ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
(2005) 3 ΑΑΔ 460
13 Οκτωβρίου, 2005
[ΑΡΤΕΜΗΣ, KΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ,
ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στές]
I-TEL (CYPRUS) LIMITED,
Εφεσείουσα-Αιτήτρια,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ
ΕΦΟΡΟΥ ΦΟΡΟΥ ΠΡΟΣΤΙΘΕΜΕΝΗΣ ΑΞΙΑΣ,
Εφεσιβλήτου - Καθ' ου η αίτηση.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 3536)
Φόρος Προστιθέμενης Αξίας ― Επιβολή του επί της παροχής υπηρεσιών ― Το σχετικό νομοθετικό πλαίσιο ― Ερμηνεία ― Εύλογα επιτρεπτή στην κριθείσα περίπτωση η κρίση του Εφόρου Φ.Π.Α. ότι στοιχειοθετείτο η έννοια της παροχής υπηρεσιών ― Περιστάσεις.
Η εφεσείουσα επεδίωξε την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης που απέρριψε την προσφυγή της κατά των φορολογιών Φ.Π.Α. σε βάρος της, που αφορούσαν την περίοδο 1/9/97 έως 31/5/01, ύψους Λ.Κ. 39.605,88.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
Το βασικό θέμα, που εγειρόταν στην προσφυγή και εγείρεται και τώρα κατ' έφεση, είναι κατά πόσο η εφεσείουσα-αιτήτρια εταιρεία παρείχε ή όχι υπηρεσίες στην εταιρεία Primus, ή απλώς συμμετείχε στα καθαρά κέρδη της επιχειρησιακής δραστηριότητας της εταιρείας αυτής. Ήταν και είναι ο ισχυρισμός της ότι η συμφωνία δεν είναι για παροχή υπηρεσιών εξεύρεσης πελατών και πληρωμή προμήθειας, αλλά συμφωνία διανομής κερδών, που βασιζόταν στη χρήση της κάρτας κλήσεως της Primus απ' αυτούς που την αγόραζαν.
Ο καθ' ου η αίτηση, με βάση τη συμφωνία που προνοούσε για πώληση της κάρτας από την Ι-Τel και με βάση το περιεχόμενο στην αναφορά του Διευθυντή της I-Tel για εντοπισμό πελατών και την καταχώρηση των εν λόγω απολαβών στα βιβλία ως "Commission Received" και "Promotion and Consultation Fees" εισηγήθηκε ότι η κατάληξη του Εφόρου στο σύνολο των στοιχείων που είχε ενώπιόν του ήταν επιτρεπτή.
Ισχυρίζεται η εφεσείουσα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα κατέληξε στο συμπέρασμά του, θεωρώντας ότι το εισαγωγικό μέρος της έγγραφης συμφωνίας δημιουργεί νομικές υποχρεώσεις, ενώ αυτό ήταν απλώς περιγραφικό των σχέσεων των συμβαλλομένων που τους οδήγησε στη λήψη της συμφωνίας.
Όμως η αρχή αυτή δεν είναι απόλυτη και όπου λέξεις στο εισαγωγικό μέρος καταδεικνύουν μία καθαρή πρόθεση ανάληψης κάποιας υποχρέωσης, τα Δικαστήρια αποφασίζουν υπέρ της ύπαρξης δεσμευτικής συμφωνίας επί του προκειμένου. Εν πάση όμως περιπτώσει, το περιεχόμενο του εισαγωγικού μέρους συμφωνίας, όπως στην παρούσα υπόθεση, επιμαρτυρεί το είδος και τη φύση της συμφωνίας και τις υποχρεώσεις που έχουν αναλάβει οι συμβαλλόμενοι.
Ισχυρίζεται η εφεσείουσα ότι με τη σύμβαση δεν υπήρξε παροχή υπηρεσιών, αλλά μία συμφωνία να συμμετέχει η εφεσείουσα κατά την αναλογία του 1/3 στα καθαρά κέρδη της Primus. Θα ήταν παράδοξο να γίνει δεκτή αυτή η θέση, καθόσον θα γεννάτο το ερώτημα ποια θα ήταν η αντιπαροχή για να δοθεί αυτό το δικαίωμα στην εφεσείουσα, διότι ασφαλώς δεν θα μπορούσε να είχε δοθεί τέτοιο δικαίωμα χωρίς αντάλλαγμα. Ασχέτως του τί το ονομάζει ο Έφορος, «προμήθεια» ή οτιδήποτε άλλο, είναι καθαρό ότι η εφεσείουσα εταιρεία, με την ανάληψη του δικαιώματος να εξευρίσκει πελάτες και να πωλεί τις κάρτες της Primus ως η συμφωνία, εξασφάλιζε ως αντιπαροχή το δικαίωμα της συμμετοχής στα καθαρά κέρδη της "επιχείρησης", όπως αναφέρεται στην επίδικη συμφωνία και τον ορισμό του όρου «η επιχείρηση» ("the business") που αυτή περιλαμβάνει.
Η θέση του Διευθυντή του Φόρου Προστιθέμενης Αξίας ότι η εφεσείουσα-αιτήτρια παρείχε υπηρεσίες στην Primus με αντιπαροχή, υποκείμενες σε φόρο, ήταν εύλογα επιτρεπτή και δεν υπήρξε οποιαδήποτε νομική ή πραγματική πλάνη εκ μέρους του.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Έφεση.
Έφεση από την αιτήτρια εταιρεία εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Υπόθεση Αρ. 1041/2001) ημερομηνίας 23/9/2002, με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή της κατά της απόφασης ημερ. 25/9/2001, με την οποία ο Έφορος Φόρου Προστιθέμενης Αξίας βεβαίωσε το ποσό των £39.605,88 ως φόρο οφειλόμενο από την εφεσείουσα-αιτήτρια εταιρεία για την περίοδο 1.9.97 μέχρι 31.5.01 αναφορικά με προμήθειες που κατά τον ισχυρισμό του Εφόρου έλαβε από το εξωτερικό και συγκεκριμένα από την εταιρεία Primus Telecommunications Ltd, για υπηρεσίες εξεύρεσης πελατών που της παρείχε, με βάση τη μεταξύ τους συμφωνία ημερ. 10/3/98.
Σ. Ευαγγέλου, για την Εφεσείουσα.
Γ. Λαζάρου, για τον Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Π. Αρτέμη, Δ..
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Ο Έφορος Φόρου Προστιθέμενης Αξίας με απόφαση του ημερομηνίας 25.9.01 βεβαίωσε το ποσό των £39.605.88 ως φόρο οφειλόμενο από την εφεσείουσα-αιτήτρια εταιρεία I-Tel (Cyprus) Limited για την περίοδο 1.9.97 μέχρι 31.5.01 αναφορικά με προμήθειες που κατά τον ισχυρισμό του Εφόρου έλαβε από το εξωτερικό και συγκεκριμένα από την εταιρεία Primus Telecommunications Ltd, για υπηρεσίες εξεύρεσης πελατών που της παρείχε.
Η συνεργασία των δύο αυτών εταιρειών ήταν με βάση συμφωνία ημερομηνίας 10.3.1998. Στη συμφωνία αυτή αναφέρονταν, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα:
"1. PRIMUS operates in the U.K. a calling card telecommunication service known as the "Globe Talk".
2. PRIMUS has appointed I-TEL as a dealer with the exclusive right to buy the card from PRIMUS and sell it (i) in the U.K. to customers from the Cyprus and Greek Business, residential and student communities and (ii) in Greece."
"The parties have agreed that I-TEL shall have a share of profit and/or participate in the net profits of the business."
Περαιτέρω, στο ερμηνευτικό μέρος της συμφωνίας δίδονται οι πιο κάτω ορισμοί:
«"The business" shall mean the rendering of the service to (a) customers (in the U.K.) from the Cyprus and Greek business, residential and student communities and (b) customers in Greece to whom the card has been sold by I-TEL.»
«"service" shall mean the calling card telecommunication service known as the "Globe Talk" which is available to customers through the use of the card and which is described in the service documentation.»
Το ποσοστό κέρδους καθοριζόταν στον πρώτο πίνακα της συμφωνίας ως 33,33%.
Οι λογιστές της εφεσείουσας αμφισβήτησαν την υποχρέωσή της να πληρώσει φόρο ως ανωτέρω με επιστολή τους ημερομηνίας 8.10.01 και ο Έφορος, στην επιστολή του ημερομηνίας 9.11.01, επέμενε στη θέση του, αναφέροντας και τα ακόλουθα, τα οποία παραθέτει και στην απόφαση του ο πρωτόδικος Δικαστής:
«i. Με βάση τις εξηγήσεις που δόθηκαν από το διευθυντή της εταιρείας κ. Αλεξάνδρου τα εισοδήματα αυτά προέρχονταν από την PTL και αφορούν τη συμφωνία που υπεγράφη μεταξύ των δύο εταιρειών. Ο κ. Αλεξάνδρου εξήγησε ότι η PTL πωλούσε, με δικούς της πωλητές, ειδικές ξυστές κάρτες σε άτομα που ανήκουν είτε στην Κυπριακή είτε στην Ελληνική κοινότητα και διαμένουν στο Ηνωμένο Βασίλειο. Τα άτομα αυτά εντοπίστηκαν από του διευθυντές της I-Tel (Cyprus) Ltd και υποδείχτηκαν στην PTL με αντάλλαγμα η I-Tel (Cyprus) Ltd να παίρνει ποσοστό 33,33% επί των κερδών που προκύπτουν από την παροχή τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών (που παρέχονται εξολοκλήρου από τη PTL).
ii. Η έδρα της I-Tel (Cyprus) Ltd βρίσκεται στην Κύπρο και δεν τίθεται θέμα δημιουργίας έδρας στο εξωτερικό αφού δεν υπάρχουν ούτε εγκαταστάσεις ούτε υπάλληλοι της I-Tel (Cyprus) Ltd στο εξωτερικό.
iii. Δεν πρόκειται ούτε για κοινοπραξία (Joint Venture) όπως ισχυρίστηκε ο κ. Αλεξάνδρου ως επίσης ούτε για ύπαρξη άλλου νομικού προσώπου που να πραγματοποιεί τη δραστηριότητα αυτή αφού με βάση τη συμφωνία που υπέγραψαν οι δύο εταιρείες φαίνεται καθαρά ότι πρόκειται για συμφωνία μεταξύ δύο ξεχωριστών εταιρειών με διαφορετικές έδρες. Εξάλλου τα εμβάσματα προέρχονται από την PTL και όχι από οποιοδήποτε "Joint Venture". Δεν παρουσιάστηκαν οποιαδήποτε στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι πρόκειται για έσοδα από συνεταιρισμό. Αν επρόκειτο για συνεταιρισμό αυτό θα σήμαινε ότι σε περίπτωση που θα παρουσιάζονταν ζημιές από την πώληση των καρτών η I-Tel θα επιβαρύνετο με το 33,33% των ζημιών πράγμα που δεν αναγράφεται σε οποιοδήποτε σημείο στο συμβόλαιο. Παρόλο που ζητήθηκαν στοιχεία για το αν υπήρχε συνεταιρισμός ο οποίος να είναι εγγεγραμμένος ως συνεταιρισμός στις νόμιμες αρχές της Βρετανίας και αν υπέβαλλε στο όνομά του φορολογικές δηλώσεις στο αρμόδιο γραφείο Φ.Π.Α. της Βρετανίας, δεν παρουσιάστηκαν.
iv. Δεν πρόκειται ούτε για διάθεση προσωπικού αφού σύμφωνα με τον κ. Αλεξάνδρου, στο Ηνωμένο Βασίλειο μετέβαιναν μόνο οι διευθυντές της εταιρείας για σκοπούς της συμφωνίας αυτής, αλλά δεν τοποθετήθηκαν κάτω από την καθοδήγηση και μισθοδοσία της PTL».
Το βασικό θέμα, που εγειρόταν στην προσφυγή και εγείρεται και τώρα κατ' έφεση ενώπιόν μας, είναι κατά πόσο η εφεσείουσα-αιτήτρια εταιρεία παρείχε ή όχι υπηρεσίες στην Primus, ή απλώς συμμετείχε στα καθαρά κέρδη της επιχειρησιακής δραστηριότητας της εταιρείας αυτής. Ήταν και είναι ο ισχυρισμός της ότι η συμφωνία δεν είναι για παροχή υπηρεσιών εξεύρεσης πελατών και πληρωμή προμήθειας, αλλά συμφωνία διανομής κερδών, που βασιζόταν στη χρήση της κάρτας κλήσεως της Primus απ' αυτούς που την αγόραζαν.
Ο καθ' ου η αίτηση, με βάση τη συμφωνία που προνοούσε για πώληση της κάρτας από την Ι-Τel και με βάση το περιεχόμενο στην αναφορά του Διευθυντή της I-Tel για εντοπισμό πελατών και την καταχώρηση των εν λόγω απολαβών στα βιβλία ως "Commission Received" και "Promotion and Consultation Fees" εισηγήθηκε ότι η κατάληξη του Εφόρου στο σύνολο των στοιχείων που είχε ενώπιόν του ήταν επιτρεπτή.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφασή του επίσης παρέθεσε σχετικές πρόνοιες του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου του 1990 (Ν. 246/90), που παρέχουν το νομοθετικό πλαίσιο του επίδικου θέματος ως ακολούθως:
«"Αντικείμενο του φόρου που ονομάζεται Φόρος Προστιθέμενης Αξίας, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, είναι:
(α) Κάθε παράδοση αγαθών ή παροχή υπηρεσιών που πραγματοποιείται στη Δημοκρατία από υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο μέσα στα πλαίσια ή για προώθηση των δραστηριοτήτων επιχείρησης την οποία ασκεί, και
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . ."
Σύμφωνα περαιτέρω με το άρθρο 2(1), «παροχή υπηρεσιών» έχει την έννοια που της αποδίδεται στο άρθρο 6, στο δε άρθρο 6(2) δίδεται ευρύτατο περιεχόμενο στον όρο:
"6(2) Χωρίς να επηρεάζεται οποιαδήποτε άλλη διάταξη του παρόντος άρθρου οι όροι «παράδοση αγαθών» ή «παροχή υπηρεσιών» περιλαμβάνουν κάθε μορφή παράδοσης αγαθών ή παροχής υπηρεσιών αλλά δεν περιλαμβάνουν οτιδήποτε το οποίο πραγματοποιείται χωρίς αντιπαροχή."
Το άρθρο 6(13) μάλιστα προνοεί:
"6(13) Οτιδήποτε δεν αποτελεί παράδοση αγαθών σύμφωνα με τις προηγούμενες διατάξεις του παρόντος άρθρου, πραγματοποιείται όμως με αντιπαροχή, αποτελεί παροχή υπηρεσιών έστω και αν είναι παραχώρηση ή εκχώρηση οποιουδήποτε δικαιώματος."»
Ισχυρίζεται η εφεσείουσα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα κατέληξε στο συμπέρασμά του, θεωρώντας ότι το εισαγωγικό μέρος της έγγραφης συμφωνίας δημιουργεί νομικές υποχρεώσεις, ενώ αυτό ήταν απλώς περιγραφικό των σχέσεων των συμβαλλομένων που τους οδήγησε στη λήψη της συμφωνίας.
Παρατηρούμε πως η αρχή αυτή δεν είναι απόλυτη και όπου λέξεις στο εισαγωγικό μέρος καταδεικνύουν μία καθαρή πρόθεση ανάληψης κάποιας υποχρέωσης, τα Δικαστήρια αποφασίζουν υπέρ της ύπαρξης δεσμευτικής συμφωνίας επί του προκειμένου. Εν πάση όμως περιπτώσει, το περιεχόμενο του εισαγωγικού μέρους συμφωνίας, όπως στην παρούσα υπόθεση, επιμαρτυρεί το είδος και τη φύση της συμφωνίας και τις υποχρεώσεις που έχουν αναλάβει οι συμβαλλόμενοι.
Ισχυρίζεται η εφεσείουσα ότι με τη σύμβαση δεν υπήρξε παροχή υπηρεσιών, αλλά μία συμφωνία να συμμετέχει η εφεσείουσα κατά την αναλογία του 1/3 στα καθαρά κέρδη της Primus. Θα ήταν παράδοξο να δεχθούμε αυτή τη θέση, καθόσον θα γεννάτο το ερώτημα ποια θα ήταν η αντιπαροχή για να δοθεί αυτό το δικαίωμα στην εφεσείουσα, διότι ασφαλώς δεν θα μπορούσε να είχε δοθεί τέτοιο δικαίωμα χωρίς αντάλλαγμα. Ασχέτως του τι το ονομάζει ο Έφορος, «προμήθεια» ή οτιδήποτε άλλο, είναι καθαρό και συμφωνούμε με το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι η εφεσείουσα εταιρεία, με την ανάληψη του δικαιώματος να εξευρίσκει πελάτες και να πωλεί τις κάρτες της Primus ως η συμφωνία, εξασφάλιζε ως αντιπαροχή το δικαίωμα της συμμετοχής στα καθαρά κέρδη της "επιχείρησης", όπως αναφέρεται στο απόσπασμα της συμφωνίας και τον ορισμό του όρου «η επιχείρηση» ("the business") που παραθέσαμε πιο πάνω.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, δηλώνοντας τη διαφωνία του με τις θέσεις της εφεσείουσας εταιρείας, κατέληξε στα ακόλουθα:
«Οι θέσεις αυτές βασίζονται σε μια ανεπίτρεπτα περιοριστική ερμηνεία του όρου «παροχή υπηρεσιών» που δεν έχει έρεισμα στο νόμο και στα δεδομένα. Κατ' αρχήν, ο Έφορος απέκλεισε την εισήγηση για κοινοπραξία ή συνεταιρισμό μεταξύ της I-Tel και της Primus, η δε αιτιολογία που έδωσε προς τούτο παραμένει ακλόνητη και μάλιστα δεν γίνεται εισήγηση στην προσφυγή για κοινοπραξία ή συνεταιρισμό. Η εισήγηση που γίνεται, ότι η συμφωνία ήταν για συμμετοχή της I-Tel στα κέρδη της Primus, δεν αναιρούσε την ουσία του πράγματος που είναι ότι ο όρος για τη συμμετοχή αυτή ήταν η αντιπαροχή για τις υπηρεσίες που προσέφερε η Itel για εξεύρεση πελατών. Εφ' όσον λοιπόν υπήρχε αντιπαροχή για τις υπηρεσίες αυτές - και η αντιπαροχή έγκειται βέβαια στην υπόσχεση για συμμετοχή στα κέρδη αν αυτά υπήρχαν και όχι στην ίδια τη συμμετοχή στα κέρδη - ετεκμηριώνετο η παροχή υπηρεσιών στα πλαίσια του νόμου. Ούτε είναι αναγκαίο η αντιπαροχή να ήταν υπό μορφή προμήθειας ως ποσοστού επί της αξίας των υπηρεσιών που παρείχετο. Οποιαδήποτε μορφή αμοιβής της I-Tel, όπως η συμφωνηθείσα, συνιστούσε αντιπαροχή, η δε περιγραφή των εσόδων της I-Tel από τον Έφορο ως «προμήθειες» προδήλως υποδηλώνει τη συμφωνηθείσα αμοιβή της. Η ουσία της συμφωνίας ήταν ότι η I-Tel θα προωθούσε την κάρτα της Primus και θα ελάμβανε ως αντιπαροχή το προνοούμενο ποσοστό επί των κερδών της Primus.»
Oι πιο πάνω θέσεις μας βρίσκουν απόλυτα σύμφωνους και κρίνουμε ότι δεν χρειάζεται να προσθέσουμε οτιδήποτε, καταλήγοντας και εμείς στο συμπέρασμα ότι η θέση του Διευθυντή του Φόρου Προστιθέμενης Αξίας ότι η εφεσείουσα-αιτήτρια παρείχε υπηρεσίες στην Primus με αντιπαροχή, υποκείμενες σε φόρο, ήταν εύλογα επιτρεπτή και δεν υπήρξε οποιαδήποτε νομική ή πραγματική πλάνη εκ μέρους του.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον της εφεσείουσας και υπέρ του εφεσίβλητου.
H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.