ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

(2001) 3 ΑΑΔ 1085

30 Νοεμβρίου, 2001

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΑΛΛΗΣ,

ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]

MILOUCA MOTOR TRADING LTD,

Εφεσείουσα,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΩΝ

1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,

2. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ,

Εφεσιβλήτων.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2912)

 

Τελωνειακοί Δασμοί και Φόροι Καταναλώσεως ― Αγοραία αξία εισαχθέντων εμπορευμάτων ― Πλήρης έρευνα από το Διευθυντή, οδήγησε σε πλήρως αιτιολογημένη απόφαση επί του ζητήματος.

Η εφεσείουσα επεδίωξε, τόσο πρωτόδικα, όσο και κατ' έφεση, την ακύρωση της απόφασης του Διευθυντή Τελωνείων, να καθορίσει ως αγοραία αξία των εισαχθέντων εμπορευμάτων άλλη και μεγαλύτερη από αυτήν που δηλώθηκε.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

Ο Δικαστής που πρωτόδικα εξέτασε την υπόθεση, συζήτησε εξαντλητικά κάθε πτυχή και εξήγησε λεπτομερειακά, ακόμη και σε σχέση με ό,τι θα μπορούσε να θεωρηθεί προφανές, τους λόγους για τους οποίους η προσβληθείσα απόφαση του Διευθυντή δεν μπορούσε να επικριθεί με αναφορά σε οποιοδήποτε από τα τεθέντα σημεία.  Κατέληξε ότι ο Διευθυντής διεξήγαγε δέουσα έρευνα στο πλαίσιο της οποίας δόθηκε και στην εφεσείουσα η ευκαιρία να παράσχει οποιαδήποτε στοιχεία επιθυμούσε, ότι τα στοιχεία που προέκυψαν παρείχαν πλήρη αιτιολογική θεμελίωση της προσβαλλόμενης απόφασης, και μάλιστα ως της μόνης εν προκειμένω εφικτής και ότι, αντίθετα με την εισήγηση του ευπαιδεύτου συνηγόρου της εφεσείουσας, η πρώτη δικαστική ακυρωτική απόφαση δεν δημιούργησε δεδικασμένο που να μην επέτρεπε τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης. 

     Τα όσα εκτέθηκαν αναφορικά με τις περιστάσεις αναδεικνύουν την προσέγγιση και τις καταλήξεις πρωτόδικα, ως προδήλως ορθές.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Έφεση.

Έφεση από την ενάγουσα εταιρεία εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Αρ. Προσφυγής 915/97) ημερομηνίας 21/5/99 με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή της κατά της απόφασης, κατόπιν επανεξέτασης, με την οποία ο Έφορος κατέληξε ότι η αξία των εμπορευμάτων τα οποία εισήξε η αιτήτρια στην Κύπρο ήταν Η.Π.Α.$79.789,00 και σε αυτή τη βάση, επέβαλε με νέα απόφαση ό,τι προβλεπόταν για εισαγωγικό δασμό, έκτακτη προσφυγική επιβάρυνση και Φόρο Προστιθέμενης Αξίας.

Γ. Παπαθεοδώρου, για την Εφεσείουσα.

Θ. Μαυρομουστάκη, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, με Θ. Καουτζάνη, ασκούμενη δικηγόρο, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΠΙΚΗΣ, Π.:  Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Νικολάου, Δ.

ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Η εφεσείουσα αγόρασε από εταιρεία στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής και εισήγαγε στην Κύπρο είκοσι μοτοσυκλέτες και δύο ρυμουλκά.  Στη διασάφηση, ημερ. 21 Μαρτίου 1994, για τον τελωνισμό τους, δηλώθηκε πως η αξία τους ήταν £27.093,= που αντιστοιχούσε με ποσό Η.Π.Α.$49.925,= όπως έδειχνε και το τιμολόγιο, ημερ. 14 Δεκεμβρίου 1993, το οποίο συνόδευε τη διασάφηση.  Ο Διευθυντής του Τμήματος Τελωνείου δεν αποδέχθηκε τη δήλωση και προέβη σε διερεύνηση στο πλαίσιο της οποίας ζήτησε στοιχεία από τις Τελωνειακές Αρχές των Ηνωμένων Πολιτειών.  Στο μεταξύ, για τον εκάστοτε τελωνισμό που γινόταν για κάθε μέρος των εμπορευμάτων κατόπιν αιτήματος της εφεσείουσας, εισπράττετο χρηματική παρακαταθήκη βάσει του άρθρου 156 του περί Τελωνείων και Φόρων Καταναλώσεως Νόμου του 1967 (Ν. 82/67) όπως τροποποιήθηκε.

Ορισμένα από τα στοιχεία που ο Διευθυντής περισυνέλεξε κατά την έρευνα συγκρούονταν μεταξύ τους.  Αυτά ήταν τα εξής.  Οι Τελεωνειακές Αρχές των Ηνωμένων Πολιτείων, με επιστολή ημερ. 30 Δεκεμβρίου 1994, έθεσαν υπόψη του Διευθυντή δήλωση εκ μέρους της πωλήτριας εταιρείας ότι η συνολική τιμή  των εμπορευμάτων ήταν μόνο Η.Π.Α. $49.925,00 εκ του οποίου ένα ποσό Η.Π.Α. $29.864,00 πληρώθηκε σε μετρητά ενώ το υπόλοιπο, Η.Π.Α. $20.061,00, πληρώθηκε με τραπεζική πιστωτική επιστολή. Παράλληλα διαβίβασαν και τιμολόγιο ημερ. 14 Δεκεμβρίου 1993 σε δύο μέρη. Στο ένα μέρος εμφανιζόταν κατανομή τιμών συνολικού ύψους Η.Π.Α.$29.864,00 και σημείωση ότι αφορούσε την πρώτη πληρωμή τοις μετρητοίς  ενώ το άλλο μέρος έδειχνε  κατανομή τιμών συνολικού ύψους Η.Π.Α.$49.925,00 και σημειωνόταν ότι αυτό αφορούσε τη δεύτερη και τελική πληρωμή με πιστωτική επιστολή. Υπήρχε όμως παράλληλα και το αναμφισβήτητο στοιχείο ότι πληρώθηκε με την πιστωτική επιστολή μέσω της τράπεζας το μεγαλύτερο από τα δύο ποσά, στοιχείο το οποίο βρισκόταν σε οξεία αντίθεση με τη δήλωση της πωλήτριας εταιρείας ότι με την τραπεζική πιστωτική επιστολή πληρώθηκε μόνο ποσό ύψους Η.Π.Α. $20.061,00. Γι' αυτό ο Διευθυντής με επιστολή, ημερ. 6 Απριλίου 1995, απευθύνθηκε ξανά στις Τελωνειακές Αρχές των Ηνωμένων Πολιτειών ζητώντας διευκρινίσεις. Αφού παρήλθε κάποιο διάστημα χωρίς να έχει δοθεί απάντηση, ο Διευθυντής προχώρησε με βάση τα υπάρχοντα στοιχεία και έλαβε απόφαση ότι η πραγματική αξία των εμπορευμάτων ανερχόταν σε Η.Π.Α.$79.789,00 το οποίο αποτελούσε το άθροισμα του ποσού τοις μετρητοίς και του ποσού μέσω της τράπεζας. 

Η απόφαση προσεβλήθη με την προσφυγή αρ. 399/96 και, στις 17 Μαρτίου 1997, το Ανώτατο Δικαστήριο την ακύρωσε επειδή το πραγματικό βάθρο επί του οποίου ο Διευθυντής στηρίχθηκε ήταν ακροσφαλές.  Υποδείχθηκε εξάλλου ότι ως εκ τούτου το ζήτημα θα έπρεπε "να επανεξεταστεί από τη Διοίκηση με τρόπο που να μην αφήνει αμφιβολίες".

Ο Διευθυντής προέβη σε επανεξέταση σε σχέση με την οποία ζήτησε από τις Τελωνειακές Αρχές των Ηνωμένων Πολιτειών, με τηλεομοιότυπο ημερ. 15 Απριλίου 1997, όπως επισπευσθεί η απάντηση στην επιστολή του, ημερ. 6 Απριλίου 1995 την οποία είχε αποστείλει προτού εκδόσει την  πρώτη απόφαση.  Η απάντηση  δόθηκε  με  επιστολή ημερ. 17 Ιουνίου 1997.  Και ήταν ότι, καθώς προέκυπτε από ομολογία του προσώπου που εκπροσωπούσε την πωλήτρια εταιρεία, η συνολική αξία των εμπορευμάτων ήταν πράγματι Η.Π.Α.$79.789,00 από το οποίο πληρώθηκε ποσό Η.Π.Α.$29.864,00 τοις μετρητοίς και ποσό Η.Π.Α.$49.925,00 με την πιστωτική επιστολή της τράπεζας. Η απάντηση συνοδευόταν δε από έγγραφα τα οποία αντικατόπτριζαν αυτή την πραγματικότητα και τα οποία οι Τελωνειακές Αρχές των Ηνωμένων Πολιτειών είχαν εξασφαλίσει κατόπιν δικαστικής κλήτευσης του αντιπροσώπου της πωλήτριας εταιρείας.

Ενόψει των εν λόγω στοιχείων και της μη υπόδειξης από την εφεσείουσα άλλων στοιχείων προς αντίκρουση, παρόλον που αυτή κλήθηκε να παρουσιάσει ο,τιδήποτε το σχετικό, ο Διευθυντής θεώρησε την έρευνα συμπληρωθείσα, κατέληξε ότι η αξία των εμπορευμάτων ήταν Η.Π.Α.$79.789,00 και, σε αυτή τη βάση, επέβαλε με νέα απόφαση ό,τι προβλεπόταν για εισαγωγικό δασμό, έκτακτη  προσφυγική επιβάρυνση και Φόρο Προστιθέμενης Αξίας.

Η νέα  απόφαση  του Διευθυντή, η οποία κοινοποιήθηκε με επιστολή ημερ. 22 Σεπτεμβρίου 1997, προσεβλήθη με προσφυγή που απορρίφθηκε με την εκκαλούμενη απόφαση στις 21 Μαΐου 1999.  

Ο συνάδελφός μας που πρωτόδικα εξέτασε την υπόθεση συζήτησε εξαντλητικά κάθε πτυχή και εξήγησε λεπτομερειακά, ακόμη και σε σχέση με ό,τι θα μπορούσε να θεωρηθεί προφανές, τους λόγους για τους οποίους η προσβληθείσα απόφαση του Διευθυντή δεν μπορούσε να επικριθεί με αναφορά σε οποιοδήποτε από τα τεθέντα σημεία.  Κατέληξε ότι ο Διευθυντής διεξήγαγε δέουσα έρευνα στο πλαίσιο της οποίας δόθηκε και στην εφεσείουσα η ευκαιρία να παράσχει οποιαδήποτε στοιχεία επιθυμούσε· ότι τα στοιχεία που προέκυψαν παρείχαν πλήρη αιτιολογική θεμελίωση της προσβαλλόμενης απόφασης, και μάλιστα ως της μόνης εν προκειμένω εφικτής· και ότι, αντίθετα με την εισήγηση του ευπαιδεύτου συνηγόρου της εφεσείουσας, η πρώτη δικαστική ακυρωτική απόφαση δεν δημιούργησε δεδικασμένο που να μην επέτρεπε τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης. 

Τα όσα ήδη εκθέσαμε αναφορικά με τις περιστάσεις αναδεικνύουν την προσέγγιση και τις καταλήξεις του συναδέλφου μας πρωτόδικα, ως προδήλως ορθές.  Και επαρκούν ως απάντηση στις αμφισβητήσεις που τέθηκαν με την έφεση.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

H�έφεση απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο