ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2006) 3 ΑΑΔ 517

7 Αυγούστου, 2006

[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ,

 ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στές]

HELLENIC PETROLEUM CYPRUS LTD,

Εφεσείοντες-Αιτητές,

v.

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ,

Εφεσίβλητης-Καθ' ης η αίτηση.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 35/2006)

 

Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο ― Αίτηση για αναστολή εκτέλεσης της επίδικης στη προσφυγή απόφασης ― Προϋποθέσεις έκδοσης ― Έκδηλη παρανομία ― Δεν αποδείχθηκε πρωτόδικα, ούτε και κατ' έφεση.

Μετά την απόρριψη της αίτησής τους, για έκδοση προσωρινού διατάγματος αναστολής εκτέλεσης της επίδικης στην προσφυγή απόφασης της Επιτροπής Προστασίας Ανταγωνισμού, οι εφεσείοντες καταχώρισαν την έφεση αυτή.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

Κύριο παράπονο των εφεσειόντων, τόσο πρωτόδικα όσο και ενώπιον της Ολομέλειας, είναι ότι υπάρχει έκδηλη παρανομία, διότι η εφεσίβλητη προχώρησε στη λήψη απόφασης χωρίς να τους δώσει επαρκή χρόνο για ετοιμασία της υπεράσπισης τους στην καταγγελία του Αντωνάκη Λοΐζου και χωρίς να τους έχουν δοθεί η καταγγελία και η αίτηση. Απλώς τους έδωσαν μια επιστολή ημερ. 20/1/06, με την οποία τους καλούσαν να παρουσιαστούν ενώπιον της Επιτροπής την ίδια μέρα στις 5.30 μ.μ. σε σχέση με την πιο πάνω καταγγελία και έτσι η υπεράσπιση τους έγινε χωρίς να έχουν επαρκή χρόνο ετοιμασίας της. 

Είναι γεγονός ότι οι εφεσείοντες κλήθηκαν με επιστολή της εφεσίβλητης ημερ. 20/1/06 να εμφανιστούν ενώπιόν της την ίδια μέρα στις 5.30 μ.μ. Λαμβάνοντας όμως υπόψη ότι οι εφεσείοντες εμφανίστηκαν με το δικηγόρο τους και πήραν μέρος στη διαδικασία χωρίς να ζητήσουν αναβολή ή να εγείρουν θέμα ότι δεν είχαν τον απαιτούμενο χρόνο να ετοιμάσουν την υπεράσπιση τους, η Ολομέλεια καταλήγει, ότι η διαδικασία που έλαβε χώρα δεν είναι τέτοια που να αποτελεί έκδηλη παρανομία, όπως ο όρος αυτός ερμηνεύθηκε από τη νομολογία. 

Είναι φανερό από τα πιο πάνω, ότι είναι συζητήσιμο κατά πόσο η απόφαση είναι παράνομη. Τούτο είναι θέμα που χρήζει προσεκτικότερης εξέτασης, αφού ακουστούν όλες οι ενδιαφερόμενες πλευρές στην κυρίως προσφυγή. Ουσιαστικά αυτό αποφάσισε και ο πρωτόδικος δικαστής, παρόλο που θα μπορούσε να αποφασίσει επί της μονομερούς αίτησης, κατά πόσο αποδείχθηκε έκδηλη παρανομία, πράγμα που απέφυγε να πράξει.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Έφεση.

Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Yπ. Aρ. 518/2006), ημερ. 20/3/2006.

Π. Πολυβίου με Μ. Κραμβή, για τους Εφεσείοντες-Αιτητές.

Α. Πανταζή- Λάμπρου, Νομικός Λειτουργός για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη-Καθ'ης η αίτηση.

Ε. Ευσταθίου με Γ. Μυλωνά, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος-Αντεφεσείοντα Αντωνάκη Λοΐζου.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του δικαστηρίου θα δώσει ο δικαστής Μ. Φωτίου.

ΦΩΤΙΟΥ, Δ.: Oι εφεσείοντες είναι εταιρεία η οποία ασχολείται με την εμπορία πετρελαιοειδών. Στις 6/4/00 υπογράφηκε συμφωνία (LICENCE AGREEEMENT) μεταξύ της εταιρείας BP Cyprus Ltd (τώρα Ηellenic Petroleum Cyprus Ltd, εφεσείοντες) και του Αντωνάκη Λοϊζου (ενδιαφερόμενου μέρους) με βάση την οποία ανάλαβαν να τον προμηθεύουν με πετρελαιοειδή σε καινούργιο πρατήριο που θα ανεγειρόταν σε οικόπεδο που θα παραχωρούσε ο ίδιος στα Λατσιά. Αφού λειτούργησε για κάποιο χρονικό διάστημα το εν λόγω πρατήριο, σε κάποιο στάδιο οι εφεσείοντες έκριναν ότι το ενδιαφερόμενο μέρος παρέβηκε τον όρο 12(b) της συμφωνίας αφού την 1/8/05 συνήψε συμφωνία με τρίτο πρόσωπο (κάποιο Θεόδωρο Χριστοφή) για τη διαχείριση του πρατηρίου. Έτσι οι εφεσείοντες με επιστολή τους ημερ. 11/1/06 τερμάτισαν την μεταξύ τους συμφωνία (άδεια χρήσης του πρατηρίου) και κάλεσαν το ενδιαφερόμενο μέρος να παραδώσει αμέσως τη διαχείριση του πρατηρίου σε δικό τους εκπρόσωπο, που κατονόμασαν. Τότε ο κ. Λοΐζου προσέφυγε στην Επιτροπή Προστασίας Ανταγωνισμού (εφεσίβλητη) και στις 20/1/06 κλήθηκαν οι εφεσείοντες να παρουσιαστούν ενώπιον της σε σχέση με καταγγελία του κ. Λοΐζου για λήψη προσωρινών μέτρων εναντίον τους. Αφού εμφανίστηκαν και ακούστηκαν επί του θέματος, η Επιτροπή εξέδωσε απόφαση στις 13/3/06 με την οποία εκδόθηκαν προσωρινά μέτρα εναντίον των εφεσειόντων για απρόσκοπτη προμήθεια με καύσιμα του πρατηρίου με βάση τους όρους που εκεί αναφέρονται.

Στις 14/3/06 οι εφεσείοντες καταχώρησαν την προσφυγή αρ. 518/05 με την οποία ζητούν διάταγμα του δικαστηρίου με το οποίο να κηρύσσεται άκυρη η προαναφερθείσα απόφαση της εφεσίβλητης Επιτροπής Προστασίας Ανταγωνισμού ημερ. 13/3/06.

Την ίδια μέρα (14/3/06) οι εφεσείοντες καταχώρησαν και αίτηση χωρίς ειδοποίηση με την οποία ζητούσαν διάταγμα του δικαστηρίου με το οποίο «να αναστέλλεται η ισχύς και/ή η εκτέλεση και/ή η εφαρμογή της απόφασης των καθών η αίτηση ημερ. 13/3/06» μέχρι την τελική αποπεράτωση της προσφυγής και/ή μέχρι νεώτερης διαταγής του δικαστηρίου. Στήριξαν την αίτησή τους στον ισχυρισμό ότι η επίδικη διοικητική απόφαση είναι έκδηλα παράνομη και/ή ότι τους προκαλεί ανεπανόρθωτη ζημιά.  Ο αδελφός μας Δικαστής που εξέτασε τη μονομερή αίτηση απέρριψε αυτή, με αποτέλεσμα την καταχώρηση της παρούσας έφεσης.

Παρόλο ότι στην έφεση διατυπώνονται τρεις ξεχωριστοί λόγοι έφεσης, εντούτοις ουσιαστικά αποτελούν ένα λόγο, δηλαδή, ότι εσφαλμένα ο πρωτόδικος δικαστής δεν κατάληξε ότι είχε αποδειχθεί έκδηλη παρανομία. Άλλωστε και η αγόρευση του ευπαιδεύτου συνηγόρου των εφεσειόντων επικεντρώθηκε σε αυτό τον ισχυρισμό της ύπαρξης δηλαδή έκδηλης παρανομίας στην απόφαση της 13/3/06. Ο ισχυρισμός περί ανεπανόρθωτης ζημιάς τελικά δεν προωθήθηκε.

Το ενδιαφερόμενο μέρος κατέθεσε αντέφεση. Επισημάναμε κατά την ακρόαση πως δεν ήταν εν προκειμένω επιτρεπτή. Ως εκ τούτου δε θα μας απασχολήσει, πλην ως η θέση του ενδιαφερομένου μέρους γενικότερα επί της έφεσης. 

Το θεωρούμε σκόπιμο να παραθέσουμε αυτούσια μέρη της απόφασης του πρωτόδικου δικαστηρίου, καθότι τούτο καθιστά πιο εύκολη την εξέταση της έφεσης. Στη σελ. 3 αναφέρονται τα ακόλουθα:

«Ο ευπαίδευτος συνήγορος των αιτητών υποστήριξε ότι υπάρχει έκδηλη παρανομία αφού, εκτός του γεγονότος ότι δεν τους δόθηκε ικανοποιητικός χρόνος για να παρουσιαστούν και να παρουσιάσουν την υπόθεσή τους, σε κανένα στάδιο της διαδικασίας δεν τους κοινοποιήθηκε ή παραδόθηκε, είτε η καταγγελία του Λοϊζου, είτε η αίτησή του για προσωρινά μέτρα.» 

Παραθέτει στη συνέχεια (σελ. 4 και 5) τη νομική πτυχή αναφορικά με το τι πρέπει να αποδεικνύεται για την έκδοση ενός προσωρινού διατάγματος, (με την οποία δεν βλέπουμε να υπάρχει διαφωνία από πλευράς των εφεσειόντων), και καταλήγει ως ακολούθως (σελ. 6):

«Στην παρούσα υπόθεση οι αιτητές υποστηρίζουν την ύπαρξη έκδηλης παρανομίας. Όμως, παρατηρώ ότι η παρούσα αίτηση αξιώνει ουσιαστικά την ίδια θεραπεία που ζητείται με την προσφυγή. Με την προσφυγή αξιώνεται ακύρωση της απόφασης των καθών η αίτηση ημερ. 13.3.2006 για έκδοση προσωρινών μέτρων, ενώ με την παρούσα αίτηση η αναστολή της εκτέλεσης της ίδιας απόφασης, μέχρι τελικής αποπεράτωσης της προσφυγής.

Τυχόν θετική για τους αιτητές κατάληξη επί της παρούσας αίτησης ουσιαστικά θα αντιστοιχούσε σε απόφαση μου επί της ουσίας της προσφυγής, αφού, για να εκδώσω το αιτούμενο διάταγμα θα ήμουν αναγκασμένος να καταλήξω, χωρίς να ακούσω καν την άλλη πλευρά, ότι υπάρχει έκδηλη παρανομία. Κάτι τέτοιο θα καθιστούσε την όλη διαδικασία εντελώς άσκοπη και θα περιέκλειε πολλούς κινδύνους.

Γι' αυτό το λόγο αποφάσισα όπως απορρίψω την αίτηση, παρ' όλον ότι εκ πρώτης όψεως και από ό,τι παρουσίασαν οι αιτητές, φαίνεται ότι πράγματι παρατηρήθηκαν κάποιες παραβάσεις. Η αίτηση απορρίπτεται.»

Εξετάζοντας τους λόγους έφεσης βλέπουμε ότι το παράπονο των εφεσειόντων είναι ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο δεν κατάληξε ότι υπήρχε έκδηλη παρανομία στη διαδικασία λήψης της απόφασης ημερ. 13/3/06 και κατ' επέκταση εσφαλμένα δεν εξέδωσε το αιτούμενο με τη μονομερή αίτηση τους προσωρινό διάταγμα.  Παρόλο που έχουμε προσέξει ότι η δοθείσα αιτιολογία δεν είναι καλά διατυπωμένη με την έννοια θα μπορούσε το πρωτόδικο δικαστήριο να αποφασίσει αν αποδείχθηκε η έκδηλη παρανομία ανεξάρτητα αν τούτο θα «αντιστοιχούσε», όπως το έθεσε, με απόφαση επί της ουσίας της προσφυγής, εν τούτοις κρίνουμε ότι η τελική κατάληξη του δικαστηρίου να μην εκδώσει το αιτούμενο προσωρινό διάταγμα είναι ορθή.  Κύριο παράπονο των εφεσειόντων τόσο πρωτόδικα όσο και ενώπιον μας είναι ότι υπάρχει έκδηλη παρανομία διότι η εφεσίβλητη προχώρησε στη λήψη απόφασης χωρίς να τους δώσει επαρκή χρόνο για ετοιμασία της υπεράσπισης τους στην καταγγελία του Αντωνάκη Λοϊζου και χωρίς να τους έχουν δοθεί η καταγγελία και η αίτηση. Απλώς τους έδωσαν μια επιστολή ημερ. 20/1/06 με την οποία τους καλούσαν να παρουσιαστούν ενώπιον της Επιτροπής την ίδια μέρα στις 5.30 μ.μ. σε σχέση με την πιο πάνω καταγγελία και έτσι η υπεράσπιση τους έγινε χωρίς να έχουν επαρκή χρόνο ετοιμασίας της. 

Είναι γεγονός ότι οι εφεσείοντες κλήθηκαν με επιστολή της εφεσίβλητης ημερ. 20/1/06 να εμφανιστούν ενώπιον της την ίδια μέρα στις 5.30 μ.μ. Λαμβάνοντας όμως υπόψη ότι οι εφεσείοντες εμφανίστηκαν με το δικηγόρο τους και πήραν μέρος στη διαδικασία χωρίς να ζητήσουν αναβολή ή να εγείρουν θέμα ότι δεν είχαν τον απαιτούμενο χρόνο να ετοιμάσουν την υπεράσπιση τους, καταλήγουμε ότι η διαδικασία που έλαβε χώρα δεν είναι τέτοια που να αποτελεί έκδηλη παρανομία, όπως ο όρος αυτός ερμηνεύθηκε από τη νομολογία. Η εν λόγω επιστολή της 20/1/06 αναφερόταν σε καταγγελία του Αντωνάκη Λοΐζου και μεταξύ άλλων πληροφορούσε τους εφεσείοντες με τα ακόλουθα: 

«Η καταγγελία αφορά τον τερματισμό της προμήθειας πετρελαιοειδών εκ μέρους σας και της μέχρι τώρα συνεργασίας σας με τον κ. Αντωνάκη Λοΐζου, πρατηριούχο, στη Λεωφόρο Γιάννου Κρανιδιώτη 7 στα Λατσιά.  Κατά την παρουσίας σας ενώπιον της Επιτροπής καλείστε όπως προσκομίσετε αντίγραφο της επιστολής τερματισμού της συνεργασίας σας με τον καταγγέλοντα ημερομηνία 9/1/2006 καθώς επίσης και κάθε άλλο έγγραφο που κρίνεται σχετικό για την υπόθεση σας.»

Είναι φανερό από τα πιο πάνω ότι είναι συζητήσιμο κατά πόσο η απόφαση είναι παράνομη. Τούτο είναι θέμα που χρήζει προσεκτικότερης εξέτασης αφού ακουστούν όλες οι ενδιαφερόμενες πλευρές στην κυρίως προσφυγή. Ουσιαστικά αυτό αποφάσισε και ο πρωτόδικος δικαστής παρόλο που θα μπορούσε, όπως ήδη αναφέραμε, να αποφασίσει επί της μονομερούς αίτησης κατά πόσο αποδείχθηκε έκδηλη παρανομία, πράγμα που απέφυγε να πράξει.

Καταλήγουμε λοιπόν ότι η περίπτωση δεν είναι τέτοια που να ενδείκνυται η έκδοση του αιτούμενου διατάγματος.

Με βάση τα πιο πάνω η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον της εφεσείουσας και υπέρ της καθής η αίτηση και του ενδιαφερόμενου μέρους.

H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο