ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2002) 3 ΑΑΔ 208
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ.
2902Υπόθεση Αρ. 203/98
ΕΝΩΠΙΟΝ: ΑΡΤΕΜΙΔΗ, ΚΩΝΤΑΝΤΙΝΙΔΗ, ΗΛΙΑΔΗ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗ Δ.Δ.
Ανδρέα Χατζηγρηγοριάδη
Εφεσείοντα
και
Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω
Εφεσιβλήτων
11 Απριλίου 2002
Για τον εφεσείοντα - Χρ. Πατσαλίδης.
Για τον εφεσίβλητο - Α. Χριστοφόρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας.
--------------------------------- P>
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ: Την ομόφωνη απόφαση του δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Κωνσταντινίδης.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.:
Ο εφεσείων διεκδίκησε προσφυγική ταυτότητα κατ΄ επίκληση του διευρυμένου ορισμού του όρου «εκτοπισθείς» στο πλαίσιο της απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου, ημερομηνίας 19.4.95. ΄Ηταν η θέση του πως πριν και μέχρι την τουρκική εισβολή είχε τη μόνιμη κατοικία του στις ελεύθερες περιοχές, αλλά λόγω του επαγγέλματός του. Ενώ η περιουσία του βρισκόταν στην κατεχόμενη Αυλώνα.Η πρώτη απόρριψη του αιτήματός του ακυρώθηκε ως το αποτέλεσμα ανεπαρκούς έρευνας και ως αναιτιολόγητη. (Βλ. Ανδρέας Χατζηγρηγοριάδης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας Προσφυγή 103/97 ημερομηνίας 15.12.97). Κατά την επανεξέταση, με οδηγό ειδικό έντυπο, διεξάχθηκε έρευνα με αναφορά στα έντεκα «κύρια κριτήρια», όπως αυτά εξειδικεύονται στην πιο πάνω απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, και το αίτημα απορρίφθηκε εκ νέου. Με καταγραφή των λόγων και παραπομπή στο σύνολο των κριτηρίων. Πρωτοδίκως οι ισχυρισμοί του εφεσείοντα για πλημμελή έρευνα, επακόλουθη πλάνη και ανεπαρκή αιτιολογία απορρίφθηκαν και , όπως θα δούμε, αυτά είναι που επαναφέρονται με τους λόγους έφεσης.
Ο εφεσείων γεννήθηκε στην κατεχόμενη Αυλώνα και οι γονείς του είναι κάτοχοι προσφυγικής ταυτότητας. Η σύζυγός του κατάγεται από την Ελλάδα και, από την ημέρα του γάμου τους το 1957, κατοικούν μόνιμα στη Λευκωσία, στην ίδια ενοικιαζόμενη κατοικία. ΄Ηταν έκτοτε λογιστής στην Ελληνική Μεταλλευτική Εταιρεία και είναι αυτή την ιδιότητά του που πρόβαλε. Οι εργοδότες του δεν ανάπτυσσαν οποιαδήποτε δραστηριότητα στην Αυλώνα και αποδίδει στο επάγγελμά του τη διαμονή του, της συζύγου και των τριών παιδιών που απέκτησαν στη Λευκωσία. Προσθέτει το γεγονός ότι είναι ο ιδιοκτήτης του μισού μεριδίου τεμαχίων γης συνολικού εμβαδού 23 στρεμμάτων, στην Αυλώνα. Και το ότι δεν είναι ιδιοκτήτης οποιασδήποτε ακίνητης περιουσίας στις ελεύθερες περιοχές.
Αυτά βρίσκονταν ενώπιον της διοίκησης και είναι καταγραμμένα στο ειδικό έντυπο έναντι αντίστοιχων ενδείξεων σε σχέση με τα έντεκα «κριτήρια». Με επεξηγήσεις, μάλιστα, αναφορικά με την απόκτηση της πιο πάνω ακίνητης περιουσίας. Τα 14 στρέμματα τα απέκτησε το 1967 με δωρεά από τον πατέρα του και τα υπόλοιπα το 1968, με αγορά έναντι μικρού συνολικού τιμήματος, όπως αναφέρεται και στους τίτλους ιδιοκτησίας, ύψους £275. Σημειώνουμε και τις υπόλοιπες διαπιστώσεις ως προς τα «κριτήρια» στο ειδικό έντυπο.
Δεν ήταν υποχρεωμένος από τον εργοδότη του να διαμένει σε συγκεκριμένο μέρος και δεν κατέβαλε προσπάθεια για επιστροφή στην Αυλώνα. Η σύζυγός του δεν ήταν εργαζόμενη και ουδέποτε κατοίκησε στην Αυλώνα. Η απόσταση της Αυλώνας από τη Λευκωσία είναι μικρή. Διατηρούσαν τα προσωπικά
τους αντικείμενα στη Λευκωσία και ο εφεσείων δεν είχε αναφερθεί σε επισκέψεις του στην Αυλώνα. ΄Ηταν εγγεγραμμένος στους εκλογικούς και τηλεφωνικούς καταλόγους στη Λευκωσία και όχι στην Αυλώνα όπου δεν είχε και συγκεκριμένο σπίτι.Διατυπώθηκε σειρά λόγων έφεσης αλλά μπορούμε να συνοψίσουμε την ουσία τους. Θεωρεί ο εφεσείων ότι η προσβαλλόμενη απόφαση θα έπρεπε να είχε ακυρωθεί επειδή «μέτρησε το γεγονός ότι δεν απώλεσε κατοικία στα κατεχόμενα, κατά παραγνώριση του γεγονότος ότι απώλεσε άλλη ακίνητη περιουσία». Συναφώς ότι δεν έγινε συσχετισμός των διαπιστώσεων που αντιστοιχούσαν στα «κριτήρια» ούτε κατάταξή τους σε θετικά και αρνητικά για να αποδοθεί η οφειλόμενη βαρύτητα αναλόγως. Αντιθέτως, η αιτιολογία κάλυπτε μόνο τα πέντε «κριτήρια» που είχε θεωρηθεί ότι ήταν αρνητικά. Επιπρόσθετα, εισηγείται πως η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν το αποτέλεσμα ελλιπούς έρευνας και ενδεχόμενης πλάνης, ιδιαιτέρως σε σχέση με τα ακόλουθα: Την απόσταση μεταξύ της Λευκωσίας και της Αυλώνας χωρίς, πρέπει να σημειώσουμε, να εξειδικεύσει οτιδήποτε που θα έδειχνε προς διαφορετική κατεύθυνση και το πού ο εφεσείων διατηρούσε τα προσωπικά του αντικείμενα, τη συχνότητα των επισκέψεων του στην Αυλώνα, τη δυνατότητα μετάθεσής του στην Αυλώνα και το κατά πόσο οι εργοδότες του είχαν δραστηριότητες εκεί.
Οι εφεσίβλητοι κάλυψαν κάθε ένα από τους λόγους έφεσης και υποστήριξαν τη νομιμότητα της διοικητικής απόφασης και την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης. Στο πλαίσιο της συζήτησης έγινε αναφορά στις δυο πρόσφατες αποφάσεις της Ολομέλειας στις υποθέσεις Κυπριακή Δημοκρατία ν. Σταύρου Φιλιππίδη ΑΕ 2765 ημερομηνίας 12.6.2001 και Κυπριακή Δημοκρατία ν. Ξενή Λάρκου ΑΕ 2766 ημερομηνίας 12.6.01 αλλά σε εκείνες τις
περιπτώσεις το ζήτημα λύθηκε με αναφορά στο γεγονός ότι ο αιτητής ή η σύζυγός του ήταν ιδιοκτήτες ακίνητης περιουσίας στις ελεύθερες περιοχές. Κρίθηκε πως ο όρος «εκτοπισθείς» δεν κάλυπτε πρόσωπα που είχαν τέτοια ιδιοκτησία. (Βλ. και Σωτήριος Παπασάββα ν. Κυπριακής Δημοκρατίας ΑΕ 2901 ημερομηνίας 30.1.02). Εν προκειμένω ούτε ο εφεσείων ούτε η σύζυγος του ήταν ιδιοκτήτες ακίνητης περιουσίας στις ελεύθερες περιοχές.Κατά το διευρυμένο ορισμό ο όρος «εκτοπισθείς» περιλαμβάνει και «πρόσωπα τα οποία πριν και μέχρι την εισβολή είχαν τη μόνιμη κατοικία τους στις ελεύθερες περιοχές λόγω του επαγγέλματός τους αλλά το σπίτι ή/και γενικά η περιουσία τους ήταν στις κατεχόμενες περιοχές». Παρεμβάλλουμε πως, όπως έχει εξηγηθεί επανειλημμένα, ο όρος «μόνιμη κατοικία» για τους σκοπούς του Σχεδίου Βοήθειας Εκτοπισθέντων και Παθόντων σημαίνει τη συνήθη διαμονή σε
αντιδιαστολή προς την προσωρινή ή έκτακτη. Στην υπόθεση Κυριακή Παναγή Κασάπη ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφυγή 62/98 ημερομηνίας 21.10.98 περιλαμβάνεται αναφορά στη σχετική νομολογία. Το δέχτηκαν και οι εφεσίβλητοι και είναι ορθό πως δεν είναι απαραίτητο να έχει ένας σωρευτικά το σπίτι και γενικά την περιουσία του στις ελεύθερες περιοχές. Κατά τη διαζευκτική διατύπωση που χρησιμοποιήθηκε, αρκεί το ένα από τα δυο. Από την άλλη, όμως, η αναζήτηση δεν εξαντλείται στο εν πολλοίς αυταπόδεικτο της ιδιοκτησίας σπιτιού ως κατοικίας ή/και περιουσίας στις κατεχόμενες περιοχές. Δεν είναι τυχαία η χρησιμοποίηση του όρου «το σπίτι τους», στον οποίο θα αναφερθούμε και στη συνέχεια, αλλά και του όρου «η περιουσία τους» που θεωρούμε ότι πρέπει να διαβάζεται ejusdem generis προς τα προηγούμενα. Επισημαίνουμε δηλαδή πως το ζητούμενο δεν είναι αν ένας έχει ιδιόκτητη κατοικία ή κάποια περιουσία, μικρή ή μεγάλη, στα κατεχόμενα αλλά το αν το σπίτι ή/και γενικά η περιουσία του βρίσκεται εκεί. Και αυτά ως συστατικά στοιχεία ορισμού που περιλαμβάνει την πρωταρχική απαίτηση να έχει ένας τη μόνιμη κατοικία του στις ελεύθερες περιοχές «λόγω του επαγγέλματός του». Η ρύθμιση, ιδωμένη ως σύνολο, στοχεύει στην αποτίμηση της ταύτισης του αιτητή προς το σπίτι, που γι΄αυτό περιγράφεται ως «το σπίτι του» ή/και γενικά την περιουσία του στις κατεχόμενες περιοχές ώστε, στο πλαίσιο όλων των δεδομένων, τηρουμένων των προϋποθέσεων, να μπορεί να θεωρηθεί ότι κατοικεί μονίμως στις ελεύθερες περιοχές λόγω του επαγγέλματός του. (βλ. Μιχαήλ Φωτίου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας 573/99 ημερομηνίας 31.3.00). Τα «κύρια κριτήρια» που ακολουθούν στην απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, ενδεικτικά βέβαια και όχι εξαντλητικά, λειτουργούν ως παράγοντες οι οποίοι, ενδεχομένως ενόψει και άλλων, οδηγούν στο σχηματισμό συνολικής εικόνας αναφορικά με το κατά πόσο ένας εντάσσεται ή δεν εντάσσεται στον ορισμό. Συνεπώς, ενώ αναμένεται έρευνα τουλάχιστον σε σχέση με τα «κύρια κριτήρια», το αποτέλεσμα δεν επέρχεται μηχανιστικά με προσθαφαιρέσεις «θετικών» από «αρνητικές» διαπιστώσεις ή αντιστρόφως.Η διοίκηση, κατά συμμόρφωση προς την ακυρωτική απόφαση, ερεύνησε κάθε σχετική πτυχή και αιτιολόγησε την τελική της κρίση με την πρόσθετη εξήγηση πως, όπως όφειλε να κάμει, προσέγγισε όλα τα κριτήρια «σφαιρικά». Σε συμφωνία προς την εισήγηση των εφεσιβλήτων, καταλήγουμε πως ορθά δεν διαπιστώθηκε πρωτοδίκως λόγος ακυρότητας. Στην πραγματικότητα ό,τι διεφάνη ήταν το ξηρό γεγονός της κυριότητας μεριδίου σε ακίνητη περιουσία στα κατεχόμενα. Που και αυτή αποκτήθηκε πολλά χρόνια μετά τη μόνιμη εγκατάσταση του εφεσείοντα και της συζύγου του στη Λευκωσία. Θέλουμε να πούμε πως όταν ο εφεσείων εγκαταστάθηκε στη Λευκωσία δεν άφηνε τίποτε πίσω ως, από αυτή την άποψη, δεσμό του με την Αυλώνα. Η απόκτηση δε στην πορεία μεριδίου σε ορισμένα κτήματα ευλόγως δεν κρίθηκε αρκετή. Και είναι λανθασμένη η αντίληψη του εφεσείοντα πως αυτό παραγνωρίστηκε. Αντίθετα, ήταν το σημείο εκκίνησης. Χωρίς τέτοια περιουσία εκεί δεν θα ήταν δυνατό να τίθεται θέμα περαιτέρω συζήτησης.
Δεν έχει τεκμηριωθεί πλάνη ή ενδεχόμενη πλάνη για οτιδήποτε. ΄Ολες οι διαπιστώσεις της διοίκησης ήταν το αποτέλεσμα επαρκούς έρευνας. Και δεν είναι ορθό πως παραγνωρίστηκε το γεγονός ότι οι εργοδότες του εφεσείοντα δεν είχαν δραστηριότητες στην Αυλώνα. Εκείνο που είχε σημειωθεί σχετικά, ως ένας από τους πολλούς παράγοντες, ήταν το ότι δεν ήταν υποχρεωμένος να κατοικήσει σε συγκεκριμένο τόπο. Αντίθετα δε προς την εισήγηση του εφεσείοντα επαρκής ήταν και η αιτιολογία της διοικητικής απόφασης, όπως αυτή συμπληρώνεται από το φάκελο.
Η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.
ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.
ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.
/ΜΣι.
C:\My Documents\2002\PART3\2902.doc