ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2002) 3 ΑΑΔ 405

5 Ιουνίου, 2002

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]

1. ΝΙΚΟΣ ΚΟΝΙΑΣ ΕΣΤΕΪΤΣ ΛΤΔ.,

2. Μ. ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΥ ΕΣΤΕΪΤΣ ΛΤΔ.,

3. ΝΙΚΟΣ Α. ΚΟΝΙΑ,

Εφεσείοντες-Αιτητές,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚHΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤIAΣ, ΜEΣΩ ΤΟΥ

ΥΠΟΥΡΓΟY ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,

Εφεσιβλήτων-Καθ' ων η αίτηση.

(Aναθεωρητική Έφεση Aρ. 3025)

 

Φορολογία Εισοδήματος ― Φορολογία εισοδήματος από διάθεση ακινήτων ― Επαρκής η έρευνα του Εφόρου και αιτιολογημένη η απόφαση να συσχετίσει τη διάθεση των ακινήτων με το φορολογικό έτος 1990.

Για τους ίδιους λόγους που πρόβαλαν πρωτόδικα, οι εφεσείοντες επεδίωξαν και κατ' έφεση, την ακύρωση της απόφασης του Εφόρου Φόρου Εισοδήματος να τους επιβάλει αναθεωρημένη φορολογία, που αφορούσε στην πώληση κατοικιών που είχαν ανεγείρει.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

Με την έφεση προσβάλλεται, κατά πρώτο λόγο, το αιτιολογημένο της απόφασης.

Η θέση των εφεσιβλήτων ως προς τα δύο επίμαχα σημεία, όχι μόνο γνωστοποιήθηκε γραπτώς στους εφεσείοντες αλλά και προφορικά, επανειλημμένως, όπως προκύπτει από τα στοιχεία των φορολογικών αρχών που έχουν κατατεθεί και όπως τεκμαίρεται από την αλληλογραφία μεταξύ των φορολογικών αρχών και των λογιστών των εφεσειόντων.

Κατά δεύτερο λόγο, προσβάλλεται η διαπίστωση του Δικαστηρίου ότι ήταν εύλογα εφικτή η απόφαση πως το έργο συμπληρώθηκε το 1990 σε ποσοστό 90%. Καμιά βάσιμη επιχειρηματολογία δεν προβλήθηκε, που να δικαιολογεί τη θέση τους αυτή. Αντίθετα, οι διαπιστώσεις του Δικαστηρίου ευρίσκονται σε πλήρη αρμονία με τα αποτελέσματα της έρευνας των αρχών επί του προκειμένου.

Παραμένει ακλόνητο το συμπέρασμα του Δικαστηρίου ότι, κατά τη λήψη της επίδικης απόφασης, οι εφεσίβλητοι δε λειτούργησαν κάτω από πλάνη, είτε ως προς τα γεγονότα είτε ως προς το νόμο.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Έφεση.

Έφεση από τους αιτητές εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου (Προσφυγή Aρ. 1106/98), ημερομηνίας 22/3/2000, με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή τους κατά της αναθεωρημένης φορολογίας που τους επιβλήθηκε βάσει του Άρθρου 20(5) του περί Bεβαιώσεως και Eισπράξεως Φόρων Nόμου 1978-1999, με την οποία οι αρχές συσχέτισαν τη διάθεση των κατοικιών τις οποίες ανήγειραν ως εκτελεστές έργων με το φορολογικό έτος 1990 αντί με το 1991, που διατέθηκαν.

Μ. Βασιλείου για Ε. Μαρκίδου, για τους Εφεσείοντες.

Λ. Χριστοδουλίδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΔIKAΣTHPIO: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γ.Μ. Πικής, Π..

ΠΙΚΗΣ, Π.: Οι εφεσείοντες, κατασκευαστές οικοδομών, έκτισαν  εννέα κατοικίες και τέσσερα καταστήματα. Πρώτα συμπληρώθηκε η οικοδομή των κατοικιών και, στη συνέχεια, άρχισε η κατασκευή των καταστημάτων. Ανέκυψε διαφορά μεταξύ των κατασκευαστών και των φορολογικών αρχών, αναφορικά με τη χρονολογία στην οποία έπρεπε να προσμετρήσει το προσπορισθέν εισόδημα και, συν αυτώ, το προκύψαν κέρδος από τη διάθεση των κατοικιών.

Με αναθεωρημένη φορολογία, η οποία επιβλήθηκε βάσει των προνοιών του Άρθρου 20(5) του περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμου 1978-1999, οι αρχές συσχέτισαν τη διάθεση των κατοικιών με το φορολογικό έτος 1990 αντί με το 1991, που διατέθηκαν οι κατοικίες. Έρεισμα για την απόφαση των εφεσιβλήτων αποτέλεσαν οι πρόνοιες της Γνωστοποίησης που εκδόθηκε βάσει του Άρθρου 52Α του περί Φορολογίας του Εισοδήματος Νόμου του 1961 έως το 1989, η οποία προβλέπει ότι οι εκτελεστές έργων για τρίτους μπορεί να επιλέξουν μία από τις πιο κάτω δύο μεθόδους για τη φορολογία του εισοδήματος,  που προκύπτει από τη διάθεση των ακινήτων:- 

(α)   Πίστωση του εισοδήματος στο χρόνο συμπλήρωσης του 90% της ολικής εργασίας, άσχετα από το χρόνο είσπραξής του· ή

(β)   Πίστωση του εισοδήματος στο χρόνο έναρξης του έργου ή υποχρεωτικά μόλις συμπληρωθεί το 50% της συνολικής αξίας του.

Στην προκείμενη περίπτωση, οι εφεσείοντες δεν αμφισβήτησαν το πρόσφορο της πρώτης επιλογής για τη φορολογία του εισοδήματός τους. Έθεσαν υπό αμφιβολία, όμως:-

(α)   Τη θέση των φορολογικών αρχών ότι οι κατοικίες συμπληρώθηκαν το 1990, κατά 90%· και

(β)   Τη θέση των αρχών ότι το κατασκευαστικό έργο διενεργήθηκε σε δύο φάσεις. Παρά το γεγονός ότι οι εφεσείοντες τηρούσαν ξεχωριστούς λογαριασμούς για τις κατοικίες και τα καταστήματα και το γεγονός ότι το έργο συμπληρώθηκε σε δύο διαδοχικές φάσεις - πρώτα οι κατοικίες και μετά τα καταστήματα - υποστήριξαν ότι το έργο ήταν ενιαίο και, για σκοπούς φορολογίας, αδιαχώριστο. 

Το Δικαστήριο έκρινε ότι η έρευνα των εφεσιβλήτων, προς διαπίστωση των γεγονότων σχετικών με τη συμπλήρωση των κατοικιών,  ήταν άρτια και συμπερασματική ως προς το χρόνο συμπλήρωσής τους.  Από στοιχεία, τα οποία συνέλεξαν, όλες οι κατοικίες ηλεκτροδοτήθηκαν πριν ή μέχρι το 1990, γεγονός ενδεικτικό του χρόνου συμπλήρωσης των κατοικιών, εφόσον η ηλεκτροδότηση έπεται αυτού του γεγονότος.

Το Δικαστήριο έκρινε ότι, όντως, η οικοδόμηση των κατοικιών και των καταστημάτων αποτελούσαν διακριτέες φάσεις του έργου, ώστε να δικαιολογείται η θεώρηση της κάθε μιας από αυτές ως αυτοτελές κατασκευαστικό έργο.

Το ερώτημα, το οποίο τέθηκε πρωτοδίκως, ήταν κατά πόσο οι διαπιστώσεις των εφεσιβλήτων ως προς (α) το μη ενιαίο του έργου και (β) τη συμπλήρωση των κατοικιών το 1990, ήταν εύλογα επιτρεπτές. Στο ερώτημα αυτό, το Δικαστήριο έδωσε καταφατική απάντηση, η ορθότητα της οποίας αμφισβητείται με την παρούσα έφεση. 

Με την έφεση προσβάλλεται, κατά πρώτο λόγο, το αιτιολογημένο της απόφασης.

Η θέση των εφεσιβλήτων ως προς τα δύο επίμαχα σημεία, όχι μόνο γνωστοποιήθηκε γραπτώς στους εφεσείοντες αλλά και προφορικά, επανειλημμένως, όπως προκύπτει από τα στοιχεία των φορολογικών αρχών που έχουν κατατεθεί και όπως τεκμαίρεται από την αλληλογραφία μεταξύ των φορολογικών αρχών και των λογιστών των εφεσειόντων.

Κατά δεύτερο λόγο, προσβάλλεται η διαπίστωση του Δικαστηρίου ότι ήταν εύλογα εφικτή η απόφαση πως το έργο συμπληρώθηκε το 1990 σε ποσοστό 90%. Καμιά βάσιμη επιχειρηματολογία δεν προβλήθηκε, που να δικαιολογεί τη θέση τους αυτή. Αντίθετα, οι διαπιστώσεις του Δικαστηρίου ευρίσκονται σε πλήρη αρμονία με τα αποτελέσματα της έρευνας των αρχών επί του προκειμένου.

Παραμένει ακλόνητο το συμπέρασμα του Δικαστηρίου ότι, κατά τη λήψη της επίδικης απόφασης, οι εφεσίβλητοι δε λειτούργησαν κάτω από πλάνη, είτε ως προς τα γεγονότα είτε ως προς το νόμο.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο