ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2006) 3 ΑΑΔ 280
18 Μαΐου, 2006
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στές]
ΝΕΟΦΥΤΟΣ ΝΕΟΦΥΤΟΥ,
Εφεσείων,
v.
1. ΣΥΜΒΟΥΛΙΟY ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΟΥ
ΑΞΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,
2. ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΑΓΟΡΑΣ,
Εφεσιβλήτων.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 3715)
Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου ― Επιβολή προστίμου για παράβαση του Νόμου και των Κανονισμών ― Άρθρο 10 (3)(α) ― Ακυρώθηκε κατ' έφεση ― Η παράβαση του όρου που είχε τεθεί στην έγκριση που δόθηκε στον εφεσείοντα από τον ίδιο, δεν ισοδυναμούσε με αυτόματη ανάκληση της έγκρισης ― Απαιτείτο ανάκληση αυτής, με νέα απόφαση.
Ο εφεσείων προσέβαλε την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία είχε απορριφθεί προσφυγή του κατά της απόφασης επιβολής προστίμου για παράβαση του Κανονισμού 13(1) των περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Κανονισμών 1995-2002.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, κάνοντας δεχτή την έφεση, αποφάσισε ότι:
Σε περίπτωση που ο διοικούμενος κάνει χρήση μιας διοικητικής πράξης, χωρίς να εκπληρώσει όρο που τέθηκε αναφορικά με την πράξη αυτή, η διοικητική πράξη δεν χάνει την ισχύ της. Η διοικητική όμως αρχή έχει τη δυνατότητα ανάκλησης της πράξης. Η διαδικασία της ανάκλησης λόγω παράβασης όρων της διοικητικής πράξης, είναι ανεξάρτητη από τη διαδικασία επιβολής κυρώσεων.
Στην προκείμενη περίπτωση, η παράβαση του τεθέντος όρου από τον εφεσείοντα δεν ισοδυναμούσε με αυτόματη ανάκληση της εγκρίσεως που του είχε παραχωρηθεί, ούτε και καθιστούσε, αυτόματα, ανενεργό τη δοθείσα έγκριση. Κατ' επέκταση η παράβαση του τεθέντος όρου, δεν συνιστούσε και παράβαση του προαναφερόμενου Κανονισμού 13(1) και ως εκ τούτου οι καθ' ων η αίτηση δεν είχαν αρμοδιότητα να επιβάλουν στον εφεσείοντα διοικητικό πρόστιμο, δυνάμει του Αρθρου 10(3) (α) του Νόμου.
Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.
Αναφερόμενη Υπόθεση:
ΣτΕ 2491/92.
Έφεση.
Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Υποθ. Αρ. 790/2002), ημερ. 26/9/2003.
Β. Χριστοδουλίδου για Μ. Ιωαννίδη, για τον Εφεσείοντα.
Α. Κουντουρή, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Νικολάτος, Δ..
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Με την προσφυγή του εφεσείοντα ζητείτο δήλωση και/ή απόφαση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση των εφεσιβλήτων, ημερ. 20.6.2002, να επιβάλουν στον εφεσείοντα διοικητικό πρόστιμο Λ.Κ. 2000 λόγω παράβασης απόφασης των 1ων εφεσιβλήτων ημερ. 4.5.1999, η οποία λήφθηκε με βάση τον Καν. 13(1) των περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Κανονισμών 1995-2002, είναι παράνομη, άκυρη και άνευ εννόμου αποτελέσματος.
Στις 4.5.1999 οι εφεσίβλητοι 1 κοινοποίησαν στον εφεσείοντα ότι απεφάσισαν να εγκρίνουν αίτημα του εφεσείοντα και δύο άλλων προσώπων να είναι μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρείας Sharelink Financial Services Ltd (η εταιρεία), υπό τον όρο ότι δεν θα επιτρέπεται στον εφεσείοντα και τα δύο άλλα πρόσωπα να καταρτίζουν συναλλαγές, για ίδιο λογαριασμό, σε τίτλους της εταιρείας.
Ο εφεσείων ήταν χρηματιστηριακός εκπρόσωπος άλλης εταιρείας ενώ τα δύο άλλα πρόσωπα ήταν χρηματιστηριακοί εκπρόσωποι της εταιρείας.
Τον Απρίλιο του 2001 ο εφεσείων προέβηκε σε πώληση 3.000.000 μετοχών της εταιρείας, κατά παράβαση του προαναφερόμενου όρου.
Στις 23.5.2002 σε συνεδρίαση των 1ων εφεσιβλήτων αυτοί απεφάσισαν να σταματήσουν πειθαρχική διαδικασία που διεξαγόταν εναντίον του εφεσείοντα και να του επιβάλουν πρόστιμο £2.000. Οι 1οι εφεσίβλητοι απεφάσισαν, σύμφωνα με το άρθρο 10(3) του περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Νόμου, να επιβάλουν πρόστιμο £2.000.- στον εφεσείοντα, για παράβαση της έγκρισης που του δόθηκε, για τη συμμετοχή του στο Διοικητικό Συμβούλιο της εταιρείας. Συγκεκριμένα οι 1οι εφεσίβλητοι απεφάσισαν ότι ο εφεσείων παρέβηκε την έγκριση που του δόθηκε σύμφωνα με τον προαναφερόμενο Καν. 13(1), επειδή προέβη σε πώληση 3.000.000 μετοχών της εταιρείας, στις 26.4.2001.
