ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2002) 3 ΑΑΔ 39
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 2901
Υπ. Aρ. 923/98
ΕΝΩΠΙΟΝ: Γ . ΠΙΚΗ, Π., Π. ΑΡΤΕΜΗ, Γ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ,
Π. ΚΑΛΛΗ, Μ. ΚΡΟΝΙΔΗ, ΔΔ.
Σωτήριος Παπασάββα από Κερύνεια,
Εφεσεί οντας-Αιτητής,
και
Κυπριακή Δημοκρατία μέσω
1. Υπουργείου Εσωτερικών,
2. Υπηρεσίας Εγγραφής,
Εφεσίβλητο ι-Καθ΄ων η αίτηση,
- - - - - -
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ:
30.1.02Για τον εφεσείοντα-Αιτητή: κ. Α.Σ. Αγγελίδης
Για τους εφεσίβλητους-καθ΄ ων η αίτηση: κ. Γλ. Χαραλάμπους
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Γ. Πικής, Π.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από
τον Π. Αρτέμη, Δ.
- - - - -
Π. ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.:
Το Υπουργικό Συμβούλιο στις 19.4.95 αποφάσισε με σχετική απόφαση αρ. 42.465 τη διεύρυνση του όρου "εκτοπισθείς" για σκοπούς απόκτησης προσφυγικής ταυτότητος ώστε να συμπεριλαμβάνει,"πρόσωπα που πριν και μέχρι την εισβολή είχαν τη μόνιμη κατοικία τους στις ελεύθερες περιοχές λόγω του επαγγέλματος τους αλλά το σπίτι τους ή/και γενικά η περιουσία τους ήταν στις κατεχόμενες περιοχές."
(Παράγραφος 10(α)).
Ταυτόχρονα, με την παράγραφο 11, καθορίστηκαν και τα κύρια κριτήρια για κατάταξη αιτητών στον πιο πάνω ορισμό που είναι τα ακόλουθα:
"α. Η καταγωγή των αιτητών
β. Η κατοχή κατοικίας ή άλλης ακίνητης ιδιοκτησίας ή άλλης περιουσίας τόσον στα κατεχόμενα όσον και στις ελεύθερες περιοχές.
γ. Αν ήταν υποχρεωμένοι οι αιτητές να διαμένουν εκεί ένεκα του επαγγέλματος τους.
δ. Η χρονική διάρκεια της διαμονής στις ελεύθερες περιοχές (μικρή ή μεγάλη).
ε. Ο χώρος που διέμεναν (κατοικία με πλήρη επίπλωση ή πρόχειρο κατάλυμα).
στ. Η απόσταση του τόπου εργασίας και διαμονής από τον τόπο καταγωγής.
ζ. Πού διατηρούσαν τα προσωπικά τους αντικείμενα.
η. Η συχνότης των επισκέψεων στον τόπο καταγωγής.
θ. Η χρησιμοποίηση του χώρου διαμονής σε διάφορες κοινωνικές και επαγγελματικές δραστηριότητες (εγκατάσταση προσωπικού τηλεφώνου, εγγραφή στους εκλογικούς καταλόγους, η πληρωμή διαφόρων φορολογιών).
ι. Η προσπάθεια επιστροφής στον τόπο καταγωγής (αιτήσεις για μετάθεση).
κ. Η κατοχή προσφυγικής ταυτότητας από τους γονείς."
Ο εφεσείων-αιτητής, στις 26.6.95, υπέβαλε αίτηση για έκδοση προσφυγικής ταυτότητας, η οποία και απορρίφθηκε στις 3.2.97. Εναντίον της απορριπτικής αυτής απόφασης καταχωρήθηκε η προσφυγή 262/97 με την οποία η διοικητική απόφαση ακυρώθηκε ως πάσχουσα από έλλειψη αιτιολογίας. Η αίτηση του εφεσείοντα επανεξετάστηκε και οι εφεσίβλητοι-καθ΄ων η αίτηση με επιστολή τους ημερομηνίας 31.8.98 τον πληροφόρησαν και πάλιν ότι κατόπιν επανεξέτασης η αίτηση του απορρίφθηκε. Ο εφεσείων κατεχώρησε και πάλιν προσφυγή, η οποία και πάλιν απορρίφθηκε και η απορριπτική αυτή απόφαση αποτελεί αντικείμενο της παρούσας έφεσης.
Παραθέτουμε πιο κάτω τα σχετικά γεγονότα και στοιχεία που αφορούν την περίπτωση του αιτητή, όπως αυτά περιγράφονται στη σελ. 7 της πρωτόδικης απόφασης:
"Στην παρούσα περίπτωση ο αιτητής γεννήθηκε στο Καράκουμι. Αρραβωνιάστηκε και παντρεύτηκε το 1968 στη Λευκωσία και από τότε διέμενε στη Λευκωσία. Η σύζυγος του γεννήθηκε το 1955 στην Κερύνεια αλλά υιοθετήθηκε από την οικογένεια Παύλου και Αδελαΐδας Ξιούτα στη Λευκωσία και από το 1955 διέμενε στη Λευκωσία. Ο αιτητής αποφοίτησε από τη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών στις 17.10.68 και ενεγράφη ως δικηγόρος στις 16.1.71. Τον Οκτώβριο του 1972 απέκτησε το δίπλωμα του Μεταπτυχιακού Τμήματος (Κλάδος Δημοσίου Δικαίου) του Αριτοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και στις 11.12.73 απέκτησε το δίπλωμα Πολιτικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ήταν κάτοχος μιας κατοικίας στο Καζάφανι (δυνάνει δωρεάς από τη μητέρα του), όπως επίσης κτημάτων στην Πάνω Κερύνεια και Καζάφανι. Ήταν καταχωρημένος ως συνδρομητής της ΑΤΗΚ στους τηλεφωνικούς καταλόγους του 1972 και 1973 στη Λευκωσία. Είχε εγγράψει το γιό του Σάββα (που γεννήθηκε στις 25.4.69) στη Λευκωσία και Παύλο (που γεννήθηκε στις 23.10.73) στην Έγκωμη. Ο Σάββας γράφτηκε το 1974 και φοίτησε σε Δημοτικό Σχολείο της Λευκωσίας. Μετά την τέλεση του γάμου του το 1968 ο αιτητής διέμενε μαζί με τους γονείς της γυναίκας του στην οδό Αισχύλου αρ. 61 στη Λευκωσία και το 1973 μετακόμισε στην ιδιόκτητη κατοικία της συζύγου του στην οδό Ίωνος-Κίμωνος 1 στην Έγκωμη. Πριν από την Τουρκική εισβολή άρχισε να εργάζεται ως δικηγόρος στη Λευκωσία."
Το πρωτόδικο Δικαστήριο παρατηρεί ακολούθως πως η εξάσκηση της δικηγορίας στη Λευκωσία ήταν αποτέλεσμα εκλογής του αιτητή και η διαμονή του στη Λευκωσία δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι απέρρεε από υποχρέωση εξάσκησης επαγγέλματος στη Λευκωσία. Επίσης σημειώνει ότι η παραμονή του στη Λευκωσία ήταν μεγάλης χρονικής έκτασης και η διαμονή του ήταν σε κανονικό σπίτι με πλήρη επίπλωση.
Μεταξύ άλλων, με τους λόγους εφέσεως προσβάλλονται τα συμπεράσματα του Δικαστηρίου και ιδιαίτερα το γεγονός ότι τόσο η διοικητική απόφαση όσο και η επικύρωση του σημείου τούτου από την πρωτόδικη απόφαση, "αντίθετα προς τη νομολογία", θεώρησε την κατοχή ιδιόκτητης κατοικίας από τη γυναίκα του ως δική του κατοχή και ανέμιξε και σύγχυσε το ατομικό του αίτημα, συνδέοντας το με στοιχεία που αφορούσαν τη σύζυγο του και την "οργανική του οικογένεια". Επεσήμανε ότι ο ίδιος προσωπικά δεν ήταν κάτοχος οποιασδήποτε ακίνητης περιουσίας στις ελεύθερες περιοχές. Περαιτέρω, βασιζόμενος σε αναφορά στην επίδικη απόφαση ότι ο αιτητής "δεν δίστασε να ρίξει λάσπη κατά των λειτουργών που υπηρετούν στην Υπηρεσία Εγγραφής" επεσήμανε ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι λανθασμένη στο σημείο αυτό, αφού έκρινε ότι τούτο δεν αποδεικνύει ισχυρισμό για δυστροπία και έλλειψη αμεροληψίας από τους εφεσίβλητους-καθ΄ων η αίτηση.
Το ουσιαστικό θέμα που εγείρεται με την παρούσα έφεση απαντάται πλήρως στην υπόθεση Κυπριακή Δημοκρατία ν. Φιλιππίδη Α.Ε. 2765, ημερ. 12.6.01, όπου στην σελ. 7 αναφέρονται τα ακόλουθα:
"Η έφεση επικεντρώθηκε στην εισήγηση ότι (α) εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι δεν έπρεπε να ληφθεί υπόψη, καθότι συνιστούσε "εξωγενές και άσχετο στοιχείο", το γεγονός ότι η σύζυγος του αιτητή ήταν ιδιοκτήτρια κατοικίας στις ελεύθερες περιοχές, όπου και διέμενε η οικογένεια, και τούτο για το λόγο ότι αιτητής ήταν ο σύζυγος/εφεσίβλητος και όχι αυτή. Και, επίσης, ότι (β) εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η κατοχή ιδιόκτητης κατοικίας ή άλλης περιουσίας στις ελεύθερες περιοχές δεν αποτελεί, αφ΄εαυτής, λόγο για απόρριψη αιτήματος για χορήγηση προσφυγικής ταυτότητας.
Και οι δύο εισηγήσεις του δικηγόρου των εφεσειόντων μας βρίσκουν σύμφωνους. Όσον αφορά το πρώτο ζήτημα, έχουμε την άποψη ότι ορθά οι εφεσείοντες, κατά τη λήψη της επίδικης απόφασης, συνεκτίμησαν το γεγονός ότι η σύζυγος του αιτητή ήταν ιδιοκτήτρια κατοικίας στις ελεύθερες περιοχές, κατοικίας η οποία συνιστούσε την οικογενειακή εστία, και τούτο για το λόγο ότι οι αιτήσεις των οργανικών οικογενειών για χορήγηση προσφυγικής ταυτότητας, όπως προκύπτει και από τη χρήση του πληθυντικού στις παραγράφους 10(α) και 11 της απόφασης αρ. 42465 ημερ. 19.4.1995 του Υπουργικού Συμβουλίου, εξετάζονται ως σύνολο και, σε περίπτωση ικανοποίησής τους, η προσφυγική ταυτότητα περιλαμβάνει τόσο τη σύζυγο του αιτητή όσο και τα παιδιά τους. Όσον αφορά το δεύτερο ζήτημα, προκύπτει, κατά την άποψή μας, με σαφήνεια, τόσο από το γράμμα όσο και από το πνεύμα της ίδιας απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου, ότι οι κάτοχοι ιδιόκτητης κατοικίας ή άλλης περιουσίας στις ελεύθερες περιοχές αποκλείονται, χωρίς άλλο από τη χορήγηση προσφυγικής ταυτότητας. Και τούτο διότι, όπως ορθά σημείωσαν οι εφεσείοντες στην επιστολή τους της 27.6.1997, "σκοπός της πιο πάνω απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου είναι να θεωρηθούν πρόσφυγες εκτοπισθέντες πρόσωπα/οικογένειες που έχασαν λόγω της Τουρκικής Εισβολής στα κατεχόμενα το ιδιόκτητο σπίτι ή/και γενικά την περιουσία τους ενώ πριν και μέχρι την Τουρκική Εισβολή είχαν λόγω του επαγγέλματος τους τη μόνιμη κατοικία, δηλαδή τη διαμονή τους, στις ελεύθερες περιοχές, χωρίς να είχαν κατά τον ίδιο χρόνο ιδιόκτητο σπίτι ή/και γενικά περιουσία στις ελεύθερες περιοχές."
(Δέστε και Κυπριακή Δημοκρατία ν. Λάρκου Α.Ε. 2766, ημερ. 12.6.01).
Έτσι, κατά την άποψη μας, το θέμα πρέπει να τελειώσει εδώ. Αφ΄ης στιγμής ορθά η διοίκηση θεώρησε ότι η κατοχή ιδιόκτητης κατοικίας από τη σύζυγο του αιτητή θα μπορούσε να συνεκτιμηθεί με όλα τα άλλα κριτήρια και αφ΄ης στιγμής οι κάτοχοι ιδιόκτητης κατοικίας στις ελεύθερες περιοχές αποκλείονται, χωρίς άλλο, από τη χορήγηση προσφυγικής ταυτότητας, η αναπόφευκτη κατάληξη ήταν η απόρριψη του αιτήματος του εφεσείοντα. Έτσι, δεν χρήζει οποιοσδήποτε σχολιασμός των άλλων πτυχών και συμπερασμάτων της επίδικης διοικητικής απόφασης καθώς και της πρωτόδικης δικαστικής απόφασης, συμπεριλαμβανομένου και του ισχυρισμού περί δυστροπίας και μεροληπτικής στάσης της διοίκησης, αφού εν πάση περιπτώσει κάτω από τις συνθήκες, όπως εξηγήσαμε πιο πάνω, το αίτημα για έκδοση προσφυγικής ταυτότητας ήταν καταδικασμένο σε αποτυχία.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του εφεσείοντα-αιτητή.
Π. Δ. Δ. Δ. Δ.
/Χ.Π.