ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2002) 3 ΑΑΔ 550
27 Σεπτεμβρίου, 2002
[ΠΙΚΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]
1. ΣΩΤHPHΣ ΜΙΧΑΗΛIΔΗΣ,
2. ΝIKOΣ ΧΑΡΑΛAΜΠΟΥΣ,
Εφεσείοντες,
v.
ΑΡΧHΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟY ΚYΠΡΟΥ,
Εφεσίβλητης.
(Aναθεωρητική Έφεση Aρ. 3400)
Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου ― Προαγωγές ― Δυνατότητα πλήρωσης θέσης και με μετάθεση ― Αναφορά σε «μετονομασία» της θέσης, καμίας ουσιαστικής βαρύτητας ― Η προαγωγή με μετάθεση δεν αποδείχθηκε ότι παραβιάζει την αρχή της ισότητας ― Η σύσταση του Διευθυντή δεν απαιτείται όπως αιτιολογείται ― Ισχυρισμός περί έλλειψης δέουσας έρευνας και αναιτιολόγητου της απόφασης απορρίφθηκε.
Οι εφεσείοντες προσέβαλαν τόσο πρωτόδικα, όσο και κατ' έφεση την πλήρωση της θέσης προαγωγής με μετάθεση του ενδιαφερόμενου μέρους.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:
Η Ολομέλεια στις 15 Απριλίου 2002 παραμέρισε την πρωτόδικη απόφαση και σε νέα ημερομηνία εξέτασε τα ακόλουθα ζητήματα τα οποία είχαν τεθεί και συζητηθεί στην προσφυγή.
Το πρώτο από τα ζητήματα έχει σχέση με την αναφορά, πρώτα του Διευθυντή, έπειτα της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής και τελικά του Διοικητικού Συμβουλίου της Αρχής, σε «μετονομασία». Οι αιτητές εξέφρασαν την άποψη πως η «μετονομασία» της οργανικής θέσης την οποία κατείχε το ενδιαφερόμενο πρόσωπο αποτελούσε την ουσία της προσβαλλόμενης απόφασης· ότι η «μετονομασία» ήταν παράνομη, αφού δεν προβλεπόταν από το Νόμο ή τους Κανονισμούς ή από το σχέδιο υπηρεσίας· και ότι επομένως η «μετάθεση», ως επακόλουθο της «μετονομασίας», ήταν επίσης παράνομη. Το δεύτερο ζήτημα αφορά την πρόνοια για τη δυνατότητα πλήρωσης κενής θέσης με μετάθεση. Οι αιτητές προέβαλαν ότι οι σχετικοί Κανονισμοί είναι αντίθετοι «προς την αρχή σύγκρισης ομοίων περιπτώσεων αλλά και με το γεγονός ότι με τη μετάθεση δεν συμπληρώνεται μια κενή θέση προαγωγής». Παραπονέθηκαν δε για «ισοπεδωτική σύγκριση ανόμοιων καταστάσεων» η οποία «οδηγεί σε άνιση μεταχείριση». Το τρίτο ζήτημα αφορά τη σύσταση του Διευθυντή η οποία, κατά τους αιτητές, ήταν αναιτιολόγητη ή αντίθετη με τα στοιχεία των φακέλων. Και το τελευταίο αφορά το κατά πόσο, όπως προέβαλαν οι αιτητές, η ίδια η απόφαση της Αρχής είναι αναιτιολόγητη και λήφθηκε χωρίς δέουσα έρευνα.
Η αναφερθείσα «μετονομασία» δεν αποτελούσε εν προκειμένω ζήτημα σημασίας. Σημασία, είχε το ότι η προκηρυχθείσα θέση πληρώθηκε και ότι για τον επιλεγέντα υποψήφιο επρόκειτο για θέση στην οποία θα μετατίθετο από την ήδη κατεχόμενη θέση. Τα περί «μετονομασίας» αφορούσαν πλέον πτυχή εσωτερικής αντίκρυσης η οποία, αν είχε οποιαδήποτε σημασία, αυτή θα ήταν συναρτημένη όχι προς τη θέση που πληρώθηκε αλλά με εκείνη την οποία το ενδιαφερόμενο πρόσωπο κατείχε προηγουμένως. Ως προς την πρόνοια για την πλήρωση κενής θέσης με μετάθεση, δεν διακρίνεται οτιδήποτε που να αντιστρατεύεται την ισότητα προσοντούχων υποψηφίων ή την αξιολόγησή τους ανάλογα με το τί αξίζει ο καθένας και τί απαιτεί η θέση, το ίδιο όπως και στην περίπτωση όπου πρόκειται για θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής. Σε σχέση με το επόμενο ζήτημα, της σύστασης του Διευθυντή, παρατηρείται ότι δεν προτάθηκε οτιδήποτε προς υποστήριξη της άποψης των αιτητών περί σύγκρουσης με τα στοιχεία των φακέλων, οι οποίοι άλλωστε, καθώς δηλώθηκε, δεν προωθούσαν οτιδήποτε περαιτέρω και γι' αυτό δεν κατατέθηκαν. Έπειτα, οι Κανονισμοί δεν περιέχουν πρόνοια για αιτιολόγηση της όποιας σύστασης και η σύσταση εδώ δεν περιείχε οποιαδήποτε ασυνέπεια ώστε να τίθεται ζήτημα ελέγχου δοθείσας αιτιολογίας. Τέλος, αδικαιολόγητη θεωρείται και η άποψη περί μη διεξαγωγής δέουσας έρευνας όπως και η άποψη ότι η απόφαση της Αρχής δεν αιτιολογήθηκε με αναφορά σε ό,τι οι υποψήφιοι διέθεταν, σε συνάρτηση με τις ανάγκες της υπό πλήρωση θέσης.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.
Έφεση.
Έφεση από τους αιτητές εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Yπόθεση Aρ. 172/2001), ημερομηνίας 7/2/2002, με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή την οποία άσκησαν κατά της απόφασης με την οποία το Διοικητικό Συμβούλιο της Aρχής αποφάσισε ομόφωνα τη μετονομασία της θέσης του ενδιαφερόμενου μέρους από Yπεύθυνο Mηχανικό Bάρδιας Σταθμού, Kλίμακα A13, σε Mηχανικό Παραγωγής (Hλεκτρολογικά Έργα Aνάπτυξης), Kλίμακα A13 και τη μετάθεση του, από τον Hλεκτροπαραγωγό Σταθμό Δεκέλειας, στο Tμήμα Παραγωγής, Kεντρικά Γραφεία, από την 1 Δεκεμβρίου, 2000 στην οποία αναφερόταν η Γνωστοποίηση Kενών Θέσεων Aρ. 30/2000, ημερ. 5/10/2000 και η οποία ενεργήθηκε με μετάθεση, σύμφωνα με τους Kαν. 13(2) και 26(2) των περί Aρχής Hλεκτρισμού Kύπρου (Όροι Yπηρεσίας) Kανονισμών του 1986 (K.Δ.Π. 291/86 όπως τροποποιήθηκε), αντί με την προαγωγή των ιδίων.
Α.Σ. Αγγελίδης, για τους Eφεσείοντες.
Κ. Στιβαρού για Κακογιάννη, για την Eφεσίβλητη.
Α. Σοφοκλέους, για το Ενδιαφερόμενο Πρόσωπο.
Cur. adv. vult.
ΠΙΚΗΣ, Π.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Νικολάου, Δ..
ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Σε διαδικασία της Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου για την πλήρωση μιας θέσης Μηχανικού Παραγωγής (Ηλεκτρολογικά Έργα Ανάπτυξης), Κλίμακα Α13, Τμήμα Παραγωγής, Κεντρικά Γραφεία, στην οποία αναφερόταν η Γνωστοποίηση Κενών Θέσεων Αρ. 30/2000 ημερ. 5 Οκτωβρίου 2000, υπέβαλαν έγκαιρα υποψηφιότητα εννέα υπάλληλοι της Αρχής. Οι έξι, στους οποίους συγκαταλέγονταν οι αιτητές, αποτάθηκαν για προαγωγή ενώ οι άλλοι τρεις, μεταξύ των οποίων το ενδιαφερόμενο πρόσωπο Ευτύχιος Ευτυχίου, αποτάθηκαν για μετάθεση και μετονομασία.
