ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
(2004) 3 ΑΑΔ 536
13 Σεπτεμβρίου, 2004
[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΑΛΛΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,
2. ΕΦΟΡΟΥ ΤΕΛΩΝ ΧΑΡΤΟΣΗΜΟΥ,
Εφεσείοντες-Καθ' ων η αίτηση,
v.
CLARIDGE INVESTMENTS LTD,
Εφεσιβλήτων-Αιτητών.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 3338)
Οι περί Χαρτοσήμων Νόμοι του 1964-1992 ― Στοιχείο 12(α)(i) του Πρώτου Παραρτήματος ― Χαρτοσήμανση Χρεογράφων ― Ορθά ζητήθηκε η χαρτοσήμανση ενός εκάστου ξεχωριστά των χρεογράφων αξίας £1, τα οποία παραχωρούνταν σε πακέτο των 100 χρεογράφων ― Ακυρωτική πρωτόδικη απόφαση ανατράπηκε.
Οι περί Χαρτοσήμων Νόμοι του 1964-1992 ― Άρθρο 5(1) του Νόμου ― Συμφωνία εγγύησης για έκδοση χρεογράφων ― Ορθά θεωρήθηκε ξεχωριστή συμφωνία και ζητήθηκε η χαρτοσήμανσή της ― Δεν αποτελούσε «μέρος του εγγράφου» ― Ακυρωτική πρωτόδικη απόφαση ανατράπηκε.
Η εφεσείουσα Δημοκρατία, επεδίωξε με την έφεσή της, ανατροπή της πρωτόδικης ακυρωτικής απόφασης με την οποία ακυρώθηκε η απόφαση του Εφόρου Τελών Χαρτοσήμου να ζητήσει την χαρτοσήμανση ενός εκάστου των εκδοθέντων χρεογράφων αξίας £1, καθώς και της συμφωνίας εγγύησης ξεχωριστά.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, επιτρέποντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
1. Είναι προφανές από τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του Εφόρου από τους εφεσίβλητους πως η έκδοση ήταν για χρεόγραφα αξίας £1 και όχι £100. Το γεγονός ότι θα παραχωρούνταν μόνο ανά 100 ή πολλαπλάσια αυτών, αφορούσε τη μέθοδο διάθεσης τους και όχι την έκδοσή τους. Στα στοιχεία αυτά δηλώθηκε πως θα εκδίδονταν στο άρτιο 1.900.000 χρεόγραφα αξίας £1 και δεν μπορούν τώρα οι αιτητές να ισχυρίζονται το αντίθετο. Εάν επιθυμούσαν θα μπορούσαν να εκδώσουν χρεόγραφα αξίας £100 το καθένα και σε τέτοια περίπτωση θα φορολογούνταν με βάση το δικό τους υπολογισμό.
2. Oι πρόνοιες του Άρθρου 5(ι) του Νόμου καταδεικνύουν τη λανθασμένη προσέγγιση επί του θέματος από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Προκύπτει πως οι συμφωνίες εγγύησης δεν μπορεί να θεωρηθούν ως έγγραφα που είναι μέρος της ίδιας δικαιοπραξίας. Οι συμφωνίες εγγύησης είναι εντελώς ξεχωριστές συμφωνίες και δεν συνιστούν «πλείονα του ενός έγγραφα» που χρησιμοποιούνται για την περάτωση της δικαιοπραξίας, αφού η δικαιοπραξία είναι η έκδοση των χρεογράφων, μια διαφορετική, ξεχωριστή πράξη. Επισημαίνεται ενδεικτικά και το γεγονός ότι η εγγύηση διδόταν από τρίτο πρόσωπο που δεν ήταν μέρος της δικαιοπραξίας έκδοσης των χρεογράφων.
Δεν ήταν ορθή η θέση του πρωτόδικου Δικαστή ότι «απαραίτητη προϋπόθεση της έκδοσης των χρεογράφων ήταν η ύπαρξη εγγύησης ως στοιχείου της έκδοσης».
Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.
Αναφερόμενη Υπόθεση:
Τράπεζα Κύπρου Λτδ v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 259/97, ημερ. 31/8/1999.
Έφεση.
Έφεση από τους Kαθ' ων η αίτηση εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Yπόθεση Aρ. 221/99), ημερομηνίας 18/10/2001, με την οποία ακυρώθηκε η απόφαση επιβολής στους αιτητές, δημόσιας εταιρείας περιορισμένης ευθύνης διά μετοχών, διαφόρων ποσών, σαν τέλη χορτοσήμου για την έκδοση από αυτούς χρεογράφων και έγγραφου καταπιστεύματος και τη σύναψη συμφωνιών εγγύησης μεταξύ των Eπιτρόπων (Trustees) φύλαξης των δικαιωμάτων των κατόχων χρεογράφων και της Tράπεζας με βάση την πρώτη περίπτωση του στοιχείου 12(α)(i) του Πρώτου Παραρτήματος των περί Xαρτοσήμων Nόμων 1964-1992.
Δ. Κούσιου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσείοντες.
Α. Κουντουρή, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Π. Αρτέμη, Δ.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Οι εφεσίβλητοι-αιτητές, που είναι δημόσια εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με μετοχές, προέβηκαν στην έκδοση χρεογράφων και εγγράφου καταπιστεύματος ημερομηνίας 29.12.93 και επίσης συνήψαν συμφωνίες εγγύησης ημερομηνίας 29.12.93 και 1.2.94 μεταξύ των Επιτρόπων (Trustees) φύλαξης των δικαιωμάτων των κατόχων χρεογράφων και της Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας Λτδ.
Όταν τα πιο πάνω περιήλθαν στη γνώση του, ο Έφορος Τελών Χαρτοσήμου ζήτησε να υποβληθούν τα έγγραφα για να τύχουν χαρτοσήμανσης. Στη συνέχεια και με βάση τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιόν του, ο Έφορος υπολόγισε τα πληρωτέα τέλη, απαιτώντας την πληρωμή διαφόρων κονδυλίων, σύμφωνα με το περιεχόμενο επιστολής του προς τους αιτητές, ημερομηνίας 12.2.99.
Οι αιτητές αμφισβήτησαν την ορθότητα της πιο πάνω απόφασης και πρωτόδικα πέτυχαν την ακύρωσή της. Η πιο πάνω ακυρωτική απόφαση εφεσιβλήθηκε από τους καθ' ων η αίτηση. Οι λεπτομέρειες των γεγονότων και στοιχείων που ήταν ενώπιον του Εφόρου παρατίθενται στην πρωτόδικη απόφαση και είναι τα πιο κάτω:
Στο έγγραφο έκδοσης των χρεογράφων «Πρόσκληση για εγγραφή /Prospectus» ημερ. 14.1.94 καθορίζονται οι λεπτομέρειες των υπό έκδοση χρεογράφων. Στην πρώτη σελίδα της «πρόσκλησης για εγγραφή» αναφέρεται ότι θα «εκδοθούν στο άρτιο 1900000 χρεόγραφα 1999/2001 με τιμές αποπληρωμής £1.07 για κάθε χρεόγραφο αξίας £1.-»
Στη σελίδα 2 της πρόσκλησης για εγγραφή κάτω από τον τίτλο «Ερμηνεία Ορων» ο όρος «χρεόγραφο» ερμηνεύεται ότι «σημαίνει 8% εγγυημένα χρεόγραφα λήξης 1999/2001 με τιμή αποπληρωμής £1,07 για κάθε χρεόγραφο αξίας £1.-».
Στο «Έγγραφο Καταπιστεύματος» ημερ. 29.12.1993 ο όρος «χρεόγραφα» σημαίνει «τα χρεόγραφα που εκδίδονται από την Εταιρεία στο άρτιο σε αξία ΛΚ1.00 το καθένα, λήξης 1999/2001 και διέπονται από τους όρους και τις πρόνοιες που περιλαμβάνονται σ' αυτό το έγγραφο».
Στην «Περίληψη Πρόσκλησης για Εγγραφή» ως «τιμή έκδοσης» ότι τα χρεόγραφα θα εκδοθούν «στο άρτιο στην τιμή της £1.- το καθένα».
Στο μέρος IV της πρόσκλησης για εγγραφή, «ΛΕΠΤΟΜΕΡΗ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΗΣ ΠΑΡΟΥΣΑΣ ΠΡΟΣΚΛΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΓΓΡΑΦΗ» ως τιμή έκδοσης των χρεογράφων αναφέρεται ότι αυτά θα εκδοθούν «στο άρτιο στην τιμή της £1.- το καθένα, με ελάχιστο ποσό εγγραφής £100.- ολόκληρο το αιτούμενο ποσό πρέπει να καταβληθεί με την αίτηση μέχρι την 31η Ιανουαρίου 1994».
Στο ίδιο μέρος IV αναφέρεται επίσης ότι «τα χρεόγραφα θα εγγραφούν στο Μητρώο των κατόχων που θα τηρεί η Εταιρεία και θα μεταβιβάζονται σε πολλαπλάσια των £100.- με εγκεκριμένο τύπο εγγράφου μεταβίβασης που θα παραδίδεται ή θα αποστέλλεται στην εταιρεία μαζί με το πιστοποιητικό χρεογράφων».
Το στοιχείο 12(α)(i) του Πρώτου Παραρτήματος των περί Χαρτοσήμων Νόμων του 1964 μέχρι 1992 προνοεί τα ακόλουθα:
«12. ΕΤΑΙΡΕΙΕΣ:
(α) Ομολογία (debenture) η οποία είναι εμπορεύσιμο αξιόγραφο:
Επί του ποσού της ομολογίας (debenture):
(i) Αν αυτή μεταβιβάζεται με οπισθογράφιση ή
με χωριστό μεταβιβαστικό έγγραφο:
Αν δεν υπερβαίνει τις £25 .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. Πέντε σεντ
Αν υπερβαίνει τις £25, όχι όμως τις £50 .. .. .. .. Δέκα σεντ
Αν υπερβαίνει τις £50,
όχι όμως τις £100 .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. .. Είκοσι πέντε σεντ
Για κάθε £100 ή μέρος των £100
για το ποσό που υπερβαίνει τις £100 .. .. .. .. .. Πενήντα σεντ
(ii) . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Ο όρος «ομολογία» (debenture) περιλαμβάνει και τα τοκομερίδια, το ποσό των οποίων όμως δεν λαμβάνεται υπόψη κατά τον υπολογισμό του τέλους χαρτοσήμου».
Ο Έφορος επέβαλε τέλος χαρτοσήμου ξεχωριστά για κάθε χρεόγραφο αξίας £1, εφαρμόζοντας την πρώτη περίπτωση του 12(α)(i), ενώ ήταν η θέση των εφεσίβλητων ότι θα έπρεπε να εφαρμοστεί η τέταρτη περίπτωση του πιο πάνω στοιχείου, δηλαδή επιβολή τέλους χαρτοσήμου με βάση τις £100, αφού τα χρεόγραφα θα μεταβιβάζονταν μόνο σε πολλαπλάσια των £100. Αποτέλεσμα της πιο πάνω επιβολής φορολογίας τέλους χαρτοσήμου ήταν να απαιτεί ο Έφορος ποσό δεκαπλάσιο εκείνου, που κατά τη γνώμη των εφεσίβλητων, έπρεπε να επιβληθεί.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε τη θέση των εφεσίβλητων, κρίνοντας ότι το τέλος θα έπρεπε να επιβληθεί με βάση την τέταρτη περίπτωση του στοιχείου 12(α)(i), αφού η μεταβίβαση των χρεογράφων θα γινόταν σε "πακέτα" των 100 ή πολλαπλάσια αυτών, θεωρώντας ότι πρόθεση του νομοθέτη δεν μπορούσε να ήταν η χαρτοσήμανση καθενός χρεογράφου αξίας £1 ξεχωριστά, ώστε να πληρώσει ο φορολογούμενος το δεκαπλάσιο.
Η πιο πάνω θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Είναι προφανές από τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του Εφόρου από τους εφεσίβλητους πως η έκδοση ήταν για χρεόγραφα αξίας £1 και όχι £100. Το γεγονός ότι θα παραχωρούνταν μόνο ανά 100 ή πολλαπλάσια αυτών, αφορούσε τη μέθοδο διάθεσης τους και όχι την έκδοσή τους. Στα στοιχεία αυτά δηλώθηκε πως θα εκδίδονταν στο άρτιο 1.900.000 χρεόγραφα αξίας £1 και δεν μπορούν τώρα οι αιτητές να ισχυρίζονται το αντίθετο. (Δέστε και απόφαση Π. Καλλή στην Τράπεζα Κύπρου Λτδ ν. Δημοκρατία, Αρ. Πρ. 259/97, ημερ. 31.8.99). Εάν επιθυμούσαν θα μπορούσαν να εκδώσουν χρεόγραφα αξίας £100 το καθένα και σε τέτοια περίπτωση θα φορολογούνταν με βάση το δικό τους υπολογισμό.
Περαιτέρω, ενώ ο Έφορος είχε απαιτήσει κανονική χαρτοσήμανση των συμφωνιών εγγύησης, οι εφεσίβλητοι πρόβαλαν τη θέση πως οι εν λόγω συμφωνίες δεν έπρεπε να χαρτοσημανθούν ad valorem, αφού αυτές αποτελούσαν δευτερεύοντα έγγραφα της έκδοσης των χρεογράφων, γεγονός που συνάγεται από την πρόσκληση για εγγραφή, όπου γίνεται αναφορά σε «εγγυημένα χρεόγραφα» και από το έγγραφο καταπιστεύματος (trust deed). Τη θέση αυτή δέχθηκε ο πρωτόδικος Δικαστής.
Σχετικό είναι το άρθρο 5(1) του Νόμου που προβλέπει τα πιο κάτω:
«5(1) Οσάκις, εν τη περιπτώσει οιασδήποτε συμβάσεως ή μνημονίου συμβάσεως χρησιμοποιώνται πλείονα του ενός έγγραφα διά την περάτωσιν της δικαιοπραξίας (είτε ταύτα συντάττονται συγχρόνως, είτε κατά διάφορον χρόνον) μόνον το κύριον έγγραφον θα υπόκειται εις το εν των Πρώτω Παραρτήματι καθοριζόμενον τέλος χαρτοσήμου δια την ειρημένην σύμβασιν ή μνημόνιον συμβάσεως, έκαστον δε των λοιπών εγγράφων θα υπόκειται εις τέλος χαρτοσήμου μίας λίρας αντί του εν των ειρημένω Παραρτήματι τυχόν καθοριζομένου τέλους».
Είναι σαφές, κατά την άποψη μας, πως οι πρόνοιες του άρθρου αυτού καταδεικνύουν τη λανθασμένη προσέγγιση επί του θέματος από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Προκύπτει πως οι συμφωνίες εγγύησης δεν μπορεί να θεωρηθούν ως έγγραφα που είναι μέρος της ίδιας δικαιοπραξίας. Οι συμφωνίες εγγύησης είναι εντελώς ξεχωριστές συμφωνίες και δεν συνιστούν «πλείονα του ενός έγγραφα» που χρησιμοποιούνται για την περάτωση της δικαιοπραξίας, αφού η δικαιοπραξία είναι η έκδοση των χρεογράφων, μια διαφορετική, ξεχωριστή πράξη. Επισημαίνουμε ενδεικτικά και το γεγονός ότι η εγγύηση διδόταν από τρίτο πρόσωπο που δεν ήταν μέρος της δικαιοπραξίας έκδοσης των χρεογράφων.
Καταλήγοντας, κρίνουμε πως δεν ήταν ορθή η θέση του πρωτόδικου Δικαστή ότι «απαραίτητη προϋπόθεση της έκδοσης των χρεογράφων ήταν η ύπαρξη εγγύησης ως στοιχείου της έκδοσης».
Για τους πιο πάνω λόγους κρίνουμε πως η διοικητική απόφαση του Εφόρου για την επιβολή τελών χαρτοσήμου καθώς και για σχετικές επιβαρύνσεις ήταν ορθή.
Η έφεση γίνεται αποδεκτή, η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και η επίδικη διοικητική απόφαση επικυρώνεται στην ολότητά της. Επιδικάζονται έξοδα υπέρ των εφεσειόντων, τόσο κατ' έφεση όσο και πρωτόδικα.
Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.