ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1998) 3 ΑΑΔ 81
28 Ιανουαρίου,1998
[ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ, ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑOY, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στές]
ΗΡΑΚΛΗΣ ΚΟΛΑΚΙΔΗΣ, ΕΚΤΕΛΕΣΤΗΣ ΤΗΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΗΣ ΑΠΟΒΙΩΣΑΣΑΣ ΑΓΝΗΣ ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ
Εφεσείων-Αιτητής,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,
2. ΕΦΟΡΟΥ ΦΟΡΟΥ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΩΝ,
Εφεσιβλήτων-Καθ' ων η αίτηση.
(Aναθεωρητική Έφεση Αρ.1872)
Φορολογία — Φορολογία Kληρονομιών — Kληρονομηθείσα ακίνητη ιδιοκτησία κειμένη εντός της νεκρής ζώνης με αποτέλεσμα να έχει καταστεί απροσπέλαστη — Yπολογισμός της αξίας της — Δεν παύει να διέπεται από το Άρθρο 23(1) του περί Φορολογίας των Kληρονομιών Nόμου αρ. 67/62, ως τροποποιήθηκε — "Aγοραία αξία" — Έννοια — "Oνομαστική" και όχι η αγοραία αξία ελήφθη υπόψη στην κριθείσα περίπτωση από τον Έφορο κατά παράβαση των ρητών προνοιών του Νόμου, που απαιτούν όπως λαμβάνεται υπόψη η αξία την οποία θα είχε το ακίνητο αν επωλείτο κατά την ημέρα του θανάτου στην ελεύθερη αγορά.
[Πέραν των ανωτέρω τίτλων η απόφαση του Δικαστηρίου διαβάζεται ως σύνολο.]
H έφεση επιτρέπεται με έξοδα τόσο πρωτόδικα όσο και κατ' έφεση.
Aναφερόμενες υποθέσεις:
Venus Finance and Co. Ltd. v. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 364,
Δημοκρατία v. Matossian (1992) 3 Α.Α.Δ. 399.
Έφεση.
Έφεση εναντίον απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου Kύπρου (Xατζητσαγγάρης, Δ.) που δόθηκε στις 30 Iανουαρίου, 1993 (Προσφυγή Αρ. 164/93) με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή του εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Eφόρου Kληρονομιών με την οποία καθορίστηκε η αξία οικίας στις £5.000.
Γ. Τριανταφυλλίδης, για τον Εφεσείοντα.
Α. Βασιλειάδης, Aνώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο δικαστής Χρ. Αρτεμίδης.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων-αιτητής είναι εκτελεστής της διαθήκης της περιουσίας της Αγνής Μιχαηλίδου. Μεταξύ των περιουσιακών της στοιχείων η αποβιώσασα άφησε και μια κατοικία στην οδό Α.Διομήδους στη Λευκωσία. Η οδός Διομήδους, από το 1974 που έγινε η Τουρκική εισβολή, βρίσκεται μέσα στην αποκαλούμενη νεκρή ζώνη, και ως εκ τούτου η προσπέλαση σ' αυτή είναι αδύνατη. Ο εφεσείων υπέβαλε, στις 21.5.91, στον Έφορο Κληρονομιών κατάλογο ακινήτων με την εκτιμημένη αξία τους, που ήσαν ιδιοκτησία της αποβιώσασας κατά την ημέρα του θανάτου της, 27.10.90, στον οποίο δήλωσε πως το πιο πάνω σπίτι δεν είχε καμιά αξία. Ο Έφορος καθόρισε αρχικά την αξία του σπιτιού σε £25,000, μετά από σχετική ένσταση όμως του εφεσείοντα και προσωπικών επαφών που ακολούθησαν ο Έφορος μείωσε το πιο πάνω ποσό σε £5,000. Ο εφεσείων επέμεινε στην άποψη ότι το σπίτι δεν έχει καμιά αξία και καταχώρισε προσφυγή εναντίον της τελικής απόφασης του Εφόρου, που αφορά στον καθορισμό της αξίας του. Η προσφυγή του απορρίφθηκε στις 30.11.93. Με την παρούσα έφεση αμφισβητείται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης.
Ο συνάδελφος, που δίκασε πρωτοδίκως την υπόθεση, έκρινε πως η απόφαση του Εφόρου ήταν εύλογα επιτρεπτή και μέσα στα πλαίσια του νόμου.
Ήταν πάντοτε παραδεκτό πως το σπίτι βρίσκεται στη νεκρή ζώνη. Όταν λειτουργός του Γραφείου του Εφόρου προσπάθησε να το επιθεωρήσει, για σκοπούς εκτίμησης της αξίας του, δεν του επετράπη να το προσεγγίσει. Ο Έφορος όμως υιοθέτησε την άποψη πως το σπίτι είχε, εν πάση περιπτώσει, κάποια αξία την οποία καθόρισε σε £5,000, χαρακτηρίζοντας την μάλιστα ως ονομαστική.
Ο πρωτόδικος αδελφός δικαστής, όπως έχουμε ήδη αναφέρει, έκρινε πως η απόφαση του Εφόρου ήταν εύλογα επιτρεπτή. Στήριξε δε την άποψη, με αναφορά στις δυο πιο κάτω αποφάσεις της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου:
Venus Finance and Co.Ltd. v. Της Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. σελ. 364.
Κυπριακή Δημοκρατία v. Hagop Matossian, (1992) 3 Α.Α.Δ. σελ. 399.
