ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2003) 3 ΑΑΔ 273

11 Απριλίου, 2003

[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

F.P.P. FISH PROCESSING LTD,

Εφεσείουσα-Αιτήτρια,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ,

Εφεσιβλήτων-Καθ΄ων η αίτηση.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 3163)

 

Τελωνειακοί Δασμοί και Φόροι Καταναλώσεως ― Ισχυρισμός περι αντισυνταγματικότητας των περί Τελωνειακών Δασμών και Φόρων Κατανάλωσης Νόμων 4(Ι)/95, 109(Ι)/95, 14(Ι)/97 και 11(ΙΙ)/98 στο μέτρο που επιβάλλουν δυσμενή  διάκριση στον υπολογισμό του φόρου καταναλώσεως για εισαγόμενο κατεψυγμένο σολωμό που μεταποιείται σε σχέση με τον υπολογισμό του ίδιου φόρου για εισαγόμενο καπνιστό σολωμό ― Απορρίφθηκε, εφόσον αφορά διαφορετικά και ανόμοια προϊόντα.

Τελωνειακοί Δασμοί και Φόροι Καταναλώσεως ― Επιβολή Φόρου κατανάλωσης επι εισαγόμενου κατεψυγμένου σολωμού που μεταποιείται σε καπνιστό σολωμό μετά την εισαγωγή του ― Ο υπολογισμός του φόρου, βάσει της ολικής αξίας του μεταποιημένου προϊόντος, που περιλαμβάνει και τη φορολογία που επιβλήθηκε κατά την εισαγωγή, δεν αποτελεί διπλή φορολογία.

Τελωνειακοί Δασμοί και Φόροι Κατανάλωσης ― Επιβολή φόρου καταναλώσεως ― Αρμόδιο όργανο ο Διευθυντής Τελωνείων ― Η απόφαση του Ανώτερου Τελωνειακού Λειτουργού για επιβολή του υπολογισθέντος φόρου, έγινε βάσει της προηγούμενης απόφασης του αρμοδίου οργάνου και εντός των πλαισίων των οδηγιών που είχαν δοθεί.

Η εφεσείουσα εταιρεία, επαναλαμβάνοντας στους λόγους εφέσεως, τους ισχυρισμούς που είχε προβάλει πρωτοδίκως κατά της απόφασης επιβολής σε αυτήν φόρου καταναλώσεως, ύψους £103.212,13 για καπνιστό σολωμό που πώλησε μετά την μεταποίησή του σε τέτοιο, ισχυρίστηκε την αντισυνταγματικότητα λόγω δυσμενούς διάκρισης των περι Τελωνειακών Δασμών και Φόρων Καταναλώσεως Νόμων, την επιβολή διπλής φορολογίας και την αναρμοδιότητα του οργάνου που εξέδωσε την επίδικη διοικητική απόφαση.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

1.  Οι Νόμοι δεν είναι αντισυνταγματικοί, διότι η διαφορετική ρύθμιση αναφορικά με τον υπολογισμό του φόρου καταναλώσεως μεταξύ καπνιστού σολωμού που εισήχθη ως τέτοιος και καπνιστού σολωμού που μεταποιήθηκε μετά την εισαγωγή κατεψυγμένου σολωμού, αφορά ανόμοια προϊόντα και είναι εύλογη.

2.  Ο υπολογισμός του φόρου κατανάλωσης βάσει και του φόρου εισαγωγής, δεν αποτελεί διπλή φορολογία, εφόσον βάσει των νομοθετικών διατάξεων ο φόρος επιβάλλεται επι της ολικής αξίας του μεταποιημένου προϊόντος.

3.  Ο Ανώτερος Τελωνειακός Λειτουργός υπολόγισε τον φόρο βάσει της προηγούμενης απόφασης του αρμοδίου οργάνου, που είναι ο Διευθυντής Τελωνείων και μέσα στα πλαίσια των εκεί οδηγιών του.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Έφεση.

Έφεση από την αιτήτρια εταιρεία εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Υπόθεση Αρ. 1053/98) ημερομηνίας 20/10/2000, με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή της κατά της επιβολής σ' αυτή φόρου κατανάλωσης £103.212,13 για την περίοδο 1.1.95 - 30.5.98 για τη μεταποίηση επιτοπίως εισαχθέντος φρέσκου και κατεψυγμένου σολωμού και ακολούθως την πώλησή του.

Γ. Κορφιώτης, για την Εφεσείουσα-Αιτήτρια.

Α. Μαππουρίδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους-Καθ' ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Π. Αρτέμης.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Οι θεραπείες που ζητούσε η Εφεσείουσα-Αιτήτρια με την προσφυγή της ήταν οι ακόλουθες:

«Α.  Δήλωση και/ή απόφαση του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι η απόφαση του Τμήματος Τελωνείων και/ή του Ανώτερου Τελωνειακού Λειτουργού να καθορίσει τον Φόρο κατανάλωσης που οφείλει η Αιτήτρια σε £103.212,13 για την περίοδο 1.1.95 - 30.5.98 και να αξιώσει την πληρωμή του όπως η απόφαση προκύπτει από την επιστολή του Τμήματος Τελωνείων και/ή του Ανώτερου Τελωνειακού Λειτουργού ημερ. 9.9.98 που λήφθηκε από την Αιτήτρια  στις 15.9.98 είναι άκυρη και στερείται παντός νομικού ή άλλου αποτελέσματος.

Β. Δήλωση και/ή απόφαση του Δικαστηρίου ότι οι Νόμοι 4(Ι)/95, 109(Ι)/95, 14(Ι)/97 και 11(Ι)/98 και/ή οι πρόνοιες τους καθ' όσον αφορά την επιβολή Φόρου Κατανάλωσης (EXCISE DUTY) 20% ad valorem επί του καπνιστού σολομού τόσον του εισαγόμενου όσον και του παραγόμενου στην Κύπρο είναι Αντισυνταγματικές».

Η Εφεσείουσα-Αιτήτρια, που είναι εισαγωγέας φρέσκων και κατεψυγμένων ψαριών, από το 1994 ασχολείτο με τη βιομηχανική μεταποίηση των ψαριών που εισήγαγε, κυρίως σε καπνιστά προϊόντα.

Η παρούσα υπόθεση αφορά τη μεταποίηση επιτοπίως φρέσκου ή κατεψυγμένου εισαγόμενου σολομού σε καπνιστό  και ακολούθως την πώλησή του. Μεταξύ άλλων, αγοραστές ήταν και οι Κυπριακές Αερογραμμές που εξαιρούνταν της επιβολής φόρου κατανάλωσης εαν παρουσιάζονταν γι' αυτές τα αναγκαία πιστοποιητικά ατέλειας.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε όλους τους νομικούς λόγους που προβλήθηκαν για ακύρωση της απόφασης, συμπεριλαμβανομένου και του ισχυρισμού για αντισυνταγματικότητα των σχετικών νομοθετικών προνοιών, κρίνοντας ότι δεν υπήρχε δυσμενής διάκριση στην  επιβολή φορολογίας σχετικά με εισαγωγή καπνιστού σολομού και αυτής των κατεψυγμένων και μεταποιημένων, ότι δεν υπήρχε διπλή φορολογία και πως ο Τελωνειακός Λειτουργός Λευκωσίας που επέβαλε τη φορολογία ήταν αρμόδιο όργανο υπό τις περιστάσεις να ενεργήσει όπως ενήργησε.

Παραθέτουμε αυτούσιους τους λόγους έφεσης:

«1ος Λόγος Έφεσης

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι 'η επιβολή της επίμαχης φορολογίας πάνω στον κατεψυγμένο και μεταποιημένο σολομό δεν είναι κατ' ανάγκη δυσμενέστερη από την περίπτωση επιβολής φορολογίας για εισαγωγή καπνιστού σολομού όπου ο φόρος κατανάλωσης επιβάλλεται πριν ή και ανεξάρτητα από την επιβολή του εισαγωγικού δασμού. Ο λόγος είναι ότι τα δύο προϊόντα (καπνιστός και κατεψυγμένος) είναι ανόμοια και με διαφορετική τιμολογιακή αξία'.

Αιτιολογία

Η επιβολή της επίμαχης φορολογίας οδηγεί σε δυσμενέστερη θέση αυτούς οι οποίοι εισάγουν κατεψυγμένο ή ωμό σολομό και κατόπιν κάποια επιτόπιας επεξεργασίας τον καθιστούν καπνιστό από αυτούς οι οποίοι εισάγουν απευθείας καπνιστό σολομό. Ο λόγος είναι ότι 2 άτομα τα οποία προμηθεύουν την Κυπριακή αγορά καπνιστό σολομό ο ένας εισαγόμενο και ο άλλος επιτοπίως επεξεργαζόμενο φορολογούνται ο ένας δυσμενέστερα από τον άλλο.

Περαιτέρω με την επιβολή αυτής της φορολογίας βρίσκονται σε δυσμενέστερη θέση οι ντόπιοι κατασκευαστές καπνιστού σολομού από αυτούς οι οποίοι εισάγουν απ' ευθείας τον καπνιστό σολομό.

2ος Λόγος Έφεσης

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε [εννοείται εσφαλμένα] ότι η επιβολή φόρου κατανάλωσης επί του εισαγωγικού δασμού δεν αποτελεί διπλή φορολογία.

Αιτιολογία

Είναι πρόδηλο ότι επιβάλλεται φόρος κατανάλωσης επί του εισαγωγικού δασμού ο οποίος επεβλήθη κατά την εισαγωγή του φρέσκου ή/και κατεψυγμένου σολομού.

3ος Λόγος Έφεσης

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι στην υπό κρίση περίπτωση ο Ανώτερος Τελωνειακός Λειτουργός είναι αρμόδιο όργανο για την επιβολή της συγκεκριμένης φορολογίας.

Αιτιολογία

Ενώ η επιστολή του Διευθυντή Τμήματος Τελωνείων που περιείχε τις οδηγίες προς τον Ανώτερο Τελωνειακό Λειτουργό Λευκωσίας ημερομηνίας 7.8.1998 έδιδε οδηγίες να αφαιρεθούν οι παραδόσεις προς τις Κυπριακές Αερογραμμές με την επιφύλαξη των δικαιωμάτων του Τμήματος Τελωνείων αν δεν προσκομιστούν πιστοποιητικά ατέλειας και βεβαιωθεί από την εταιρεία η παραλαβή των ποσοτήτων που θα καλύπτουν ο Ανώτερος Τελωνειακός Λειτουργός προχώρησε και επέβαλε φορολογία σε αντίθεση με τις ρητές οδηγίες του αρμόδιου οργάνου.»

Το πρωτόδικο Δικαστήριο επεσήμανε πως η προσβαλλόμενη πράξη για φόρο κατανάλωσης 20% επί της αξίας του καπνιστού σολομού λήφθηκε με βάση τις πρόνοιες της παραγράφου 15 του Τρίτου Πίνακα του Άρθρου 8 των Περί Τελωνειακών Δασμών και Φόρων Κατανάλωσης Νόμων 4(Ι)/95, 109(Ι)/95, 14(Ι)/97 και 11(ΙΙ)/98 σε συνάρτηση και με το Άρθρο 159(1) του Νόμου 82/67, όπως έχει τροποποιηθεί από το Άρθρο 2 του Νόμου 98/89, τα οποία άρθρα και παραθέτει και καταλήγει ως ακολούθως:

«Προκύπτει πως με βάση  το άρθρο 8(2) των Νόμων (ανωτέρω) το ύψος του φόρου κατανάλωσης για τον μεν εισαγόμενο καπνιστό σολομό, καθορίζεται με βάση την τιμή του τιμολογίου που εκδίδεται από τον πωλητή προς τον εισαγωγέα, ενώ για τον επιτοπίως παρασκευαζόμενο καπνιστό σολομό, το ύψος του φόρου κατανάλωσης καθορίζεται με βάση την τελική τιμή πώλησης που έχει διαμορφωθεί με βάση την τιμολογιακή αξία του κατεψυγμένου σολομού, τον εισαγωγικό δασμό και τα έξοδα μεταποίησής του.»

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού ακολούθως αναλύει τις θέσεις των δύο πλευρών και κάμνει αναφορά στις αρχές που διέπουν το θέμα της αντισυνταγματικότητας, καταλήγει πως δεν έχει αποδειχθεί οποιαδήποτε αντισυνταγματικότητα γιατί η επιβολή της φορολογίας γίνεται σε ανόμοια προϊόντα και δεν υπάρχουν αυθαίρετες διακρίσεις.

Η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου μας αφήνει απόλυτα σύμφωνους. Η επιβολή της φορολογίας έγινε με βάση τις σχετικές νομοθετικές πρόνοιες και συμφωνούμε πως δεν έχει αποδειχθεί αντισυνταγματικότητα των προνοιών αυτών. Ούτε το παράπονο της εφεσείουσας-αιτήτριας ότι επιβλήθηκε διπλή φορολογία, δηλαδή φόρος επί φόρου, ευσταθεί. Εκείνοι οι οποίοι εισάγουν καπνιστό σολομό προς διάθεση στην Κυπριακή αγορά πληρώνουν φόρο επί της αξίας του ως καπνιστού σολομού. Εκείνοι οι οποίοι επιλέγουν την εισαγωγή φρέσκου ή κατεψυγμένου σολομού με σκοπό την μεταποίησή του σε καπνιστό, έχουν υποχρέωση να πληρώσουν το δασμό επί της πρώτης ύλης που εισάγουν.  Ορθά η επιβολή του φόρου κατανάλωσης γίνεται επί του τελικού μεταποιημένου προϊόντος, με βάση την ολική αξία αυτού, που λογικά περιλαμβάνει και τη φορολογία που έχει επιβληθεί επί της πρώτης ύλης. Ουδεμία δυσμενής διάκριση υπάρχει, καθόσον η φορολογία γίνεται επί ανόμοιων προϊόντων ή προϊόντων που υπόκεινται σε φορολογία κάτω από διαφορετικές συνθήκες, όπως επεσήμανε και το πρωτόδικο Δικαστήριο.  Παρομοίως προκύπτει από τα ανωτέρω ότι ο ισχυρισμός για διπλή φορολογία ορθά απερρίφθη.

Ερχόμαστε τώρα στον τρίτο λόγο έφεσης, που αφορά την αρμοδιότητα του προσώπου που επέβαλε τη φορολογία. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αναφέρθηκε στις σχετικές πρόνοιες του Άρθρου 3 του Νόμου 82/67, που προνοεί για τη δυνατότητα του Διευθυντή να εξουσιοδοτήσει άλλο πρόσωπο για να ασκήσει ορισμένα καθήκοντα του, καταλήγει πως ο Διευθυντής είχε δικαίωμα να εξουσιοδοτήσει τον Ανώτερο Τελωνειακό Λειτουργό να προβεί στις ενέργειες που προέβη. 

Έχουμε την άποψη πως στην παρούσα περίπτωση δεν εγείρεται θέμα εκχώρησης των εξουσιών του Διευθυντή. Ασχέτως του γεγονότος ότι η εφεσείουσα-αιτήτρια προσβάλλει την απόφαση που περιέχεται στην επιστολή του Ανώτερου Τελωνειακού Λειτουργού ημερομηνίας 9.9.98, γιατί αυτή ήταν εκείνη που της κοινοποιήθηκε, κατά την κρίση μας η επιστολή αυτή περιέχει μόνο ένα υπολογισμό των οφειλόμενων ποσών και η απόφαση ουσιαστικά λήφθηκε από τον ίδιο το Διευθυντή Τελωνείων, όπως προκύπτει σαφώς στην επιστολή του προς τον Ανώτερο Τελωνειακό Λειτουργό, που φέρει ημερομηνία 7.8.1998 και στην οποία δίδει οδηγίες (ουσιαστικά για εκτέλεση της απόφασης πολιτικής του) στον Ανώτερο Τελωνειακό Λειτουργό Λευκωσίας με σκοπό, στην πραγματικότητα, να προβεί αυτός στους αναγκαίους υπολογισμούς με βάση τις κατευθυντήριές του γραμμές. Έτσι, είναι προφανές πως στην ουσία η απόφαση έχει ληφθεί από τον ίδιο το Διευθυντή Τελωνείων.

Όπως φαίνεται όμως από την αιτιολογία του τρίτου λόγου έφεσης (δέστε πιο πάνω) η Εφεσείουσα-Αιτήτρια παραπονείται ότι, ενώ ο Διευθυντής Τελωνείων έδιδε οδηγίες προς το Λειτουργό να αφαιρεθούν οι παραδόσεις προς τις Κυπριακές Αερογραμμές με την προϋπόθεση ότι θα προσκομίζονταν αργότερα πιστοποιητικά ατέλειας, ο Ανώτερος Τελωνειακός Λειτουργός Λευκωσίας ζήτησε την πληρωμή φόρου και επί των παραδόσεων προς τις Κυπριακές Αερογραμμές.

Είναι γεγονός ότι υπάρχει αυτή η διαφορά, αλλά είναι κατά την κρίση μας επουσιώδης, αφού στην επιστολή του ο Ανώτερος Τελωνειακός Λειτουργός καθιστά σαφές ότι εάν παρουσιασθούν τα σχετικά πιστοποιητικά ατέλειας ο φόρος ο οποίος επιβάλλεται και ζητείται με την επιστολή του, που αφορά τις πωλήσεις στις Κυπριακές Αερογραμμές, θα επιστραφεί. Έτσι, στην ουσία κρίνουμε πως ο εν λόγω Λειτουργός δεν έχει ενεργήσει εκτός της απόφασης και των οδηγιών του Διευθυντή Τμήματος Τελωνείων.

Εν όψει των πιο πάνω η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίων της Εφεσείουσας-Αιτήτριας.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο