ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Δεν έχει εντοπιστεί νομοθεσία ή απόφαση ή δικονομικός θεσμός στον οποίο να κάνει αναφορά η απόφαση αυτή

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

(2004) 3 ΑΑΔ 306

19 Απριλίου, 2004

[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΑΡΕΣΤΗΣ, Δ/στές]

ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ Α. ΚΟΚΚΙΝΟΣ,

Εφεσείων,

v.

1. ΑΡΧΗΣ ΛΙΜΕΝΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,

2. ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,

Εφεσιβλήτων.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 3247)

 

Αρχή Λιμένων Κύπρου ― Διορισμοί ― Αποχώρηση μέλους σε προκαταρκτική συνεδρία πριν την υποβολή υποψηφιοτήτων ― Στην απουσία οποιουδήποτε άλλου στοιχείου, δεν αποδεικνύεται κώλυμα.

Αρχή Λιμένων Κύπρου ― Διορισμοί ― Αξία ― Βαθμολογίες ― Εύλογα και νόμιμα αγνοήθηκαν δυσμενείς βαθμολογίες, εφόσον ήταν παράτυπες.

Αναθεωρητική Έφεση ― Λόγοι Έφεσης ― Ανεπίτρεπτη εισαγωγή νέου λόγου έφεσης στην αιτιολογία άλλου λόγου έφεσης.

Αρχή Λιμένων Κύπρου ― Διορισμοί ― Προφορικές Συνεντεύξεις ― Αξιολόγηση από τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου ― Η διαφοροποίηση της αξιολόγησης δεν αποδεικνύει αυθαιρεσία ή έλλειψη αντικειμενικότητας.

Αρχή Λιμένων Κύπρου ― Διορισμοί ― Πείρα ― Απόδοση σημασίας στην προηγούμενη χρήσιμη πείρα σε άλλη θέση, δεν συνιστούσε θυματοποίηση του αιτητή ― Δεν επρόκειτο για πρόσδοση σημασίας σε ανάθεση καθηκόντων εντός της υπηρεσίας.

Αρχή Λιμένων Κύπρου ― Διορισμοί ― Θέση Γενικού Διευθυντή ― Ψηλά στην ιεραρχία ― Αιτιολογία ― Ευρεία διακριτική ευχέρεια πρόσδοσης σημασίας στην υπεροχή στην προφορική συνέντευξη και στη μακρά πείρα του επιλεγέντος.

Ο εφεσείων επεδίωξε, τόσο πρωτόδικα, όσο και κατ' έφεση, την ακύρωση του διορισμού του ενδιαφερόμενου μέρους στη θέση Γενικού Διευθυντή.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

1.  Δεν υπάρχουν συγκεκριμένα στοιχεία που να τεκμηριώνουν κώλυμα του κ. Κουζαπά. Ένας σημαντικός παράγοντας που πρέπει να είναι υπ' όψη, είναι ότι η αποχώρηση του κ. Κουζαπά έγινε κατά την πρώτη συνεδρία κατά την οποία θα εξετάζετο προσχέδιο της γνωστοποίησης σε σχέση με ενδεχόμενη προκήρυξη της θέσης, η οποία και απεφασίσθη. Δεν υπήρχαν λοιπόν ούτε καν αιτήσεις και υποψήφιοι προς οποιοδήποτε των οποίων ενδεχομένως ο κ. Κουζαπάς να εκωλύετο, ούτε προκύπτει άλλο υπόβαθρο προς το οποίο ενδεχόμενο κώλυμα του κ. Κουζαπά να μπορούσε να συνδέετο.

2.  Άλλος λόγος έφεσης αφορά την απόρριψη από τον Πρωτόδικο Δικαστή της εισήγησης του Εφεσείοντα, ότι κακώς το Διοικητικό Συμβούλιο είχε αποφασίσει να μην λάβει υπ' όψη μερικές δυσμενείς βαθμολογίες στις υπηρεσιακές εκθέσεις του Ενδιαφερομένου Μέρους για τα έτη 1977-1982. Η αιτιολογία που προσφέρεται στο λόγο έφεσης δεν διακρίνεται από σαφήνεια. Στο βαθμό που συμπλέκει την επιχειρηματολογία της με την έλλειψη αξιολογήσεων του Ενδιαφερομένου Μέρους για τα έτη 1996 και 1997 είναι εκτός του λόγου έφεσης και επιχειρεί ανεπίτρεπτη εισαγωγή στο λόγο έφεσης του θέματος εκείνου ως προς το οποίο μάλιστα οι σχετικές εισηγήσεις του Αιτητή ενώπιον του Δικαστή είχαν απορριφθεί χωρίς η πτυχή αυτής της απόφασης να προσβάλλεται. Κατά τα λοιπά, το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση του Πρωτόδικου Δικαστή εκφράζει και την άποψη του Δικαστηρίου.

3.  Η διαφοροποίηση της αξιολόγησης μεταξύ των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου δεν αποκαλύπτει αυθαιρεσία ή έλλειψη αντικειμενικότητας, αλλά εκφράζει τη φύση της λειτουργίας του συλλογικού οργάνου ως αποτελούμενου από αριθμό μελών κάθε ένα από τα οποία έχει υποχρέωση να ασκήσει τη δική του κρίση στα πλαίσια της λήψης συλλογικής απόφασης. Έτσι είναι που διαμορφώνεται η κατά το δυνατό σύγκλιση που διαμορφώνει την επικρατούσα συλλογική άποψη στο τέλος της ημέρας.  Εδώ η σύγκλιση αυτή εβάρυνε προς την εξαίρετη αξιολόγηση του Ενδιαφερόμενου Μέρους έστω και αν υπήρχε μια διάφορη, και εν πάση περιπτώσει όχι ταυτόσημη, άποψη. Παραγνωρίζει όμως περαιτέρω η εισήγηση ότι η συνολική αξιολόγηση του Ενδιαφερόμενου Μέρους ήταν σαφώς καλύτερη της αντίστοιχης του Εφεσείοντα, η απόδοση του οποίου αξιολογήθηκε ως εξαίρετη μόνο από δύο μέλη, ως πολύ καλή από ένα μέλος και ως καλή από τα άλλα έξι μέλη. Εν πάση περιπτώσει λοιπόν, υπερείχε το Ενδιαφερόμενο Μέρος ως προς την απόδοση στην προφορική συνέντευξη. Εξ άλλου, η επιλογή του Ενδιαφερόμενου Μέρους έναντι του Εφεσείοντα έγινε στη βάση σύγκρισης ως προς όλα τα στοιχεία και εδόθη πλήρης και ειδική αιτιολογία για την άποψη υπεροχής του Ενδιαφερομένου Μέρους.

4.  Παράπονο διατυπώνεται και ως προς την κατάληξη του Πρωτόδικου Δικαστή, ότι η απόδοση σημασίας από το Διοικητικό Συμβούλιο στο γεγονός ότι το Ενδιαφερόμενο Μέρος είχε μακρά και αποτελεσματική υπηρεσία στη θέση του Διευθυντή Προσωπικού και Διοίκησης δεν συνιστούσε θυματοποίηση και άνιση μεταχείριση του Εφεσείοντα. Παρατίθεται το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση στο οποίο, καθ' όσον εκφράζει πλήρως και την αντίληψη του Δικαστηρίου, δεν προστίθεται τίποτε άλλο:

"Δεν έχουμε εδώ την περίπτωση ανάθεσης καθηκόντων στον ένα υπάλληλο. Η έμφαση τοποθετείται στο γεγονός ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο ασκούσε τα καθήκοντα που τον εξόπλιζαν με μεγάλη πείρα, χρήσιμη για τη θέση, από το 1977 όταν ο αιτητής δεν υπηρετούσε καν στην Αρχή".

5.  Το Διοικητικό Συμβούλιο σημείωσε ότι η οποιαδήποτε επί μέρους υπεροχή άλλων υποψηφίων έναντι του Ενδιαφερόμενου Μέρους σε αξία στις υπηρεσιακές εκθέσεις ήταν ήσσονος σημασίας και δεν αποκάλυπτε εμφανή υπεροχή τους.  Η θεώρηση αυτή δεν ήταν πεπλανημένη, όπως δεν ήταν πεπλανημένη η άποψη του Διοικητικού Συμβουλίου ότι ούτε τα υπέρτερα ακαδημαϊκά και επαγγελματικά προσόντα του Εφεσείοντα και άλλων υποψηφίων, που μάλιστα δεν ήσαν προβλεπόμενα ως πλεονέκτημα στο σχέδιο υπηρεσίας, αν και χρήσιμα, δεν μετέβαλλαν ουσιωδώς τη συνολική εικόνα και δεν τους προσέδιδαν τέτοια υπεροχή για διεκδίκηση της θέσης του Γενικού Διευθυντή. Προκειμένου περί της ψηλότερης θέσης στην ιεραρχία, το Διοικητικό Συμβούλιο είχε ευρεία διακριτική εξουσία την οποία δεν υπερέβη, ως εκ του ότι έδωσε βαρύτητα στην αρχαιότητα του Ενδιαφερόμενου Μέρους και στην απόδοση του στην προφορική συνέντευξη, από την οποία, όπως παρατήρησε το Διοικητικό Συμβούλιο, διαπίστωσε ότι αυτός είχε αφομοιώσει τη μακρά πείρα του και είχε τη δυνατότητα να την αξιοποιήσει στην θέση του Γενικού Διευθυντή.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Έφεση.

Έφεση από τον αιτητή εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Υπόθεση Αρ. 920/99), ημερομηνίας 10/5/2001, με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή του εναντίον της απόφασης του Διοικητικού Συμβουλίου της Εφεσίβλητης Αρχής Λιμένων για διορισμό του Ενδιαφερόμενου Μέρους στη θέση του Γενικού Διευθυντή της Αρχής, η οποία εγκρίθηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο με βάση το Άρθρο 3 των περί Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου (Διορισμός Γενικών Διευθυντών) Νόμων του 1990 και 1992.

Α. Σ. Αγγελίδης, για τον Εφεσείοντα.

Ν. Παπαευσταθίου, για την Εφεσίβλητη 1.

Μ. Φλωρέντζος, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Εφεσίβλητο 2.

Α. Κωνσταντίνου, για το Ενδιαφερόμενο μέρος.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Δ. Χατζηχαμπής.

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Με την εφεσιβαλλόμενη απόφαση απερρίφθη προσφυγή του Εφεσείοντα εναντίον απόφασης του Διοικητικού Συμβουλίου της Εφεσίβλητης Αρχής Λιμένων για διορισμό του Εφεσίβλητου -Ενδιαφερομένου Μέρους στη θέση του Γενικού Διευθυντή της Εφεσίβλητης. Η προσφυγή εστρέφετο, όπως στρέφεται και η έφεση, και εναντίον της Δημοκρατίας κατά το ότι το Υπουργικό Συμβούλιο, ενεργώντας στα πλαίσια του άρθρου 3 των περί Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου (Διορισμός Γενικών Διευθυντών) Νόμων του 1990 και 1992, ενέκρινε το διορισμό του Ενδιαφερόμενου Μέρους.

Η εφεσιβαλλόμενη  απόφαση καλύπτει πολλά θέματα.  Πρώτο μεταξύ αυτών το θέμα της σύνθεσης του Διοικητικού Συμβουλίου της Εφεσίβλητης το οποίο προκύπτει ως εκ της ακόλουθης αναφοράς στα πρακτικά της πρώτης συνεδρίας του Διοικητικού Συμβουλίου στις 26.10.1998:

"Ο κ. Λ. Κουζαπάς δήλωσε ότι δεν θα μετάσχει στη συζήτηση του θέματος και αποχώρησε".

Στη συνέχεια όμως ο κ. Κουζαπάς, ο οποίος ήταν βεβαίως μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου, μετείχε  στη σύνθεση του Διοικητικού Συμβουλίου κατά την επόμενη συνεδρία και στη λήψη της απόφασης για το διορισμό του Ενδιαφερομένου Μέρους. Ο αδελφός μας Δικαστής ο οποίος επελήφθη της προσφυγής θεώρησε ότι, εφ' όσον ο Εφεσείων δεν εισηγείτο, και δεν υπήρχαν στοιχεία για, συγκεκριμένο κώλυμα του κ. Κουζαπά, η επάνοδος του δεν επηρέαζε τη νομιμότητα της σύνθεσης του Διοικητικού Συμβουλίου. Η ενώπιον  μας εισήγηση είναι ότι η απόφαση του κ. Κουζαπά να μη μετέχει στη συζήτηση του θέματος λογικά μόνο σε κώλυμα του θα μπορούσε να οφείλετο, ώστε η επάνοδος του, χωρίς εξήγηση, να μην θεράπευε το οποιοδήποτε τέτοιο κώλυμα που ενδεχομένως να υπήρχε. 

Δεν μας βρίσκει σύμφωνους η εισήγηση αυτή.  Είναι κοινό έδαφος, όπως υπέδειξε και ο αδελφός μας Δικαστής, ότι δεν υπάρχουν συγκεκριμένα στοιχεία που να τεκμηριώνουν κώλυμα του κ. Κουζαπά. Ένας σημαντικός παράγοντας που πρέπει να είναι υπ' όψη είναι ότι η αποχώρηση του κ. Κουζαπά έγινε κατά την πρώτη συνεδρία κατά την οποία θα εξετάζετο προσχέδιο της γνωστοποίησης σε σχέση με ενδεχόμενη προκήρυξη της θέσης, η οποία και απεφασίσθη. Δεν υπήρχαν λοιπόν ούτε καν αιτήσεις και υποψήφιοι προς οποιοδήποτε των οποίων ενδεχομένως ο κ. Κουζαπάς να εκωλύετο, ούτε προκύπτει άλλο υπόβαθρο προς το οποίο ενδεχόμενο κώλυμα του κ. Κουζαπά να μπορούσε να συνδέετο.

Άλλος λόγος έφεσης αφορά την απόρριψη από τον αδελφό μας Δικαστή της εισήγησης του Εφεσείοντα ότι κακώς το Διοικητικό Συμβούλιο είχε αποφασίσει να μην λάβει υπ' όψη μερικές δυσμενείς βαθμολογίες στις υπηρεσιακές εκθέσεις του Ενδιαφερομένου Μέρους για τα έτη 1977-1982. Η αιτιολογία που προσφέρεται στο λόγο έφεσης δεν διακρίνεται από σαφήνεια. Στο βαθμό που συμπλέκει την επιχειρηματολογία της με την έλλειψη αξιολογήσεων του Ενδιαφερομένου Μέρους για τα έτη 1996 και 1997 είναι εκτός του λόγου έφεσης και επιχειρεί ανεπίτρεπτη εισαγωγή στο λόγο έφεσης του θέματος εκείνου ως προς το οποίο μάλιστα οι σχετικές εισηγήσεις του Αιτητή ενώπιον του αδελφού μας Δικαστή είχαν απορριφθεί χωρίς η πτυχή αυτής της απόφασης να προσβάλλεται. Κατά τα λοιπά, ωφέλιμο είναι μόνο να παραθέσουμε το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση του αδελφού μας Δικαστή που εκφράζει και τη δική μας άποψη του πράγματος:

"Παρέχεται όμως ρητή εξήγηση αυτής της ενέργειας και δεν έχουν διατυπωθεί επιχειρήματα ουσίας ως προς το βάσιμο της.  Το Διοικητικό Συμβούλιο εξήγησε πως αυτές οι βαθμολογίες ήταν παράτυπες γιατί, κατά παράβαση των σχετικών διατάξεων, δεν είχαν ζητηθεί παραστάσεις από τους Λειτουργούς που επηρεάζονταν. Ο αιτητής εισηγείται στη συνέχεια πως η όποια παρανομία θα μπορούσε να αντιμετωπισθεί όχι με την πλήρη παραγνώριση των αξιολογήσεων αλλά μόνο του παράτυπου μέρους τους ή με την "νομιμοποίηση του παράνομου τμήματος της έκθεσης". Δεν εξηγούν πως θα ήταν δυνατό να επέλθει "νομιμοποίηση" όταν παρήλθαν τόσα χρόνια και δεν απαντούν στην εισήγηση του ενδιαφερόμενου προσώπου πως δεν αγνοήθηκαν οι εκθέσεις αξιολόγησης στο σύνολο τους αλλά μόνο το παράνομο μέρος τους. Ως προς αυτό το τελευταίο ο Αιτητής φαίνεται να θεωρεί ότι οι δυσμενείς βαθμολογίες συνιστούσαν τροποποίηση των εκτιμήσεων του αξιολογούντος Λειτουργού από "προϊστάμενο" ενώ η απόφαση αφορά στην αξιολόγηση του αξιολογούντος Λειτουργού. Επίσης δεν απαντά ο αιτητής στην εισήγηση πως το θέμα απολήγει να είναι εντελώς επουσιώδες. Παρήλθαν από το 1982 πολλά χρόνια. Υπήρχε έκτοτε σειρά έγκυρων αξιολογήσεων και ο αιτητής δεν υπηρετούσε καν στην Αρχή τότε οπότε οι επίμαχες αξιολογήσεις σε καμιά περίπτωση δεν προσφέρονταν ως στοιχείο άμεσης σύγκρισης τους. Επιπλέον, το Διοικητικό Συμβούλιο ρητά δήλωσε πως θα έδιδε έμφαση στις πιο πρόσφατες αξιολογήσεις των υποψηφίων, που ήταν όλοι Λειτουργοί της Αρχής."

Απορριπτέα εκρίθη και  η εισήγηση  του Αιτητή ότι έπασχε η αξιολόγηση από το Διοικητικό Συμβούλιο της προφορικής συνέντευξης. Ο αδελφός μας Δικαστής έκρινε ότι η διαφωνία που υπήρξε μεταξύ των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου ως προς την απόδοση του Ενδιαφερόμενου Μέρους κατά την προφορική συνέντευξη δεν επηρέαζε την επιλογή του στη βάση της εντύπωσης των πέντε από τα εννέα μέλη που αξιολόγησαν την απόδοση του ως "εξαίρετη" (από τα άλλα τέσσερα μέλη ένα την αξιολόγησε ως πολύ καλή, δύο ως σχετικά καλή και ένα ως μέτρια). Ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον Εφεσείοντα εισηγείται ότι η διχογνωμία που υπήρξε επέβαλλε υποχρέωση πλήρους και εις βάθος αιτιολόγησης της επιλογής του Ενδιαφερόμενου Μέρους, που δεν έγινε.  Και περαιτέρω, ότι προκύπτει έλλειψη κοινού και αντικειμενικού μέτρου εκτίμησης των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου που καθιστούσε την απόφαση αυθαίρετη και ανασφαλή.

Δεν έχει έρεισμα ο λόγος έφεσης.  Η διαφοροποίηση της αξιολόγησης μεταξύ των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου δεν αποκαλύπτει αυθαιρεσία ή έλλειψη αντικειμενικότητας αλλά εκφράζει τη φύση της λειτουργίας του συλλογικού οργάνου ως αποτελούμενου από αριθμό μελών κάθε ένα από τα οποία έχει υποχρέωση να ασκήσει τη δική του κρίση στα πλαίσια της λήψης συλλογικής απόφασης. Έτσι είναι που διαμορφώνεται η κατά το δυνατό σύγκλιση που διαμορφώνει την επικρατούσα συλλογική άποψη στο τέλος της ημέρας. Εδώ η σύγκλιση αυτή εβάρυνε προς την εξαίρετη αξιολόγηση του Ενδιαφερόμενου Μέρους έστω και αν υπήρχε μια διάφορη, και εν πάση περιπτώσει όχι ταυτόσημη, άποψη. Παραγνωρίζει όμως περαιτέρω η εισήγηση ότι η συνολική αξιολόγηση του Ενδιαφερόμενου Μέρους ήταν σαφώς καλύτερη της αντίστοιχης του Εφεσείοντα, η απόδοση του οποίου αξιολογήθηκε ως εξαίρετη μόνο από δύο μέλη, ως πολύ καλή από ένα μέλος και ως καλή από τα άλλα έξι μέλη.  Εν πάση περιπτώσει λοιπόν, υπερείχε το Ενδιαφερόμενο Μέρος ως προς την απόδοση στην προφορική συνέντευξη. Εξ άλλου, όπως υπέδειξε και ο αδελφός μας Δικαστής, η επιλογή του Ενδιαφερόμενου Μέρους έναντι του Εφεσείοντα έγινε στη βάση σύγκρισης ως προς όλα τα στοιχεία και εδόθη πλήρης και ειδική αιτιολογία για την άποψη υπεροχής του Ενδιαφερομένου Μέρους. Ακόμα δε και στο τέλος της ημέρας μόνο δύο μέλη θεώρησαν τον Εφεσείοντα ως καταλληλότερο του Ενδιαφερόμενου Μέρους.

Παράπονο διατυπώνεται και ως προς την κατάληξη του αδελφού μας Δικαστή ότι η απόδοση σημασίας από το Διοικητικό Συμβούλιο στο γεγονός ότι το Ενδιαφερόμενο Μέρος είχε μακρά και αποτελεσματική υπηρεσία στη θέση του Διευθυντή Προσωπικού και Διοίκησης δεν συνιστούσε θυματοποίηση και άνιση μεταχείριση του Εφεσείοντα. Δεν έχουμε παρά να παραθέσουμε το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση στο οποίο, καθ' όσον εκφράζει πλήρως και τη δική μας αντίληψη των πραγμάτων, δεν θα είχαμε οτιδήποτε χρήσιμο να προσθέσουμε:

"Δεν έχουμε  εδώ την περίπτωση ανάθεσης καθηκόντων στον ένα υπάλληλο. Η έμφαση τοποθετείται στο γεγονός ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο ασκούσε τα καθήκοντα που τον εξόπλιζαν με μεγάλη πείρα, χρήσιμη για τη θέση, από το 1977 όταν ο αιτητής δεν υπηρετούσε καν στην Αρχή".

Ο τελευταίος λόγος έφεσης συνίσταται στην εισήγηση ότι εσφαλμένα εκρίθη από τον αδελφό μας Δικαστή ότι το Διοικητικό Συμβούλιο ενήργησε στα πλαίσια της διακριτικής εξουσίας του και η απόφαση του ήταν ευλόγως επιτρεπτή. Αυτή βεβαίως ήταν η κατάληξη του αδελφού μας Δικαστή σε συνάρτηση με όλα τα λεχθέντα. Η αποτυχία των επί μέρους λόγων έφεσης αλλά και η αναφορά στο σκεπτικό του Διοικητικού Συμβουλίου που αφορούσε την επιλογή του Ενδιαφερόμενου Μέρους έναντι του Εφεσείοντα επιβεβαιώνει την ορθότητα της κατάληξης αυτής. Ο Εφεσείων εισηγείται ουσιαστικά ότι, καθ' όσον υπερείχε του Ενδιαφερόμενου Μέρους σε αξία και προσόντα, ήταν καταλληλότερος έστω και αν το Ενδιαφερόμενο Μέρος υπερείχε σε αρχαιότητα και καλύτερη αξιολόγηση στην προφορική συνέντευξη. Αυτό όμως δεν ανατρέπει τα πράγματα. Το Διοικητικό Συμβούλιο σημείωσε ότι η οποιαδήποτε επί μέρους υπεροχή άλλων υποψηφίων έναντι του Ενδιαφερόμενου Μέρους σε αξία στις υπηρεσιακές εκθέσεις ήταν ήσσονος σημασίας και δεν αποκάλυπτε εμφανή υπεροχή τους. Η θεώρηση αυτή δεν ήταν πεπλανημένη, όπως δεν ήταν πεπλανημένη η άποψη του Διοικητικού Συμβουλίου ότι ούτε τα υπέρτερα ακαδημαϊκά και επαγγελματικά προσόντα του Εφεσείοντα και άλλων υποψηφίων, που μάλιστα δεν ήσαν προβλεπόμενα ως πλεονέκτημα στο σχέδιο υπηρεσίας, αν και χρήσιμα, δεν μετέβαλλαν ουσιωδώς τη συνολική εικόνα και δεν τους προσέδιδαν τέτοια υπεροχή για διεκδίκηση της θέσης του Γενικού Διευθυντή. Όπως έκρινε και ο αδελφός μας Δικαστής, προκειμένου περί της ψηλότερης θέσης στην ιεραρχία, το Διοικητικό Συμβούλιο είχε ευρεία διακριτική εξουσία την οποία δεν υπερέβη ως εκ του ότι έδωσε βαρύτητα στην αρχαιότητα του Ενδιαφερόμενου Μέρους και στην απόδοση του στην προφορική συνέντευξη από την οποία, όπως παρατήρησε το Διοικητικό Συμβούλιο, διαπίστωσε ότι αυτός είχε αφομοιώσει τη μακρά πείρα του και είχε τη δυνατότητα να την αξιοποιήσει στην θέση του Γενικού Διευθυντή.

Η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Ο Εφεσείων θα καταβάλει τα έξοδα των Εφεσιβλήτων 1 και 2.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο