ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2001) 3 ΑΑΔ 977
15 Νοεμβρίου, 2001
[ΠΙΚΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ,
ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ,
Εφεσείουσα,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ/Η ΤΟΥ ΕΦΟΡΟΥ ΦΟΡΟΥ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ,
Εφεσιβλήτων.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2850)
Φορολογία Εισοδήματος ― Καταβολή τόκου 5% και 9% λόγω μη καταβολής του φόρου στην προβλεπόμενη προθεσμία της επιφύλαξης του εδαφίου (1) του Άρθρου 13, σύμφωνα με το Άρθρο 39(1) των περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμων 1978-1994 ― Η υποχρέωση καταβολής του φόρου την 1η Αυγούστου του επόμενου έτους, είναι ανεξάρτητη από την βεβαίωση της φορολογίας από τον Έφορο.
Το ζήτημα που εξετάστηκε τόσο πρωτόδικα, όσο και κατ' έφεση, ήταν κατά πόσο επιβάλλεται τόκος στο ποσό του φόρου που καταβάλλεται μετά την 1η Αυγούστου, προθεσμία που επιβάλλει το Άρθρο 13(1) του Νόμου, ανεξάρτητα αν βεβαιώθηκε η φορολογία από τον Έφορο.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
Η υποχρέωση προς καταβολή φόρου από τους εφεσείοντες προβλέπεται ρητά από τις διατάξεις της επιφύλαξης του Άρθρου 13(1) του Νόμου, οι οποίες συσχετίζουν την εκπλήρωσή της με τις επιβαρυντικές συνέπειες που ενέχει η καθυστέρηση, σύμφωνα με το Άρθρο 39. Η υποχρέωση για την καταβολή τόκου προκύπτει ευθέως από τις ίδιες τις πρόνοιες της επιφύλαξης, που εντίθενται στο Άρθρο 13(1). Σ' αυτές καθορίζεται η ημερομηνία καταβολής του φόρου και οι συνέπειες σε περίπτωση καθυστέρησης υποβολής των λογαριασμών ή καταβολής του φόρου, όπου αυτοί υποβάλλονται έγκαιρα.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Έφεση.
Έφεση από την αιτήτρια εταιρεία εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Αρ. Προσφυγής 60/98) ημερομηνίας 27/5/99 με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή της κατά της υποχρέωσής της για καταβολή τόκου λόγω της παράλειψης καταβολής από αυτήν του οφειλόμενου φόρου στην καθοριζόμενη από τις διατάξεις του αρ.13 των περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμων 1978-1994 προθεσμία.
Ν. Χατζηϊωάννου, για την Εφεσείουσα.
Γ. Κυριακίδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γ.Μ. Πικής, Π.
ΠΙΚΗΣ, Π.: Το ερώτημα, το οποίο καλούμεθα να απαντήσουμε, είναι κατά πόσο παράλειψη καταβολής φόρου στην καθοριζόμενη από τις διατάξεις της επιφύλαξης του εδαφίου (1) του Άρθρου 13 των περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμων 1978-1994, (ο «Νόμος»), ημερομηνία επάγεται τις συνέπειες που προβλέπει το Άρθρο 39(1) του Νόμου, δηλαδή την καταβολή τόκου προς 5% για τη χρονική περίοδο των έξι μηνών που έπεται της οριζόμενης ημέρας καταβολής του φόρου και μετέπειτα 9% μέχρι την αποπληρωμή του.
Με την επιφύλαξη του εδαφίου (1) του Άρθρου 13, επιβάλλεται υποχρέωση προς καταβολή φόρου, ανεξάρτητα από τη βεβαίωση της φορολογίας από τον Έφορο. Προβλέπεται ότι οργανισμός προσώπων, υποκείμενος, σύμφωνα με τους λογαριασμούς τους οποίους ο ίδιος υποβάλλει, σε φόρο, έχει υποχρέωση καταβολής του την 1η Αυγούστου του χρόνου ο οποίος έπεται του φορολογικού έτους. Διασαφηνίζεται στην ίδια την επιφύλαξη ότι, σε περίπτωση καθυστέρησης υποβολής των λογαριασμών, «..., ο φόρος καταβάλλεται κατά την ημερομηνίαν υποβολής των λογαριασμών συμφώνως προς τας διατάξεις του άρθρου 39». Προκύπτει ότι, όπου σημειώνεται καθυστέρηση στην υποβολή των λογαριασμών, η υποχρέωση για την καταβολή φόρου συμπίπτει με την ημερομηνία κατάθεσής τους, επαυξημένη για ποσό ίσο προς το προβλεπόμενο από το Άρθρο 39 του Νόμου. Το ύψος της φορολογικής υποχρέωσης, όπως καθορίζεται από την επιφύλαξη, συνταυτίζεται με τις διατάξεις του Άρθρου 39, οι οποίες προβλέπουν ότι η καταβολή, σε περίπτωση υπερημερίας, αυξάνεται κατά τον τρόπο που αυτό ορίζει.
Οι εφεσείοντες υποστήριξαν, χωρίς επιτυχία, ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι η υποχρέωση για την καταβολή τόκου που θέτει το Άρθρο 39(1) του Νόμου ισχύει μόνο στις περιπτώσεις που καθορίζεται η ημερομηνία καταβολής του φόρου από το Άρθρο 38 του Νόμου, στις οποίες δεν περιλαμβάνεται η φορολογία που καλύπτει η επιφύλαξη του Άρθρου 13(1) του Νόμου.
Ως κρίνουμε, το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά διαπίστωσε ότι οι διατάξεις του Άρθρου 38 του Νόμου τελούν υπό την αίρεση μη ύπαρξης άλλης ρύθμισης στο Νόμο, η οποία να καθορίζει την ημερομηνία καταβολής του φόρου.
Το Άρθρο 38 εισάγεται με την ακόλουθη επιφύλαξη:-
«Εκτός εάν άλλως προβλέπηται εν τω παρόντι ή οιωδήποτε ετέρω Νόμω, ο φόρος καταβάλλεται ως ακολούθως -»
Στην προκείμενη περίπτωση, η υποχρέωση προς καταβολή φόρου από τους εφεσείοντες προβλέπεται ρητά από τις διατάξεις της επιφύλαξης του Άρθρου 13(1) του Νόμου, οι οποίες συσχετίζουν την εκπλήρωσή της με τις επιβαρυντικές συνέπειες που ενέχει η καθυστέρηση, σύμφωνα με το Άρθρο 39. Η υποχρέωση για την καταβολή τόκου προκύπτει ευθέως από τις ίδιες τις πρόνοιες της επιφύλαξης, που εντίθενται στο Άρθρο 13(1). Σ' αυτές καθορίζεται η ημερομηνία καταβολής του φόρου και οι συνέπειες σε περίπτωση καθυστέρησης υποβολής των λογαριασμών ή καταβολής του φόρου, όπου αυτοί υποβάλλονται έγκαιρα.
Υπό το φως των διαπιστώσεών μας, ορθή κρίνεται η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου και έγκυρη η επίδικη διοικητική απόφαση.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Η�έφεση απορρίπτεται με έξοδα.