ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2003) 3 ΑΑΔ 234

31 Μαρτίου, 2003

[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ,

Εφεσείων-Αιτητής,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσιβλήτου-Καθ' ου η αίτηση.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 3160)

 

Αστυνομική Δύναμη ― Απόλυση αστυφύλακα βάσει του Κανονισμού 8(2) των περι Αστυνομίας (Γενικών) Κανονισμών του 1989 (Κ.Δ.Π. 51/89) ― Προϋποθέσεις ― Δεν είναι εξουσία πειθαρχικής φύσεως αλλά καθαρά διοικητικής ― Νόμιμα λαμβάνονται υπόψη και πειθαρχικά παραπτώματα για τα οποία ο αστυφύλακας τιμωρήθηκε ― Ισχυρισμός ότι δεν ανανεώθηκε η δοκιμαστική περίοδος, παντελώς αβάσιμος.

Ο εφεσείων επεδίωξε την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία η προσφυγή του κατά της απόφασης του Αρχηγού Αστυνομίας να τον απολύσει, βάσει του Κανονισμού 8(2) της Κ.Δ.Π. 51/89, είχε απορριφθεί.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

Προβάλλεται ως λόγος έφεσης ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι ο εφεσείων δεν στερήθηκε του δικαιώματος να ακουστεί προτού απολυθεί. Και τούτο γιατί ο Αρχηγός της Αστυνομίας δεν είχε καμιά προσωπική συζήτηση με τον εφεσείοντα, ούτε τον κάλεσε ποτέ για να τον ακούσει. Τον άκουσε μόνο Αξιωματικός του Γραφείου του Αρχηγού της Αστυνομίας χωρίς γραπτή ανάθεση του έργου και χωρίς να τηρηθούν επίσημα πρακτικά. Τελικά, δε, ετοιμάστηκε ένα σύντομο ενημερωτικό σημείωμα, που δεν κοινοποιήθηκε στον εφεσείοντα, αν και επεκτεινόταν ακόμα και σε θέματα υγείας, πάνω στο οποίο, ενεργώντας δέσμια, στηρίχθηκε ο Αρχηγός της Αστυνομίας για να απολύσει τον εφεσείοντα.

Ο προβαλλόμενος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί. Το σχετικό επι τούτου απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση βρίσκει το Δικαστήριο σύμφωνο.

Προβάλλεται, επίσης, ως λόγος έφεσης, ότι με το να απολυθεί ο εφεσείων από την Αστυνομία, χωρίς μάλιστα να του δοθεί μια δεύτερη ευκαιρία με την παράταση της τριετούς δοκιμαστικής περιόδου, όπως επιτρέπει ο Κανονισμός 8(4), στην πραγματικότητα τιμωρήθηκε εκ δευτέρου για τα ίδια πειθαρχικά παραπτώματα ως "ανάρμοστη συμπεριφορά".

Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί. Η εξουσία που παρέχει στον Αρχηγό της Αστυνομίας ο Κανονισμός 8(4) δεν είναι πειθαρχικής φύσεως. Είναι καθαρά διοικητικής φύσεως και αποβλέπει στην τελική στελέχωση της Αστυνομίας από ικανούς αστυφύλακες. Ο Κανονισμός εξαρτά την άσκηση της εξουσίας απόλυσης από τη γνώμη που θα σχηματίσει ο ίδιος ο Αρχηγός της Αστυνομίας, αφού λάβει υπόψη την εν γένει συμπεριφορά που επέδειξε ο υπό δοκιμασία αστυφύλακας. Αναμφίβολα, μέσα σ' αυτά τα πλαίσια, μπορεί να λάβει υπόψη και πειθαρχικά παραπτώματα στα οποία περιέπεσε ο αστυφύλακας κατά τη δοκιμαστική περίοδο, χωρίς τούτο να σημαίνει ότι σε τέτοια περίπτωση, με το να τον απολύσει, τον τιμωρεί εκ δευτέρου για τα ίδια παραπτώματα.

Όσον αφορά την εισήγηση ότι δεν δόθηκε στον εφεσείοντα μια δεύτερη ευκαιρία με την παράταση της τριετούς δοκιμαστικής περιόδου, παρατηρούμε ότι αυτή δεν είναι ορθή. Όπως προκύπτει από επιστολή του Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξεως προς τον Αρχηγό της Αστυνομίας, ημερομηνίας 12.3.1999, η δοκιμαστική περίοδος του εφεσείοντος παρατάθηκε από τον Αρχηγό της Αστυνομίας, με την έγκριση του Υπουργού για τέταρτο χρόνο σύμφωνα με τον Κανονισμό 8(4).

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Έφεση.

Έφεση από τον αιτητή - αστυφύλακα υπό δοκιμασία εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Υπόθεση Αρ. 1446/99) ημερομηνίας 17/10/2000, με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή του κατά της απόφασης του Αρχηγού της Αστυνομίας να τον απολύσει από τις τάξεις της Αστυνομίας, σύμφωνα με τον Καν. 8 των περί Αστυνομίας (Γενικών) Κανονισμών του 1989.

Α.Σ. Αγγελίδης, για τον Εφεσείοντα.

Γ. Γιωργαλλής, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Ρ. Γαβριηλίδης.

ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων υπηρετούσε ως αστυφύλακας υπό δοκιμασία. Ο Αρχηγός της Αστυνομίας, με απόφασή του ημερομηνίας 4.10.1999, τον απέλυσε. Άσκησε συναφώς την εξουσία που του παρέχει ο Κανονισμός 8(2) των περί Αστυνομίας (Γενικών) Κανονισμών του 1989 Κ.Δ.Π. 51/89 σύμφωνα με τον οποίο,

"Ο Αρχηγός μπορεί κατά τη διάρκεια της δοκιμαστικής περιόδου να απολύει οποιονδήποτε αστυφύλακα που κατά τη γνώμη του είναι απίθανο να καταστεί ικανός αστυφύλακας".

Η απόλυση, όπως εξηγείται στο σχετικό πρακτικό, συναρτήθηκε προς την ως τότε συμπεριφορά και απόδοση του εφεσείοντος. Ακούστηκαν, μάλιστα, και οι απόψεις του από αξιωματικό της Αστυνομίας, σύμφωνα με οδηγίες του Αρχηγού της Αστυνομίας, ο οποίος ετοίμασε και ενημερωτικό σημείωμα.

Ο φάκελος του εφεσείοντος περιλάμβανε σειρά καταδικών του για πειθαρχικά παραπτώματα, για τα οποία του επιβλήθηκαν διάφορες ποινές, και αναφορές για αλλοπρόσαλλη, όπως χαρακτηρίζεται, συμπεριφορά.

Τα πειθαρχικά παραπτώματα για τα οποία τιμωρήθηκε ήταν τα ακόλουθα:

α) Απουσία από το καθήκον               3 ημερομίσθια πρόστιμο

     χωρίς άδεια. (13.3.1997)                (25.7.1997)

β) Ανάρμοστη συμπεριφορά -           4 ημερομίσθια πρόστιμο

     δηλαδή ενώ παρακολουθούσε      (25.7.97)

     στην Αστυνομική Ακαδημία

     μαθήματα βασικής Εκπαίδευσης,

     επέδειξε ανάρμοστη συμπεριφορά,

     αρνούμενος να συμμορφωθεί με τους

     κανονισμούς της Ακαδημίας.

γ)                                                   Απείθεια. Στις 3.12.1997 αμέλησε         8 ημερομίσθια πρόστιμο

     να εκτελέσει νόμιμη διαταγή χωρίς       (16.11.1998)

     εύλογη αιτία (μάθημα αυτοάμυνας).

δ) Αμέλεια καθήκοντος. Στις 5.12.1997,   5 ημερομίσθια πρόστιμο

     αμέλησε χωρίς εύλογη αιτία να     (16.11.1998)

     αναλάβει και εκτελέσει τα καθήκοντά

     του (αρνήθηκε να εκτελέσει τα

     καθήκοντα του ως μέλος της

     ομάδας Υπηρεσίας).

ε)  Αμέλεια καθήκοντος. Στις 10.12.1997, 5 ημερομίσθια πρόστιμο

     αρνήθηκε να εκτελέσει τα καθήκοντά    (16.11.1998)

     του χωρίς εύλογη αιτία (αρνήθηκε

     να λάβει μέρος σε πρακτική

     άσκηση λήψης κατάθεσης).

στ)                                                           Αμέλεια καθήκοντος. Στις 11.12.1997,  10 ημερομίσθια πρόστιμο

     αρνήθηκε να αναλάβει τα καθήκοντα

     χωρίς εύλογη αιτία (άσκηση

     σκοποβολής).

Άλλα περιστατικά ήταν ότι:

"α) Στις 16.1.99 και περί ώρα 0430, ενώ ήταν εκτός καθήκοντος τηλεφώνησε στο Κέντρο Ελέγχου Μηνυμάτων της Διεύθυνσης και ζητούσε να μάθει ποιος Αξιωματικός είναι Υπεύθυνος για τη συντήρηση των Αστυνομικών Σκοπιών. Όταν του αναφέρθηκε το όνομα του Αξιωματικού που ήταν Υπεύθυνος για τη συντήρηση, ζητούσε επίμονα να έρθει σε τηλεφωνική επικοινωνία μαζί του, προφανώς για να του εκθέσει το πρόβλημά του, αγνοώντας την ακαταλληλότητα της ώρας.

β) i) Στις 19.1.99, όταν ο Υπεύθυνος Αξιωματικός του Σταθμού Πύλης Πάφου, μετέβηκε στην Ελληνική Πρεσβεία για έλεγχο και αφού προέβηκε στη σχετική καταχώρηση στο Ημερολόγιο Καθηκόντων, ο αναφερόμενος Αστυφύλακας, ο οποίος ήταν φρουρός, του είπε: "κανονικά εσένα έπρεπε να σε παίξω".

   ii) Επίσης την ίδια μέρα και στο ίδιο μέρος όταν άγνωστος πολίτης προσπάθησε να περάσει διαμέσου της Ελληνικής Πρεσβείας από το πίσω μέρος στη Λεωφόρο Βύρωνος, τον κράτησε λέγοντας του ότι είναι παράνομος. Το επεισόδιο έληξε όταν το μέρος επισκέφθηκε ο Βοηθός Υπεύθυνος του Σταθμού Πύλης Πάφου.

  iii) Στις 20.1.99 και περί ώρα 11:15, ενώ εκτελούσε χρέη φρουρού στην Αιγυπτιακή Πρεσβεία, εγκατέλειψε τη σκοπιά του και ανέβηκε στην ταράτσα της διπλανής πολυκατοικίας με τη δικαιολογία ότι ελέγχει καλύτερα την περιοχή. Εγκατέλειψε την ταράτσα κατόπιν παρέμβασης του Υπεύθυνου Αξιωματικού Πύλης Πάφου.

        Αξιοσημείωτο, είναι το γεγονός ότι κατά τη θητεία του στη ΜΜΑΔ, επικαλέσθηκε ότι είναι Μάρτυρας του Ιεχωβά, πράγμα το οποίο δεν αληθεύει, με σκοπό να δικαιολογήσει την άρνηση του να παραλάβει ή χειρίζεται όπλα ή ακόμα να ασχοληθεί με πολεμικές τέχνες."

Το 1997, όπως αναφέρεται στο πρακτικό του Αρχηγού της Αστυνομίας, ο εφεσείων κρατήθηκε στη Ψυχιατρική Πτέρυγα του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας.

Το τελικό σκεπτικό της απόφασης του Αρχηγού της Αστυνομίας έχει ως εξής:

"Ο Αστυφ. 665, όπως ανάφερα, βαρύνεται με τις πιο πάνω πειθαρχικές υποθέσεις, παρουσιάζει ανάρμοστη συμπεριφορά και κρίνοντας τις ενέργειες και την όλη συμπεριφορά του, φαίνεται να πάσχει/υποφέρει από ψυχολογικά προβλήματα. Προκαλεί σωρεία προβλημάτων στην Υπηρεσία του και παρουσιάζει δυσκολία προσαρμογής και επικοινωνίας στο να εκτελεί αποτελεσματικά τα αστυνομικά του καθήκοντα. Υπάρχει ακόμα πιθανότητα να προκαλέσει βλάβη στον εαυτό του ή στους συναδέλφους του ή και σε πολίτες. Κατ΄επέκταση, πρέπει να διαφυλακτεί η καλή εικόνα της Αστυνομίας από τυχόν ανεπιθύμητες και απροσδόκητες καταστάσεις, που δυνατό να δυσφημήσουν το όλο έργο της.

Αφού έλαβα υπόψη τα πιο πάνω, κρίνω ότι ο εν λόγω αστυφύλακας είναι απίθανο να καταστεί ικανός στην εκτέλεση των αστυνομικών του καθηκόντων και αποφάσισα να ασκήσω τα δικαιώματα που μου παρέχει ο Καν. 8 των περί Αστυνομίας (Γενικών) Κανονισμών και να απολύσω τον Αστυφ. 665, Ανδρέα Κωνσταντίνου, από τις τάξεις της Αστυνομίας."

Η πιο πάνω απόφαση του Αρχηγού της Αστυνομίας προσβλήθηκε με την προσφυγή η απορριπτική απόφαση στην οποία είναι το αντικείμενο της ενώπιόν μας έφεσης.

Προβάλλεται ως λόγος έφεσης ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι ο εφεσείων δεν στερήθηκε του δικαιώματος να ακουστεί προτού απολυθεί. Και τούτο γιατί ο Αρχηγός της Αστυνομίας δεν είχε καμιά προσωπική συζήτηση με τον εφεσείοντα, ούτε τον κάλεσε ποτέ για να τον ακούσει. Τον άκουσε μόνο Αξιωματικός του Γραφείου του Αρχηγού της Αστυνομίας χωρίς γραπτή ανάθεση του έργου και χωρίς να τηρηθούν επίσημα πρακτικά. Τελικά, δε, ετοιμάστηκε ένα σύντομο ενημερωτικό σημείωμα, που δεν κοινοποιήθηκε στον εφεσείοντα, αν και επεκτεινόταν ακόμα και σε θέματα υγείας, πάνω στο οποίο, ενεργώντας δέσμια, στηρίχθηκε ο Αρχηγός της Αστυνομίας για να απολύσει τον εφεσείοντα.

Ο προβαλλόμενος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί. Το ακόλουθο απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση μας βρίσκει απόλυτα σύμφωνους:

"Δεν στηρίχτηκε η απόφαση σε οτιδήποτε το υποκειμενικό που προέκυψε ως κρίση κατά την ακρόαση του αιτητή από τον αξιωματικό για να είναι δυνατό να τεθεί ζήτημα ανάγκης να είχε ο ίδιος ο Αρχηγός προσωπική επαφή με τον αιτητή. Η ιστορία του αιτητη στη δύναμη δικαιολογημένα έφερε στο προσκήνιο το θέμα της άσκησης της εξουσίας που παρέχει ο Κανονισμός και η ανάθεση σε αξιωματικό του συγκεκριμένου έργου δεν ήταν παράνομη ούτε αναδεικνύεται εσφαλμένη. Από την άλλη, δεν έχει στοιχειοθετηθεί η εισήγηση πως η ανάθεση θα έπρεπε να ήταν γραπτή ούτε και υποβλήθηκε οτιδήποτε το συγκεκριμένο, με αναφορά στα διατρέξαντα κατά την ακρόαση του αιτητή, που θα εμφάνιζε ως έλλειψη με σημασία το γεγονός ότι δεν τηρήθηκε λεπτομερές πρακτικό αλλά συνοψίσθηκαν τα λεχθέντα. Δεν ήταν η εισήγηση του αιτητή πως παραλείφθηκαν στοιχεία που θα ήταν σημαντικό να τα γνώριζε ο Αρχηγός και, πάντως, δεν συγκεκριμενοποιήθηκε οτιδήποτε προς αυτή την κατεύθυνση. Αντίθετα ο αιτητής εμμέσως δέχεται πως ίσως πράγματι να έδωσε με όσα είπε λαβή για επιβαρυντικές κρίσεις εξ ου και τα παράπονα του για μη έγκαιρη προειδοποίησή του, όπως τα έχω ήδη σημειώσει. Δεν έθεσε όμως τέτοιο θέμα ο αιτητής και δεν μπορούμε να πιθανολογούμε αναφορικά με το ποια θα ήταν η πορεία αν δήλωνε πως ήταν απροετοίμαστος ή πως ήθελε χρόνο ή πως είχε πρόθεση να διορίσει δικηγόρο ή πως χρειαζόταν να είχε και γραπτώς όσα του λέχθηκαν αναφορικά με τη συμπεριφορά του που προκάλεσε αυτή την ενέργεια. Επίσης δεν έχει τεκμηριωθεί η εισήγηση πως, είτε ως θέμα τύπου είτε ως θέμα ουσίας, θα έπρεπε να κοινοποιηθεί στον αιτητή το ενημερωτικό σημείωμα που υποβλήθηκε στον Αρχηγό.

