ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2004) 3 ΑΑΔ 213
8 Mαρτίου, 2004
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
1. ΜΑΡΙΑ ΣΑΒΒΑ ΤΖΑΝΙΜΗ,
2. ΕΛΕΝΗ ΦΛΟΥΡΗ ΣΑΒΒΑ,
3. ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΣΒΑΝΑ ΜΑΡΚΟΥ,
Εφεσείουσες-Αιτήτριες,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ
Εφεσίβλητης-Καθ' ης η αίτηση.
(Aναθεωρητική Έφεση Αρ. 3249)
Εκπαιδευτικοί Λειτουργοί ― Διορισμοί ― Επανεξέταση μετά από ακύρωση λόγω έλλειψης αιτιολογίας ― Εφόσον δόθηκε αιτιολογία στη βάση των κριτηρίων, δεν παραβιάστηκε το δεδικασμένο.
Εκπαιδευτικοί Λειτουργοί ― Προσφυγή κατά παράλειψης ανανέωσης σύμβασης ― Δεν υφίσταται τέτοια υποχρέωση ― Απαράδεκτη προσφυγή που δεν προσβάλλει τον διορισμό άλλων αντί του αιτητή.
Οι εφεσείουσες επεδίωξαν τόσο πρωτόδικα όσο και κατ΄ έφεση, την ακύρωση της απόφασης «μη ανανέωσης της σύμβασης τους» ως εκτάκτων για τη θέση δασκάλου.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
Με την επίδικη διοικητική απόφαση δεν παραβιάστηκε το δεδικασμένο. Αντίθετα, συμμορφούμενη η ΕΕΥ με την ακυρωτική απόφαση, εφάρμοσε ορθά την εξουσία που είχε στο ζήτημα, λαμβάνοντας δηλαδή υπόψη τα κριτήρια πρόσληψης καθηγητών. Το δεδικασμένο της ακυρωτικής απόφασης εμπεριέχεται στο απολύτως αναγκαίο σκεπτικό της που οδήγησε στην κατάληξη, και που βρίσκουμε στη φράση «είναι γεγονός ότι στα πρακτικά της σχετικής συνεδρίας της ΕΕΥ δεν γίνεται καμιά αναφορά στους λόγους για τους οποίους μόνες οι αιτήτριες από όλους τους άλλους δεν επαναπροσλαμβάνονται και καμιά αναφορά στα κριτήρια». Στην υπό έφεση πρωτόδικη απόφαση διαπιστώνεται επίσης ορθά, πως κατά τη λήψη της επίδικης απόφασης δίδεται πλήρης αιτιολογία των λόγων για τους οποίους δεν προσφέρθηκε διορισμός στις εφεσείουσες.
Με την πρώτη προσφυγή, καθώς και την παρούσα, προσβάλλεται η απόφαση της ΕΕΥ να μην ανανεώσει τη σύμβαση των εφεσειουσών. Το αίτημα των προσφυγών, όπως διατυπώθηκε, προϋποθέτει νομική υποχρέωση της ΕΕΥ να προσφέρει με σύμβαση διορισμό στις εφεσείουσες. Τέτοια υποχρέωση όμως δεν υπάρχει. Οι καθηγητές που είναι εγγεγραμμένοι στον κατάλογο διοριστέων είναι πολλοί, και απ' αυτούς γίνεται επιλογή, στη βάση των κριτηρίων. Oι εφεσείουσες, αν έτσι έκριναν, θα μπορούσαν να προσβάλουν την πρόσληψη συγκεκριμένων ατόμων, με την εισήγηση πως αντί αυτών θα έπρεπε να επιλεγούν οι ίδιες για διορισμό.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενη Υπόθεση:
Τζανίμη και Άλλες ν. ΕΕΥ, Υπόθ. Αρ. 955/97, ημερ. 2.10.1999.
Έφεση.
Έφεση από τις αιτήτριες - πτυχιούχες Παντεπιστημίου και εγγεγραμμένες στους καταλόγους διοριστέων καθηγητών - εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Προσφυγή Aρ. 419/2000) ημερομηνίας 11/5/2001, με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή την οποία άσκησαν κατά της απόφασης της E.Ε.Y., η οποία λήφθηκε κατόπιν επανεξέτασης λόγω ακυρωτικής απόφασης, και με την οποία απορρίφθηκε εκ νέου του αίτημά τους για ανανέωση της σύμβασης τους για να ασκούν καθήκοντα δασκάλου σε έκτακτη βάση σε σχολεία δημοτικής εκπαίδευσης για το σχολικό έτος 1997-1998.
Α. Σ. Αγγελίδης, για τις Εφεσείουσες.
Τζ. Καρακάννα, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Οι εφεσείουσες - αιτήτριες είναι πτυχιούχες πανεπιστημίου και εγγεγραμμένες στους καταλόγους διοριστέων καθηγητών. Για μεγάλο μέρος του σχολικού έτους 1996-1997 υπηρέτησαν με σύμβαση σε έκτακτη βάση για να ασκούν καθήκοντα δασκάλου σε σχολεία δημοτικής εκπαίδευσης. Η σύμβαση έγινε με την Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας (ΕΕΥ), στη βάση πάγιας τακτικής μετά από σχετική εισήγηση, το 1989, του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού. Μαζί με τις εφεσείουσες είχαν προσληφθεί και άλλοι πτυχιούχοι πανεπιστημίου, που ήσαν εγγεγραμμένοι στον κατάλογο διοριστέων. Οι συμβάσεις των εφεσειουσών δεν ανανεώθηκαν για το σχολικό έτος 1997-1998, σε αντίθεση με άλλους πτυχιούχους, εγγεγραμμένους στον κατάλογο καθηγητών, των οποίων οι συμβάσεις ανανεώθηκαν. Οι εφεσείουσες καταχώρισαν προσφυγή εναντίον της απόφασης της ΕΕΥ, να μην ανανεώσει τη σύμβαση τους, που έγινε αποδεκτή από δικαστή του Δικαστηρίου μας, ο οποίος και ακύρωσε την ενώπιον του προσβαλλόμενη απόφαση. Η Δημοκρατία δήλωσε σε εκείνη τη διαδικασία πως δεν είχε πρόθεση να καταχωρίσει ένσταση στην προσφυγή γιατί, σύμφωνα με τη δικηγόρο που εμφανίστηκε εκ μέρους της, τα κριτήρια και το σύνολο της διαδικασίας που ακολουθήθηκε παραβίαζαν τους κανόνες χρηστής διοίκησης. Το Δικαστήριο, ακυρώνοντας την προσβαλλόμενη απόφαση είπε τα εξής: (δες: 955/97, Μαρία Σάββα Τζανίμη και άλλες ν. ΕΕΥ, 2.10.1999).
«Η δήλωση αυτή τιμά την κυρία Καρακάννα, αφού όντως φαίνεται από την αγόρευση του κ.Αγγελίδη ότι συντρέχουν λόγοι ακύρωσης. Οι Αιτήτριες αναφέρονται ως οι μόνες οι οποίες δεν επαναδιορίσθησαν, υποκείμενες έτσι σε άνιση και δυσμενή διάκριση έναντι των υπολοίπων, σε σχέση με την καθορισθείσα και ακολουθούμενη από το 1989 τακτική και τα τεθέντα κριτήρια. Είναι γεγονός ότι στα πρακτικά της σχετικής συνεδρίας της ΕΕΥ δεν γίνεται καμιά αναφορά στους λόγους για τους οποίους μόνες οι Αιτήτριες από όλους τους άλλους δεν επαναπροσλαμβάνονται και καμιά αναφορά στα κριτήρια.
Θεωρώ ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει ως αναιτιολόγητη, εξυπακούουσα και έλλειψη δέουσας έρευνας αλλά και ενδεχόμενη πλάνη και ως υποβάλλουσα τις Αιτήτριες σε άνιση και δυσμενή διάκριση.»
Το ζήτημα επανεξετάστηκε από την ΕΕΥ, η οποία με επιστολή της ημερομηνίας 25.1.00, που στάληκε στο δικηγόρο τους, τις πληροφορούσε πως το αίτημα τους απορρίφθηκε. Στη σχετική απόφαση, που είναι η επίδικη, γίνεται αναφορά στην προηγούμενη ακυρωτική απόφαση του Δικαστηρίου και στα κριτήρια για διορισμό πτυχιούχων σε θέση καθηγητή για να ασκήσουν τα καθήκοντα δασκάλου. Αυτά τα κριτήρια είναι δύο:
(α) δίδεται προτεραιότητα σε όσους είχαν απασχοληθεί στα δημοτικά σχολεία για ένα τουλάχιστον σχολικό έτος και
(β) δίδεται επίσης προτεραιότητα σε όσους παρακολούθησαν την ειδική ταχύρυθμη σειρά μαθημάτων στο Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, λόγω της αποκτηθείσας πείρας και της επιμόρφωσης τους.
Οι εφεσείουσες δεν πληρούσαν κανένα από αυτά τα κριτήρια, και γι' αυτό δεν τους προσφέρθηκε η επίμαχη σύμβαση. Συνάδελφος που δίκασε την υπό έφεση προσφυγή την απέρριψε, κρίνοντας πως η απόφαση ήταν δεόντως αιτιολογημένη, και πως δεν παραβιαζόταν το δεδικασμένο της προηγούμενης απόφασης, απορρίπτοντας την περί τούτου σχετική, και βασική εισήγηση, του δικηγόρου των εφεσειουσών.
Στην ενώπιόν μας έφεση επαναλήφθηκε η πιο πάνω εισήγηση, με αναφορά στο μέρος της ακυρωτικής απόφασης που ενθέτουμε πιο πάνω. Συμφωνούμε όμως με την κρίση του συναδέλφου μας που δίκασε πρωτόδικα την προσφυγή. Με την επίδικη διοικητική απόφαση δεν παραβιάστηκε το δεδικασμένο. Αντίθετα, συμμορφούμενη η ΕΕΥ με την ακυρωτική απόφαση, εφάρμοσε ορθά την εξουσία που είχε στο ζήτημα, λαμβάνοντας δηλαδή υπόψη τα κριτήρια πρόσληψης καθηγητών, τα οποία και αναφέρουμε πιο πάνω. Το δεδικασμένο της ακυρωτικής απόφασης εμπεριέχεται στο απολύτως αναγκαίο σκεπτικό της που οδήγησε στην κατάληξη, και που βρίσκουμε στη φράση «είναι γεγονός ότι στα πρακτικά της σχετικής συνεδρίας της ΕΕΥ δεν γίνεται καμιά αναφορά στους λόγους για τους οποίους μόνες οι αιτήτριες από όλους τους άλλους δεν επαναπροσλαμβάνονται και καμιά αναφορά στα κριτήρια». Στην υπό έφεση πρωτόδικη απόφαση διαπιστώνεται επίσης ορθά, πως κατά τη λήψη της επίδικης απόφασης δίδεται πλήρης αιτιολογία των λόγων για τους οποίους δεν προσφέρθηκε διορισμός στις εφεσείουσες.
Επισημάνθηκε κατά τη διάρκεια της ενώπιον μας διαδικασίας και το εξής σημαντικό, μολονότι δεν θίγηκε μήτε στην πρώτη προσφυγή ούτε και εδώ. Με την πρώτη προσφυγή, καθώς και την παρούσα, προσβάλλεται η απόφαση της ΕΕΥ να μην ανανεώσει τη σύμβαση των εφεσειουσών. Το αίτημα των προσφυγών, όπως διατυπώθηκε, προϋποθέτει νομική υποχρέωση της ΕΕΥ να προσφέρει με σύμβαση διορισμό στις εφεσείουσες. Τέτοια υποχρέωση όμως δεν υπάρχει. Οι καθηγητές που είναι εγγεγραμμένοι στον κατάλογο διοριστέων είναι πολλοί, και απ' αυτούς γίνεται επιλογή, στη βάση των κριτηρίων που απαριθμήσαμε πιο πάνω. Oι εφεσείουσες, αν έτσι έκριναν, θα μπορούσαν να προσβάλουν την πρόσληψη συγκεκριμένων ατόμων, με την εισήγηση πως αντί αυτών θα έπρεπε να επιλεγούν οι ίδιες για διορισμό.
Με βάση τα πιο πάνω, η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.