ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2005) 3 ΑΑΔ 215
13 Ιουνίου, 2005
[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ,
ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στές]
ΑΡΧΗ ΡΑΔΙΟΤΗΛΕΟΡΑΣΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,
Εφεσείοντες-Καθ' ων η αίτηση,
v.
RADIO ELIOS NETWORK LTD, ΕΜΠΟΡΕΥΟΜΕΝΗ
ΥΠΟ ΤΗΝ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΠΩΝΥΜΙΑ «ΡΑΔΙΟ ΗΛΙΟΣ»,
Εφεσιβλήτων-Αιτητών.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 3460)
Ο περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμος του 1998 (Ν.7(Ι)/98) ― Άρθρο 43(3) ― Υποχρέωση των σταθμών για φύλαξη και διατήρηση ταινιών-κασετών για διάστημα 45 ημερών ― Αυτεπάγγελτη εξέταση παράβασης του άρθρου ― Νόμιμα μετά από δέουσα έρευνα και αιτιολογία οι εφεσίβλητοι καταδικάστηκαν σε πρόστιμο £500 ― Τους είχε δοθεί δικαίωμα ακρόασης αλλά δεν παρουσιάστηκαν.
Οι περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Κανονισμοί του 2000 (Κ.Δ.Π. 10/2000) ― Εφαρμογή τους σε παράβαση που διαπράχθηκε πριν την θέση τους σε ισχύ δυνατή εφόσον ορθά κρίθηκε πως η αναδρομική εφαρμογή τους ήταν δυνατή λόγω της φύσης τους ως δικονομικής ή διαδικαστικής μορφής.
Η εφεσείουσα προσέβαλε την ορθότητα της εκκαλούμενης απόφασης, με την οποία η απόφασή της να επιβάλει πρόστιμο £500 στην εφεσίβλητη για παράβαση του Άρθρου 43(3) του Ν.7(Ι)/98, είχε ακυρωθεί.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, κάνοντας δεχτή την έφεση, αποφάσισε ότι:
1. Το Δικαστήριο συμφωνεί με την εισήγηση των ευπαιδεύτων συνηγόρων των εφεσειόντων ότι οι δυο περιπτώσεις, δηλαδή η υπόθεση αρ. 46/1999(17) (παράπονο κ. Καψού) και η 54/2000(17) (αυτεπάγγελτη εξέταση παράβασης του Άρθρου 43(3) του Νόμου 7(1)/98) ήσαν διαφορετικές μεταξύ τους. Το Δικαστήριο συμφωνεί επίσης, ότι οι εφεσίβλητοι δεν ανταποκρίθηκαν στην επιστολή των εφεσειόντων ημερ. 26/5/00 που τους έδιδε την ευκαιρία να θέσουν τις θέσεις τους στην υπόθεση που εξέταζαν αυτεπάγγελτα οι εφεσείοντες. Όφειλαν οι εφεσίβλητοι να προβάλουν την θέση τους. Για παράδειγμα να προβάλουν ξανά τον ισχυρισμό ότι η φύλαξη και διατήρηση των ταινιών των δελτίων ειδήσεων κατά τις ημερομηνίες που ζητήθηκαν με την επιστολή των εφεσειόντων ημερ. 27/8/99 «δεν κατέστη δυνατή λόγω τεχνικής βλάβης του μηχανήματος που βιντεογραφούσε τις ειδήσεις και άλλες εκπομπές», ισχυρισμό που είχαν προβάλει με επιστολή του δικηγόρου τους ημερ. 7/3/00 όταν εξετάζετο το παράπονο του κ. Καψού. Εν πάση περιπτώσει αν αυτή ήταν η θέση τους, λήφθηκε υπόψη αυτή η επιστολή.
Με τα πιο πάνω γεγονότα κρίνεται ότι ορθά οι εφεσείοντες προχώρησαν στην απόφαση επιβολής διοικητικού προστίμου, χωρίς περαιτέρω διερεύνηση του θέματος. Άλλωστε το Άρθρο 43(3) του Νόμου, το οποίο οι εφεσείοντες έκριναν ότι παρέβηκαν οι εφεσίβλητοι, φαίνεται να επιβάλλει υποχρέωση σε ένα σταθμό παγκύπριας κάλυψης (όπως είναι η περίπτωση μας) να φυλάττει και διατηρεί αυτούσια την ταινία-κασέτα για διάστημα 45 ημερών από τη μετάδοση της, χωρίς να αναφέρεται σε εξαιρέσεις. Περιέχει λοιπόν η εν λόγω απόφαση και τη δέουσα αιτιολογία. Η ουσία της απόφασης των εφεσειόντων είναι ότι οι εφεσίβλητοι δεν είχαν φυλάξει την ταινία που τους ζητήθηκε. Έτσι και αν ακόμη η αναφορά των εφεσειόντων ότι υπήρχε αντίφαση μεταξύ της θέσης των εφεσιβλήτων ότι είχαν βλάβη τα μηχανήματα και της ενέργειας τους να στείλουν την κασέτα στις 23/6/00 είναι εσφαλμένη, δεν επηρεάζεται η ουσία της υπόθεσης αφού σε τελική ανάλυση αυτή συνάδει με το λεκτικό του Άρθρου 43(3).
Με βάση τα πιο πάνω κρίνεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε ότι η απόφαση της 30/8/00 λήφθηκε χωρίς τη δέουσα έρευνα και αιτιολογία.
2. Ενόψει της πιο πάνω κατάληξης, καθίσταται αναγκαίο να εξεταστεί και η αντέφεση, η ουσία της οποίας είναι ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι η Κ.Δ.Π. 10/2000 είχε αναδρομική ισχύ αφού η φύση της ήταν δικονομικής ή διαδικαστικής μορφής. Σημειώνεται ότι την κατάληξη του αυτή το πρωτόδικο δικαστήριο τη βάσισε σε νομολογία στην οποία γίνεται αναφορά. Το Δικαστήριο συμφωνεί με την ορθότητα της απόφασης. Εν πάση περιπτώσει η ποινή είχε επιβληθεί με βάση το Άρθρο 43(3) του Νόμου 7(1)/98 και όχι με βάση τον Καν. 42(7)(β) της Κ.Δ.Π. 10/2000. Έτσι η αντέφεση απορρίπτεται.
Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.
Έφεση.
Έφεση από τους καθ' ων η αίτηση εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Υπόθεση Αρ. 1597/2000), ημερομηνίας 31/5/2002, με την οποία ακυρώθηκε η απόφασή τους ημερομηνίας 30/8/2000, με την οποία είχαν επιβάλει στους εφεσίβλητους διοικητικό πρόστιμο ύψους £500 για παράβαση εκ μέρους τους του Άρθρου 43(3) του περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμου του 1998 (Ν. 7(Ι)/98) και του Κανονισμού 42(7)(β) των περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Κανονισμών του 2000 (Κ.Δ.Π. 10/2000).
Γ. Τριανταφυλλίδης με Ν. Παρτασίδου, για τους Εφεσείοντες-Καθ' ων η αίτηση.
Σ. Δράκος, για τους Εφεσίβλητους-Αιτητές.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Την απόφαση του δικαστηρίου θα δώσει ο δικαστής Μ. Φωτίου.
ΦΩΤΙΟΥ, Δ.: Η παρούσα έφεση στρέφεται κατά της πρωτόδικης απόφασης ημερ. 31/5/02 στην προσφυγή 1597/00 με την οποία ακυρώθηκε η απόφαση των εφεσειόντων ημερ. 30/8/00 με την οποία είχε επιβληθεί στους εφεσίβλητους διοικητικό πρόστιμο ύψους £500 για παράβαση του άρθρου 43(3) του περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμου του 1998 (Ν. 7(1)/98) και του Κανονισμού 42(7) (β) των περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Κανονισμών του 2000 (Κ.Δ.Π. 10/2000).
Τα γεγονότα της υπόθεσης, όπως αυτά διαπιστώθηκαν από το πρωτόδικο δικαστήριο και τα οποία δεν αμφισβητούνται, έχουν ως ακολούθως:
«Οι αιτητές διατηρούν τηλεοπτικό σταθμό. Ύστερα από γραπτό παράπονο του κ. Χαράλαμπου Καψού, οι καθ' ων η αίτηση (στο εξής «η Αρχή»), εξέτασε την από μέρους των αιτητών ενδεχόμενη παράβαση του άρθρου 26(2) του περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμου του 1998, Ν. 7(1)/1998, όπως τροποποιήθηκε. Η καταγγελία τέθηκε ενώπιον του σταθμού με επιστολή της Αρχής ημερ. 27.8.1999, με την οποία οι αιτητές καλούνταν όπως φυλάξουν και διατηρήσουν τις ταινίες-κασέτες που αφορούσαν τα δελτία ειδήσεων του σταθμού των ημερομηνιών που αναφέρονταν στην καταγγελία.
Οι δικηγόροι των αιτητών με επιστολή τους ημερ. 7.3.2000 πληροφόρησαν την Αρχή ότι η φύλαξη και διατήρηση των ταινιών των δελτίων ειδήσεων κατά την ημερομηνία που τους ζητήθηκε, δεν κατέστη δυνατή λόγω τεχνικής βλάβης του μηχανήματος που οπτικογραφούσε τις ειδήσεις.
Έτσι η Αρχή προχώρησε στην αυτεπάγγελτη εξέταση πιθανής παράβασης του άρθρου 43(3) του Νόμου, καθώς και του Κανονισμού 42(7)(β) των περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Κανονισμών του 2000 (Κ.Δ.Π. 10/2000). Με επιστολή ημερ. 26.5.2000 οι αιτητές κλήθηκαν, αν επιθυμούσαν, όπως παραστούν στην ακρόαση και παρουσιάσουν τις θέσεις τους.
Τελικά η Αρχή στις 30.8.2000, αφού σημειώθηκε ότι οι δικηγόροι των αιτητών στις 7.3.2000 ανέφεραν ότι η φύλαξη και διατήρηση των κασετών δεν κατέστη δυνατή λόγω τεχνικής βλάβης του μηχανήματος, προχώρησε και διαπίστωσε παράβαση του άρθρου 43(3) του Νόμου 7(1)/98 και του Κανονισμού 42(7)(β) της Κ.Δ.Π. 10/2000 και επέβαλε διοικητικό πρόστιμο ύψους £500.»
Οι αιτητές/εφεσίβλητοι αξίωσαν ακύρωση της πιο πάνω απόφασης για δυο ουσιαστικά λόγους:
(α) γιατί οι καθών η αίτηση πήραν τη σχετική απόφαση χωρίς να εξετάσουν τον ισχυρισμό τους ότι η φύλαξη των κασετών δεν κατέστη δυνατή λόγω τεχνικής βλάβης, και
(β) ότι η Κ.Δ.Π. 10/2000 δεν υπήρχε κατά τον ουσιώδη χρόνο της κατ' ισχυρισμό παράβασης και ως εκ τούτου δεν μπορούσε να εφαρμοστεί.
Κατά την πρωτόδικη διαδικασία ήταν ο ισχυρισμός των καθών η αίτηση ότι η αξιολόγηση και εκτίμηση των πραγματικών γεγονότων ανάγεται στο ανεξέλεγκτο της ουσιαστικής κρίσης της διοίκησης και το δικαστήριο δεν επεμβαίνει και δεν υποκαθιστά τη διοίκηση στην κρίση στα θέματα αυτά, εκτός αν αποδειχθεί πλάνη περί τα πράγματα ή κατάχρηση εξουσίας.
Ο πρωτόδικος δικαστής δέχθηκε την προσφυγή και ακύρωσε την προσβαλλόμενη απόφαση με το πιο κάτω σκεπτικό:
«Το θέμα δεν τίθεται έτσι. Οι αιτητές για να δικαιολογήσουν την παράλειψη τους να αποτυπώσουν το δελτίο ειδήσεων σε κασέτα προέβηκαν σε κάποιο ισχυρισμό. Ο ισχυρισμός αυτός δεν έτυχε οποιασδήποτε διερεύνησης. Περαιτέρω, η απόφαση των καθ' ων η αίτηση δεν περιέχει σαφή αιτιολογία. Αντίθετα, η αιτιολογία που δίδεται είναι ασαφής και αόριστη.
Δεν αντιλαμβάνομαι τη σύνδεση που επιχειρείται στην προσβαλλόμενη απόφαση μεταξύ της επιστολής των δικηγόρων των αιτητών με την οποία προβάλλεται ο ισχυρισμός για τεχνική βλάβη και της χωρίς συνοδευτική επιστολή αποστολής από τους αιτητές στην Αρχή κασέτας ημερ. 23.6.2000. Στην απόφαση αναφέρεται ότι τα δύο σημεία είναι αντιφατικά. Δεν καταλαβαίνω γιατί η κασέτα που οι αιτητές είχαν αποστείλει στην Αρχή περιείχε την αποτύπωση δήλωσης του κου Καψού που ο ίδιος είχε ζητήσει από τους αιτητές να μεταδώσουν στο δελτίο ειδήσεων τους σε μεταγενέστερη προφανώς ημερομηνία.»
Οι εφεσείοντες καταχώρησαν την παρούσα έφεση και προβάλλουν τους ακόλουθους (όπως έχουν τροποποιηθεί με άδεια του δικαστηρίου) λόγους έφεσης:
«(α) O πρωτόδικος Δικαστής λανθασμένα ακύρωσε την απόφαση των καθ' ων η Αίτηση και Εφεσειόντων για το λόγο ότι ο ισχυρισμός των Αιτητών και Εφεσιβλήτων ότι η φύλαξη των κασετών δεν κατέστη δυνατή λόγω τεχνικής βλάβης δεν έτυχε οποιασδήποτε διερεύνησης. Όπως προκύπτει από το κείμενο της ακυρωθείσας απόφασης, ο πιο πάνω ισχυρισμός έτυχε της δέουσας διερεύνησης από μέρους των Εφεσειόντων και δεν έγινε αποδεκτός.
(β) Ο πρωτόδικος Δικαστής λανθασμένα αποφάσισε ότι η απόφαση των Εφεσειόντων δεν περιέχει σαφή αιτιολογία και ότι η αιτιολογία που δίνεται είναι ασαφής και αόριστη. Λανθασμένα παράβλεψε την κύρια αιτιολογία της απόφασης των Εφεσειόντων η οποία βρίσκεται στο κείμενο της. Η κύρια αιτιολογία της απόφασης των Εφεσειόντων είναι ότι ο σταθμός των Εφεσιβλήτων 'δεν φαίνεται να διατήρησε και να φύλαξε αυτούσιες τις ταινίες-κασέτες όπως του ζήτησε η Αρχή με την επιστολή της ημερομ. 27.8.1999 και μέχρι σήμερα δεν τις έχει καταθέσει'.
(γ) Ο πρωτόδικος Δικαστής λανθασμένα παράβλεψε τη βασική αρχή η οποία διέπει το δικαστικό έλεγχο των διοικητικών πράξεων σύμφωνα με την οποία η αξιολόγηση των γεγονότων ανάγεται στο ανέλεγκτο της ουσιαστικής κρίσης της διοίκησης.»
Παρά το ότι διατυπώνονται 3 λόγοι έφεσης κρίνουμε ότι αυτοί είναι αλληλένδετοι με την έννοια ότι αν ευσταθεί ο πρώτος λόγος, τότε κατ' ακολουθία πρέπει να ευσταθούν και οι υπόλοιποι. Αρχίζουμε λοιπόν την εξέταση της υπόθεσης από το κατά πόσο οι εφεσείοντες προέβηκαν στη δέουσα έρευνα.
Διευκρινίζουμε εδώ ότι η πρωτόδικη απόφαση αφορούσε την αυτεπάγγελτη απόφαση των εφεσειόντων ότι οι εφεσίβλητοι παράβηκαν το άρθρο 43(3) του Νόμου [Υπόθεση αρ. 54/2000 (17)] και όχι το άρθρο 26(2) όπως ήταν αρχικά η περίπτωση [Υπόθεση αρ. 46/1999(17)] όταν εξετάζετο σχετικό παράπονο του κ. Χαράλαμπου Καψού. Απλώς το εν λόγω παράπονο και η απάντηση που έδωσε ο δικηγόρος του Σταθμού, έδωσαν την αφορμή στους εφεσείοντες να διατυπώσουν αυτεπάγγελτα παράβαση του άρθρου 43(3), το οποίο διαλαμβάνει ως ακολούθως:
«(3) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (4) του παρόντος άρθρου, ο αδειούχος σταθμός παγκύπριας κάλυψης είναι υποχρεωμένος να φυλάσσει και να διατηρεί αυτούσια την ταινία-κασέτα για διάστημα σαράντα πέντε ημερών από τη μετάδοσή της. Οι τηλεοπτικοί σταθμοί τοπικής κάλυψης και οι ραδιοφωνικοί σταθμοί μικρής τοπικής κάλυψης είναι υποχρεωμένοι να διατηρούν και να φυλάσσουν αυτούσια την ταινία-κασέτα για διάστημα δεκαπέντε ημερών από τη μετάδοση της:
Νοείται ότι σε περίπτωση αναφοράς στην Αρχή ή έναρξης ένδικης διαδικασίας η ταινία-κασέτα διατηρείται αυτούσια μέχρι την ημέρα ακρόασης και σε περίπτωση που χρειαστεί να προσαχθεί ως τεκμήριο στη διαδικασία μέχρι την ημέρα προσαγωγής της ως τεκμήριο.»
Ο Καν. 42(7)(β) προβλέπει ότι:
«ο καθ' ου η καταγγελία έχει την υποχρέωση, αν αυτό απαιτηθεί από την Αρχή .......... να προμηθεύσει την Αρχή με οπτική ή ηχητική μαγνητοσκόπηση του υπό κατηγορία προγράμματος ή οποιουδήποτε συγκεκριμένου μέρους του.»
Σχετικά με την αυτεπάγγελτη εξέταση οι εφεσείοντες πληροφόρησαν τους εφεσίβλητους με επιστολή τους ημερ. 26/5/2000 το κείμενο της οποίας προτιμούμε να παραθέσουμε αυτούσιο.
«Έχω οδηγίες να σας πληροφορήσω ότι η Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου εξετάζει αυτεπάγγελτα, την από μέρους σας πιθανή παράβαση του άρθρου 43(3) του περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμου 7(Ι) του 1998 (όπως αυτός τροποποιήθηκε μεταγενέστερα) και του Κανονισμού 42(7)(β) των περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Κανονισμών του 2000 (Κ.Δ.Π. 10/2000).
Αναφορικά με την υπόθεση καταγγελίας του κ. Χ. Καψού εναντίον του σταθμού σας (46/99(17), η Αρχή με επιστολή της ημερ. 27.8.1999 σας κάλεσε όπως φυλάξετε και διατηρήσετε τις ταινίες - κασέτες που αφορούν τα δελτία ειδήσεων του σταθμού σας κατά τις ημερομηνίες 5.8.1999 - 18.8.1999. Στη συνέχεια κατά την ακρόαση της υπόθεσης, η οποία έλαβε χώρα στα γραφεία της Αρχής την 1.3.2000, κληθήκατε όπως παραδώσετε στην Αρχή τις πιο πάνω ταινίες - κασέτες, υποχρέωση την οποία δεν έχετε μέχρι σήμερα εκπληρώσει.
Εάν επιθυμείτε να υποβάλετε οποιεσδήποτε εξηγήσεις και/ή παραστάσεις παρακαλείσθε όπως τις υποβάλετε στην Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου δέκα (10) μέρες το αργότερο μετά τη λήψη της παρούσας επιστολής. Με βάση τον Κανονισμό 42(6)(γ)(i), η Αρχή παρακαλεί όπως δηλώσετε κατά πόσο επιθυμείτε να παρευρεθείτε κατά την εξέταση της υπόθεσης. Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης σας, η Αρχή θα σας καλέσει με ειδική επιστολή της.
Σε περίπτωση που δε ληφθεί οποιαδήποτε απάντηση μέσα στην καθορισμένη προθεσμία η Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου θα είναι υποχρεωμένη να προχωρήσει στη λήψη απόφασης χωρίς την απάντηση σας.»
(Οι υπογραμμίσεις είναι δικές μας)
Οι εφεσίβλητοι δεν απάντησαν στην πιο πάνω επιστολή της 26/5/00 μέσα στην προαναφερθείσα προθεσμία ή καθόλου. Αντ' αυτού, στις 23/6/00 έστειλαν στους εφεσείοντες μια κασέτα στην οποία εκφωνείτο η δήλωση την οποία είχε ζητήσει ο κ. Καψός για να δημοσιευθεί υπό μορφή απολογίας των εφεσιβλήτων προς τον ίδιο. Οι εφεσείοντες θεώρησαν ότι η κασέτα αυτή εστάλη από τους εφεσίβλητους στα πλαίσια της υπεράσπισης τους για την πρώτη υπόθεση [46/1999(17)] και ότι δεν προέβηκαν σε οποιαδήποτε παράσταση ή εξήγηση για τη δεύτερη υπόθεση [54/2000(17)] που είναι η επίδικη. Ως αποτέλεσμα οι εφεσείοντες στις 30/8/00 εξέτασαν την υπόθεση και διαπίστωσαν παράβαση από τους εφεσίβλητους του άρθρου 43(3) του Νόμου και του Κανονισμού 42(7)(β) των Κανονισμών και τους επέβαλαν πρόστιμο £500 που αποτέλεσε αντικείμενο προσφυγής κατά την πρωτόδικη διαδικασία. Παραθέτουμε μέρος του σκεπτικού της απόφασης το οποίο έχει ως εξής:
«Έχουμε μελετήσει με μεγάλη προσοχή όλα τα ενώπιον μας στοιχεία και περιστατικά της υπό εξέταση υπόθεσης συμπεριλαμβανομένων και των γραπτών παραστάσεων των δικηγόρων του σταθμού και κρίνουμε ότι υπάρχει παράβαση του άρθρου 43(3) του περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμου 7(1) του 1998 (όπως αυτός τροποποιήθηκε μεταγενέστερα) και του κανονισμού 42(7)(β) των περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Κανονισμών του 2000 (Κ.Δ.Π. 10/2000).
Αυτό προκύπτει από το γεγονός ότι ο σταθμός δε φαίνεται να διατήρησε και να φύλαξε αυτούσιες τις ταινίες - κασέτες όπως του ζήτησε η Αρχή με την επιστολή της ημερομ. 27.8.1999 και μέχρι σήμερα δεν τις έχει καταθέσει. Επίσης η επιστολή των δικηγόρων του σταθμού ημερομ. 7.3.2000 με την οποία αναφέρουν ότι η φύλαξη και διατήρηση των κασετών δεν κατέστη δυνατή λόγω τεχνικής βλάβης και η πράξη του σταθμού να αποστείλει στην Αρχή κασέτα στις 23.6.2000, χωρίς συνοδευτική επιστολή, είναι δύο σημεία αντιφατικά.
Σημειώνεται ότι η επιστολή του κ. Καψού και το περιεχόμενο την κασέτα τοποθετούνται σε χρόνο κατά 2 μήνες μεταγενέστερο της περιόδου για την οποία έγινε η καταγγελία.
Εν όψει των ανωτέρω η Αρχή αποφάσισε όπως επιβάλει στο σταθμό διοικητικό πρόστιμο ύψος Λ.Κ.500 για τις παραβάσεις του άρθρου 43(3) του περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμου 7(1) του 1998 (όπως αυτός τροποποιήθηκε μεταγενέστερα) και του κανονισμού 42(7)(β) των περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Κανονισμών του 2000 (Κ.Δ.Π. 10/2000).»
Εξετάσαμε με προσοχή τις αντίστοιχες θέσεις. Συμφωνούμε με την εισήγηση των ευπαιδεύτων συνηγόρων των εφεσειόντων ότι οι δυο περιπτώσεις, δηλαδή η υπόθεση αρ. 46/1999(17) (παράπονο κ. Καψού) και η 54/2000(17) (αυτεπάγγελτη εξέταση παράβασης του άρθρου 43(3) του Νόμου 7(1)/98) ήσαν διαφορετικές μεταξύ τους. Συμφωνούμε επίσης ότι οι εφεσίβλητοι δεν ανταποκρίθηκαν στην επιστολή των εφεσειόντων ημερ. 26/5/00 που τους έδιδε την ευκαιρία να θέσουν τις θέσεις τους στην υπόθεση που εξέταζαν αυτεπάγγελτα οι εφεσείοντες. Όφειλαν οι εφεσίβλητοι να προβάλουν την θέση τους. Για παράδειγμα να προβάλουν ξανά τον ισχυρισμό ότι η φύλαξη και διατήρηση των ταινιών των δελτίων ειδήσεων κατά τις ημερομηνίες που ζητήθηκαν με την επιστολή των εφεσειόντων ημερ. 27/8/99 «δεν κατέστη δυνατή λόγω τεχνικής βλάβης του μηχανήματος που βιντεογραφούσε τις ειδήσεις και άλλες εκπομπές», ισχυρισμό που είχαν προβάλει με επιστολή του δικηγόρου τους ημερ. 7/3/00 όταν εξετάζετο το παράπονο του κ. Καψού. Εν πάση περιπτώσει αν αυτή ήταν η θέση τους, λήφθηκε υπόψη αυτή η επιστολή.
Με τα πιο πάνω γεγονότα κρίνουμε ότι ορθά οι εφεσείοντες προχώρησαν στην απόφαση επιβολής διοικητικού προστίμου χωρίς περαιτέρω διερεύνηση του θέματος. Άλλωστε το άρθρο 43(3) του Νόμου, το οποίο οι εφεσείοντες έκριναν ότι παρέβηκαν οι εφεσίβλητοι, φαίνεται να επιβάλλει υποχρέωση σε ένα σταθμό παγκύπριας κάλυψης (όπως είναι η περίπτωσή μας) να φυλάττει και διατηρεί αυτούσια την ταινία-κασέτα για διάστημα 45 ημερών από τη μετάδοση της, χωρίς να αναφέρεται σε εξαιρέσεις. Περιέχει λοιπόν η εν λόγω απόφαση και τη δέουσα αιτιολογία. Η ουσία της απόφασης των εφεσειόντων είναι ότι οι εφεσίβλητοι δεν είχαν φυλάξει την ταινία που τους ζητήθηκε. Έτσι και αν ακόμη η αναφορά των εφεσειόντων ότι υπήρχε αντίφαση μεταξύ της θέσης των εφεσιβλήτων ότι είχαν βλάβη τα μηχανήματα και της ενέργειάς τους να στείλουν την κασέτα στις 23/6/00 είναι εσφαλμένη, δεν επηρεάζεται η ουσία της υπόθεσης αφού σε τελική ανάλυση αυτή συνάδει με το λεκτικό του άρθρου 43(3).
Με βάση τα πιο πάνω κρίνουμε ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε ότι η απόφαση της 30/8/00 λήφθηκε χωρίς τη δέουσα έρευνα και αιτιολογία.
Ενόψει της πιο πάνω κατάληξής μας, καθίσταται αναγκαίο να εξετάσουμε και την αντέφεση, η ουσία της οποίας είναι ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι η Κ.Δ.Π. 10/2000 είχε αναδρομική ισχύ αφού η φύση της ήταν δικονομικής ή διαδικαστικής μορφής. Σημειώνουμε ότι την κατάληξη του αυτή το πρωτόδικο δικαστήριο τη βάσισε σε νομολογία στην οποία γίνεται αναφορά. Συμφωνούμε με την ορθότητα της απόφασης. Εν πάση περιπτώσει η ποινή είχε επιβληθεί με βάση το άρθρο 43(3) του Νόμου 7(1)/98 και όχι με βάση τον Καν. 42(7)(β) της Κ.Δ.Π. 10/2000. Έτσι η αντέφεση απορρίπτεται.
Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω η έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και επιβεβαιώνεται η ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης επιβολής διοικητικού προστίμου. Τα έξοδα τόσο πρωτόδικα όσο και κατ' έφεση να καταβληθούν από τους εφεσίβλητους.
Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.