Η δική μας γνώμη είναι πως η πρωτόδικη απόφαση είναι εσφαλμένη. Το άρθρο 23 του περί Φορολογίας των Κληρονομιών Νόμου, Κεφ.224, όπως τροποποιήθηκε, θεσμοθετεί το κριτήριο που χρησιμοποιείται στον υπολογισμό της αξίας των περιουσιακών στοιχείων του αποβιώσαντα κατά τον χρόνο του θανάτου του. Λέγει το άρθρο:
«23.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (2) του παρόντος άρθρου, η αξία οιουδήποτε πειρουσιακού στοιχείου θα λογίζηται ότι είναι το τίμημα όπερ κατά την γνώμην του Εφόρου θα απέφερεν εάν επωλείτο εν τη ελευθέρα αγορά κατά τον χρόνον του θανάτου του αποθανόντος, ουδεμία δε έκπτωσις θα γίνηται εις την εκτίμησιν λόγω του ότι η εκτίμησις εβασίσθη επί της προϋποθέσεως ότι ολόκληρος η περιουσία θα προσφερθή προς πώλησιν κατά τον αυτόν χρόνον»
Στην υπό κρίση υπόθεση είναι δεδομένο πως ο Έφορος δεν διενήργησε καμιά έρευνα για να διαπιστωθεί η αγοραία αξία του επίδικου σπιτιού, και τούτο προφανώς γιατί τέτοια έρευνα θα ήταν αχρείαστη, αν δεν υπήρχαν πωλήσεις ακινήτων στη νεκρή ζώνη για συγκριτική μελέτη. Η αγοραία αξία, είναι νομολογημένο, πως καθορίζεται στη βάση της τιμής που ένας έτοιμος και πρόθυμος αγοραστής προσφέρει για να αποκτήσει το υπό πώληση αντικείμενο στην ελεύθερη αγορά. Ο Έφορος, συνεπώς, δεν μπορεί κατά παράβαση των πιο πάνω διατάξεων του άρθρου να ορίζει την αξία περιουσιακού στοιχείου με οποιοδήποτε άλλο κριτήριο. Η αξία, όπως έχουμε ήδη επισημάνει, υπολογίζεται καθώς ο νόμος το επιτάσσει.
Οι υποθέσεις στις οποίες αναφέρθηκε ο δικηγόρος της Δημοκρατίας και το πρωτόδικο Δικαστήριο, και που σημειώνουμε πιο πάνω, δεν έχουν καμιά εφαρμογή στα γεγονότα και στο νομικό υπόβαθρο της υπό συζήτηση έφεσης. Σ' εκείνες ο πολίτης διεκδικούσε, βάσει των περί φορολογίας του εισοδήματος νόμων έκπτωση του ποσού που δαπανήθηκε για την απόκτηση περιουσιακού στοιχείου το οποίο απωλέσθηκε λόγω της τούρκικης εισβολής. Η αντιδικία εντοπιζόταν στο ότι ο μεν φορολογούμενος υποστήριζε πως το περιουσιακό στοιχείο εκμηδενίστηκε ενώ ο Έφορος έκρινε πως λόγω της αντικειμενικής αδυναμίας διαπίστωσης της τρέχουσας αξίας του περιουσιακού στοιχείου, ο μόνος τρόπος προσδιορισμού της ήταν στη βάση του κόστους απόκτησης του. Με αυτά τα δεδομένα, και τις σχετικές νομικές διατάξεις, κρίθηκε πως ο Έφορος Φόρου Εισοδήματος εύλογα μπορούσε να χρησιμοποιήσει μια από τις δυο αναγνωρισμένες μεθόδους υπολογισμού της αξίας αυτής της απώλειας, είτε δηλαδή στη βάση της τιμής απόκτησης του περιουσιακού στοιχείου ή της αξίας του κατά το χρόνο της απώλειας του, και, ενόψει των γεγονότων στις υποθέσεις, η προσφορότερη μέθοδος ήταν η πρώτη.
Στην υπόθεση που εξετάζουμε ο Έφορος δεν έχει διακριτική εξουσία στο ζήτημα. Ο νόμος ορίζει πως η αξία περιουσιακού στοιχείου κατά το χρόνο του θανάτου αποβιώσαντα είναι αυτή που θα αποφέρει αν πωληθεί στην ελεύθερη αγορά. Ο Έφορος επομένως υποχρεούται να καθορίσει την αξία μ' αυτό το κριτήριο.
Έχουμε ήδη παρατηρήσει πως δεν έγινε οποιαδήποτε έρευνα για να διαπιστωθεί αν έγιναν πωλήσεις ακινήτων στη νεκρή ζώνη, ώστε με τη χρήση της συγκριτικής μεθόδου να διαπιστωθεί αν και αυτό το σπίτι είχε οποιαδήποτε αξία. Ο Έφορος εντελώς αδικαιολόγητα, και κατά το δοκούν, όρισε την αξία του ακινήτου σε £5,000, χαρακτηρίζοντας την μάλιστα ως «ονομαστική».
Για τους λόγους που δίδουμε η έφεση γίνεται αποδεκτή. Η πρωτόδικη απόφαση και η προσβαλλόμενη διοικητική ακυρώνονται, με έξοδα υπέρ του εφεσείοντα στην πρωτόδικη διαδικασία και εδώ.
H έφεση επιτρέπεται με έξοδα τόσο πρωτόδικα όσο και κατ' έφεση.