ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2003) 3 ΑΑΔ 163
13 Φεβρουαρίου, 2003
[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ,
ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ ΧΑΤΖΗΓΕΩΡΓΙΟΥ,
Εφεσείων-Αιτητής,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΤΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ
ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟΥ ΚΑΙ ΧΩΡΟΜΕΤΡΙΑΣ,
Εφεσιβλήτου- Καθ' ου η αίτηση.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 3081)
Ακίνητη Ιδιοκτησία ― Δικαιώματα μεταβίβασης ― Απόφαση βασισμένη στις δηλώσεις διαδίκων για την ερμηνεία απόφασης Επαρχιακού Δικαστηρίου για συμβιβασμό ― Μη εύλογη απόφαση να αναζητηθούν οι απόψεις αυτές, εφόσον από τις δηλώσεις στο πρακτικό, φαινόταν καθαρά τι αντιπροσώπευε το επιδικασθέν ποσό.
Αμφισβητήθηκε με τους λόγους έφεσης, η ορθότητα της πρωτόδικης δικαστικής απόφασης με την οποία επικυρώθηκε η απόφαση του εφεσίβλητου, να επιβάλει μεταβιβαστικά δικαιώματα για τη μεταβίβαση τεσσάρων οικοπέδων.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αποδεχόμενη την έφεση, αποφάσισε ότι:
Είναι προφανές από τα ενώπιον μας στοιχεία, ότι ο καθ' ου η αίτηση προχώρησε στην εκτίμηση της υπεραξίας των οικοπέδων βασισμένος στο ότι, κατά την άποψή του, υπήρξε ασάφεια αναφορικά με το τι αντιπροσώπευε το ποσό των £100.000.
Την ύπαρξη αυτής της ασάφειας επικαλείται και το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση του, για να καταλήξει ότι, εν όψει αυτής, ήταν εντός της διακριτικής ευχέρειας του εφεσίβλητου-καθ' ου η αίτηση να λάβει την επίδικη απόφαση.
Η θέση περί ασάφειας είναι εντελώς εσφαλμένη. Μπορεί στο διάταγμα αυτό καθ' εαυτό να μην αναφέρεται για ποιο σκοπό εδιατάσσετο η πληρωμή των £100.000, αλλά πριν το Δικαστήριο εκδώσει το διάταγμα του, εξετέθησαν οι λεπτομέρειες της συμφωνίας μεταξύ των διαδίκων για συμβιβασμό της υπόθεσης και σε αυτό το πρακτικό του Δικαστηρίου, που είναι επισυνημμένο στην αίτηση, αναφέρεται ρητά τι θα αντιπροσώπευε το ποσό αυτό. Στη σελ. 2 του πρακτικού αυτού αναφέρεται: «Θα εκδοθεί απόφαση στην ανταπαίτηση των εναγομένων 2 και 3 για το ποσό των £100.000 προς όφελος και των 3 εναγομένων . . .».
Η ανταπαίτηση των εναγομένων, όπως προκύπτει από τα δικόγραφα στην αγωγή, ήταν για διαφυγόντα κέρδη, ενοίκια και αποζημιώσεις, το δε διάταγμα εξεδόθη με βάση τον πιο πάνω συμβιβασμό. Άρα είναι λανθασμένη και πεπλανημένη η θέση, τόσο του εφεσίβλητου-καθ' ου η αίτηση, όσο και του πρωτόδικου Δικαστηρίου, πως υπήρχε ασάφεια στο θέμα. Ήταν καθαρό ότι το διάταγμα για πληρωμή των £100.000 αφορούσε την ανταπαίτηση για αποζημιώσεις, κάτι που φαινόταν σαφώς από τη δήλωση συμβιβασμού ενώπιον του Δικαστηρίου, και περίττευε η λήψη της άποψης των διαδίκων επί του θέματος.
Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.
Έφεση.
Έφεση από τον αιτητή εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Υπόθεση Αρ. 566/99) ημερομηνίας 5/7/2000 με την οποία απέρριψε την προσφυγή του κατά της απόφασης του Διευθυντή του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας με ημερομηνία 26.2.99, με βάση την οποία επιβλήθηκαν και εισπράχθηκαν από τον αιτητή μεταβιβαστικά δικαιώματα Λ.Κ.4.062,50 σεντ, σχετικά με τη μεταβίβαση τεσσάρων οικοπέδων που προέκυψαν από το διαχωρισμό κτήματος συνιδιοκτησίας με τα αδέλφια του.
Χρ. Κιτρομηλίδης, για τον Εφεσείοντα-Αιτητή.
Α. Μαππουρίδης, για τον Εφεσίβλητο-Καθ' ου η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Π. Αρτέμης, Δ.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Με την προσφυγή του ο εφεσείων-αιτητής ζητούσε δήλωση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση του Διευθυντή του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας με ημερομηνία 26.2.99, με βάση την οποία επιβλήθηκαν και εισπράχθηκαν από τον αιτητή μεταβιβαστικά δικαιώματα Λ.Κ.4.062,50 σεντ, σχετικά με τη μεταβίβαση τεσσάρων οικοπέδων που προέκυψαν από το διαχωρισμό κτήματος συνιδιόκτητου με τα αδέλφια του, είναι παράνομη και χωρίς έννομο αποτέλεσμα, γιατί η μεταβίβαση των οικοπέδων που προέκυψε από το διαχωρισμό δεν συνιστούσε αγορά, έτσι ώστε να δικαιολογείται η επιβολή μεταβιβαστικών δικαιωμάτων.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή του εφεσείοντα-αιτητή, ο οποίος και εφεσίβαλε την απόφαση.
Ο εφεσείων-αιτητής και τα τρία αδέλφια του ήταν εγγεγραμμένοι ιδιοκτήτες κατά 1/4 μερίδιο καθένας του κτήματος G-320, Τεμ. 258 στο Στρόβολο. Μεταξύ των αδελφών προέκυψε διαφορά όταν το κτήμα διαχωρίστηκε σε 14 οικόπεδα και ο εφεσείων-αιτητής καταχώρησε την Αγωγή 7808/93 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας. Η υπόθεση συμβιβάστηκε και στις 27.4.98 εκδόθηκε εκ συμφώνου διάταγμα, με το οποίο, μεταξύ άλλων, διατάττετο όπως ο αιτητής εγγραφεί ιδιοκτήτης των οικοπέδων που αριθμήθηκαν 11-14 μετά το διαχωρισμό, και τα αδέλφια του των υπολοίπων οικοπέδων. Διατάχθηκε επίσης όπως η εγγραφή γίνει ταυτόχρονα με την καταβολή £100.000 από τον αιτητή στους άλλους τρεις συνιδιοκτήτες. Τα τέσσερα αδέλφια, με επιστολή τους ημερομηνίας 20.11.98, ζήτησαν την εκτέλεση των προνοιών του διατάγματος και την εγγραφή των οικοπέδων επ' ονόματί τους.
Ο Επαρχιακός Κτηματολογικός Λειτουργός που εξέτασε την αίτηση, επεσήμανε πως ο εφεσείων-αιτητής, μετά τη διανομή των οικοπέδων, αποκτούσε 417 τ.μ. περισσότερα από το εγγεγραμμένο συμφέρον του στο σύνολο της ιδιοκτησίας και, περαιτέρω, σημείωσε ότι στο διάταγμα του Δικαστηρίου δεν καθοριζόταν το τι αντιπροσώπευε το ποσό των £100.000. Ο μεν εφεσείων-αιτητής του δήλωσε ότι αναφερόταν στην ανταπαίτηση των συνιδιοκτητών για ενοίκια και αποζημιώσεις, ενώ τα υπόλοιπα αδέλφια του ισχυρίστηκαν ότι, μόνο μέρος των £100.000 αντιστοιχούσε με αποζημιώσεις, ενώ το υπόλοιπο ήταν για την υπεραξία των οικοπέδων που αποκτούσε ο εφεσείων. Ο Επαρχιακός Κτηματολογικός Λειτουργός ακολούθως ζήτησε τις οδηγίες του Διευθυντή, ο οποίος του ανέφερε πως έπρεπε να προβεί σε εκτίμηση της αξίας των οικοπέδων και, σε περίπτωση που υπήρχε εμφανής διαφορά μεταξύ της αξίας του μεριδίου του εφεσείοντα-αιτητή και της γης που αποκτούσε, να εισπραχθούν δικαιώματα πάνω στη διαφορά. Τελικά ο εφεσείων, με επιφύλαξη των δικαιωμάτων του, πλήρωσε το ποσό των £4.062,50 σεντ ως δικαιώματα, τα οποία είχαν ζητηθεί για τη μεταβίβαση των οικοπέδων επ' ονόματί του.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε πως, εν όψει των στοιχείων που είχε ενώπιόν του το Κτηματολόγιο, (δηλαδή τα δικόγραφα, το πρακτικό και το διάταγμα του Δικαστηρίου), εύλογα και εντός της διακριτικής του ευχέρειας κατέληξε στο συμπέρασμα ο εφεσίβλητος-καθ' ου η αίτηση ότι μέρος των £100.000 αντιπροσώπευε την αξία των επιπρόσθετων τετραγωνικών μέτρων που απέκτησε ο εφεσείων-αιτητής.
Έχουμε εξετάσει με προσοχή τις θέσεις των δύο πλευρών, όπως προβλήθηκαν πρωτόδικα και ενώπιόν μας με βάση τους λόγους έφεσης και έχουμε καταλήξει πως πρέπει η έφεση να επιτύχει για το λόγο ότι ο καθ' ου η αίτηση ενήργησε πεπλανημένα αναφορικά με το περιεχόμενο του διατάγματος και των δικογράφων στο θέμα που αφορά το τι αντιπροσώπευε το ποσό των £100.000.
Είναι προφανές από τα ενώπιον μας στοιχεία, ότι ο καθ' ου η αίτηση προχώρησε στην εκτίμηση της υπεραξίας των οικοπέδων βασισμένος στο ότι, κατά την άποψή του, υπήρξε ασάφεια αναφορικά με το τι αντιπροσώπευε το ποσό των £100.000. Σχετικό είναι και το σημείωμα του Επαρχιακού Κτηματολογικού Λειτουργού προς το Διευθυντή, απόσπασμα από το οποίο παραθέτουμε:
«3. Στην αγωγή εξεδόθη το διάταγμα δικαστηρίου ημερ. 27.4.98 με σελ. 43-44 σύμφωνα με τη δικογραφία με σελ. 47-49.
4. Σύμφωνα με το διάταγμα επεδικάσθη όπως ο ενάγοντας πληρώσει στους εναγομένους αρ. 1, 2 και 3 το ποσό των £100.000,00.
5. Στην ανταπαίτηση των εναγομένων, αυτοί είχαν ζητήσει ενοίκια, διαφυγόντα κέρδη και άλλες αποζημιώσεις ως φαίνονται στις σελ. 54-55.
6. Ο ενάγων ισχυρίζεται ότι το ποσό των £100.000,00 αποτελεί το ποσό που αναφέρεται στην ανταπαίτηση.
7. Εκ μέρους των εναγομένων υπάρχει ισχυρισμός ότι μέρος του ποσού είναι αποζημιώσεις ως η ανταπαίτηση και μέρος του ποσού είναι για τη περισσότερη αξία οικοπέδων που απέκτησε ο ενάγων από τη διανομή. Πράγματι αυτός απέκτησε 417 μ2 περισσότερα απ' ό,τι εδικαιούτο με ένα οικόπεδο περισσότερο επί της Λεωφ. Τσερίου.
8. Στο διάταγμα δεν γίνεται ανάλυση τι αντιπροσωπεύει το ποσό των £100.000,00.»
Την ύπαρξη αυτής της ασάφειας επικαλείται και το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφασή του, για να καταλήξει ότι, εν όψει αυτής, ήταν εντός της διακριτικής ευχέρειας του εφεσίβλητου-καθ' ου η αίτηση να λάβει την επίδικη απόφαση.
Κατά την άποψή μας όμως η θέση περί ασάφειας είναι εντελώς εσφαλμένη. Μπορεί στο διάταγμα αυτό καθ' εαυτό να μην αναφέρεται για ποιο σκοπό εδιατάσσετο η πληρωμή των £100.000, αλλά πριν το Δικαστήριο εκδώσει το διάταγμα του, εξετέθησαν οι λεπτομέρειες της συμφωνίας μεταξύ των διαδίκων για συμβιβασμό της υπόθεσης και σε αυτό το πρακτικό του Δικαστηρίου, που είναι επισυνημμένο στην αίτηση, αναφέρεται ρητά τι θα αντιπροσώπευε το ποσό αυτό. Στη σελ. 2 του πρακτικού αυτού διαβάζουμε: «Θα εκδοθεί απόφαση στην ανταπαίτηση των εναγομένων 2 και 3 για το ποσό των £100.000 προς όφελος και των 3 εναγομένων . . .».
Η ανταπαίτηση των εναγομένων, όπως προκύπτει από τα δικόγραφα στην αγωγή, ήταν για διαφυγόντα κέρδη, ενοίκια και αποζημιώσεις, το δε διάταγμα εξεδόθη με βάση τον πιο πάνω συμβιβασμό. Άρα είναι λανθασμένη και πεπλανημένη η θέση, τόσο του εφεσίβλητου-καθ' ου η αίτηση, όσο και του πρωτόδικου Δικαστηρίου, πως υπήρχε ασάφεια στο θέμα. Ήταν καθαρό ότι το διάταγμα για πληρωμή των £100.000 αφορούσε την ανταπαίτηση για αποζημιώσεις, κάτι που φαινόταν σαφώς από τη δήλωση συμβιβασμού ενώπιον του Δικαστηρίου, και περίττευε η λήψη της άποψης των διαδίκων επί του θέματος.
Κατά συνέπεια, η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και η επίδικη διοικητική απόφαση ακυρώνεται. Επιδικάζονται έξοδα υπέρ του εφεσείοντα-αιτητή, τόσο πρωτόδικα όσο και κατ' έφεση.
Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.