Στις 10.6.2002 οι 2οι εφεσίβλητοι απεφάσισαν να εκφράσουν τη σύμφωνη γνώμη τους προς την απόφαση των 1ων εφεσιβλήτων για την επιβολή διοικητικού προστίμου £2.000 στον εφεσείοντα. Η απόφαση εκείνη κοινοποιήθηκε στον εφεσείοντα με επιστολή του Γενικού Διευθυντή του ΧΑΚ ημερ. 20.6.2002.
Το άρθρο 13(1) του προαναφερόμενου κανονισμού απαγορεύει σε χρηματιστές και χρηματιστηριακούς εκπροσώπους (όπως είναι ο εφεσείοντας), να ασκούν εργασίες άλλες απ' αυτές που προσιδιάζουν στο επάγγελμα του χρηματιστή και να είναι μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου δημοσίων ή ιδιωτικών εταιρείων, χωρίς την προηγούμενη γραπτή έγκριση του Συμβουλίου (των 1ων δηλαδή εφεσιβλήτων).
Ο αδελφός Δικαστής που επιλήφθηκε της προσφυγής, πολύ ορθά, παρατήρησε ότι σημασία έχει η αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης και όχι η αιτιολογία που περιλαμβάνεται στην επιστολή κοινοποίησης της προσβαλλόμενης απόφασης. Στην προκείμενη περίπτωση, σύμφωνα με την αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης, ο εφεσείων τιμωρήθηκε αποκλειστικά και μόνο επειδή παρέβηκε την έγκριση που του δόθηκε, σύμφωνα με τον προαναφερόμενο κανονισμό 13(1) για τη συμμετοχή του στο Διοικητικό Συμβούλιο της εταιρείας, πωλώντας 3.000.000 μετοχές της εν λόγω εταιρείας στις 26.4.2001. Ο αδελφός Δικαστής παρατήρησε επίσης ότι η άρση της απαγόρευσης, που θέτει ο προαναφερόμενος κανονισμός 13(1), είχε καταστεί δυνατή μόνον υπό τον προαναφερόμενο όρο. Κατ' επέκταση θεώρησε ότι η πώληση των προαναφερομένων μετοχών, κατά παράβαση του τεθέντος όρου, ισοδυναμούσε με παράβαση του Καν. 13(1) επειδή η παράβαση του τεθέντος όρου καθιστούσε ανενεργό τη δοθείσα έγκριση, με συνέπεια ο εφεσείων να είναι μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρείας, χωρίς την έγκριση του ΧΑΚ και κατά συνέπεια κατά παράβαση του Καν. 13(1). Αυτό είναι και το ουσιώδες μέρος της πρωτόδικης απόφασης που κατ' ουσίαν εφεσιβάλλεται, ως λανθασμένο.
Με εκτίμηση, δεν συμφωνούμε με τον αδελφό Δικαστή που επιλήφθηκε της προσφυγής ότι η παράβαση του τεθέντος όρου καθιστούσε (αυτόματα) ανενεργό τη δοθείσα έγκριση και κατ' επέκταση ότι συνιστούσε παράβαση του Καν. 13(1). Κατά την κρίση μας, η παράβαση του τεθέντος όρου δεν μπορούσε να έχει ως άμεση συνέπεια την αυτόματη ανάκληση της δοθείσας έγκρισης στον εφεσείοντα για να είναι μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρείας και εκτιμούμε ότι για να υπήρχε παράβαση του Καν. 13(1) θα έπρεπε οι εφεσίβλητοι να είχαν προηγουμένως ανακαλέσει τη δοθείσα έγκρισή τους, πράγμα που δεν έπραξαν.
Σε περίπτωση που ο διοικούμενος κάνει χρήση μιας διοικητικής πράξης χωρίς να εκπληρώσει όρο που τέθηκε αναφορικά με την πράξη αυτή, η διοικητική πράξη δεν χάνει την ισχύ της. Η διοικητική όμως αρχή έχει τη δυνατότητα ανάκλησης της πράξης (Δέστε: Ευαγγελίας Κουτούπα-Ρεγκάκου, «Πρόσθετοι ή παρεπόμενοι ορισμοί στην διοικητική πράξη», σελ. 64). Η διαδικασία της ανάκλησης λόγω παράβασης όρων της διοικητικής πράξης είναι ανεξάρτητη από τη διαδικασία επιβολής κυρώσεων (Δέστε: ΣτΕ 2491/92 και Α. Τάχου, «Δίκαιο προστασίας του περιβάλλοντος», 3η εκδ., 1992, σελ. 76 επ.).
Στην προκείμενη περίπτωση η παράβαση του τεθέντος όρου από τον εφεσείοντα δεν ισοδυναμούσε με αυτόματη ανάκληση της εγκρίσεως που του είχε παραχωρηθεί ούτε και καθιστούσε, αυτόματα, ανενεργό τη δοθείσα έγκριση. Κατ' επέκταση η παράβαση του τεθέντος όρου δεν συνιστούσε και παράβαση του προαναφερόμενου κανονισμού 13(1) και ως εκ τούτου οι καθ' ων η αίτηση δεν είχαν αρμοδιότητα να επιβάλουν στον εφεσείοντα διοικητικό πρόστιμο δυνάμει του άρθρου 10(3) (α)* του Νόμου.
Η έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση ακυρώνεται όπως επίσης ακυρώνεται και η προσβαλλόμενη απόφαση. Έξοδα πρωτόδικα και κατ' έφεση υπέρ του εφεσείοντα.
Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.