ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2001) 3 ΑΑΔ 540
12 Ιουνίου, 2001
[ΠΙΚΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ,
ΗΛΙΑΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
2. ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΕΓΓΡΑΦΗΣ,
Εφεσείοντες-Καθ΄ων η αίτηση,
ν.
ΣΤΑΥΡΟΥ ΦΙΛΙΠΠΙΔΗ,
Εφεσιβλήτου-Αιτητή.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2765)
Εκτοπισθέντες και Παθόντες ― Έκδοση προσφυγικής ταυτότητας ― Βάσει των κριτηρίων της απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου αρ. 42465 ημερ. 19/4/1995 ― Διεύρυνση του όρου «εκτοπισθείς» ― Η κατοχή ιδιόκτητης κατοικίας της συζύγου στις ελεύθερες περιοχές, όπου διέμενε η οικογένεια, δεν αποτελούσε εξωγενή παράγοντα ώστε να ληφθεί υπόψη -Αποτελούσε λόγο για απόρριψη του αιτήματος ― Επικύρωση απορριπτικής διοικητικής απόφασης, κατ' έφεση.
Η προσφυγή του εφεσίβλητου κατά της απόρριψης του αιτήματός του για έκδοση προσφυγικής ταυτότητας, οδήγησε σε ακύρωση της εκεί επίδικης απόφασης. Η εφεσείουσα Δημοκρατία προσέβαλε με την έφεσή της την ορθότητα της εκκαλούμενης απόφασης.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου κάνοντας δεκτή την έφεση, αποφάσισε ότι:
Η έφεση επικεντρώθηκε στην εισήγηση ότι (α) εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι δεν έπρεπε να ληφθεί υπόψη, καθότι συνιστούσε «εξωγενές και άσχετο στοιχείο», το γεγονός ότι η σύζυγος του αιτητή ήταν ιδιοκτήτρια κατοικίας στις ελεύθερες περιοχές, όπου και διέμενε η οικογένεια, και τούτο για το λόγο ότι αιτητής ήταν ο σύζυγος/εφεσίβλητος και όχι αυτή. Και, επίσης, ότι (β) εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η κατοχή ιδιόκτητης κατοικίας ή άλλης περιουσίας στις ελεύθερες περιοχές δεν αποτελεί, αφ΄ εαυτής, λόγο για απόρριψη αιτήματος για χορήγηση προσφυγικής ταυτότητας.
Και οι δύο εισηγήσεις του δικηγόρου των εφεσειόντων βρίσκουν σύμφωνο το Δικαστήριο. Όσον αφορά το πρώτο ζήτημα, ορθά οι εφεσείοντες, κατά τη λήψη της επίδικης απόφασης, συνεκτίμησαν το γεγονός ότι η σύζυγος του αιτητή ήταν ιδιοκτήτρια κατοικίας στις ελεύθερες περιοχές, κατοικίας η οποία συνιστούσε την οικογενειακή εστία, και τούτο για το λόγο ότι οι αιτήσεις των οργανικών οικογενειών για χορήγηση προσφυγικής ταυτότητας, όπως προκύπτει και από τη χρήση του πληθυντικού στις παραγράφους 10(α) και 11 της απόφασης αρ. 42465 ημερ. 19.4.1995 του Υπουργικού Συμβουλίου, εξετάζονται ως σύνολο και, σε περίπτωση ικανοποίησής τους, η προσφυγική ταυτότητα περιλαμβάνει τόσο τη σύζυγο του αιτητή όσο και τα παιδιά τους. Όσον αφορά το δεύτερο ζήτημα, προκύπτει, με σαφήνεια, τόσο από το γράμμα όσο και από το πνεύμα της ίδιας απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου, ότι οι κάτοχοι ιδιόκτητης κατοικίας ή άλλης περιουσίας στις ελεύθερες περιοχές αποκλείονται, χωρίς άλλο, από τη χορήγηση προσφυγικής ταυτότητας. Και τούτο διότι, όπως ορθά σημείωσαν οι εφεσείοντες στην επιστολή τους της 27.6.1997, «σκοπός της πιο πάνω απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου είναι να θεωρηθούν πρόσφυγες εκτοπισθέντες πρόσωπα/οικογένειες που έχασαν λόγω της Τουρκικής Εισβολής στα κατεχόμενα το ιδιόκτητο σπίτι ή/και γενικά την περιουσία τους, ενώ πριν και μέχρι την Τουρκική Εισβολή είχαν λόγω του επαγγέλματος τους τη μόνιμη κατοικία, δηλαδή τη διαμονή τους, στις ελεύθερες περιοχές, χωρίς να είχαν κατά τον ίδιο χρόνο ιδιόκτητο σπίτι ή/και γενικά περιουσία στις ελεύθερες περιοχές.»
Η απόφαση των εφεσειόντων να αρνηθούν τη χορήγηση προσφυγικής ταυτότητας στον εφεσίβλητο, δεν πάσχει λόγω πραγματικής ή νομικής πλάνης, λήφθηκε ύστερα από επαρκή έρευνα και αξιολόγηση όλων των ενώπιόν τους στοιχείων και, στα πλαίσια της διακριτικής τους εξουσίας, ήταν εύλογα επιτρεπτή.
Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.
Αναφερόμενη υπόθεση:
Φιλιππίδης v. Δημοκρατίας, Υπόθ. αρ. 711/96, ημερ. 27/5/1997.
Έφεση.
Έφεση από τους Καθ' ων η αίτηση εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου, (Αρ. Προσφυγής 602/97) ημερομηνίας 14/12/96, με την οποία αποδέχθηκε την προσφυγή του αιτητή και ακύρωσε την απόρριψη, κατόπιν επανεξέτασης, της αίτησής του για απόκτηση προσφυγικής ταυτότητας.
Α. Χριστοφόρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τους Εφεσείοντες.
Ξ. Ευγενίου για τον Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΠΙΚΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γαβριηλίδης, Δ.
ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Το Υπουργικό Συμβούλιο, με απόφασή του αρ. 42465 ημερομηνίας 19.4.1995, αποφάσισε να εγκρίνει την επέκταση του όρου «εκτοπισθείς», προς το σκοπό απόκτησης προσφυγικής ταυτότητας, ώστε αυτός να περιλαμβάνει και «πρόσωπα τα οποία πριν και μέχρι την εισβολή είχαν τη μόνιμη κατοικία τους στις ελεύθερες περιοχές λόγω του επαγγέλματος τους αλλά το σπίτι τους ή/και γενικά η περιουσία τους ήταν στις κατεχόμενες περιοχές.» (παράγραφος 10(α)). Ταυτόχρονα, με την παράγραφο 11, το Υπουργικό Συμβούλιο καθόρισε τα «κύρια κριτήρια» για κατάταξη αιτητών στον πιο πάνω ορισμό. Αυτά είναι:
«α. Η καταγωγή των αιτητών.
β. Η κατοχή κατοικίας ή άλλης ακίνητης ιδιοκτησίας ή άλλης περιουσίας τόσον στα κατεχόμενα όσον και στις ελεύθερες περιοχές.
γ. Αν ήταν υποχρεωμένοι οι αιτητές να διαμένουν εκεί ένεκα του επαγγέλματος τους.
δ. Η χρονική διάρκεια της διαμονής στις ελεύθερες περιοχές (μικρή ή μεγάλη).
ε. Ο χώρος που διέμεναν (κατοικία με πλήρη επίπλωση ή πρόχειρο κατάλυμα).
στ. Η απόσταση του τόπου εργασίας και διαμονής από τον τόπο καταγωγής.
ζ. Πού διατηρούσαν τα προσωπικά τους αντικείμενα.
η. Η συχνότης των επισκέψεων στον τόπο καταγωγής.
θ. Η χρησιμοποίηση του χώρου διαμονής σε διάφορες κοινωνικές και επαγγελματικές δραστηριότητες (εγκατάσταση προσωπικού τηλεφώνου, εγγραφής στους εκλογικούς καταλόγους, η πληρωμή διαφόρων φορολογιών).
ι. Η προσπάθεια επιστροφής στον τόπο καταγωγής (αιτήσεις για μετάθεση).
κ. Η κατοχή προσφυγικής ταυτότητας από τους γονείς.»
Στηριζόμενος στον πιο πάνω ορισμό του όρου «εκτοπισθείς», ο εφεσίβλητος, με αίτησή του ημερομηνίας 19.6.1995, ζήτησε να του χορηγηθεί προσφυγική ταυτότητα. Η αίτηση απορρίφθηκε. Ο εφεσίβλητος πρόσβαλε την απορριπτική απόφαση με την προσφυγή 711/96, Φιλιππίδης ν. Δημοκρατίας, στην οποία εκδόθηκε απόφαση στις 27.5.1997. Το Δικαστήριο, αποδεχόμενο την προσφυγή, ακύρωσε την απορριπτική απόφαση λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας και αιτιολογίας.
Μετά την απόφαση του Δικαστηρίου η υπόθεση επανεξετάστηκε. Τα αποτελέσματα της συνολικής διοικητικής έρευνας που διεξήχθη αναφορικά με τα «κύρια κριτήρια», όπως προκύπτει από το σχετικό διοικητικό φάκελο, Τεκμ. 1, ήταν τα ακόλουθα:
«α. Η καταγωγή των αιτητών
Παρά το γεγονός ότι ο αιτητής γεννήθηκε στην Πάφο, από μικρός ζούσε στη Λάπηθο. Επίσης μετά το 1960, δηλαδή τα χρόνια 1960-1965 διέμενε και εργαζόταν ως καθηγητής στη Λάπηθο.
Η σύζυγος του αιτητή γεννήθηκε και αναγιώθηκε στη Λάπηθο. Τα χρόνια 1960-1965 διέμενε στη Λάπηθο.
β. Η κατοχή κατοικίας ή άλλης ακίνητης ιδιοκτησίας ή άλλης περιουσίας τόσον στα κατεχόμενα όσον και στις ελεύθερες περιοχές
Ο αιτητής κατέχει ιδιόκτητη οικία στη Λάπηθο, κ.9, δικαίωμα σε τρεχούμενο νερό και χωράφια συνολικής έκτασης 5 σκαλών, κ.8-4, στη Λάπηθο και 2 οικόπεδα, κ.3-2, στον Τράχωνα, τα οποία αγόρασε την 20.1.1969. Την οικία και τα χωράφια στην Λάπηθο τα απέκτησε την 5.3.1970 από δωρεάν της μητέρας του.
Η σύζυγός του κατέχει κατοικία στις ελεύθερες περιοχές την 16.8.1974, κ.1, μέσα σε οικόπεδο που αγόρασε την 29.11.1966 στους Αγίους Ομολογητές, Λευκωσία.
γ. Αν ήταν υποχρεωμένοι οι αιτητές να διαμένουν εκεί ένεκα του επαγγέλματος τους
Δεν ήταν υποχρεωμένος από την Προϊσταμένη Αρχή να διαμένει στη Λευκωσία. Απλώς όταν παντρεύτηκε την 25.19.1964 φαίνεται ότι αποφάσισε να εργαστεί ως καθηγητής στη Λευκωσία, όπου το 1967 έκτισαν σπίτι, κ.1, σε οικόπεδο της συζύγου, που είχε αγοράσει το 1966. Η σύζυγος του ήταν και είναι οικοκυρά.
δ. Η χρονική διάρκεια της διαμονής στις ελεύθερες περιοχές (μικρή ή μεγάλη)
Από το 1965 έως το 1974 διέμενε στις ελεύθερες περιοχές.
ε. Ο χώρος που διέμεναν (κατοικία με πλήρη επίπλωση ή πρόχειρο κατάλυμα)
Το σπίτι στη Λευκωσία είναι στους Αγ. Ομολογητές, μια από τις καλύτερες περιοχές, είναι κανονικό σπίτι (όχι πρόχειρο κατάλυμα) και με πλήρη επίπλωση. Στο σπίτι αυτό ζούσαν και τα δυο παιδιά του Φίλιππος, που γεννήθηκε την 3.1.1966 στη Λευκωσία και Αναστασία, που γεννήθηκε την 14.5.1968 στη Λευκωσία.
Το σπίτι στη Λάπηθο είναι πετρόκτιστο παλαιού τύπου.
στ. Η απόσταση του τόπου εργασίας και διαμονής από τον τόπο καταγωγής
Η απόσταση της Λευκωσίας από τη Λάπηθο δεν είναι μεγάλη.
ζ. Πού διατηρούσαν τα προσωπικά τους αντικείμενα
Είναι λογικό να διατηρούσαν τα προσωπικά τους αντικείμενα στο κανονικό τους σπίτι στη Λευκωσία, όπου τα παιδιά τους φοιτούσαν στα σχολεία.
η. Η συχνότης των επισκέψεων στον τόπο καταγωγής
Πήγαινε τακτικά στη Λάπηθο, ως ο ίδιος ισχυρίζεται.
θ. Η χρησιμοποίηση του χώρου διαμονής σε διάφορες κοινωνικές και επαγγελματικές δραστηριότητες (εγκατάσταση προσωπικού τηλεφώνου, εγγραφής στους εκλογικούς καταλόγους, η πληρωμή διαφόρων φορολογιών)
Στη Λάπηθο δεν είχαν τηλέφωνο ή ρεύμα στο όνομά τους, ενώ είχαν στη Λευκωσία. Δεν ήταν στους Εκλογικούς Καταλόγους της Λαπήθου το 1972-1973, ενώ ήταν σ' αυτούς της Λευκωσίας. Οι κτηματικοί φόροι που πλήρωνε στη Λάπηθο και στη Λευκωσία είναι άσχετοι με τη διαμονή τους. Στο σπίτι στη Λάπηθο έμενεν ο πατέρας του, ενώ σ' αυτό της Λευκωσίας έμενε όλη η οικογένεια τους.
ι. Η προσπάθεια επιστροφής στον τόπο καταγωγής (αιτήσεις για μετάθεση)
Δεν ισχυρίστηκε ότι υπέβαλε ποτέ του αίτηση για μετάθεση στη Λάπηθο όταν ήταν καθηγητής, ούτε όταν προήχθη σε Επιθεωρητή την 1.12.1968.
κ. Η κατοχή προσφυγικής ταυτότητας από τους γονείς
Αρ. Προσφ. Ταυτ. Γονέων (81093) οι γονείς του ζεύγους
Αρ. Προσφ. Ταυτ. Πενθερικών (007426) είναι πρόσφυγες.»
Η αίτηση του εφεσίβλητου απορρίφθηκε και πάλι, ο δε εφεσίβλητος ενημερώθηκε σχετικά με επιστολή ημερομηνίας 27.6.1997, το κείμενο της οποίας έχει ως εξής:
«Η αίτησή σας που υποβλήθηκε στο Γραφείο μας γι' απόκτηση προσφυγικής ταυτότητας με τόπο εκτοπισμού τη Λάπηθο, με βάση την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου αρ. 42465 και ημερομηνία 19.4.1995, ξαναεξετάστηκε προσεκτικά μετά την ακυρωτική απόφαση της 27.5.1997 κατά της πράξης μας από τον Δικαστή κ. Π. Καλλή στην Υπόθεση αρ. 711/96 ενώπιο του Ανωτάτου Δικαστηρίου και αποφασίστηκε ν' απορριφθεί και πάλιν.
2. Η απόρριψη βασίζεται στο γεγονός ότι μετά την αξιολόγηση όλων των στοιχείων που έχετε υποβάλει και αυτών που προέκυψαν από την έρευνα του Γραφείου μας και γενικά το σύνολο των στοιχείων ότι από 1.9.1965 διεμένατε στις ελεύθερες περιοχές στη Λευκωσία, Λ. Μακαρίου Γ΄ αρ. 87 και από 1.9.1967 μέχρι και την Τουρκική Εισβολή, η διαμονή σας ήταν στις ελεύθερες περιοχές, δηλαδή στην οδό Αγαπήνορος αρ. 28 Ενορία Αγ. Ομολογητών, Λευκωσία, σε ιδιόκτητο σπίτι, κρίθηκε ότι δεν καλύπτεσθε από την πιο πάνω απόφαση του Υπ. Συμβουλίου.
3. Σημειώνεται πως σκοπός της πιο πάνω απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου είναι να θεωρηθούν πρόσφυγες εκτοπισθέντες πρόσωπα/οικογένειες που έχασαν λόγω της Τουρκικής Εισβολής στα κατεχόμενα το ιδιόκτητο σπίτι ή/και γενικά την περιουσία τους ενώ πριν και μέχρι την Τουρκική Εισβολή είχαν λόγω του επαγγέλματος τους τη μόνιμη κατοικία, δηλαδή τη διαμονή τους, στις ελεύθερες περιοχές, χωρίς να είχαν κατά τον ίδιο χρόνο ιδιόκτητο σπίτι ή/και γενικά περιουσία στις ελεύθερες περιοχές.
4. Σημειώνεται, επίσης, ότι λήφθηκαν σφαιρικά υπόψη και τα 11 κύρια κριτήρια της παραγράφου αρ. 11 της απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου που αναφέρεται πιο πάνω.»
Η πιο πάνω απόφαση προσβλήθηκε με την προσφυγή 602/97. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε την προσφυγή και ακύρωσε την απόφαση με το ακόλουθο σκεπτικό:
«Αναφορικά με τα γεγονότα που λήφθηκαν υπόψη, παρατηρώ ότι εξετάζοντας τα κριτήρια η αρμόδια αρχή έλαβε υπόψη την ιδιοκτησία κατοικίας στις ελεύθερες περιοχές από τη σύζυγο του αιτητή ως παράγοντα που επηρέαζε την αίτηση του. Η θέση αυτή κατά την κρίση μου είναι εσφαλμένη γιατί αιτητής ήταν ο σύζυγος και όχι αυτή. Έτσι, είναι προφανές ότι η συνεκτίμηση του γεγονότος αυτού με τους άλλους παράγοντες επηρεάζει την εγκυρότητα της διοικητικής απόφασης γιατί αυτό αποτελεί εξωγενές και άσχετο στοιχείο που εμφιλοχώρησε ανεπίτρεπτα στη διαδικασία εξέτασης της αίτησης και προσμέτρησε εναντίον του αιτητή.
Περαιτέρω, είναι προφανές τόσο από τη γραπτή αγόρευση του συνηγόρου των καθ΄ων η αίτηση αλλά και από την επιστολή με την οποία κοινοποιήθηκε η απόφαση στον αιτητή, ότι θεωρήθηκε πως πρόσωπα που έχουν ιδιόκτητη κατοικία ή περιουσία στις ελεύθερες περιοχές αποκλείονται από του να θεωρηθούν ως εκτοπισθέντες με βάση την παράγραφο α. της απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου 42465. Τούτο κατά την άποψη μου είναι λανθασμένο και αυτό συνάγεται τόσο από τις πρόνοιες της παραγράφου αυτής όσο και του κριτηρίου β. της παραγράφου 11, που περιλαμβάνει τα κύρια κριτήρια για κατάταξη των αιτητών στον ορισμό του «εκτοπισθέντα». Το συμπέρασμα που συνάγεται από τις πρόνοιες αυτές είναι ότι η ιδιοκτησία περιουσίας στις ελεύθερες περιοχές είναι απλώς ένας παράγοντας που πρέπει να συνεκτιμάται με τους υπόλοιπους. Είναι γεγονός ότι η απόφαση αυτή καθ΄ εαυτή δεν στηρίζεται σε τέτοια βάση, αλλά κάτω από το φως των πιο πάνω, δεν μπορώ να αποκλείσω αν η θέση αυτή επηρέασε την τελική κατάληξη της αρμόδιας αρχής. Τούτο κατά την άποψη μου καθιστά επισφαλή την επίδικη απόφαση.»
Η απόφαση αυτή είναι το αντικείμενο της ενώπιόν μας έφεσης.
Η έφεση επικεντρώθηκε στην εισήγηση ότι (α) εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι δεν έπρεπε να ληφθεί υπόψη, καθότι συνιστούσε «εξωγενές και άσχετο στοιχείο», το γεγονός ότι η σύζυγος του αιτητή ήταν ιδιοκτήτρια κατοικίας στις ελεύθερες περιοχές, όπου και διέμενε η οικογένεια, και τούτο για το λόγο ότι αιτητής ήταν ο σύζυγος/εφεσίβλητος και όχι αυτή. Και, επίσης, ότι (β) εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η κατοχή ιδιόκτητης κατοικίας ή άλλης περιουσίας στις ελεύθερες περιοχές δεν αποτελεί, αφ' εαυτής, λόγο για απόρριψη αιτήματος για χορήγηση προσφυγικής ταυτότητας.
Και οι δύο εισηγήσεις του δικηγόρου των εφεσειόντων μας βρίσκουν σύμφωνους. Όσον αφορά το πρώτο ζήτημα, έχουμε την άποψη ότι ορθά οι εφεσείοντες, κατά τη λήψη της επίδικης απόφασης, συνεκτίμησαν το γεγονός ότι η σύζυγος του αιτητή ήταν ιδιοκτήτρια κατοικίας στις ελεύθερες περιοχές, κατοικίας η οποία συνιστούσε την οικογενειακή εστία, και τούτο για το λόγο ότι οι αιτήσεις των οργανικών οικογενειών για χορήγηση προσφυγικής ταυτότητας, όπως προκύπτει και από τη χρήση του πληθυντικού στις παραγράφους 10(α) και 11 της απόφασης αρ. 42465 ημερ. 19.4.1995 του Υπουργικού Συμβουλίου, εξετάζονται ως σύνολο και, σε περίπτωση ικανοποίησής τους, η προσφυγική ταυτότητα περιλαμβάνει τόσο τη σύζυγο του αιτητή όσο και τα παιδιά τους. Όσον αφορά το δεύτερο ζήτημα, προκύπτει, κατά την άποψή μας, με σαφήνεια, τόσο από το γράμμα όσο και από το πνεύμα της ίδιας απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου, ότι οι κάτοχοι ιδιόκτητης κατοικίας ή άλλης περιουσίας στις ελεύθερες περιοχές αποκλείονται, χωρίς άλλο, από τη χορήγηση προσφυγικής ταυτότητας. Και τούτο διότι, όπως ορθά σημείωσαν οι εφεσείοντες στην επιστολή τους της 27.6.1997, «σκοπός της πιο πάνω απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου είναι να θεωρηθούν πρόσφυγες εκτοπισθέντες πρόσωπα/οικογένειες που έχασαν λόγω της Τουρκικής Εισβολής στα κατεχόμενα το ιδιόκτητο σπίτι ή/και γενικά την περιουσία τους ενώ πριν και μέχρι την Τουρκική Εισβολή είχαν λόγω του επαγγέλματος τους τη μόνιμη κατοικία, δηλαδή τη διαμονή τους, στις ελεύθερες περιοχές, χωρίς να είχαν κατά τον ίδιο χρόνο ιδιόκτητο σπίτι ή/και γενικά περιουσία στις ελεύθερες περιοχές.»
Βρίσκουμε ότι η απόφαση των εφεσειόντων να αρνηθούν τη χορήγηση προσφυγικής ταυτότητας στον εφεσίβλητο, χωρίς να πάσχει λόγω πραγματικής ή νομικής πλάνης, λήφθηκε ύστερα από επαρκή έρευνα και αξιολόγηση όλων των ενώπιόν τους στοιχείων και, στα πλαίσια της διακριτικής τους εξουσίας, ήταν εύλογα επιτρεπτή.
Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα εις βάρος του εφεσίβλητου πρωτόδικα και κατ' έφεση.
H έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.