ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2001) 3 ΑΑΔ 625

29 Ιουνίου, 2001

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΗΛΙΑΔΗΣ,

ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ

1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,

2. ΕΦΟΡΟΥ ΦΟΡΟΥ ΠΡΟΣΤΙΘΕΜΕΝΗΣ ΑΞΙΑΣ,

Εφεσείοντες,

ν.

ΓΙΑΝΝΑΚΗ ΛΥΣΙΩΤΗ,

Εφεσίβλητου.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2804)

 

Φόρος Προστιθέμενης Αξίας ― Βεβαίωση φόρου μετά από λάθη και παραλείψεις ― Δέουσα έρευνα ― Ελλειπής υπό τις περιστάσεις.

Έξοδα ― Κανόνας ότι ακολουθούν τα αποτελέσματα.

Οι εφεσείοντες επεδίωξαν με την έφεσή τους την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία ακυρώθηκε η επίδικη διοικητική απόφαση για βεβαίωση φόρου προστιθέμενης αξίας, λόγω έλλειψης της δέουσας έρευνας του Εφόρου.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

1.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η διερεύνηση των στοιχείων που αναφέρονται στην έκθεση ημερ. 18.9.1997 ήταν αναγκαία για τη νόμιμη λήψη της απόφασης. Συνεπώς, αφού η προσβαλλόμενη απόφαση ελήφθη χωρίς να συμπληρωθεί η έρευνα που η ίδια η διοίκηση είχε αρχίσει, ήταν προϊόν πλημμελούς άσκησης διακριτικής ευχέρειας.

     Με την παρούσα έφεση προσβάλλεται η πιο πάνω κατάληξη.  Οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι η έρευνα είχε ολοκληρωθεί γιατί ο λειτουργός, πριν προβεί στις εισηγήσεις του είχε τηλεφωνική επικοινωνία με αρμόδιο της τράπεζας ο οποίος τον καθοδήγησε αναφορικά με τον τρόπο κατάρτισης των συμβολαίων ενοικιαγοράς, ενώ οι πληροφορίες που ζήτησε με το σημείωμά του ημερ. 18.9.1997 δόθηκαν από την τράπεζα στις 23.9.1997 και 10.10.1997. 

     Ο λόγος αυτός απορρίπτεται.  Κατ' αρχήν στο σημείωμα  ημερ. 18.9.1997 γίνεται εισήγηση όπως ζητηθούν από τον εφεσίβλητο συγκεκριμένα στοιχεία, εισήγηση η οποία δεν φαίνεται στη συνέχεια να υλοποιείται.  Αργότερα ζητούνται από τη Λαϊκή διευκρινίσεις και συμβόλαια.  Είναι αλήθεια ότι ορισμένα από τα θέματα που εγείρονται στη σημείωση ημερ. 18.9.1997 απαντώνται από τις επιστολές της Λαϊκής ημερ. 23.9.1997 και 15.10.1997.  Όμως δεν φαίνεται να έχουν τεθεί ενώπιον του Εφόρου τα ασφαλιστικά συμβόλαια που ζητήθηκαν.  Εν πάση περιπτώσει θα πρέπει να σημειωθεί ότι από τη διατύπωση που χρησιμοποιήθηκε στο σημείωμα ημερ. 24.10.1997, φαίνεται ότι  ο λειτουργός κατέληξε στην εισήγησή του με βάση τη μελέτη των συμβολαίων που γενικά χρησιμοποιεί η Λαϊκή  και όχι τα συμβόλαια για τα συγκεκριμένα οχήματα που αφορούσαν την παρούσα υπόθεση, καθώς και την τηλεφωνική επικοινωνία που είχε με υπάλληλο της Λαϊκής, τον κ. Μιχαήλ.  Σημειώνεται ότι κανένα πρακτικό δεν έχει τηρηθεί, ούτε έχει καταγραφεί έστω και περιληπτικά το περιεχόμενο της ρηθείσης τηλεφωνικής επικοινωνίας, ούτως ώστε να είναι δυνατός ο δικαστικός έλεγχος. 

2.  Όπως έχει επανειλημμένα αναφερθεί τα έξοδα κατά κανόνα ακολουθούν το αποτέλεσμα. Δεν δικαιολογείται καθ' οιονδήποτε τρόπο παρέκκλιση από την πρακτική αυτή. 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Έφεση.

Έφεση από τους καθ' ων η αίτηση εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Αρ. Προσφυγής 1002/97) ημερομηνίας 17/2/99 με την οποία αποδέχθηκε την προσφυγή του αιτητή και ακύρωσε τη βεβαίωση φόρου ΦΠΑ η οποία του επιβλήθηκε με απόφαση ημερ. 24/10/97 η οποία του κοινοποιήθηκε στις 7/11/97.

Ε. Αντωνίου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσείοντες.

Α. Ποιητής, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΠΙΚΗΣ, Π.: Tην απόφαση του Δικαστηρίου θα απαγγείλει ο Φρ. Νικολαΐδης, Δ.

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: O εφεσίβλητος  ασχολείται με την πώληση μεταχειρισμένων φορτηγών αυτοκινήτων και εκσκαφέων στη Λάρνακα, είναι δε εγγεγραμμένος  στο Μητρώο Φόρου Προστιθέμενης Αξίας.  Σε έλεγχο που διενεργήθηκε από το Επαρχιακό Γραφείο του Φ.Π.Α. Λάρνακας διαπιστώθηκαν στα βιβλία και αρχεία που τηρούσε διάφορες παραλείψεις και σφάλματα. Ο Έφορος Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (στο εξής «ο Έφορος»), κρίνοντας ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του άρθρου 34 του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου του 1990, Ν.246/90, προέβη σε βεβαίωση του οφειλόμενου από τον εφεσίβλητο ποσού, για την περίοδο μεταξύ 1.7.1992 μέχρι 30.9.1995, σύμφωνα με την οποία ο εφεσίβλητος όφειλε το ποσό των £49.471,90.  Μεταξύ του εφεσίβλητου και του Εφόρου ανταλλάκτηκε αριθμός επιστολών.  Τελικά ο Έφορος με επιστολή του ημερ. 7.11.1997 δέκτηκε τις θέσεις του εφεσίβλητου σε σχέση με συγκεκριμένο αυτοκίνητο και μείωσε το ποσό της βεβαίωσης στις £47.523,90. 

Σε σημείωμα λειτουργού των καθ' ων η αίτηση ημερ. 18.9.1997, γίνεται εισήγηση όπως ζητηθούν από τον εφεσίβλητο στοιχεία αναφορικά με αριθμό οχημάτων.  Συγκεκριμένα κρίθηκε απαραίτητη η εξέταση των συμβολαίων ενοικιαγοράς σε σχέση με εφτά οχήματα, η πιστοποίηση από τράπεζα σε σχέση με δύο και η παρουσίαση των ασφαλιστικών συμβολαίων. 

Στο φάκελο της υπόθεσης δεν φαίνεται ότι ζητήθηκε από τον εφεσίβλητο να παρουσιάσει τα πιο πάνω συμβόλαια ενοικιαγοράς.  Ζητήθηκαν όμως από τη Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ, με επιστολή ημερ. 3.11.1997, τα αντίγραφα των συμβολαίων ενοικιαγοράς για συγκεκριμένα οχήματα.  Η τράπεζα ανταποκρίθηκε και απέστειλε στον Έφορο τα σχετικά συμβόλαια με επιστολή ημερ. 13.11.1997.  Ωστόσο η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε στις 24.10.1997 και κοινοποιήθηκε στον εφεσίβλητο στις 7.11.1997. 

Ένα από τα θέματα που προκύπτουν στην παρούσα υπόθεση είναι το κατά πόσο θα πρέπει να καταβάλλεται Φ.Π.Α. στις περιπτώσεις επαναχρηματοδοτήσεων, ερώτημα που τελικά δεν απαντήθηκε.  Στις 24.10.1997 σε σημείωμα λειτουργού στο φάκελο αναφέρεται ότι εξέταση της υπόθεσης και μελέτη των συμβολαίων που η Λαϊκή χρησιμοποιεί για τις επαναχρηματοδοτήσεις δείχνει ότι σ' αυτές τις περιπτώσεις δεν χρησιμοποιούνται διαφορετικά συμβόλαια. Έτσι στην περίπτωση του εφεσίβλητου δεν τίθεται θέμα μείωσης της βεβαίωσης του φόρου.  Στη συνέχεια γίνεται αναφορά σε τηλεφωνική επικοινωνία που ο λειτουργός είχε με τον υπεύθυνο της Λαϊκής, καθώς και με τα κεντρικά γραφεία της υπηρεσίας.  Σημειώνεται επίσης ότι θα εζητείτο από τη Λαϊκή να εφοδιάσει την υπηρεσία με αντίγραφα των συμβολαίων αυτών, απλώς για να υπάρχουν στο αρχείο επιπρόσθετα από τις διαπιστώσεις που έγιναν, είτε τηλεφωνικά, είτε με την εξέταση των συμβολαίων που εκδίδει γενικώς η τράπεζα.

Η τελική απόφαση του Εφόρου προσβλήθηκε στο Ανώτατο Δικαστήριο. Το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε ότι μετά την έκθεση ημερ. 18.9.1997 έγινε εισήγηση να ζητηθούν περαιτέρω στοιχεία από τον εφεσίβλητο. Υπήρξε δηλαδή ανάγκη για περαιτέρω έρευνα της υπόθεσης, εισήγηση που υιοθετήθηκε σε σχέση με ένα όχημα μόνο.  Στην προσβαλλόμενη πράξη δεν σχολιάστηκε η εισήγηση για παρουσίαση περαιτέρω στοιχείων.

Το Δικαστήριο έκρινε ότι η διερεύνηση των στοιχείων που αναφέρονται στην έκθεση ημερ. 18.9.1997 ήταν αναγκαία για τη νόμιμη λήψη της απόφασης. Συνεπώς, αφού η προσβαλλόμενη απόφαση ελήφθη χωρίς να συμπληρωθεί η έρευνα που η ίδια η διοίκηση είχε αρχίσει, είναι προϊόν πλημμελούς άσκησης διακριτικής ευχέρειας και θα πρέπει να παραμεριστεί.

Με την παρούσα έφεση προσβάλλεται η πιο πάνω κατάληξη.  Οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι η έρευνα είχε ολοκληρωθεί γιατί ο λειτουργός, πριν προβεί στις εισηγήσεις του είχε τηλεφωνική επικοινωνία με αρμόδιο της τράπεζας ο οποίος τον καθοδήγησε αναφορικά με τον τρόπο κατάρτισης των συμβολαίων ενοικιαγοράς, ενώ οι πληροφορίες που ζήτησε με το σημείωμά του ημερ. 18.9.1997 δόθηκαν από την τράπεζα στις 23.9.1997 και 10.10.1997.  Επισημαίνεται ότι εκείνο που παρέμενε ήταν η αποστολή αντιγράφων των συγκεκριμένων συμβολαίων που χρησιμοποιήθηκαν, κάτι που δεν θα επηρέαζε με οποιοδήποτε τρόπο την απόφαση του Εφόρου. Η αξίωση για την αποστολή των αντιγράφων έγινε μόνο και μόνο για σκοπούς ενημέρωσης των φακέλων.

Ο λόγος αυτός θα πρέπει να απορριφθεί.  Κατ' αρχήν στο σημείωμα ημερ. 18.9.1997 γίνεται εισήγηση όπως ζητηθούν από τον εφεσίβλητο συγκεκριμένα στοιχεία, εισήγηση η οποία δεν φαίνεται στη συνέχεια να υλοποιείται.  Αργότερα ζητούνται από τη Λαϊκή διευκρινίσεις και συμβόλαια.  Είναι αλήθεια ότι ορισμένα από τα θέματα που εγείρονται στη σημείωση ημερ. 18.9.1997 απαντώνται από τις επιστολές της Λαϊκής ημερ. 23.9.1997 και 15.10.1997. Όμως δεν φαίνεται να έχουν τεθεί ενώπιον του Εφόρου τα ασφαλιστικά συμβόλαια που ζητήθηκαν.  Εν πάση περιπτώσει θα πρέπει να σημειωθεί ότι από τη διατύπωση που χρησιμοποιήθηκε στο σημείωμα ημερ. 24.10.1997, φαίνεται ότι  ο λειτουργός κατέληξε στην εισήγησή του με βάση τη μελέτη των συμβολαίων που γενικά χρησιμοποιεί η Λαϊκή  και όχι τα συμβόλαια για τα συγκεκριμένα οχήματα που αφορούσαν την παρούσα υπόθεση, καθώς και την τηλεφωνική επικοινωνία που είχε με υπάλληλο της Λαϊκής, τον κ. Μιχαήλ. Σημειώνουμε ότι κανένα πρακτικό δεν έχει τηρηθεί, ούτε έχει καταγραφεί έστω και περιληπτικά το περιεχόμενο της ρηθείσης τηλεφωνικής επικοινωνίας, ούτως ώστε να είναι δυνατός ο δικαστικός έλεγχος. 

Εν όψει των πιο πάνω είναι φανερό ότι ο λόγος αυτός θα πρέπει να απορριφθεί.  Εν όψει τούτου κρίνουμε ότι δεν θα εξυπηρετηθεί οποιοσδήποτε σκοπός για να εξετάσουμε το δεύτερο λόγο έφεσης που αναφέρεται στη διαπίστωση του Δικαστηρίου ότι η προσβαλλόμενη απόφαση έπασχε και λόγω αιτιολογίας.

Ο τελευταίος λόγος έφεσης αναφέρεται στα έξοδα.  Προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι το Δικαστήριο εσφαλμένα άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια σε σχέση με την επιδίκαση εξόδων υπέρ του εφεσίβλητου.  Χωρίς καμιά απολύτως αιτιολογία προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι το Δικαστήριο θα έπρεπε, παρ' όλον ότι έκανε αποδεκτή την προσφυγή του εφεσίβλητου να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια ως προς τα έξοδα υπέρ των εφεσειόντων.  Όπως έχουμε επανειλημμένα αναφέρει τα έξοδα κατά κανόνα ακολουθούν το αποτέλεσμα.  Δεν δικαιολογείται καθ΄ οιονδήποτε τρόπο παρέκκλιση από την πρακτική αυτή. 

Η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο