ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2001) 3 ΑΑΔ 531
12 Ιουνίου, 2001
[ΠΙΚΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
2. ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΕΓΓΡΑΦΗΣ,
Εφεσείοντες-Καθ' ων η αίτηση,
ν.
ΞΕΝΗ ΛΑΡΚΟΥ,
Εφεσιβλήτου-Αιτητή.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2766)
Εκτοπισθέντες και Παθόντες ― Έκδοση προσφυγικής ταυτότητας ― Βάσει των κριτηρίων της απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου ημερ. 19/4/95 ― Ορθά απορρίφθηκε το αίτημα του αιτητή για χορήγηση προσφυγικής ταυτότητας, συνεκτιμώμενου του γεγονότος πως η σύζυγος του κατείχε περιουσία στις ελεύθερες περιοχές απ' όπου καταγόταν.
Η εφεσείουσα Δημοκρατία, επεδίωξε να ανατρέψει το ακυρωτικό αποτέλεσμα της εκκαλούμενης απόφασης, με την οποία κρίθηκε άκυρη η απόφαση απόρριψης αιτήματος του αιτητή, για χορήγηση σ' αυτόν προσφυγικής ταυτότητας.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, επιτρέποντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
Ορθά οι εφεσείοντες, κατά τη λήψη της επίδικης απόφασης, συνεκτίμησαν την καταγωγή της συζύγου του αιτητή, όπως, επίσης, και το γεγονός ότι αυτή ήταν ιδιοκτήτρια περιουσίας στις ελεύθερες περιοχές, και τούτο για το λόγο ότι οι αιτήσεις των οργανικών οικογενειών για χορήγηση προσφυγικής ταυτότητας, όπως προκύπτει και από τη χρήση του πληθυντικού στις παραγράφους 10(α) και 11 της απόφασης αρ. 42465 ημερ. 19.4.1995 του Υπουργικού Συμβουλίου, εξετάζονται ως σύνολο και, σε περίπτωση ικανοποίησής τους, η προσφυγική ταυτότητα περιλαμβάνει τόσο τη σύζυγο του αιτητή όσο και τα παιδιά τους. Όσον αφορά το δεύτερο ζήτημα, προκύπτει, με σαφήνεια, τόσο από το γράμμα όσο και από το πνεύμα της ίδιας απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου, ότι οι κάτοχοι ιδιόκτητης κατοικίας ή άλλης περιουσίας στις ελεύθερες περιοχές αποκλείονται, χωρίς άλλο, από τη χορήγηση προσφυγικής ταυτότητας. Και τούτο διότι, όπως ορθά σημείωσαν οι εφεσείοντες στην επιστολή τους της 2.7.1997, «σκοπός της πιο πάνω απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου είναι να θεωρηθούν πρόσφυγες εκτοπισθέντες πρόσωπα/οικογένειες που έχασαν λόγω της Τουρκικής Εισβολής στα κατεχόμενα το ιδιόκτητο σπίτι ή/και γενικά την περιουσία τους, ενώ πριν και μέχρι την Τουρκική Εισβολή είχαν λόγω του επαγγέλματος τους τη μόνιμη κατοικία, δηλαδή τη διαμονή τους, στις ελεύθερες περιοχές, χωρίς να είχαν κατά τον ίδιο χρόνο ιδιόκτητο σπίτι ή/και γενικά περιουσία στις ελεύθερες περιοχές.» Η απόφαση των εφεσειόντων να αρνηθούν τη χορήγηση προσφυγικής ταυτότητας στον εφεσίβλητο, χωρίς να πάσχει λόγω πραγματικής ή νομικής πλάνης, λήφθηκε ύστερα από επαρκή έρευνα και αξιολόγηση όλων των ενώπιόν τους στοιχείων και, στα πλαίσια της διακριτικής τους εξουσίας, ήταν εύλογα επιτρεπτή.
Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.
Έφεση.
Έφεση από τους καθ' ων η αίτηση εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου, (Αρ. Προσφυγής 772/97) ημερομηνίας 14/12/98 με την οποία αποδέχθηκε την προσφυγή του αιτητή και ακύρωσε την απόρριψη της αίτησής του για απόκτηση προσφυγικής ταυτότητας.
Α. Χριστοφόρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τους Εφεσείοντες.
Ξ. Ευγενίου, για τον Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΠΙΚΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γαβριηλίδης, Δ..
ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Το Υπουργικό Συμβούλιο, με απόφασή του αρ. 42465 ημερομηνίας 19.4.1995, αποφάσισε να εγκρίνει την επέκταση του όρου «εκτοπισθείς», προς το σκοπό απόκτησης προσφυγικής ταυτότητας, ώστε αυτός να περιλαμβάνει και «πρόσωπα τα οποία πριν και μέχρι την εισβολή είχαν τη μόνιμη κατοικία τους στις ελεύθερες περιοχές λόγω του επαγγέλματος τους αλλά το σπίτι τους ή/και γενικά η περιουσία τους ήταν στις κατεχόμενες περιοχές.» (παράγραφος 10(α)). Ταυτόχρονα, με την παράγραφο 11, το Υπουργικό Συμβούλιο καθόρισε τα «κύρια κριτήρια» για κατάταξη αιτητών στον πιο πάνω ορισμό. Αυτά είναι:
«α. Η καταγωγή των αιτητών.
β. Η κατοχή κατοικίας ή άλλης ακίνητης ιδιοκτησίας ή άλλης περιουσίας τόσον στα κατεχόμενα όσον και στις ελεύθερες περιοχές.
γ. Αν ήταν υποχρεωμένοι οι αιτητές να διαμένουν εκεί ένεκα του επαγγέλματος τους.
δ. Η χρονική διάρκεια της διαμονής στις ελεύθερες περιοχές (μικρή ή μεγάλη).
ε. Ο χώρος που διέμεναν (κατοικία με πλήρη επίπλωση ή πρόχειρο κατάλυμα).
στ. Η απόσταση του τόπου εργασίας και διαμονής από τον τόπο καταγωγής.
ζ. Πού διατηρούσαν τα προσωπικά τους αντικείμενα.
η. Η συχνότης των επισκέψεων στον τόπο καταγωγής.
θ. Η χρησιμοποίηση του χώρου διαμονής σε διάφορες κοινωνικές και επαγγελματικές δραστηριότητες (εγκατάσταση προσωπικού τηλεφώνου, εγγραφής στους εκλογικούς καταλόγους, η πληρωμή διαφόρων φορολογιών).
ι. Η προσπάθεια επιστροφής στον τόπο καταγωγής (αιτήσεις για μετάθεση).
κ. Η κατοχή προσφυγικής ταυτότητας από τους γονείς.»
Στηριζόμενος στον πιο πάνω ορισμό του όρου «εκτοπισθείς», ιδιαίτερα στην παράγραφο 10(α) και την παράγραφο 11 α. και β., ο εφεσίβλητος, με αίτησή του ημερομηνίας 6.7.1995, ζήτησε να του χορηγηθεί προσφυγική ταυτότητα.
Τα αποτελέσματα της συνολικής έρευνας που διεξήχθη αναφορικά με τα «κύρια κριτήρια», όπως προκύπτει από το σχετικό διοικητικό φάκελο, Τεκμ. 1, ήταν τα ακόλουθα:
«α. Καταγωγή των αιτητών
Ο αιτητής γεννήθηκε στη Λύση στις 18.4.1936. Τουλάχιστον από το 1957 που παντρεύτηκε τη νυν σύζυγό του, η οποία γεννήθηκε στη Λευκωσία στις 4.1.1935 και συγκεκριμένα στην Έγκωμη, κατοίκησαν στη Λευκωσία.
β. Η κατοχή κατοικίας ή άλλης ακίνητης ιδιοκτησίας τόσον στα κατεχόμενα όσον και στις ελεύθερες περιοχές.
Κατέχει στη Λύση «δυνάμει δωρεάς» από τον πατέρα του:
(α) Οικία αποτελούμενη από 1 δωμάτιο, κουζίνα, στάβλο και αυλή. Εμβαδόν 2775 ποδών.
(β) ½ μερίδιο από 3 οικόπεδα.
(γ) 4 ολόκληρα οικόπεδα.
Κατέχει στην Κοντέα «δυνάμει δωρεάς» από τον πατέρα του:
(δ) ½ μερίδιο από 2 χωράφια.
Κατέχει στο Στρόβολο «δυνάμει αγοράς»:
(α) 1 οικόπεδο με μια ελιά. Ενεγράφη επ΄ ονόματι του αιτητή στις 11.8.1966 και μεταβιβάστηκε στη σύζυγο του το 1988.
γ. Αν ήταν υποχρεωμένοι οι αιτητές να διαμένουν εκεί ένεκα του επαγγέλματος τους:
Ο αιτητής ήταν αρχικά Βοηθός Γραφέας στο Υπουργείο Παιδείας και αργότερα εργάστηκε στο Τμήμα Εσωτερικών Προσόδων. Δεν ήταν υποχρεωμένος από τον εργοδότη του να διαμένει σε συγκεκριμένο μέρος. Όσον αφορά τη σύζυγό του, δεν ήταν εργαζόμενη.
δ. Η χρονική διάρκεια της διαμονής στις ελεύθερες περιοχές (μικρή ή μεγάλη):
Τουλάχιστον από το 1957 που παντρεύτηκε διέμενε στη Λευκωσία. Ακόμη και κατά το διάστημα από 1.6.1970-31.5.1972 που είχε μετατεθεί στην Αμμόχωστο, δεν εγκατέλειψε τη διαμονή του στη Κυβερνητική Κατοικία αρ. 44 στη Λευκωσία, αλλά τη διατήρησε ενώ όπως ισχυρίζεται, κατά τα δυο αυτά χρόνια έμενε κάποτε στη Λύση. Αμέσως μετά την 31.5.1972 επαναμετατέθηκε στη Λευκωσία και συνέχισε μέχρι τις 6.7.1995 που υπέβαλε την παρούσα αίτηση, να διαμένει στην Κυβερνητική Κατοικία αρ. 44 στη Λευκωσία. Η σύζυγος κατάγεται από τις ελεύθερες περιοχές και ουδέποτε κατοίκησε στα κατεχόμενα η ίδια ή τα παιδιά τους.
ε. Ο χώρος που διέμεναν (κατοικία με πλήρη επίπλωση ή πρόχειρο κατάλυμα):
Διέμεναν σε ενοικιαζόμενη κατοικία στη Λευκωσία, συγκεκριμένα στην Κυβερνητική Κατοικία αρ. 44, η οποία ήταν πλήρως εξοπλισμένη. Η κατοικία που κατείχε στη Λύση αποτελούμενη μόνο από ένα δωμάτιο, κουζίνα, στάβλο και αυλή, δεν μπορούσε να χωρέσει τον οικιακό εξοπλισμό της πενταμελούς τότε οικογένειας του αιτητή. Σημειωτέον ότι από την κατοικία αυτή εκτοπίστηκαν οι γονείς του.
στ. Η απόσταση του τόπου εργασίας και διαμονής από τον τόπο καταγωγής:
Η απόσταση μεταξύ Λύσης και Λευκωσίας δεν ήταν ιδιαίτερα μεγάλη, περί τα 30 χιλιόμετρα.
ζ. Πού διατηρούσαν τα προσωπικά τους αντικείμενα:
Είναι λογικό να διατηρούσαν τα προσωπικά τους αντικείμενα στο ενοικιαζόμενο σπίτι τους στη Λευκωσία όπου διέμεναν και τα τρία παιδιά τους που ήταν μαθητές. Σημειωτέον ότι μέχρι τις 6.7.1995 που υπεβλήθη η παρούσα αίτηση, ο αιτητής δήλωνε ως διεύθυνση διαμονής την Κυβερνητική Κατοικία αρ. 44 που διέμενε προπολεμικά. Το σπίτι στη Λύση είχε μόνο ένα δωμάτιο και κουζίνα, διέμεναν δε σ' αυτό οι γονείς του αιτητή.
η. Η συχνότης των επισκέψεων στον τόπο καταγωγής:
Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι πήγαινε στη Λύση συχνά.
θ. Η χρησιμοποίηση του χώρου διαμονής σε διάφορες κοινωνικές και επαγγελματικές δραστηριότητες (εγκατάσταση προσωπικού τηλεφώνου, εγγραφής στους εκλογικούς καταλόγους, η πληρωμή διαφόρων φορολογιών):
Είναι και οι δυο καταχωρημένοι στους εκλογικούς καταλόγους 1972/73 στη Λευκωσία (Κυβερνητική Κατοικία αρ. 44), ενώ δεν είναι καταχωρημένοι στους εκλογικούς καταλόγους της Λύσης, ούτε του 1959 ούτε του 1972/73. Ο αιτητής δεν κατείχε τηλέφωνο στη Λύση κατά το 1973/74. Στη Λευκωσία κατά το 1973/74 κατείχαν, όπως ανέφερε η σύζυγος του, τηλέφωνο με αριθμό 42108.
ι. Η προσπάθεια επιστροφής στον τόπο καταγωγής (αιτήσεις για μετάθεση):
Δεν υπεβλήθη οποιαδήποτε αίτηση για μετάθεση διότι δεν υπήρχαν Κυβερνητικές Υπηρεσίες στη Λύση, παρά μόνο στην Αμμόχωστο, η οποία απέχει από τη Λύση κάπως λιγότερο απ΄ότι η Λευκωσία.
κ. Η κατοχή προσφυγικής ταυτότητας από τους γονείς:
Οι γονείς του αιτητή κατέχουν την ελεγμένη προσφυγική ταυτότητα αρ. 85736 με τόπο εκτοπισμού την οδό Φιλελλήνων 1 στη Λύση. Οι γονείς της συζύγου του δεν είναι εκτοπισμένοι.»
Η αίτηση του εφεσίβλητου απορρίφθηκε, ο δε εφεσίβλητος ενημερώθηκε σχετικά με επιστολή ημερομηνίας 2.7.1997, το κείμενο της οποίας έχει ως εξής:
«Η αίτησή σας που υποβλήθηκε στο Γραφείο μας γι' απόκτηση προσφυγικής ταυτότητας με τόπο εκτοπισμού τη Λύση, με βάση την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου με αρ. 42465 και ημερομηνία 19.4.1995, μελετήθηκε προσεκτικά και αποφασίστηκε ν' απορριφθεί.
2. Η πιο πάνω απόφαση στηρίζεται στο γεγονός ότι μετά την αξιολόγηση όλων των στοιχείων που έχετε υποβάλει και αυτών που προέκυψαν από την έρευνα του Γραφείου μας και γενικά το σύνολο των στοιχείων που υπάρχουν στο διοικητικό φάκελο, ιδιαίτερα όμως του γεγονότος ότι κατά την τουρκική εισβολή είχατε ακίνητη ιδιοκτησία στις ελεύθερες περιοχές, τουλάχιστον από το 1957 που παντρευτήκατε τη σύζυγό σας διαμένατε μόνιμα στη Λευκωσία μέχρι και την εισβολή, η σύζυγός σας κατάγεται από τις ελεύθερες περιοχές και ουδέποτε έζησε στη Λύση, κρίθηκε ότι δεν καλύπτεσθε από την πιο πάνω απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου.
3. Σημειώνεται πως σκοπός της πιο πάνω απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου είναι να θεωρηθούν πρόσφυγες εκτοπισθέντες πρόσωπα/οικογένειες που έχασαν λόγω της τουρκικής εισβολής στα κατεχόμενα το ιδιόκτητο σπίτι ή/και γενικά την περιουσία τους ενώ πριν και μέχρι την τουρκική εισβολή είχαν λόγω του επαγγέλματος τους τη μόνιμη κατοικία, δηλαδή τη διαμονή τους, στις ελεύθερες περιοχές, χωρίς να είχαν κατά τον ίδιο χρόνο ιδιόκτητο σπίτι ή/και γενικά περιουσία στις ελεύθερες περιοχές.
4. Σημειώνεται, επίσης, ότι λήφθηκαν σφαιρικά υπόψη και τα 11 κύρια κριτήρια της παραγράφου αρ. 11 της απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου που αναφέρεται πιο πάνω.»
Η πιο πάνω απόφαση προσβλήθηκε με την προσφυγή 772/97. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε την προσφυγή και ακύρωσε την απόφαση με το ακόλουθο σκεπτικό:
«Ο αιτητής προβάλλει διάφορους λόγους ακυρότητος συμπεριλαμβανομένης και έλλειψης αιτιολογίας καθώς και της δέουσας έρευνας κάμνοντας ιδιαίτερη μνεία στο γεγονός ότι η καταγωγή της συζύγου του αιτητή και η από την ίδια ιδιοκτησία περιουσίας στις ελεύθερες περιοχές δεν ήταν παράγοντες που έπρεπε να είχαν ληφθεί υπόψη.
Από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτει ότι διεξήχθη ενδελεχής έρευνα με αναφορά στα κριτήρια που έχουν εφαρμογή στην κάθε περίπτωση σε συνάρτηση με τα περιβάλλοντα γεγονότα. Σχετικά όμως με τα γεγονότα που λήφθηκαν υπόψη παρατηρώ ότι το γεγονός ότι λήφθηκε υπόψη ως κριτήριο η ιδιοκτησία ακίνητης περιουσίας στις ελεύθερες περιοχές από τη σύζυγο του αιτητή καθώς και η καταγωγή της πρέπει να οδηγήσει σε ακύρωση. Συμφωνώ με τη θέση του αιτητή ότι τούτο δεν μπορούσε να γίνει γιατί σύμφωνα με τα κριτήρια είναι του αιτητή η καταγωγή και η ιδιοκτησία που έχει σημασία και όχι των εξαρτωμένων του όπως η σύζυγος του. Έτσι είναι προφανές ότι η συνεκτίμηση των γεγονότων αυτών με τους άλλους παράγοντες επηρεάζει την εγκυρότητα της διοικητικής απόφασης γιατί αποτελούσαν εξωγενή και άσχετα στοιχεία που εμφιλοχώρησαν ανεπίτρεπτα στη διαδικασία εξέτασης της αίτησης και προσμέτρησαν σε βαθμό που δεν μπορώ να καθορίσω εναντίον του αιτητή.
Περαιτέρω, είναι προφανές από την επιστολή με την οποία κοινοποιήθηκε η απόφαση στον αιτητή, ότι θεωρήθηκε ότι πρόσωπο που έχει ιδιόκτητη κατοικία ή περιουσία στις ελεύθερες περιοχές, αποκλείεται από του να θεωρηθεί ως εκτοπισθείς με βάση την παράγραφο 10 α. της απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου 42.465. Η θέση αυτή είναι προφανώς εσφαλμένη και αυτό συνάγεται από ανάγνωση της παραγράφου αυτής και συσχετισμό της με το κριτήριο β. της παραγράφου 11, στο οποίο η ιδιοκτησία περιουσίας στις ελεύθερες περιοχές καθορίζεται ως παράγων που συνεκτιμάται με τους υπόλοιπους. Είναι γεγονός ότι η απόφαση αυτή καθ΄εαυτή δεν στηρίζεται σε τέτοια βάση, αλλά δεν μπορώ να αποκλείσω αν η θέση αυτή επηρέασε την τελική κατάληξη της αρμόδιας αρχής. Το γεγονός τούτο κατά την άποψη μου καθιστά επισφαλή την επίδικη απόφαση.»
Η απόφαση αυτή είναι το αντικείμενο της ενώπιόν μας έφεσης.
Η έφεση επικεντρώθηκε στην εισήγηση ότι (α) εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι δεν έπρεπε να ληφθεί υπόψη, καθότι συνιστούσε «εξωγενές και άσχετο στοιχείο» η καταγωγή της συζύγου του αιτητή, όπως, επίσης, και το γεγονός ότι αυτή είχε περιουσία στις ελεύθερες περιοχές και τούτο για το λόγο ότι αιτητής ήταν ο σύζυγος/εφεσίβλητος και όχι η σύζυγός του. Και, επίσης, ότι (β) εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η κατοχή ιδιόκτητης κατοικίας ή άλλης περιουσίας στις ελεύθερες περιοχές δεν αποτελεί, αφ΄ εαυτής, λόγο για απόρριψη αιτήματος για χορήγηση προσφυγικής ταυτότητας.
Και οι δύο εισηγήσεις του δικηγόρου των εφεσειόντων μας βρίσκουν σύμφωνους. Όσον αφορά το πρώτο ζήτημα, έχουμε την άποψη ότι ορθά οι εφεσείοντες, κατά τη λήψη της επίδικης απόφασης, συνεκτίμησαν την καταγωγή της συζύγου του αιτητή, όπως, επίσης, και το γεγονός ότι αυτή ήταν ιδιοκτήτρια περιουσίας στις ελεύθερες περιοχές, και τούτο για το λόγο ότι οι αιτήσεις των οργανικών οικογενειών για χορήγηση προσφυγικής ταυτότητας, όπως προκύπτει και από τη χρήση του πληθυντικού στις παραγράφους 10(α) και 11 της απόφασης αρ. 42465 ημερ. 19.4.1995 του Υπουργικού Συμβουλίου, εξετάζονται ως σύνολο και, σε περίπτωση ικανοποίησής τους, η προσφυγική ταυτότητα περιλαμβάνει τόσο τη σύζυγο του αιτητή όσο και τα παιδιά τους. Όσον αφορά το δεύτερο ζήτημα, προκύπτει, κατά την άποψή μας, με σαφήνεια, τόσο από το γράμμα όσο και από το πνεύμα της ίδιας απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου, ότι οι κάτοχοι ιδιόκτητης κατοικίας ή άλλης περιουσίας στις ελεύθερες περιοχές αποκλείονται, χωρίς άλλο, από τη χορήγηση προσφυγικής ταυτότητας. Και τούτο διότι, όπως ορθά σημείωσαν οι εφεσείοντες στην επιστολή τους της 2.7.1997, «σκοπός της πιο πάνω απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου είναι να θεωρηθούν πρόσφυγες εκτοπισθέντες πρόσωπα/οικογένειες που έχασαν λόγω της Τουρκικής Εισβολής στα κατεχόμενα το ιδιόκτητο σπίτι ή/και γενικά την περιουσία τους ενώ πριν και μέχρι την Τουρκική Εισβολή είχαν λόγω του επαγγέλματος τους τη μόνιμη κατοικία, δηλαδή τη διαμονή τους, στις ελεύθερες περιοχές, χωρίς να είχαν κατά τον ίδιο χρόνο ιδιόκτητο σπίτι ή/και γενικά περιουσία στις ελεύθερες περιοχές.»
Βρίσκουμε ότι η απόφαση των εφεσειόντων να αρνηθούν τη χορήγηση προσφυγικής ταυτότητας στον εφεσίβλητο, χωρίς να πάσχει λόγω πραγματικής ή νομικής πλάνης, λήφθηκε ύστερα από επαρκή έρευνα και αξιολόγηση όλων των ενώπιόν τους στοιχείων και, στα πλαίσια της διακριτικής τους εξουσίας, ήταν εύλογα επιτρεπτή.
Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα εις βάρος του εφεσίβλητου πρωτόδικα και κατ' έφεση.
Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.