ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2005) 3 ΑΑΔ 177
16 Μαΐου, 2005
[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στές]
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ,
Εφεσείουσα-Καθ' ης η αίτηση,
v.
AMERICANOS COLLEGE LTD,
Εφεσίβλητης-Αιτήτριας.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 3462)
Ο περί Σχολών Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης Νόμος (Ν.67(Ι)/96, όπως τροποποιήθηκε) ― Άρθρο 39 ― Τιμητικό επίδομα καταβλητέο στα μέλη του Συμβουλίου Εκπαιδευτικής Αξιολόγησης - Πιστοποίησης καθώς και άλλα έξοδα αυτών, από το κράτος ― Το ύψος του καθορίζεται από το Υπουργικό Συμβούλιο ― Ορθά αποφασίστηκε πρωτόδικα πως παράνομα ζητήθηκε η καταβολή ποσού για τα πιο πάνω από την αξιολογηθείσα σχολή βάσει απόφασης του Υπουργού ― Τα πιο πάνω έξοδα δεν εμπίπτουν στις δαπάνες του Άρθρου 68 του ιδίου Νόμου.
Ο περί Σχολών Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης Νόμος (Ν.67(Ι)/96, όπως τροποποιήθηκε) ― Άρθρο 68 ― Προβλέπει για την καταβολή δικαιωμάτων για δαπάνες αξιολόγησης ― Στους Κανονισμούς όμως (Κ.Δ.Π. 160/98) δεν υπάρχει καθορισμός των δαπανών ― Ορθά αποφασίστηκε πρωτόδικα πως ο υπολογισμός των δαπανών αυτών από τον Υπουργό έγινε χωρίς νομικό υπόβαθρο.
Οι εφεσείοντες προσέβαλαν την ορθότητα της εκκαλούμενης απόφασης με την οποία ακυρώθηκε η απόφαση του Υπουργού Παιδείας και Πολιτισμού να επιβάλει δικαιώματα και/ή έξοδα ύψους £19.835.- για αξιολόγηση-πιστοποίηση κλάδων σπουδών της εφεσίβλητης.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
1. Προβάλλεται ως λόγος έφεσης ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι υπήρχε διάσταση μεταξύ των Άρθρων 39 και 68 του Νόμου και ότι η αναφερόμενη στο Άρθρο 68 δαπάνη δεν καλύπτει και τα αναφερόμενα στο Άρθρο 39 τιμητικό επίδομα και έξοδα.
Ο προβαλλόμενος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί. Σύμφωνα με το Άρθρο 39 του Νόμου το τιμητικό επίδομα και τα άλλα έξοδα καταβάλλονται στα μέλη του Συμβουλίου Εκπαιδευτικής Αξιολόγησης-Πιστοποίησης και στις Ομάδες Αξιολόγησης-Πιστοποίησης "από το κράτος", το δε ύψος τους "καθορίζεται από το Υπουργικό Συμβούλιο κατ' έτος ύστερα από εισήγηση του Υπουργού". Το σύνολο της δαπάνης, περί της οποίας το Αρθρο 68 του Νόμου, "όπως αυτό καθορίζεται με κανονισμούς", καταβάλλεται από τη σχολή. Είναι, κατά την άποψη του Δικαστηρίου πρόδηλο, ότι τα δύο άρθρα είναι ανεξάρτητα μεταξύ τους. Το Άρθρο 39 προβλέπει για καταβολή "από το κράτος" τιμητικού επιδόματος και εξόδων το ύψος των οποίων καθορίζεται "κατ' έτος" από "το Υπουργικό Συμβούλιο". Το Άρθρο 68 προβλέπει για "σύνολο της δαπάνης" κλπ. "όπως αυτό καθορίζεται με κανονισμούς". Ανεξάρτητα όμως τούτου, όπως ορθά παρατήρησε ο πρωτόδικος Δικαστής, δεν υπάρχει απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου που να καθορίζει το ύψος του τιμητικού επιδόματος και των εξόδων για το έτος 2000 στο οποίο αφορούν οι επίδικες αξιολογήσεις-πιστοποιήσεις. Ο δε Υπουργός δεν είχε ασφαλώς την εξουσία να καθορίσει το ύψος του τιμητικού επιδόματος και των εξόδων περί των οποίων το Άρθρο 39 του Νόμου.
2. Προβάλλεται, επίσης, ως λόγος έφεσης ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι ο υπολογισμός της δαπάνης αξιολόγησης-πιστοποίησης των κλάδων σπουδών της εφεσίβλητης και ο καθορισμός της από τον Υπουργό, εστερείτο νομικού υπόβαθρου. Σύμφωνα με τη δικηγόρο της εφεσείουσας, ο υπολογισμός της δαπάνης αξιολόγησης-πιστοποίησης των κλάδων σπουδών της εφεσίβλητης και ο καθορισμός της από τον Υπουργό, προβλέπεται από τους Κανονισμούς 3(1)(δ), 3(2)(δ)(ε), όπως και από τον προβλεπόμενο από τον Κανονισμό 3 Πίνακα.
Και αυτός ο λόγος είναι αβάσιμος. Η δαπάνη που προβλέπεται στο Άρθρο 68 του Νόμου, όπως και τα δικαιώματα και τέλη που προβλέπονται στα Άρθρα 70(1) και 70(2)(β) του Νόμου, και το ύψος τους, μεταξύ των οποίων και τα αφορούντα την αξιολόγηση-πιστοποίηση κλάδων σπουδών, καθορίζονται με Κανονισμούς. Σχετικός είναι ο Κανονισμός 3(2) ο οποίος προβλέπει ότι "Τα δικαιώματα, τα τέλη και η δαπάνη για την εκπαιδευτική αξιολόγηση-πιστοποίηση κλάδων σπουδών είναι εκείνα που αναφέρονται στον Πίνακα". Στον Πίνακα, όμως, ενώ καθορίζονται τα ποσά για όλες τις άλλες περιπτώσεις, καθορισμός του ποσού της δαπάνης για την αξιολόγηση-πιστοποίηση κλάδων σπουδών δεν περιλαμβάνεται. Η μόνη σχετική αναφορά γίνεται στο εδάφιο (δ) του Πίνακα και αφορά τον τρόπο πληρωμής της δαπάνης, σε δύο στάδια. Περαιτέρω, καθορισμός της δαπάνης αξιολόγησης-πιστοποίησης των κλάδων σπουδών δεν περιέχεται σε κανένα άλλο μέρος των Κανονισμών. Αντ' αυτού, στον Κανονισμό 3(2)(ε) αναφέρονται μόνο εκείνοι που επιφορτίζονται με τον υπολογισμό του συνόλου της δαπάνης, με τελικό αποδέκτη τον Υπουργό, ο οποίος αποφασίζει τελεσίδικα για το σύνολο της δαπάνης, χωρίς, όμως, να καθορίζονται τα στοιχεία που συνιστούν τη δαπάνη αξιολόγησης-πιστοποίησης και ή τα στοιχεία που λαμβάνονται υπόψη για τον καθορισμό της. Ορθά, επομένως, ο πρωτόδικος Δικαστής έκρινε ότι ο υπολογισμός της επίδικης δαπάνης αξιολόγησης-πιστοποίησης των κλάδων σπουδών της εφεσίβλητης, όπως και ο καθορισμός της από τον Υπουργό, εστερούντο νομικού υπόβαθρου.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Έφεση.
Έφεση από τον καθ' ου η αίτηση Υπουργό Παιδείας εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Υπόθεση Αρ. 241/2001), ημερομηνίας 24/5/2002, με την οποία ακύρωσε την απόφαση με την οποία επέβαλε στην αιτήτρια, ιδιωτική σχολή τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, συνολικό ποσό ύψους £19.835,- ως τη δαπάνη για την αξιολόγηση τριών κλάδων σπουδών της σχολής από το Συμβούλιο Εκπαιδευτικής Αξιολόγησης-Πιστοποίησης, κατόπιν σχετικής αίτησής της.
Λ. Λάμπρου-Ουστά, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσείουσα.
Α. Παναγιώτου, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γαβριηλίδης, Δ..
ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Η εφεσίβλητη είναι ιδιωτική σχολή τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Ύστερα από σχετικό αίτημά της, το Συμβούλιο Εκπαιδευτικής Αξιολόγησης-Πιστοποίησης αξιολόγησε τρεις κλάδους σπουδών της. Ακολούθως, ο Υπουργός Παιδείας και Πολιτισμού (ο Υπουργός) καθόρισε ως καταβλητέα από την εφεσίβλητη δαπάνη για την αξιολόγηση-πιστοποίηση τα ποσά των £6.082,70, £9.074,90 και £4.677,40, αντίστοιχα, ήτοι σύνολο £19.835,00.
Το πλαίσιο στη βάση του οποίου γίνεται η αξιολόγηση-πιστοποίηση κλάδων σπουδών περιέχεται στους περί Σχολών Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης Νόμους (Νόμος 67(Ι)/1996, όπως τροποποιήθηκε - ο Νόμος) και στους δυνάμει των άρθρων 31, 68 και 70 τούτου εκδοθέντες περί Ιδιωτικών Σχολών Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης (Τέλη και Δικαιώματα) Κανονισμούς του 1998, (Κ.Δ.Π. 160/98 - οι Κανονισμοί).
Το άρθρο 31 του Νόμου (όπως τροποποιήθηκε από το άρθρο 17 του Ν.67(Ι)/1997) έχει ως εξής:
"31. Ο Ιδιοκτήτης ιδιωτικής σχολής που επιθυμεί την εκπαιδευτική αξιολόγηση-πιστοποίηση οποιουδήποτε κλάδου σπουδών που προσφέρεται από τη σχολή υποβάλλει για το σκοπό αυτό αίτηση στον Υπουργό, συνοδευόμενη από το δικαίωμα εξέτασης όπως αυτό καθορίζεται με κανονισμούς."
Το άρθρο 39 του Νόμου έχει ως εξής:
"39.-(1) Στα μέλη του Συμβουλίου Εκπαιδευτικής Αξιολόγησης-Πιστοποίησης καταβάλλεται από το κράτος τιμητικό επίδομα (Honorarium).
(2) Στα μέλη του Συμβουλίου Εκπαιδευτικής Αξιολόγησης-Πιστοποίησης και των Ομάδων Αξιολόγησης-Πιστοποίησης καταβάλλονται από το κράτος τα έξοδα διαμονής, διατροφής, διακίνησης ή και άλλα έξοδα τα οποία τυχόν θα απαιτηθούν για τη διεκπεραίωση της εργασίας τους.
(3) Το ύψος του τιμητικού επιδόματος και των εξόδων, που προνοούνται στις παραγράφους (1) και (2) του παρόντος άρθρου, καθορίζεται από το Υπουργικό Συμβούλιο κατ' έτος ύστερα από εισήγηση του Υπουργού."
Το άρθρο 68 του Νόμου έχει ως εξής:
"68. Η σχολή καταβάλλει το σύνολο της δαπάνης που απαιτείται για εκπαιδευτική αξιολόγηση-πιστοποίηση κάθε κλάδου σπουδών, όπως αυτό καθορίζεται με κανονισμούς."
Το άρθρο 70 του Νόμου, στο βαθμό που μας ενδιαφέρει, έχει ως εξής:
"70.-(1) Το Υπουργικό Συμβούλιο μπορεί να εκδίδει κανονισμούς, που δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, για τον καθορισμό κάθε θέματος που χρειάζεται ή επιδέχεται καθορισμό και για την καλύτερη εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου.
(2) Χωρίς να επηρεάζεται η γενικότητα του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου, οποιοιδήποτε κανονισμοί μπορεί-
........................................................................................................
