνο που ενδιαφέρει, στο πλαίσιο της νομοθετικής ρύθμισης είναι η θετική προϋπόθεση να χρησιμοποιείται αυτοκίνητο ως ταξί. Ο όποιος άλλος σκοπός είναι αδιάφορος και η αναφορά σε αυτόν είναι παρακολουθηματική της φράσης που ακολουθεί «ουχί ως ταξί». Έπεται πως, με δοσμένο πλέον το γεγονός ότι, πριν παρέλθουν 8 χρόνια, τα αυτοκίνητα έπαυσαν να χρησιμοποιούνται ως ταξί, ενεργοποιήθηκε η υποχρέωση καταβολής των δασμών και των φόρων.

Απολήγει, συνεπώς, χωρίς υπόβαθρο και η εισήγηση στο λόγο έφεσης 3 πως δεν έγινε η οφειλόμενη έρευνα στην περίπτωση.  Με αφορμή αναφορά στην αγόρευση των εφεσίβλητων σε «. εύλογη υποψία ότι τα αυτοκίνητα χρησιμοποιούνταν από κάποιο χρόνο ως 'πηγή' προμήθειας ανταλλακτικών, είτε για την επισκευή άλλων αυτοκινήτων», υποστηρίζεται πως λείπει η έρευνα που θα εξακρίβωνε ως γεγονός, αυτή τη χρήση. Η προσβαλλόμενη απόφαση, που δεν αναφέρεται σε τέτοια υποψία, στηρίζεται στη διαπίστωση που εξειδίκευσε και αυτή εγκύρως οδήγησε, αφ' εαυτής, σε κρίση για μεταβολή, με την έννοια του Νόμου.

Αβάσιμος είναι και ο δεύτερος λόγος έφεσης. Υποστηρίζεται πως εσφαλμένα απορρίφθηκε η εισήγηση πως η υποχρέωση, αν υπήρχε, βάρυνε τον Οργανισμό. Ως πρώτο αιτιολογικό επαναλαμβάνεται η άποψη πως ο Οργανισμός ευθύνεται αφού εκείνος τοποθέτησε τα αυτοκίνητα στην Αποθήκη. Όμως, όπως ορθά εξηγήθηκε στην πρωτόδικη απόφαση, η μεταβολή επήλθε πριν από αυτή την τοποθέτηση, όταν τα αυτοκίνητα τα κατείχε ο ίδιος ο εφεσείων. Ως δεύτερο αιτιολογικό προωθείται η άποψη ότι σύμφωνα με τη θέση που διατύπωσαν πρωτοδίκως οι εφεσίβλητοι στη γραπτή τους αγόρευση τα αυτοκίνητα «.. περιήλθαν στην αποκλειστική κυριότητα του Οργανισμού». Ποια θα μπορούσε να είναι η σημασία τέτοιας εξέλιξης, ενόψει της βασικής διαπίστωσης, όπως την παραθέσαμε, δεν εξηγείται. Εν πάση περιπτώσει, τέτοιο θέμα δεν είχε εγερθεί πρωτοδίκως ώστε να μπορεί να συζητηθεί. Αντίθετα, μάλιστα, ενόψει της πιο πάνω αναφοράς στην αγόρευση της εφεσίβλητης ο εφεσείων αντέδρασε με την απαντητική αγόρευσή του. Υποστήριξε, λοιπόν, πως «δεν ελήφθη υπόψη από την Καθ' ης η αίτηση ως δεδομένο, που εξάλλου δεν είναι ορθό, ότι τα οχήματα περιήλθαν στην αποκλειστική κυριότητα του Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως της Τραπέζης Κύπρου. Είναι ο δικηγόρος που το έλαβε υπόψη. Το δεδομένο που η ίδια η καθ' ης αίτηση έλαβε υπόψη είναι ότι τα οχήματα 'περιήλθαν στην κατοχή του Οργανισμού'..»

Με τον πέμπτο και τελευταίο λόγο έφεσης επαναφέρεται ο ισχυρισμός για ανάκληση, σε συνάρτηση με τις επιπτώσεις από την τοποθέτηση των αυτοκινήτων στην Αποθήκη. Χωρίς όμως και κάποια επιχειρηματολογία σε σχέση με το λόγο για τον οποίο, με την πρωτόδικη απόφαση, αυτά κρίθηκαν ως στερούμενα υπόβαθρου. Σε συμφωνία με την πρωτόδικη απόφαση δεν μπορούμε να συμμεριστούμε την άποψη περί απόφασης που ανακλήθηκε. Όπως ρητά εξηγήθηκε, η τοποθέτηση έγινε ακριβώς μέχρις ότου «τακτοποιηθούν δασμολογικά», και η προσβαλλόμενη απόφαση σ' αυτό απέβλεψε.

Η έφεση απορρίπτεται, με £700.- έξοδα.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο