ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2005) 3 ΑΑΔ 520
14 Νοεμβρίου, 2005
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στές]
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΠΕΡΙΚΛΕΟΥΣ,
Εφεσείων-Αιτητής,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Εφεσίβλητης-Καθ'ης η αίτηση.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 3571)
Εκπαιδευτικοί Λειτουργοί ― Προαγωγές ― Προσωπικές συνεντεύξεις ― Ισχυρισμός περί καθιέρωσης εξωγενών κριτηρίων για αξιολόγηση των υποψηφίων, απορρίφθηκε πρωτόδικα και κατ' έφεση.
Αναθεωρητική Έφεση ― Λόγοι έφεσης ― Πρέπει να εξειδικεύονται και να αιτιολογούνται ― Επιχειρηματολογία που δεν καλύπτεται από τον λόγο έφεσης, δεν μπορεί να εξετασθεί.
Εκπαιδευτικοί Λειτουργοί ― Προαγωγές ― Προσωπικές συνεντεύξεις ― Θέση Διευθυντή Σχολείων Δημοτικής Εκπαίδευσης ― Εμπεριέχει διοικητικά καθήκοντα ― Ορθά καθιερώθηκε κριτήριο αξιολόγησης στη συνέντευξη «κριτική ανάλυση διοικητικών και οργανωτικών προβλημάτων».
Εκπαιδευτικοί Λειτουργοί ― Προαγωγές ― Προσωπικές συνεντεύξεις ― Αιτιολογία βαθμολόγησης της απόδοσης των υποψηφίων ― Ισχυρισμός περί ανυπαρξίας αιτιολογίας κρίθηκε αβάσιμος.
Εκπαιδευτικοί Λειτουργοί ― Προαγωγές ― Προσωπικές συνεντεύξεις ― Παρουσία εκπροσώπου του Υπουργείου σύμφωνα με το Άρθρο 35Β(9) του Νόμου ― Δεν απαιτείται ότι η κρίση του για την απόδοση των υποψηφίων είναι αιτιολογημένη ― Η αιτιολογία για ενδιάμεσες απόψεις, απαιτείται μόνο όπου επιβάλλεται από το νόμο ― Το Άρθρο 26 του Ν. 158(Ι)/99, εφαρμόζεται για τις τελικές διοικητικές πράξεις.
Ο εφεσείων επεδίωξε, τόσο πρωτόδικα, όσο κατ' έφεση, την ακύρωση της προαγωγής του ενδιαφερόμενου προσώπου, αντί του ιδίου, στη θέση Διευθυντή Σχολείων Δημοτικής Εκπαίδευσης.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
1. Οι λόγοι έφεσης συνιστούν εν πολλοίς επανάληψη ορισμένων εισηγήσεων που είχαν τεθεί πρωτόδικα και έχουν απορριφθεί. Μία από τις εισηγήσεις ήταν ότι τα κριτήρια τα οποία είχε καθορίσει η Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας (ΕΕΥ) για την αξιολόγηση των προσωπικών συνεντεύξεων των υποψηφίων ήσαν εξωγενή και όχι σύμφωνα με το νόμο (τον περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμο του 1969, Ν. 10/69).
Απλή παράθεση των κριτηρίων του νόμου και εκείνων που καθόρισε η ΕΕΥ, εξηγεί την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστή, με την οποία η Ολομέλεια συμφωνεί, ότι αυτά ταυτίζονται και έτσι δεν μπορεί να γίνεται λόγος για εξωγενή προς το νόμο κριτήρια.
2. Ο Εφεσείων επιχειρηματολογεί στην αγόρευσή του, ότι το εξωγενές των κριτηρίων της ΕΕΥ προκύπτει όχι από τα πιο πάνω, αλλά από άλλα κριτήρια τα οποία επίσης καθόρισε η ΕΕΥ και τα οποία παρεγνωρίσθησαν στην εφεσιβαλλόμενη απόφαση, όπως αυτά αναφέρονται στην παράγραφο 11 των πρακτικών της ΕΕΥ.
Ο σχετικός λόγος έφεσης και η αιτιολογία του, δεν επεκτείνονται σε τέτοιο θέμα και έτσι δεν θα μπορούσε εν πάση περιπτώσει να εξετασθεί. Όμως ούτε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστή ηγέρθη τέτοιο θέμα, για να μπορούσε να παραγνωρίζετο, όπως όλως αδίκως λέγεται, αφού στην ενώπιον του αγόρευση η επιχειρηματολογία αφορούσε μόνο τα κριτήρια στις παραγράφους 9 και 10 των πρακτικών της ΕΕΥ (που είναι τα ανωτέρω παρατεθέντα) και όχι την εδώ αναφερόμενη παράγραφο 11. Η οποία και εν πάση περιπτώσει δεν αποκαλύπτει καθιέρωση άλλων και εξωγενών κριτηρίων, παρά μόνο κατευθυντήριες γραμμές ως προς τις ερωτήσεις που θα υποβάλλοντο στα πλαίσια των ήδη καθορισθέντων κριτηρίων.
3. Το άλλο σκέλος της εισήγησης στα πλαίσια του εξεταζόμενου λόγου έφεσης, είναι ότι το ένα από τα εν λόγω κριτήρια, εκείνο που αφορά την κριτική ανάλυση διοικητικών και οργανωτικών προβλημάτων, δεν μπορούσε νόμιμα να ληφθεί υπ' όψη, καθ' όσον αφορά μόνο περιπτώσεις διοικητικών θέσεων και όχι θέσεων διδακτικού προσωπικού όπως η παρούσα (όπως προκύπτει από την αναφορά στο εδάφιο (4) που γίνεται στο Άρθρο 35Β(10)(β)(i)). Όπως υπέδειξε και πρωτόδικα το Δικαστήριο, η θέση του Διευθυντή εμπεριέχει σύμφωνα με το σχέδιο υπηρεσίας διοικητικά καθήκοντα, ώστε το εν λόγω κριτήριο να την αφορά.
4. Ετέθη επίσης πρωτόδικα η εισήγηση, ότι ήταν αναιτιολόγητη η φραστική αξιολόγηση της ΕΕΥ αναφορικά με τις μονάδες που έδωσε για κάθε κριτήριο στους υποψηφίους στις προσωπικές συνεντεύξεις. Τέθηκε ισχυρισμός, πως ήταν αυθαίρετη και ανεξήγητη η κατανομή των μονάδων, χωρίς επαρκή συγκεκριμενοποίηση του τρόπου κατανομής σε κάθε περίπτωση. Διαπιστώνεται πως ήταν με περισσή επιμέλεια που η ΕΕΥ αιτιολόγησε την κρίση της για την κατανομή των μονάδων σε κάθε κριτήριο για κάθε υποψήφιο ώστε μάλιστα, όπως υπέδειξε και ο πρωτόδικος Δικαστής, να καθίσταται και ο ανάλογος δικαστικός έλεγχος (που εξ άλλου δεν θα μπορούσε να υπεισήρχετο στην υποκειμενική κρίση της ΕΕΥ), πολύ ευχερής.
5. Ο τελευταίος λόγος έφεσης αφορά την κρίση της εκπροσώπου του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού για την απόδοση των υποψηφίων στις προσωπικές συνεντεύξεις. Είχε υποβληθεί ότι η κρίση αυτή ήταν αναιτιολόγητη. Και όντως η εν λόγω εκπρόσωπος είχε βαθμολογήσει την απόδοση των υποψηφίων κατά κριτήριο απονέμοντας ανάλογες μονάδες, χωρίς να αιτιολογεί την κρίση της. Ο πρωτόδικος Δικαστής έκρινε ότι δεν απαιτείτο τέτοια αιτιολόγηση, παραπέμποντας στο διέπον το ρόλο του εκπροσώπου του Υπουργείου Άρθρο 35Β(9), το οποίο δεν απαιτεί όπως η κρίση του είναι αιτιολογημένη και διακρίνοντας τη νομολογία (Δημοκρατία ν. Ευθυμίου (1999) 3 A.A.Δ. 485, η οποία βασίζεται στο Άρθρο 34(α) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 (Ν. 1/90), καθ' όσον εκείνο απαιτεί αιτιολογία.
Η ενώπιον της Ολομέλειας εισήγηση, είναι ότι, εφ' όσον υπάρχει αξιολόγηση και μάλιστα υπό τη μορφή βαθμολόγησης και όχι σχολίων, απαιτείται η αιτιολόγησή της ως θέμα γενικής αρχής. Γίνεται συναφώς παραπομπή στις γενικές αρχές, ως προς την ανάγκη παροχής αιτιολογίας στον περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμο του 1999 (Ν. 158(Ι)/99). Κατ' ουδένα τρόπο όμως βοηθά τον Εφεσείοντα αυτή η αναφορά. Το Άρθρο 26 του Ν. 158(Ι)/99 το οποίο αναφέρει, εκφράζοντας ήδη καθιερωμένες αρχές, πότε απαιτείται αιτιολογία, αφορά σε διοικητικές πράξεις αυτές καθ' αυτές και όχι ενδιάμεσες απόψεις. Η γενική αρχή παραμένει ότι αιτιολογία ως προς ενδιάμεσες απόψεις απαιτείται μόνο εκεί όπου ο νόμος ρητά ορίζει και όχι αντιστρόφως. Η έλλειψη αιτιολόγησης τέτοιας άποψης μπορεί βεβαίως να επηρεάζει αναλόγως τη βαρύτητα και την αξία της, αλλά αυτό είναι άλλο θέμα το οποίο δεν εγείρεται στην προκειμένη περίπτωση, στην οποία μάλιστα, η ίδια η ΕΕΥ προέβη σε πλήρη αιτιολόγηση της δικής της κρίσης για την απόδοση των υποψηφίων η οποία και καθόρισε, σε συνδυασμό και με τη δεδομένη υπεροχή των Ενδιαφερομένων Μερών έναντι του Εφεσείοντα στην αριθμητική αποτίμηση της αξίας σύμφωνα με το Άρθρο 35Β(4)(α)(β)(γ), τις επιλογές της.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενη Υπόθεση:
Δημοκρατία ν. Ευθυμίου (1999) 3 Α.Α.Δ. 485.
Έφεση.
Έφεση από τον αιτητή εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Yπόθεση Aρ. 1083/2001), ημερομηνίας 12/12/2002, με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή την οποία άσκησε κατά της προαγωγής των ενδιαφερομένων μερών στη θέση Διευθυντή Σχολείων Δημοτικής Eκπαίδευσης, αντί του ιδίου.
Α.Σ. Αγγελίδης, για τον Εφεσείοντα.
Ρ. Παπαέτη, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Δ. Χατζηχαμπής.
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Η έφεση είναι εναντίον απόφασης με την οποία απερρίφθη προσφυγή του Εφεσείοντα προσβάλλουσα τη νομιμότητα της προαγωγής των Ενδιαφερομένων Μερών στη θέση Διευθυντή Σχολείων Δημοτικής Εκπαίδευσης.
Οι λόγοι έφεσης συνιστούν εν πολλοίς επανάληψη ορισμένων εισηγήσεων που είχαν τεθεί ενώπιον του αδελφού μας Δικαστή και απορριφθεί. Μία από αυτές ήταν ότι τα κριτήρια τα οποία είχε καθορίσει η Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας (ΕΕΥ) για την αξιολόγηση των προσωπικών συνεντεύξεων των υποψηφίων ήσαν εξωγενή και όχι σύμφωνα με το νόμο (τον περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμο του 1969, Ν. 10/69). Παραθέτουμε το σχετικό άρθρο 35Β(10)(β)(i):
"(10) Μετά το τέλος των προσωπικών συνεντεύξεων η Επιτροπή προβαίνει στην επιλογή των καλύτερων υποψηφίων από τους υποψηφίους οι οποίοι περιέχονται στους τελικούς καταλόγους, λαμβάνοντας υπόψη τα ακόλουθα:
...................................................................................................
(β) στις περιπτώσεις υποψηφίων οι οποίοι περιέχονται στον κατάλογο ο οποίος καταρτίζεται σύμφωνα με το εδάφιο (4) τις μονάδες που έχει κάθε υποψήφιος στον κατάλογο τις οποίες η Επιτροπή μπορεί να αυξήσει μέχρι 6, ως ακολούθως:
(i) μέχρι 5, ανάλογα με την απόδοση κάθε υποψηφίου στην προσωπική συνέντευξη ως ακολούθως:
- 5 μονάδες για εξαιρετική απόδοση·
- 4,5 μονάδες για σχεδόν εξαιρετική απόδοση·
- 3,5 μονάδες για πάρα πολύ καλή απόδοση·
- 3 μονάδες για πάρα πολύ καλή απόδοση·
- 2,5 μονάδες για σχεδόν πολύ καλή απόδοση·
- 2 μονάδες για καλή απόδοση·
- 1 μονάδα για σχεδόν καλή απόδοση·
- 0,5 μονάδα για μέτρια απόδοση."
Τα κριτήρια τώρα στα οποία η ΕΕΥ προκαθόρισε τη βαρύτητα την οποία θα προσέδιδε ήσαν:
"ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΜΟΝΑΔΕΣ
- Ενημέρωση σε παιδαγωγικά και μεθοδολογικά θέματα 1.0
- Κατανόηση του ρόλου και των ευθυνών της θέσης του
διευθυντή σχολείων δημοτικής εκπαίδευσης 1.0
- Κριτική ανάλυση διοικητικών και οργανωτικών
προβλημάτων σχετικών με τα καθήκοντα και τις
ευθύνες της θέσης 1.0
- Αποτελεσματικότητα επικοινωνίας και επάρκεια
τεκμηρίωσης απόψεων και θέσεων 1.0
- Προσωπικότητα (άνετη παρουσία, προσαρμοστικότητα,
ευελιξία) 0.5
- Γλωσσική επάρκεια (λεξιλόγιο, σύνταξη, ορθοφωνία,
ορθοέπεια) 0.5"
Απλή παράθεση των κριτηρίων του νόμου και εκείνων που καθόρισε η ΕΕΥ εξηγεί την κατάληξη του αδελφού μας Δικαστή με την οποία και συμφωνούμε, ότι αυτά ταυτίζονται και έτσι δεν μπορεί να γίνεται λόγος για εξωγενή προς το νόμο κριτήρια. Ο Εφεσείων επιχειρηματολογεί όμως τώρα ενώπιον μας στην αγόρευσή του ότι το εξωγενές των κριτηρίων της ΕΕΥ προκύπτει όχι από τα πιο πάνω αλλά από άλλα κριτήρια τα οποία επίσης καθόρισε η ΕΕΥ και τα οποία παρεγνωρίσθησαν στην εφεσιβαλλόμενη απόφαση, όπως αυτά αναφέρονται στην παράγραφο 11 των πρακτικών της ΕΕΥ.
Να πούμε πρώτα ότι ο σχετικός λόγος έφεσης και η αιτιολογία του δεν επεκτείνονται σε τέτοιο θέμα και έτσι δεν θα μπορούσε εν πάση περιπτώσει να εξετασθεί. Όμως ούτε ενώπιον του αδελφού μας Δικαστή ηγέρθη τέτοιο θέμα για να μπορούσε να παραγνωρίζετο όπως όλως αδίκως λέγεται αφού στην ενώπιον του αγόρευση η επιχειρηματολογία αφορούσε μόνο τα κριτήρια στις παραγράφους 9 και 10 των πρακτικών της ΕΕΥ (που είναι τα ανωτέρω παρατεθέντα) και όχι την εδώ αναφερόμενη παράγραφο 11. Η οποία και εν πάση περιπτώσει δεν αποκαλύπτει καθιέρωση άλλων και εξωγενών κριτηρίων παρά μόνο κατευθυντήριες γραμμές ως προς τις ερωτήσεις που θα υποβάλλοντο στα πλαίσια των ήδη καθορισθέντων κριτηρίων.
Το άλλο σκέλος της εισήγησης στα πλαίσια του εξεταζόμενου λόγου έφεσης είναι ότι το ένα από τα εν λόγω κριτήρια, εκείνο που αφορά την κριτική ανάλυση διοικητικών και οργανωτικών προβλημάτων, δεν μπορούσε νόμιμα να ληφθεί υπ' όψη καθ' όσον αφορά μόνο περιπτώσεις διοικητικών θέσεων και όχι θέσεων διδακτικού προσωπικού όπως η παρούσα (όπως προκύπτει από την αναφορά στο εδάφιο (4) που γίνεται στο άρθρο 35Β(10)(β)(i)). Η εισήγηση αυτή ετέθη και ενώπιον του αδελφού μας Δικαστή και δεν θα ωφελούσε να επαναλάβουμε σε έκταση, συμφωνώντας μαζί του, τα όσα είπε για να την απορρίψει. Αρκεί να αναφέρουμε ότι, όπως υπέδειξε, η θέση του Διευθυντή εμπεριέχει σύμφωνα με το σχέδιο υπηρεσίας διοικητικά καθήκοντα ώστε το εν λόγω κριτήριο να την αφορά.
Ετέθη επίσης ενώπιον του αδελφού μας Δικαστή η εισήγηση ότι ήταν αναιτιολόγητη η φραστική αξιολόγηση της ΕΕΥ αναφορικά με τις μονάδες που έδωσε για κάθε κριτήριο στους υποψηφίους στις προσωπικές συνεντεύξεις. Παραπονείται τώρα ο Εφεσείων ότι εσφαλμένα απερρίφθη η εισήγηση αυτή. Και επαναλαμβάνει ότι ήταν αυθαίρετη και ανεξήγητη η κατανομή των μονάδων χωρίς επαρκή συγκεκριμενοποίηση του τρόπου κατανομής σε κάθε περίπτωση.
Θα ήταν μάταιο να παραθέσουμε την πληρότητα των στοιχείων, όπως έκανε ο αδελφός μας Δικαστής, για να καταδειχθεί το εντελώς αβάσιμο της εισήγησης και του σχετικού λόγου έφεσης. Διαπιστώνουμε και εμείς ότι ήταν με περισσή επιμέλεια που η ΕΕΥ αιτιολόγησε την κρίση της για την κατανομή των μονάδων σε κάθε κριτήριο για κάθε υποψήφιο ώστε μάλιστα, όπως υπέδειξε και ο αδελφός μας Δικαστής, να καθίσταται και ο ανάλογος δικαστικός έλεγχος (που εξ άλλου δεν θα μπορούσε να υπεισήρχετο στην υποκειμενική κρίση της ΕΕΥ) πολύ ευχερής.
Ο τελευταίος λόγος έφεσης αφορά την κρίση της εκπροσώπου του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού για την απόδοση των υποψηφίων στις προσωπικές συνεντεύξεις. Είχε υποβληθεί ενώπιον του αδελφού μας Δικαστή ότι η κρίση αυτή ήταν αναιτιολόγητη. Και όντως η εν λόγω εκπρόσωπος είχε βαθμολογήσει την απόδοση των υποψηφίων κατά κριτήριο απονέμοντας ανάλογες μονάδες χωρίς να αιτιολογεί την κρίση της. Ο αδελφός μας Δικαστής όμως έκρινε ότι δεν απαιτείτο τέτοια αιτιολόγηση, παραπέμποντας στο διέπον το ρόλο του εκπροσώπου του Υπουργείου άρθρο 35Β(9) το οποίο δεν απαιτεί όπως η κρίση του είναι αιτιολογημένη και διακρίνοντας τη νομολογία (Δημοκρατία ν. Ευθυμίου (1999) 3 A.A.Δ. 485) η οποία βασίζεται στο άρθρο 34(α) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 (Ν. 1/90) καθ' όσον εκείνο απαιτεί αιτιολογία.
Η ενώπιόν μας εισήγηση είναι ότι, εφ' όσον υπάρχει αξιολόγηση και μάλιστα υπό τη μορφή βαθμολόγησης και όχι σχολίων, απαιτείται η αιτιολόγηση της ως θέμα γενικής αρχής. Γίνεται συναφώς παραπομπή στις γενικές αρχές ως προς την ανάγκη παροχής αιτιολογίας στον περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμο του 1999 (Ν. 158(Ι)/99). Κατ' ουδένα τρόπο όμως βοηθά τον Εφεσείοντα αυτή η αναφορά. Το άρθρο 26 του Ν. 158(Ι)/99 το οποίο αναφέρει, εκφράζοντας ήδη καθιερωμένες αρχές, πότε απαιτείται αιτιολογία, αφορά σε διοικητικές πράξεις αυτές καθ' αυτές και όχι ενδιάμεσες απόψεις. Η γενική αρχή παραμένει ότι αιτιολογία ως προς ενδιάμεσες απόψεις απαιτείται μόνο εκεί όπου ο νόμος ρητά ορίζει και όχι αντιστρόφως. Η έλλειψη αιτιολόγησης τέτοιας άποψης μπορεί βεβαίως να επηρεάζει αναλόγως τη βαρύτητα και την αξία της, αλλά αυτό είναι άλλο θέμα το οποίο δεν εγείρεται στην προκειμένη περίπτωση στην οποία μάλιστα, όπως υπεδείξαμε, η ίδια η ΕΕΥ προέβη σε πλήρη αιτιολόγηση της δικής της κρίσης για την απόδοση των υποψηφίων η οποία και καθόρισε, σε συνδυασμό και με τη δεδομένη υπεροχή των Ενδιαφερομένων Μερών έναντι του Εφεσείοντα στην αριθμητική αποτίμηση της αξίας σύμφωνα με το άρθρο 35Β(4)(α)(β)(γ), τις επιλογές της.
Η έφεση λοιπόν αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Ο Εφεσείων θα καταβάλει τα έξοδα της Δημοκρατίας.
H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.