Για το ότι κενή θέση μπορεί να πληρωθεί όχι μόνο με διορισμό και προαγωγή αλλά και με μετάθεση, αναφέρονται οι Καν. 13(2) και 26(2) των περί Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (Όροι Υπηρεσίας) Κανονισμών του 1986 (Κ.Δ.Π. 291/86 όπως τροποποιήθηκε):
«13(2) Κενή θέσις προαγωγής ή πρώτου διορισμού και προαγωγής θα πληρούται διά της προαγωγής ή μεταθέσεως υπαλλήλου, ως θα είναι η περίπτωσις, κατόπιν εσωτερικής γνωστοποιήσεως εις την οποίαν θα καθορίζηται η ονομασία της θέσεως και ο τόπος εργασίας αυτής. εις αυτήν δε θα επισυνάπτεται και το αντίστοιχον προς την θέσιν σχέδιον υπηρεσίας.
........................................................................................................
26(2) Μετάθεσις θεωρείται και η γενομένη κατόπιν αιτήσεως του υπαλλήλου εις ανταπόκρισιν εις δημοσίευσιν υπό της Αρχής διά της οποίας ζητούνται αιτήσεις διά πλήρωσιν κενής τινός θέσεως.»
Οι αιτητές κατείχαν τη θέση Βοηθού Υπεύθυνου Μηχανικού Βάρδιας Σταθμού, Κλίμακα Α11-Α12, Ηλεκτροπαραγωγός Σταθμός Μονής, με προαγωγή από 1 Ιανουαρίου 1998 ο πρώτος και από 1 Δεκεμβρίου 1997 ο δεύτερος. Το ενδιαφερόμενο πρόσωπο, που είχε προαχθεί στην ίδια θέση λίγο πιο πριν από αυτούς, προήχθη ξανά την 1 Μαρτίου 2000 και κατά τον ουσιώδη χρόνο κατείχε τη θέση Υπεύθυνου Μηχανικού Βάρδιας Σταθμού, Κλίμακα Α13, Ηλεκτροπαραγωγός Σταθμός Δεκέλειας, θέση ομόβαθμη με την υπό πλήρωση.
Η Μεικτή Συμβουλευτική Επιτροπή Επιλογής για Προαγωγές του Επιστημονικού Προσωπικού, η οποία επιλήφθηκε σε πρώτο στάδιο των υποψηφιοτήτων, θεώρησε κατά πλειοψηφία πως σε ό,τι αφορούσε την προαγωγή, κανένας από τους υποψηφίους δεν ήταν «προσοντούχος και κατάλληλος». Ενώ σε σχέση με το ενδεχόμενο πλήρωσης της θέσης με μετάθεση δεν έγινε οποιαδήποτε εισήγηση. Η μειοψηφία θεώρησε τους παρόντες αιτητές, όπως και ακόμα ένα υποψήφιο για προαγωγή, προσοντούχους και κατάλληλους αλλά ούτε αυτή αναφέρθηκε στην υποψηφιότητα του ενδιαφερομένου προσώπου.
Η Συμβουλευτική Υπεπιτροπή της Αρχής για Θέματα Προσωπικού, η οποία εξέτασε σε δεύτερο στάδιο την περίπτωση, θεώρησε τους αιτητές και δύο άλλους από τους υποψηφίους καθώς και το ενδιαφερόμενο πρόσωπο Ευτύχιο Ευτυχίου ως καθόλα προσοντούχους για τη θέση. Ακολούθως πήρε τις συστάσεις και απόψεις του Διευθυντή, ο οποίος θεώρησε καταλληλότερο για τη θέση τον Ευτύχιο Ευτυχίου. Παραθέτουμε το καταληκτικό μέρος της σύστασης:
«Με βάση τα στοιχεία αυτά και έχοντας υπόψη τις απαιτήσεις της υπό πλήρωση θέσης, τα παραδεδεγμένα κριτήρια προαγωγής στο σύνολό τους, όπως αυτά καθορίζονται στον Κανονισμό 23(2) των Περί ΑΗΚ (Όροι Υπηρεσίας) Κανονισμών του 1986, καθώς επίσης τη σπουδαιότητα της θέσης για την καλύτερη εξυπηρέτηση των συμφερόντων της Αρχής και την εύρυθμη λειτουργία της, είμαι της γνώμης ότι στην προκειμένη περίπτωση η μετάθεση του 46548 Ευτύχιου Ευτύχιου, είναι επωφελής για την υπηρεσία. Ως εκ τούτου, συστήνω τη μετονομασία της θέσης του από Υπεύθυνο Μηχανικό Βάρδιας Σταθμού, Κλίμακα Α13, σε Μηχανικό Παραγωγής (Ηλεκτρολογικά Έργα Ανάπτυξης) Κλίμακα Α13, και μετάθεσή του από τον Ηλεκτροπαραγωγό Σταθμό Δεκέλειας, στο Τμήμα Παραγωγής, Κεντρικά Γραφεία.»
Το ίδιο κατέληξε και η Συμβουλευτική Υπεπιτροπή, η οποία ομόφωνα αποφάσισε να προβεί σε ανάλογη σύσταση προς το Διοικητικό Συμβούλιο.
Το Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής εξέτασε το θέμα σε συνεδρία ημερ. 28 Νοεμβρίου 2000 κατά την οποία ο Διευθυντής επανέλαβε τη σύστασή του. Έκρινε ότι οι αιτητές και δύο άλλοι υποψήφιοι για προαγωγή όπως και το ενδιαφερόμενο πρόσωπο ήταν όλοι προσοντούχοι. Εν συνεχεία ομόφωνα επέλεξε τον Ευτύχιο Ευτυχίου ως τον καταλληλότερο για τη θέση. Μεταφέρουμε το αποτέλεσμα όπως καταγράφεται στα πρακτικά:
«Αφού έλαβαν δεόντως υπόψη τους τις ομόφωνες συστάσεις και εισηγήσεις της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής της Αρχής για Θέματα Προσωπικού, όπως επίσης τις συστάσεις και απόψεις του Διευθυντή, με τις οποίες συμφωνούν και υιοθετούν, και έχοντας ως γνώμονα την υποχρέωσή τους να επιλέξουν τον καταλληλότερο υποψήφιο, τα Μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της Αρχής αποφάσισαν ομόφωνα τη μετονομασία της θέσης του 46548 Ευτυχίου Ευτύχιου, από Υπεύθυνο Μηχανικό Βάρδιας Σταθμού, Κλίμακα Α13, σε Μηχανικό Παραγωγής (Ηλεκτρολογικά Έργα Ανάπτυξης), Κλίμακα Α13 και τη μετάθεσή του, από τον Ηλεκτροπαραγωγό Σταθμό Δεκέλειας, στο Τμήμα Παραγωγής, Κεντρικά Γραφεία, από την 1 Δεκεμβρίου 2000.»
Με την προσφυγή τους οι αιτητές προσέβαλαν την πλήρωση της θέσης με μετάθεση του ενδιαφερομένου προσώπου αντί με προαγωγή του ενός ή του άλλου από αυτούς. Ο συνάδελφος που εξέτασε πρωτοδίκως την υπόθεση επικύρωσε στις 7 Φεβρουαρίου 2002 την απόφαση της Αρχής. Αυτό όμως έγινε με την εσφαλμένη εντύπωση πως οι αιτητές «δεν πληρούσαν τα προσόντα για την επίδικη θέση». Στην έφεση που αυτοί άσκησαν, η Ολομέλεια στις 15 Απριλίου 2002 παραμέρισε την πρωτόδικη απόφαση και σε νέα ημερομηνία εξέτασε τα ακόλουθα ζητήματα τα οποία είχαν τεθεί και συζητηθεί στην προσφυγή, υπό το φως της καταγραφείσας πρωτοδίκως δήλωσης των συνηγόρων πως το θέμα που εγείρεται είναι νομικό και ότι «Όλο το υλικό είναι στο φάκελο του Δικαστηρίου και δεν χρειάζονται οι προσωπικοί φάκελοι του αιτητή και των ενδιαφερομένων μερών».
Το πρώτο από τα ζητήματα έχει σχέση με την αναφορά, πρώτα του Διευθυντή, έπειτα της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής και τελικά του Διοικητικού Συμβουλίου της Αρχής, σε «μετονομασία». Οι αιτητές εξέφρασαν την άποψη πως η «μετονομασία» της οργανικής θέσης την οποία κατείχε το ενδιαφερόμενο πρόσωπο αποτελούσε την ουσία της προσβαλλόμενης απόφασης. ότι η «μετονομασία» ήταν παράνομη αφού δεν προβλεπόταν από το Νόμο ή τους Κανονισμούς ή από το σχέδιο υπηρεσίας. και ότι επομένως η «μετάθεση», ως επακόλουθο της «μετονομασίας», ήταν επίσης παράνομη. Το δεύτερο ζήτημα αφορά την πρόνοια για τη δυνατότητα πλήρωσης κενής θέσης με μετάθεση. Οι αιτητές προέβαλαν ότι οι σχετικοί Κανονισμοί είναι αντίθετοι «προς την αρχή σύγκρισης ομοίων περιπτώσεων αλλά και με το γεγονός ότι με τη μετάθεση δεν συμπληρώνεται μια κενή θέση προαγωγής». Παραπονέθηκαν δε για «ισοπεδωτική σύγκριση ανόμοιων καταστάσεων» η οποία «οδηγεί σε άνιση μεταχείρηση». Το τρίτο ζήτημα αφορά τη σύσταση του Διευθυντή η οποία, κατά τους αιτητές, ήταν αναιτιολόγητη ή αντίθετη με τα στοιχεία των φακέλων. Και το τελευταίο αφορά το κατά πόσο, όπως προέβαλαν οι αιτητές, η ίδια η απόφαση της Αρχής είναι αναιτιολόγητη και λήφθηκε χωρίς δέουσα έρευνα.
Δεν συμμεριζόμαστε την άποψη ότι η αναφερθείσα «μετονομασία» αποτελούσε εν προκειμένω ζήτημα σημασίας. Σημασία, καθώς μας φαίνεται, είχε το ότι η προκηρυχθείσα θέση πληρώθηκε και ότι για τον επιλεγέντα υποψήφιο επρόκειτο για θέση στην οποία θα μετατίθετο από την ήδη κατεχόμενη θέση. Τα περί «μετονομασίας» αφορούσαν πλέον πτυχή εσωτερικής αντίκρυσης η οποία, αν είχε οποιαδήποτε σημασία, αυτή θα ήταν συναρτημένη όχι προς τη θέση που πληρώθηκε αλλά με εκείνη την οποία το ενδιαφερόμενο πρόσωπο κατείχε προηγουμένως και δεν μπορεί να απασχολήσει εδώ. Ως προς την πρόνοια για την πλήρωση κενής θέσης με μετάθεση, δεν διακρίναμε ο,τιδήποτε που να αντιστρατεύεται την ισότητα προσοντούχων υποψηφίων ή την αξιολόγησή τους ανάλογα με το τί αξίζει ο καθένας και τί απαιτεί η θέση, το ίδιο όπως και στην περίπτωση όπου πρόκειται για θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής. Σε σχέση με το επόμενο ζήτημα, της σύστασης του Διευθυντή, παρατηρούμε ότι δεν προτάθηκε ο,τιδήποτε προς υποστήριξη της άποψης των αιτητών περί σύγκρουσης με τα στοιχεία των φακέλων οι οποίοι άλλωστε, καθώς δηλώθηκε, δεν προωθούσαν ο,τιδήποτε περαιτέρω και γι' αυτό δεν κατατέθηκαν. Έπειτα, οι Κανονισμοί δεν περιέχουν πρόνοια για αιτιολόγηση της όποιας σύστασης και η σύσταση εδώ δεν περιείχε οποιαδήποτε ασυνέπεια ώστε να τίθεται ζήτημα ελέγχου δοθείσας αιτιολογίας. Τέλος, αδικαιολόγητη θεωρούμε και την άποψη περί μη διεξαγωγής δέουσας έρευνας όπως και την άποψη ότι η απόφαση της Αρχής δεν αιτιολογήθηκε με αναφορά σε ό,τι οι υποψήφιοι διέθεταν σε συνάρτηση με τις ανάγκες της υπό πλήρωση θέσης.
Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται βάσει του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.
H προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.