ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2005) 3 ΑΑΔ 332
16 Σεπτεμβρίου, 2005
[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ,
ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στές]
STRATIS ENTERPRISES LTD,
Εφεσείουσα-Αιτήτρια,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΕΦΟΡΟΥ ΧΑΡΤΟΣΗΜΩΝ,
2. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,
Εφεσιβλήτων-Καθ' ων η αίτηση.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 3547)
Ο περί Χαρτοσήμων Νόμος του 1963 (Ν. 19/63) ― Άρθρο 5(1) ― Κατά πόσο το έγγραφο της υποθήκης προς εξασφάλιση συγκεκριμένου δανείου αλλά και κάθε επόμενου ή άλλου δανείου μπορούσε να θεωρηθεί «παρεπόμενο» έγγραφο για τη δικαιοπραξία της σύμβασης δανείου και ως εκ τούτου να μην χαρτοσημανθεί ― Εφόσον η υποθήκη δεν αφορούσε μόνο το συγκεκριμένο δάνειο, ορθά επιβλήθηκε τέλος χαρτοσήμου στο έγγραφό της.
Η εφεσείουσα επεδίωξε, τόσο πρωτόδικα, όσο και κατ' έφεση, την ακύρωση της απόφασης επιβολής τέλους χαρτοσήμου στο έγγραφο της υποθήκης που έγινε προς εξασφάλιση δανείου, του οποίου το έγγραφο επίσης χαρτοσημάνθηκε.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
Προβάλλεται ως λόγος έφεσης, ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δε θεώρησε ότι το έγγραφο της σύμβασης δανείου δεν ήταν το κύριο έγγραφο και ότι το έγγραφο της υποθήκης δεν αποτελούσε παρά μόνο παρεπόμενο ή δευτερεύον έγγραφο "διά την περάτωσιν της δικαιοπραξίας", αλλά αποτελούσε έγγραφο αυτοτελούς δικαιοπραξίας επειδή με αυτό εξασφαλιζόταν όχι μόνο η αποπληρωμή του συγκεκριμένου δανείου των £2.635.000 αλλά, ταυτόχρονα, και η εξασφάλιση και εγγύηση κάθε υποχρέωσης της εφεσείουσας, είτε υφισταμένης, είτε μελλοντικής, άμεσα ή ενδεχόμενα απαιτητής, αναφορικά με οποιονδήποτε λογαριασμό, δάνεια, γραμμάτια ή ομόλογά της.
Ο προβαλλόμενος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί. Η σύμβαση δανείου συνιστά πάντοτε αυτοτελή ενοχική δικαιοπραξία (in personam). Η παραχώρηση υποθήκης συνιστά πάντοτε αυτοτελή εμπράγματη δικαιοπραξία (in rem). Η έννοια της "δικαιοπραξίας" στο Άρθρο 5(1) έχει, την ευρύτερη έννοια της "συναλλαγής" (transaction). Εκείνο δε το οποίο προβλέπεται είναι ότι, εάν για την περάτωση συγκεκριμένης συναλλαγής χρησιμοποιούνται περισσότερα του ενός έγγραφα, αυτοτελών δικαιοπραξιών, όπως είναι το έγγραφο σύμβασης δανείου και το έγγραφο υποθήκης, τότε εάν το πρώτο έγγραφο μπορεί να χαρακτηριστεί ως το κύριο έγγραφο, το δε άλλο ή τα άλλα ως τα παρεπόμενα, τότε μόνο το κύριο έγγραφο υπόκειται σε τέλος χαρτοσήμου. Στην περίπτωση της συγκεκριμένης συναλλαγής της εφεσείουσας με την Τράπεζα, το έγγραφο της σύμβασης δανείου θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως το κύριο έγγραφο, το δε έγγραφο της υποθήκης ως το παρεπόμενο, μόνο στην περίπτωση κατά την οποία η υποθήκη είχε παραχωρηθεί αποκλειστικά για την εξασφάλιση του συγκεκριμένου δανείου των £2.635.000. Αφ' ης στιγμής η υποθήκη παραχωρήθηκε για την εξασφάλιση και μελλοντικών οφειλών της εφεσείουσας προς την Τράπεζα "για οποιοδήποτε λογαριασμό, δάνεια, γραμμάτια ή ομόλογά της" το σχετικό έγγραφο της υποθήκης δε συνιστούσε, παρά μόνο εν μέρει, έγγραφο παρεπόμενο του κύριου εγγράφου για το δάνειο των £2.635.000. Στο σύνολό του, συνιστούσε έγγραφο η σχέση του οποίου έναντι του εγγράφου του δανείου δεν ήταν σχέση παρεπομένου προς κύριο. Ελλείψει δε παρεπόμενου εγγράφου, το έγγραφο της σύμβασης δανείου δεν μπορούσε, ασφαλώς, να χαρακτηριστεί ως το κύριο έγγραφο. Ορθά, επομένως, οι εφεσίβλητοι επέβαλαν τέλος χαρτοσήμου και επί του εγγράφου της υποθήκης.
Προβάλλεται, επίσης, ως λόγος έφεσης ότι εσφαλμένα ο πρωτόδικος Δικαστής έκρινε ότι η επίδικη απόφαση δεν έπασχε λόγω μη δέουσας έρευνας και ή ανεπαρκούς αιτιολογίας. Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Έφεση.
Έφεση από την αιτήτρια εταιρεία εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Υπόθεση Αρ. 305/2001) ημερομηνίας 11/10/2002, με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή της κατά της απόφασης με την οποία της επιβλήθηκε τέλος χαρτοσήμου £5.150,- και επί του εγγράφου της υποθήκης εκτός από το έγγραφο της σύμβασης δανείου το οποίο συνήψε με Τράπεζα για το οποίο της επιβλήθηκε το ποσό των £5.220 ως τέλος χαρτοσήμου.
Κ. Κοκκινόφτας με Α. Τσαρκατζή, για την Εφεσείουσα.
Λ. Χριστοδουλίδου, Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γαβριηλίδης, Δ..
ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Στις 16.1.2001 η εφεσείουσα, η οποία ασχολείται με τουριστικές επιχειρήσεις, συνήψε σύμβαση δανείου με Τράπεζα συνολικού ύψους, μαζί με τους τόκους, £2.635.000. Στις 23.1.2001 η εφεσείουσα παραχώρησε στην Τράπεζα υποθήκη για το ποσό των £2.600.000. Στο έγγραφο της υποθήκης, στην παράγραφο 3, αναφερόταν ότι: "Η υποθήκη αυτή αποτελεί πρόσθετη και παραπέρα εξασφάλιση και εγγύηση κάθε υποχρέωσης του πρωτοφειλέτη και/ή εμένα του Ενυπόθηκου Οφειλέτη προς την Τράπεζα είτε αυτή είναι τωρινή ή μελλοντική, άμεση ή έμμεση είτε έγινε ή ενδέχεται να γίνει απαιτητή και είτε είναι προσωπική ή κοινή μαζί με άλλο πρόσωπο και για οποιοδήποτε λογαριασμό, δάνεια, γραμμάτια ομόλογα, χωρίς δε περιορισμό .....".
Επί του εγγράφου της σύμβασης δανείου η εφεσείουσα κατέβαλε τέλος χαρτοσήμου, όπως αυτό υπολογίστηκε επί του κεφαλαίου και των τόκων, £5.220. Επί του εγγράφου της υποθήκης κατέβαλε, επίσης, ως τέλος χαρτοσήμου £5.150.
Με προσφυγή που καταχώρησε στο Ανώτατο Δικαστήριο η εφεσείουσα προσέβαλε την απόφαση του Εφόρου Χαρτοσήμων με την οποία της επιβλήθηκε τέλος χαρτοσήμου και επί του εγγράφου της υποθήκης. Ως κύριο λόγο ακυρώσεως προέβαλε τη θέση ότι το έγγραφο της σύμβασης δανείου και το έγγραφο της υποθήκης συνιστούσαν "πλείονα του ενός εγγράφου δια την περάτωσιν της δικαιοπραξίας" και, επομένως, σύμφωνα με το άρθρο 5(1) του περί Χαρτοσήμων Νόμου του 1963 (Νόμος 19/63), όπως τροποποιήθηκε, μόνο το κύριο έγγραφο υπέκειτο στο καθοριζόμενο τέλος χαρτοσήμου, ήτοι το έγγραφο της σύμβασης δανείου. Αντίθετη ήταν η θέση των εφεσιβλήτων. Υποστήριξαν ότι, στη συγκεκριμένη περίπτωση, το άρθρο 5(1) δεν τύγχανε εφαρμογής επειδή το έγγραφο της υποθήκης δε συνιστούσε, αποκλειστικά, εξασφάλιση του συγκεκριμένου δανείου των £2.635.000. Συνιστούσε, επιπλέον, και εξασφάλιση μελλοντικών οφειλών της εφεσείουσας προς την Τράπεζα.*
Ο συνάδελφός μας Δικαστής, ο οποίος εκδίκασε πρωτόδικα την προσφυγή, απέρριψε τη θέση της εφεσείουσας και αποδέχθηκε εκείνη των εφεσιβλήτων με το ακόλουθο σκεπτικό:
"Στην υπόθεση BMS Viomichaniai Metallikon Solinon Ltd v. The Republic (1980) 3 C.L.R. 700, προς το σκοπό εξασφάλισης χρηματικών διευκολύνσεων που είχαν εξασφαλιστεί από τράπεζα, υπογράφτηκε ομόλογο και ενεγράφηκαν τρεις υποθήκες. Η μία επιβάρυνε περιουσία της εταιρείας, ενώ οι άλλες δύο περιουσία της Μητρόπολης Πάφου και της Μονής Αγίου Νεοφύτου, που ήταν μέτοχοι της αιτήτριας εταιρείας. Το Δικαστήριο έκρινε ότι η σύμβαση δανείου και η μία υποθήκη ενέπιπταν στις πρόνοιες του άρθρου 5(1) του Νόμου 19/63 και συνιστούσαν διαφορετικά έγγραφα που χρησιμοποιήθηκαν για περάτωση της ίδιας δικαιοπραξίας, ενώ οι άλλες δύο ήταν χωριστά έγγραφα, δικαιοπραξίες απορρέουσες μεν από το δάνειο αλλά, κάτω από τις περιστάσεις, ξεχωριστές από αυτό.
Η υποθήκη δημιουργεί πρωτογενή υποχρέωση με αυτοτέλεια (Αγγελίδης ν. Συνεργατικής Πιστωτικής Εταιρείας Παλλουριώτισσας (1997) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1771). Είναι δικαιοπραξία χωριστή από τη συμφωνία δανείου, γιατί μετά την υπογραφή της δημιουργεί διαφορετικές νομικές συνέπειες.
Στην παρούσα υπόθεση, όπως προκύπτει από το κείμενό της, η υποθήκη δεν αποτελεί έγγραφο που έχει συναφθεί για περάτωση της σύμβασης δανείου ημερ. 16.1.2001 μόνο. Αποτελεί αυτοτελή δικαιοπραξία η οποία εξασφαλίζει μεν την αποπληρωμή του συγκεκριμένου δανείου, αλλά ταυτόχρονα καλύπτει οποιανδήποτε υποχρέωση των αιτητών, τωρινή ή μελλοντική, άμεση ή έμμεση που έγινε ή ενδέχεται να γίνει απαιτητή για οποιονδήποτε λογαριασμό, δάνειο, γραμμάτιο, ή ομόλογο. Αποτελεί εξασφάλιση και για μελλοντικές οφειλές των αιτητών προς την τράπεζα.
Η εγγραφή υποθήκης δεν είναι αναγκαία για την τελείωση και περάτωση της σύμβασης δανείου. Το δάνειο είναι αυτοτελής σύμβαση που τελειώνεται με την υπογραφή της. Υφίσταται δε και χωρίς την εγγραφή οποιασδήποτε υποθήκης η οποία, μοναδικό σκοπό έχει την εξασφάλιση της αποπληρωμής της οφειλής."
Η εφεσείουσα προέβαλε, επίσης, ως λόγο ακυρώσεως ότι η επίδικη απόφαση ήταν προϊόν μη δέουσας έρευνας και, συνακόλουθα, αναιτιολόγητη. Ο συνάδελφός μας δεν αποδέχθηκε ούτε αυτό το λόγο ακυρώσεως και απέρριψε την προσφυγή, με το ακόλουθο σκεπτικό:
"Οι αιτητές ισχυρίζονται ακόμα ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται αιτιολογίας. Υποστηρίζουν ότι από κανένα έγγραφο δεν προκύπτει ότι οι καθ' ων η αίτηση αιτιολογημένα και ύστερα από δέουσα έρευνα επέβαλαν την καταβολή ξεχωριστού φόρου χαρτοσήμου για την εγγραφή της υποθήκης. Υποστηρίζουν ακόμα ότι η επιβολή του συγκεκριμένου φόρου, ως ιδιαιτέρως επαχθής πράξη, απαιτούσε ειδική αιτιολόγηση.
Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί. Η επιβολή του φόρου προβλέπεται από τα άρθρα 4(1)(α), 19, 20(α), 29(η), 64 και το Πρώτο Παράρτημα. Πέραν όμως τούτου, δεν συμφωνώ ότι απαιτείται ειδική αιτιολογία. Ο αρμόδιος λειτουργός ερμηνεύοντας τις σχετικές νομοθετικές διατάξεις και θεωρώντας ότι το δάνειο και η υποθήκη δεν συνιστούσαν πλείονα έγγραφα που απαιτούνταν διά τη σύναψη της ίδιας δικαιοπραξίας, επέβαλε το φόρο χαρτοσήμου που έπρεπε.
Τα ίδια ισχύουν και για τον ισχυρισμό για έλλειψη δέουσας έρευνας. Διερωτώμαι σε τι άλλη έρευνα θα έπρεπε ο αρμόδιος λειτουργός να προβεί, πλην της εξέτασης του περιεχομένου των δύο εγγράφων. Περαιτέρω έρευνα κανένα νεότερο στοιχείο δεν θα προσέθετε στην όλη εικόνα."
Με την ενώπιόν μας έφεση αμφισβητείται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης.
Προβάλλεται ως λόγος έφεσης ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δε θεώρησε ότι το έγγραφο της σύμβασης δανείου δεν ήταν το κύριο έγγραφο και ότι το έγγραφο της υποθήκης δεν αποτελούσε παρά μόνο παρεπόμενο ή δευτερεύον έγγραφο "δια την περάτωσιν της δικαιοπραξίας", αλλά αποτελούσε έγγραφο αυτοτελούς δικαιοπραξίας επειδή με αυτό εξασφαλιζόταν όχι μόνο η αποπληρωμή του συγκεκριμένου δανείου των £2.635.000 αλλά, ταυτόχρονα, και η εξασφάλιση και εγγύηση κάθε υποχρέωσης της εφεσείουσας, είτε υφισταμένης, είτε μελλοντικής, άμεσα ή ενδεχόμενα απαιτητής, αναφορικά με οποιονδήποτε λογαριασμό, δάνεια, γραμμάτια ή ομόλογά της.
Ο προβαλλόμενος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί. Η σύμβαση δανείου συνιστά πάντοτε αυτοτελή ενοχική δικαιοπραξία (in personam). Η παραχώρηση υποθήκης συνιστά πάντοτε αυτοτελή εμπράγματη δικαιοπραξία (in rem). Η έννοια της "δικαιοπραξίας" στο άρθρο 5(1) έχει, κατά την άποψή μας, την ευρύτερη έννοια της "συναλλαγής" (transaction). Εκείνο δε το οποίο προβλέπεται είναι ότι, εάν για την περάτωση συγκεκριμένης συναλλαγής χρησιμοποιούνται περισσότερα του ενός έγγραφα, αυτοτελών δικαιοπραξιών, όπως είναι το έγγραφο σύμβασης δανείου και το έγγραφο υποθήκης, τότε εάν το πρώτο έγγραφο μπορεί να χαρακτηριστεί ως το κύριο έγγραφο, το δε άλλο ή τα άλλα ως τα παρεπόμενα, τότε μόνο το κύριο έγγραφο υπόκειται σε τέλος χαρτοσήμου. Στη περίπτωση της συγκεκριμένης συναλλαγής της εφεσείουσας με την Τράπεζα, το έγγραφο της σύμβασης δανείου θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως το κύριο έγγραφο, το δε έγγραφο της υποθήκης ως το παρεπόμενο, μόνο στην περίπτωση κατά την οποία η υποθήκη είχε παραχωρηθεί αποκλειστικά για την εξασφάλιση του συγκεκριμένου δανείου των £2.635.000. Αφ' ης στιγμής η υποθήκη παραχωρήθηκε για την εξασφάλιση και μελλοντικών οφειλών της εφεσείουσας προς την Τράπεζα "για οποιοδήποτε λογαριασμό, δάνεια, γραμμάτια ή ομόλογά της" το σχετικό έγγραφο της υποθήκης δε συνιστούσε, παρά μόνο εν μέρει, έγγραφο παρεπόμενο του κύριου εγγράφου για το δάνειο των £2.635.000. Στο σύνολό του, συνιστούσε έγγραφο η σχέση του οποίου έναντι του εγγράφου του δανείου δεν ήταν σχέση παρεπομένου προς κύριο. Ελλείψει δε παρεπόμενου εγγράφου, το έγγραφο της σύμβασης δανείου δεν μπορούσε, ασφαλώς, να χαρακτηριστεί ως το κύριο έγγραφο. Ορθά, επομένως, οι εφεσίβλητοι επέβαλαν τέλος χαρτοσήμου και επί του εγγράφου της υποθήκης.
Προβάλλεται, επίσης, ως λόγος έφεσης ότι εσφαλμένα ο συνάδελφός μας Δικαστής έκρινε ότι η επίδικη απόφαση δεν έπασχε λόγω μη δέουσας έρευνας και ή ανεπαρκούς αιτιολογίας. Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί. Παραπέμπουμε στο σχετικό απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση το οποίο και υιοθετούμε πλήρως.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εις βάρος της εφεσείουσας.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.