(β) να προνοούν για την επιβολή δικαιωμάτων εξέτασης της δήλωσης για ίδρυση και λειτουργία ιδιωτικής σχολής και τελών εγγραφής κλάδων σπουδών, για επιβολή δικαιωμάτων επιθεώρησης ιδιωτικών σχολών και εκπαιδευτικής αξιολόγησης-πιστοποίησης κλάδων σπουδών και να καθορίζουν το ύψος των τελών και των δικαιωμάτων που προνοούνται στον παρόντα Νόμο·
......................................................................................................"
Ο Κανονισμός 3 έχει ως εξής:
"3.-(1) Οι ιδιοκτήτες ιδιωτικών σχολών καταβάλλουν στο Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού-
.......................................................................................................
(δ) το σύνολο της δαπάνης που απαιτείται για την εκπαιδευτική αξιολόγηση-πιστοποίηση κάθε κλάδου σπουδών:
........................................................................................................
2(ε) Το σύνολο της δαπάνης για την εκπαιδευτική αξιολόγηση-πιστοποίηση ενός κλάδου σπουδών υπολογίζεται από το Συμβούλιο Εκπαιδευτικής Αξιολόγησης-Πιστοποίησης, σε συνεργασία με το Διευθυντή Ανώτερης και Ανώτατης Εκπαίδευσης, ο οποίος και υποβάλλει σχετική εισήγηση στον Υπουργό για έγκριση. Ο τελευταίος αποφασίζει τελεσίδικα για το σύνολο της δαπάνης που πρέπει να καταβληθεί για την εκπαιδευτική αξιολόγηση-πιστοποίηση κάθε κλάδου σπουδών και ενημερώνει σχετικά τις σχολές μέσω του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού.
(3) Τα δικαιώματα, τα τέλη και η δαπάνη για την εκπαιδευτική αξιολόγηση-πιστοποίηση κλάδων σπουδών είναι εκείνα που αναφέρονται στον Πίνακα."
Η παράγραφος (δ) του Πίνακα έχει ως εξής:
"(δ) Δαπάνη για αξιολόγηση-πιστοποίηση κλάδου σπουδών
(i) μετά την αποδοχή της αίτησης για εκπαιδευτική αξιολόγηση-πιστοποίηση ενός κλάδου σπουδών, £1000 ως προκαταβολή, και
(ii) μετά την επίσκεψη της Ομάδας Αξιολόγησης-Πιστοποίησης και πριν από τη λήψη απόφασης από το Συμβούλιο Εκπαιδευτικής Aξιολόγησης-Πιστοποίησης, το υπόλοιπο της δαπάνης."
Με την υπ' αρ. 341/2001 προσφυγή η εφεσίβλητη ζήτησε δήλωση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση του Υπουργού, με την οποία της επέβαλε το συνολικό ποσό των £19.835,00 ως δαπάνη ή και έξοδα για την αξιολόγηση-πιστοποίηση των τριών κλάδων σπουδών της, είναι άκυρη.
Ενώπιον του συνάδελφου Δικαστή που εκδίκασε πρωτόδικα την προσφυγή, ο δικηγόρος της εφεσίβλητης εισηγήθηκε ότι ο Υπουργός δεν είχε το δικαίωμα να καθορίσει το τιμητικό επίδομα και τα έξοδα των μελών του Συμβουλίου Εκπαιδευτικής Αξιολόγησης και των Ομάδων Αξιολόγησης-Πιστοποίησης, αφού η προς τούτο αρμοδιότητα ανατίθεται από το άρθρο 39(3) του Νόμου στο Υπουργικό Συμβούλιο και, επομένως, η διαδικασία καθορισμού της δαπάνης αυτής σύμφωνα με τον Κανονισμό 3(2)(ε) είναι αντίθετη με το Νόμο και έξω από τα πλαίσιά του. Πρόσθετα, ο δικηγόρος της εφεσίβλητης εισηγήθηκε ότι, εν πάση περιπτώσει, το περί ου ο λόγος τιμητικό επίδομα και έξοδα δεν είναι καταβλητέα από την εφεσίβλητη αλλά από τη Δημοκρατία. Παρέπεμψε προς τούτο στη ρητή διάταξη του άρθρου 39 του Νόμου σύμφωνα με την οποία τα εν λόγω ποσά καταβάλλονται "από το κράτος". Υποστήριζε, επίσης, ότι αν και το άρθρο 68 του Νόμου αναφέρεται στο σύνολο της δαπάνης αξιολόγησης "όπως αυτό καθορίζεται με κανονισμούς", οι Κανονισμοί δεν καθορίζουν, ουσιαστικά, οτιδήποτε. Με αποτέλεσμα ο υπολογισμός της δαπάνης αξιολόγησης-πιστοποίησης των κλάδων σπουδών της εφεσίβλητης, όπως και ο καθορισμός της από τον Υπουργό, να στερούνται του αναγκαίου νομικού υπόβαθρου.
Εις απάντηση, η δικηγόρος της εφεσείουσας επικαλέσθηκε το άρθρο 68 του Νόμου, όπως και τον Κανονισμό 3(1)(δ) όπου προβλέπεται ότι το σύνολο της δαπάνης αξιολόγησης-πιστοποίησης κάθε κλάδου σπουδών καταβάλλεται από τη σχολή. Άρα, υποστήριζε, και το τιμητικό επίδομα και τα έξοδα του Συμβουλίου Εκπαιδευτικής Αξιολόγησης-Πιστοποίησης και των Ομάδων Αξιολόγησης-Πιστοποίησης. Παρέπεμψε, επίσης, σε πρακτικά του Υπουργικού Συμβουλίου, ημερομηνίας 16.10.1997 και 1 / 2.6.1997, για να καταδείξει ότι υπήρχε απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου ως προς ορισμένα ποσά, απόφαση στην οποία στηρίχθηκε ο Υπουργός.
Ο συνάδελφος Δικαστής αποδέχθηκε την προσφυγή και ακύρωσε την απόφαση του Υπουργού με το ακόλουθο σκεπτικό:
"Είναι η άποψη μου ότι υπάρχει διάσταση μεταξύ των εν λόγω δύο άρθρων του Νόμου. Υπό αυτές τις συνθήκες, δεν είμαι διατεθειμένος να δεχθώ ότι το άρθρο 68 πρέπει να επικρατήσει του άρθρου 39. Και διότι, κυρίως, η πρόνοια του άρθρου 39 είναι όχι μόνο σαφής αλλά και ειδική σε σχέση με τα αναφερόμενα ποσά, και διότι, προκειμένου περί αμφιβολίας ως προς την πρόθεση του νομοθέτη, το άρθρο 39 παρέχει ευνοϊκότερο αποτέλεσμα για το διοικούμενο. Εξ άλλου, ούτε στο Νόμο ούτε στους Κανονισμούς καθορίζεται η εμβέλεια του όρου "δαπάνη" στο άρθρο 68, και θεωρώ αμφίβολο αν ο όρος θα μπορούσε να περιλαμβάνει εν πάση περιπτώσει το τιμητικό επίδομα (Honorarium) που προβλέπεται στο άρθρο 39. Αυτή τούτη η έννοια του honorarium είναι διάφορη της έννοιας της δαπάνης πληρωμής εξόδων. Περαιτέρω, το άρθρο 68 προνοεί ότι η καταβλητέα από τη σχολή δαπάνη καθορίζεται από κανονισμούς. Τα αναφερόμενα στο άρθρο 39 όμως ως καταβλητέα από το κράτος ποσά ρητά προνοείται ότι καθορίζονται από το Υπουργικό Συμβούλιο. Τούτο ενισχύει έτι περαιτέρω τη θέση ότι η αναφερόμενη στο άρθρο 68 δαπάνη δεν καλύπτει και τα αναφερόμενα στο άρθρο 39 ποσά.
Ο κ. Παναγιώτου προβαίνει και σε μια ευρύτερη εισήγηση. Το άρθρο 68, λέγει, αναφέρεται στο σύνολο της δαπάνης αξιολόγησης "όπως αυτό καθορίζεται με κανονισμούς": Η Κ.Δ.Π. 160/98 όμως δεν καθορίζει ουσιαστικά οτιδήποτε. Και αυτή η εισήγηση, η οποία δεν απαντάται, ευσταθεί. Ο Κανονισμός 3(2)(ε) προβλέπει από ποίον υπολογίζεται η δαπάνη αξιολόγησης, δεν καθορίζει όμως τα στοιχεία τα οποία λαμβάνονται υπ' όψη για τον καθορισμό της δαπάνης. Ο Κανονισμός 3(3) δεν είναι πιο διαφωτιστικός αφού λέγει ότι η δαπάνη είναι εκείνη που αναφέρεται στον Πίνακα. Στον Πίνακα όμως δεν γίνεται οποιοσδήποτε τέτοιος καθορισμός παρά μόνο αναφορά στα δύο στάδια κατά τα οποία καταβάλλεται η δαπάνη αξιολόγησης. Εστερείτο λοιπόν νομικού υποβάθρου ο υπολογισμός της δαπάνης αξιολόγησης των κλάδων σπουδών της Αιτήτριας και ο καθορισμός της από τον Υπουργό."
Με την ενώπιόν μας έφεση η εφεσείουσα αμφισβητεί την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης.
Προβάλλεται ως λόγος έφεσης ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι υπήρχε διάσταση μεταξύ των άρθρων 39 και 68 του Νόμου και ότι η αναφερόμενη στο άρθρο 68 δαπάνη δεν καλύπτει και τα αναφερόμενα στο άρθρο 39 τιμητικό επίδομα και έξοδα. Σύμφωνα με τη δικηγόρο της εφεσείουσας, τα άρθρα 39 και 68 του Νόμου, ορθά ερμηνευόμενα, έχουν την έννοια ότι αν και απέναντι στα μέλη του Συμβουλίου Εκπαιδευτικής Αξιολόγησης-Πιστοποίησης και των Ομάδων Αξιολόγησης-Πιστοποίησης υπόλογο για την καταβολή της αμοιβής τους είναι το κράτος, εν τούτοις, και σύμφωνα με το άρθρο 68, η σχολή πρέπει να καταβάλει, εν τέλει, στο κράτος το σύνολο της δαπάνης ανάμεσα στην οποία είναι και το ύψος του τιμητικού επιδόματος και των εξόδων. Το κράτος, δηλαδή, αναλαμβάνει αρχικά την πληρωμή του προβλεπόμενου από το άρθρο 39 του Νόμου τιμητικού επιδόματος και των εξόδων με σκοπό, μετά το πέρας της αξιολόγησης-πιστοποίησης των κλάδων σπουδών, το τιμητικό επίδομα και τα έξοδα να ζητηθούν από τις ιδιωτικές σχολές των οποίων οι κλάδοι έτυχαν αξιολόγησης-πιστοποίησης, όπως προβλέπεται από το άρθρο 68 του ίδιου Νόμου. Δεν υπάρχει, επομένως, διάσταση μεταξύ των δύο άρθρων του Νόμου. Αρκεί να αναγνωσθούν σε συνδυασμό μεταξύ τους.
Ο προβαλλόμενος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί. Σύμφωνα με το άρθρο 39 του Νόμου το τιμητικό επίδομα και τα άλλα έξοδα καταβάλλονται στα μέλη του Συμβουλίου Εκπαιδευτικής Αξιολόγησης-Πιστοποίησης και στις Ομάδες Αξιολόγησης-Πιστοποίησης "από το κράτος", το δε ύψος τους "καθορίζεται από το Υπουργικό Συμβούλιο κατ' έτος ύστερα από εισήγηση του Υπουργού". Το σύνολο της δαπάνης, περί της οποίας το άρθρο 68 του Νόμου, "όπως αυτό καθορίζεται με κανονισμούς", καταβάλλεται από τη σχολή. Είναι, κατά την άποψή μας, πρόδηλο ότι τα δύο άρθρα είναι ανεξάρτητα μεταξύ τους. Το άρθρο 39 προβλέπει για καταβολή "από το κράτος" τιμητικού επιδόματος και εξόδων το ύψος των οποίων καθορίζεται "κατ' έτος" από "το Υπουργικό Συμβούλιο". Το άρθρο 68 προβλέπει για "σύνολο της δαπάνης" κλπ. "όπως αυτό καθορίζεται με κανονισμούς". Ανεξάρτητα όμως τούτου, όπως ορθά παρατήρησε ο συνάδελφος Δικαστής, δεν υπάρχει απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου που να καθορίζει το ύψος του τιμητικού επιδόματος και των εξόδων για το έτος 2000 στο οποίο αφορούν οι επίδικες αξιολογήσεις-πιστοποιήσεις. Ο δε Υπουργός δεν είχε ασφαλώς την εξουσία να καθορίσει το ύψος του τιμητικού επιδόματος και των εξόδων περί των οποίων το άρθρο 39 του Νόμου.
Προβάλλεται, επίσης, ως λόγος έφεσης ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι ο υπολογισμός της δαπάνης αξιολόγησης-πιστοποίησης των κλάδων σπουδών της εφεσίβλητης και ο καθορισμός της από τον Υπουργό, εστερείτο νομικού υπόβαθρου. Σύμφωνα με τη δικηγόρο της εφεσείουσας, ο υπολογισμός της δαπάνης αξιολόγησης-πιστοποίησης των κλάδων σπουδών της εφεσίβλητης και ο καθορισμός της από τον Υπουργό, προβλέπεται από τους Κανονισμούς 3(1)(δ), 3(2)(δ)(ε), όπως και από τον προβλεπόμενο από τον Κανονισμό 3 Πίνακα.
Και αυτός ο λόγος είναι αβάσιμος. Η δαπάνη που προβλέπεται στο άρθρο 68 του Νόμου, όπως και τα δικαιώματα και τέλη που προβλέπονται στα άρθρα 70(1) και 70(2)(β) του Νόμου, και το ύψος τους, μεταξύ των οποίων και τα αφορούντα την αξιολόγηση-πιστοποίηση κλάδων σπουδών, καθορίζονται με Κανονισμούς. Σχετικός είναι ο Κανονισμός 3(2) ο οποίος προβλέπει ότι "Τα δικαιώματα, τα τέλη και η δαπάνη για την εκπαιδευτική αξιολόγηση-πιστοποίηση κλάδων σπουδών είναι εκείνα που αναφέρονται στον Πίνακα". Στον Πίνακα, όμως, ενώ καθορίζονται τα ποσά για όλες τις άλλες περιπτώσεις, καθορισμός του ποσού της δαπάνης για την αξιολόγηση-πιστοποίηση κλάδων σπουδών δεν περιλαμβάνεται. Η μόνη σχετική αναφορά γίνεται στο εδάφιο (δ) του Πίνακα και αφορά τον τρόπο πληρωμής της δαπάνης, σε δύο στάδια. Περαιτέρω, καθορισμός της δαπάνης αξιολόγησης-πιστοποίησης των κλάδων σπουδών δεν περιέχεται σε κανένα άλλο μέρος των Κανονισμών. Αντ' αυτού, στον Κανονισμό 3(2)(ε) αναφέρονται μόνο εκείνοι που επιφορτίζονται με τον υπολογισμό του συνόλου της δαπάνης, με τελικό αποδέκτη τον Υπουργό, ο οποίος αποφασίζει τελεσίδικα για το σύνολο της δαπάνης, χωρίς, όμως, να καθορίζονται τα στοιχεία που συνιστούν τη δαπάνη αξιολόγησης-πιστοποίησης και ή τα στοιχεία που λαμβάνονται υπόψη για τον καθορισμό της. Ορθά, επομένως, ο συνάδελφος Δικαστής έκρινε ότι ο υπολογισμός της επίδικης δαπάνης αξιολόγησης-πιστοποίησης των κλάδων σπουδών της εφεσίβλητης, όπως και ο καθορισμός της από τον Υπουργό, εστερούντο νομικού υπόβαθρου.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εις βάρος της εφεσείουσας.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.