Έγινε αναφορά σε εκτιμήσεις που χαρακτηρίστηκαν ως ιατρικής φύσης. Είναι σαφές, όμως, πως δεν αντιμετωπίστηκε ως "ιατρική" η περίπτωση. Ήταν δεδομένη η συμπεριφορά του αιτητή και οι σκέψεις αναφορικά με το αίτιο της ήταν εντελώς δευτερεύουσες και ουσιαστικά ασύνδετες προς την τελική κρίση. Αυτή αιτιολογήθηκε με αναφορά στη σωρεία των προβλημάτων που προκάλεσε ο αιτητής, στη δυσκολία της προσαρμογής και επικοινωνίας του, στην ικανότητά του να ασκήσει τα καθήκοντά του αποτελεσματικά και, κατ΄επέκταση, στους κινδύνους που η μονιμοποίησή του θα συνεπαγόταν, όπως αυτοί εξηγήθηκαν."

Προβάλλεται, επίσης, ως λόγος έφεσης ότι με το να απολυθεί ο εφεσείων από την Αστυνομία, χωρίς μάλιστα να του δοθεί μια δεύτερη ευκαιρία με την παράταση της τριετούς δοκιμαστικής περιόδου, όπως επιτρέπει ο Κανονισμός 8(4), στην πραγματικότητα τιμωρήθηκε εκ δευτέρου για τα ίδια πειθαρχικά παραπτώματα ως "ανάρμοστη συμπεριφορά".

Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί. Η εξουσία που παρέχει στον Αρχηγό της Αστυνομίας ο Κανονισμός 8(4) δεν είναι πειθαρχικής φύσεως. Είναι καθαρά διοικητικής φύσεως και αποβλέπει στην τελική στελέχωση της Αστυνομίας από ικανούς αστυφύλακες. Ο Κανονισμός εξαρτά την άσκηση της εξουσίας απόλυσης από τη γνώμη που θα σχηματίσει ο ίδιος ο Αρχηγός της Αστυνομίας, αφού λάβει υπόψη την εν γένει συμπεριφορά που επέδειξε ο υπό δοκιμασία αστυφύλακας. Αναμφίβολα, μέσα σ΄αυτά τα πλαίσια, μπορεί να λάβει υπόψη και πειθαρχικά παραπτώματα στα οποία περιέπεσε ο αστυφύλακας κατά τη δοκιμαστική περίοδο, χωρίς τούτο να σημαίνει ότι σε τέτοια περίπτωση, με το να τον απολύσει, τον τιμωρεί εκ δευτέρου για τα ίδια παραπτώματα. Πειθαρχικά παραπτώματα, όπως ορθά παρατήρησε ο πρωτόδικος Δικαστής, μπορεί να είναι σχετικά ως εύλογος δείκτης των προοπτικών του υπό δοκιμασία αστυφύλακα "να καταστεί ικανός αστυφύλακας".

Όσον αφορά την εισήγηση ότι δεν δόθηκε στον εφεσείοντα μια δεύτερη ευκαιρία με την παράταση της τριετούς δοκιμαστικής περιόδου, παρατηρούμε ότι αυτή δεν είναι ορθή. Όπως προκύπτει από επιστολή του Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξεως προς τον Αρχηγό της Αστυνομίας, ημερομηνίας 12.3.1999, η δοκιμαστική περίοδος του εφεσείοντος παρατάθηκε από τον Αρχηγό της Αστυνομίας με την έγκριση του Υπουργού για τέταρτο χρόνο σύμφωνα με τον Κανονισμό 8(4).

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εις βάρος του εφεσείοντος.

H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο