ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2001) 3 ΑΑΔ 345
9 Απριλίου, 2001
[ΠΙΚΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΠΑΥΛΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ,
Εφεσείων-Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Εφεσίβλητης-Καθ'ης η αίτηση.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2740)
Εκπαιδευτικοί Λειτουργοί ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Αξία ― Η κρίση της Ε.Δ.Υ., πως ο εφεσείων και το ενδιαφερόμενο πρόσωπο ήταν ίσοι σε αξία στις εμπιστευτικές εκθέσεις, παρά το γεγονός ότι ο εφεσείων βαθμολογήθηκε και το τελευταίο έτος πριν τις προαγωγές, νόμιμη, εφόσον το γεγονός αυτό ήταν τυχαίο και δεν θα μπορούσε να του προσδώσει υπεροχή.
Εκπαιδευτικοί Λειτουργοί ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Προσόντα ― Κάλυψη του απαραίτητου προσόντος βάσει της σημείωσης στο σχέδιο υπηρεσίας, δεν καθιστά τον υποψήφιο υποδεέστερο σε σχέση με τα προσόντα.
Εκπαιδευτικοί Λειτουργοί ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Αρχαιότητα ― Εσφαλμένη επίκληση αρχαιότητας λόγω προαγωγής στη θέση Διευθυντή, εφόσον αυτή έγινε μετά τον ουσιώδη χρόνο.
Ο εφεσείων επεδίωξε ανατροπή της εκκαλούμενης απόφασης, βάσει της οποία η προσφυγή του, κατά της προαγωγής του ενδιαφερόμενου προσώπου, στη θέση Επιθεωρητή Α' στην Τεχνική Εκπαίδευση, είχε απορριφθεί.
Η Ολομέλεια του Ανώτατου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
1. Εύλογα η εφεσίβλητη, αφού έλαβε υπόψη τη διαδικασία σύμφωνα με την οποία ετοιμάζονται οι υπηρεσιακές εκθέσεις για τους εκπαιδευτικούς, όπως επίσης και το γεγονός ότι, από το 1983, τόσο ο εφεσείων όσο και το ενδιαφερόμενο μέρος, χαρακτηρίζονται ως «εξαίρετοι», κατέλεξε ότι, ως προς τις υπηρεσιακές εκθέσεις, αυτοί ήσαν ισοδύναμοι. Περαιτέρω, στη βάση της καλύτερης εντύπωσης που της έκαμε το ενδιαφερόμενο μέρος στη συνέντευξη, εύλογα οδηγήθηκε στο συμπέρασμα ότι, συνολικά, το ενδιαφερόμενο μέρος υπερείχε ελαφρά του εφεσείοντα στο κριτήριο της αξίας.
2. Η υποψηφιότητα του ενδιαφερόμενου μέρους δεν στηριζόταν στη σημείωση 2(β)(ι), όπως υποστήριξε η δικηγόρος του εφεσείοντα, αλλά στη σημείωση 2(β)(ιι). Ήταν Τεχνολόγος με 17ετή συνολική υπηρεσία. Η αποτίμηση, επομένως, των προσόντων του έγινε στη βάση του Σχεδίου Υπηρεσίας και δεν μπορούσε, με κανένα τρόπο, να βρεθεί σε δυσμενή θέση έναντι του εφεσείοντα, επειδή η δική του υποψηφιότητα στηριζόταν στη σημείωση 2(β)(ιι), ενώ η υποψηφιότητα του εφεσείοντα στηριζόταν στην πρόνοια 2.
3. Και ο λόγος έφεσης πως παραγνωρίστηκε η αρχαιότητα του εφεσείοντος στη θέση Διευθυντή, είναι αβάσιμος. Ο εφεσείων προήχθη στη θέση Διευθυντή μετά την επίδικη απόφαση, η οποία και λήφθηκε στις 8.1.1996 με ισχύ από 15.1.1996.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Έφεση.
Έφεση από τον αιτητή εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Αρτέμης, Δ.) (Αρ. Προσφυγής 395/96), ημερομηνίας 15/10/98 με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή του κατά της προαγωγής του ενδιαφερόμενου μέρους στη θέση Επιθεωρητή Α΄ (Μέση Εκπαίδευση), Τεχνική Εκπαίδευση στην ειδικότητα της Μηχανολογίας, θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής.
Α. Ευσταθίου, για τον Εφεσείοντα-Αιτητή.
Α. Μαππουρίδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για την Εφεσίβλητη-Καθ' ης η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΠΙΚHΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γαβριηλίδης, Δ..
ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων (Π. Δημητρίου) και το ενδιαφερόμενο μέρος (Χ. Αδάμου) ήταν υποψήφιοι για μια θέση Επιθεωρητή Α (Μέση Εκπαίδευση), στην Τεχνική Εκπαίδευση, για την ειδικότητα της Μηχανολογίας. Η θέση είναι πρώτου διορισμού και προαγωγής. Αφού προκηρύχθηκε η θέση, υποβλήθηκαν πέντε αιτήσεις. Ακολούθως συστάθηκε Συμβουλευτική Επιτροπή με βάση το άρθρο 35 Α(2)(ε) των περί Δημοσίας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμων. Μετά από μελέτη όλων των στοιχείων, η Συμβουλευτική Επιτροπή διαπίστωσε ότι μόνο τρεις από τους πέντε υποψηφίους (μεταξύ των οποίων ο εφεσείων και το ενδιαφερόμενο μέρος) κατείχαν τα απαραίτητα από το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης προσόντα. Αφού η έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, με τον κατάλογο των υποψηφίων που συνέστηνε, διαβιβάστηκε στην εφεσίβλητη, η τελευταία, μετά που κατάρτισε τον τελικό κατάλογο, κάλεσε τους υποψηφίους σε προσωπικές συνεντεύξεις. Κατά τις συνεντεύξεις παρίστατο και ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού ο οποίος αξιολόγησε τον εφεσείοντα «πάρα πολύ καλά», το δε ενδιαφερόμενο μέρος «εξαιρετικά».
Σε μεταγενέστερη συνεδρία της, η εφεσίβλητη προέβη στη δική της αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων κατά τις συνεντεύξεις με βάση τα κριτήρια που καθιέρωσε. Κατά πλειοψηφία, ο εφεσείων αξιολογήθηκε «πάρα πολύ καλά +», το δε ενδιαφερόμενο μέρος «εξαίρετος -».
Στα πρακτικά που τηρήθηκαν αναφέρονται τα ακόλουθα σχετικά με την αποτίμηση της αξίας του εφεσείοντα και του ενδιαφερόμενου μέρους:
«Αξία: Για την επιμέτρηση της αξίας η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων και των φακέλων υπηρεσιακών εκθέσεων, τις υπηρεσιακές εκθέσεις των υποψηφίων και ως συμπληρωματικό στοιχείο κρίσης για την αξία τους, την εντύπωση που αποκόμισε κατά τις προσωπικές συνεντεύξεις.
Οι υπηρεσιακές εκθέσεις για τους υποψηφίους είναι οι ακόλουθες:
Χριστοφής Αδάμου
79/80 33
81/82 35
83/84 36
85/86 36
87/88 37
89/90 38
93/94 39
Παύλος Δημητρίου
77/78 33
81/82 35
83/84 36
85/86 36
88/89 37
90/91 38
92/93 39
94/95 39
Ως προς τις υπηρεσιακές εκθέσεις, η Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας κρίνει ότι οι κ.κ. Αδάμου και Δημητρίου είναι ισοδύναμοι και υπερέχουν από τον κ. Χαραλάμπους. Τούτο αποδεικνύεται από τη βαθμολογία τους που είναι η ίδια ακριβώς και παρουσιάζει την ίδια εξέλιξη. Το γεγονός ότι ο κ. Δημητρίου έχει στις δυο τελευταίες υπηρεσιακές εκθέσεις βαθμολογηθεί με 39, οφείλεται σε τυχαίο γεγονός, δηλαδή στο ότι κατά το 94/95, σύμφωνα με τους κανονισμούς κατατέθηκε έκθεση μόνο για τον κ. Δημητρίου ενώ για τον κ. Αδάμου, θα κατατεθεί έκθεση για το 95/96. Εξ' άλλου πρέπει να σημειωθεί ότι από το 1983 και οι δυο αυτοί υποψήφιοι έχουν χαρακτηρισθεί στις εκθέσεις τους ως εξαίρετοι. Η διαπίστωση αυτή σε συνδυασμό με την καλύτερη εντύπωση που έκαμε ο κ. Αδάμου στην προσωπική συνέντευξη οδηγεί την Επιτροπή στο συμπέρασμα ότι στο κριτήριο αυτό υπάρχει μια ελαφρά υπεροχή του κ. Αδάμου έναντι του κ. Δημητρίου.»
Ακολούθως, αφού εξέτασε τα προσόντα και την αρχαιότητα του εφεσείοντα και του ενδιαφερόμενου μέρους, η εφεσίβλητη κατέληξε ως εξής:
«Η Επιτροπή ύστερα από συνεκτίμηση της αξίας των προσόντων και της αρχαιότητας των υποψηφίων και αφού έδωσε τη δέουσα βαρύτητα τα κριτήρια αυτά, βρίσκει ότι ο κ. Αδάμου παρουσιάζεται επικρατέστερος για προαγωγή στην υπό πλήρωση θέση λόγω της ελαφράς υπεροχής του σε αξία και αρχαιότητα.»
Προβάλλεται ως λόγος έφεσης ότι η κρίση της εφεσίβλητης, που έγινε δεκτή από το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι στο κριτήριο της αξίας «υπήρχε μια ελαφρά υπεροχή του ενδιαφερομένου μέρους έναντι του εφεσείοντος», είναι εσφαλμένη, για το λόγο ότι, αφενός, η εφεσίβλητη δεν προσήγγισε τις εμπιστευτικές εκθέσεις με τον ορθό τρόπο, αφετέρου δε, προσέδωσε ουσιώδη σημασία στην υπεροχή του ενδιαφερόμενου μέρους κατά τη συνέντευξη. Σύμφωνα με τη δικηγόρο του εφεσείοντα, η εφεσίβλητη εσφαλμένα κατέληξε στη διαπίστωση ότι ο εφεσείων και το ενδιαφερόμενο μέρος ήσαν «ισοδύναμοι» και τούτο διότι δεν εξετίμησε δεόντως το γεγονός ότι ο εφεσείων είχε βαθμολογηθεί με 39 βαθμούς για το έτος 1994 έως 1995 ενώ, λόγω των σχετικών κανονισμών, το ενδιαφερόμενο μέρος δεν είχε υπηρεσιακή έκθεση για το ίδιο έτος και, ταυτόχρονα, «πιθανολόγησε την εξαίρετη βαθμολογία του ενδιαφερομένου μέρους για το έτος 1995 έως 1996».
Ο λόγος αυτός δεν ευσταθεί. Εύλογα η εφεσίβλητη, αφού έλαβε υπόψη τη διαδικασία σύμφωνα με την οποία ετοιμάζονται οι υπηρεσιακές εκθέσεις για τους εκπαιδευτικούς, όπως επίσης και το γεγονός ότι, από το 1983, τόσο ο εφεσείων όσο και το ενδιαφερόμενο μέρος, χαρακτηρίζονται ως «εξαίρετοι», κατέλεξε ότι, ως προς τις υπηρεσιακές εκθέσεις, αυτοί ήσαν ισοδύναμοι. Περαιτέρω, στη βάση της καλύτερης εντύπωσης που της έκαμε το ενδιαφερόμενο μέρος στη συνέντευξη, εύλογα οδηγήθηκε στο συμπέρασμα ότι, συνολικά, το ενδιαφερόμενο μέρος υπερείχε ελαφρά του εφεσείοντα στο κριτήριο της αξίας.
Άλλος λόγος έφεσης που προβάλλεται είναι ότι η εφεσίβλητη, όπως και το πρωτόδικο Δικαστήριο, έσφαλαν στην αποτίμηση των προσόντων του εφεσείοντα έναντι εκείνων του ενδιαφερόμενου μέρους. Σύμφωνα με τη δικηγόρο του εφεσείοντα, η εφεσίβλητη δεν εξετίμησε δεόντως το γεγονός ότι ο εφεσείων πληρούσε τα απαιτούμενα προσόντα της θέσης, περιλαμβανομένης και μεταπτυχιακής εκπαίδευσης σε θέμα συναφές με τα καθήκοντα της θέσης ενώ, αντίθετα, το ενδιαφερόμενο μέρος πληρούσε τα απαιτούμενα προσόντα μόνο επειδή ενέπιπτε στη σημείωση 2(β)(ι) του Σχεδίου Υπηρεσίας σύμφωνα με την οποία, αν διοριζόταν, θα υποχρεούτο να αποκτήσει, μέσα σε τρία χρόνια από το διορισμό/προαγωγή του, μεταπτυχιακή εκπαίδευση στα παιδαγωγικά ή σε θέμα συναφές με τα καθήκοντα της θέσης διάρκειας ενός τουλάχιστον ακαδημαϊκού έτους. Ήταν, επομένως, κατά τη δικηγόρο, «αναντίλεκτη η υπεροχή του εφεσείοντος στα προσόντα υπό την έννοια ότι ο εφεσείων κατείχε τον τίτλο της μεταπτυχιακής εκπαίδευσης, το δε ενδιαφερόμενο μέρος δεν κατείχε οιονδήποτε προσόν που να ικανοποιεί την πρόνοια 2 των Σχεδίων Υπηρεσίας».
Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί. Αναφορικά με τα προσόντα, το Σχέδιο Υπηρεσίας έχει ως ακολούθως:
«Απαιτούμενα προσόντα:
1. Πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλος ή ισότιμο προσόν στο θέμα της ειδικότητάς του, που να δίνει σ΄ αυτόν δικαίωμα διορισμού/κατάταξης στη θέση καθηγητή/εκπαιδευτή στις κλίμακες Α8-Α10.
2. Μεταπτυχιακή εκπαίδευση στα παιδαγωγικά ή σε θέμα συναφές με τα καθήκοντα της θέσης διάρκειας ενός τουλάχιστο ακαδημαϊκού έτους.
.............................
Σημ.: 1. ..........................
2. Ειδικά - ...............................
(β) για τις θέσεις Επιθεωρητή Α΄ σ' όλες τις ειδικότητες της Τεχνικής Εκπαίδευσης, δικαίωμα υποψηφιότητας έχουν και
(ι) αυτοί που δεν ικανοποιούν το προσόν (2) νοουμένου ότι, αν διοριστούν, θα υποχρεούνται να το αποκτήσουν μέσα σε τρία χρόνια από την ημερομηνία του διορισμού/προαγωγής τους.
(ιι) οι Τεχνολόγοι που έχουν 15ετή τουλάχιστο συνολική υπηρεσία στην Τεχνική Εκπαίδευση από την οποία υπηρεσία τα τρία χρόνια σε θέση Τεχνολόγου.».
Η υποψηφιότητα του ενδιαφερόμενου μέρους δεν στηριζόταν στη σημείωση 2(β)(ι), όπως υποστήριξε η δικηγόρος του εφεσείοντα, αλλά στη σημείωση 2(β)(ιι). Ήταν Τεχνολόγος με 17ετή συνολική υπηρεσία. Η αποτίμηση, επομένως, των προσόντων του έγινε στη βάση του Σχεδίου Υπηρεσίας και δεν μπορούσε, με κανένα τρόπο, να βρεθεί σε δυσμενή θέση έναντι του εφεσείοντα επειδή η δική του υποψηφιότητα στηριζόταν στη σημείωση 2(β)(ιι) ενώ η υποψηφιότητα του εφεσείοντα στηριζόταν στην πρόνοια 2.
Ο τελευταίος λόγος έφεσης που προβάλλεται είναι ότι η επίδικη απόφαση της εφεσίβλητης πάσχει λόγω εσφαλμένης αιτιολογίας. Σύμφωνα με τη δικηγόρο του εφεσείοντα, η αιτιολογία που δόθηκε από την εφεσίβλητη ότι το ενδιαφερόμενο μέρος υπερείχε ελαφρά του εφεσείοντα σε αρχαιότητα οφείλεται σε πλάνη για το λόγο ότι ο εφεσείων κατείχε τη θέση Διευθυντή από το Φεβρουάριο του 1996, και την ιεραρχικώς υφιστάμενη θέση του Βοηθού Διευθυντή από το Σεπτέμβρη του 1989 μέχρι το Φεβρουάριο του 1996, ενώ το ενδιαφερόμενο μέρος κατείχε τη θέση Βοηθού Διευθυντή από το 1988 μέχρι το 1996. Επομένως, κατά τη δικηγόρο, αφ' ης στιγμής ο εφεσείων κατείχε την ιεραρχικά ανώτερη θέση του Διευθυντή από το Φεβρουάριο του 1996, το ενδιαφερόμενο μέρος δεν μπορούσε να θεωρηθεί αρχαιότερό του για το λόγο ότι, κατά τον ίδιο χρόνο, εκείνο κατείχε την κατώτερη θέση του Βοηθού Διευθυντή.
Και αυτός ο λόγος είναι αβάσιμος. Ο εφεσείων προήχθη στη θέση Διευθυντή μετά την επίδικη απόφαση η οποία και λήφθηκε στις 8.1.1996 με ισχύ από 15.1.1996. (Παράρτημα ΣΤ στην ένσταση.)
Η έφεση απορρίπτεται με £500 έξοδα εις βάρος του εφεσείοντα.
Η�έφεση απορρίπτεται με έξοδα.