ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1997) 3 ΑΑΔ 22
17 Iανουαρίου, 1997
[ΠΙΚΗΣ, Π., ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ, ΑΡΤΕΜΗΣ,
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, Δ/στής]
ΓΛΑΥΚΟΣ Χ"ΜΙΤΣΗΣ,
Εφεσείων-Αιτητής,
ν.
1. ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΒΕΛΤΙΩΣΕΩΣ ΓΕΡΟΣΚΗΠΟΥ,
2. KΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΔΙΑ ΤΟΥ
ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΩΣ.
Εφεσιβλήτων-Καθ' ων η αίτηση.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 1682)
Έφεση — Κατά την εκδίκαση αναθεωρητικής έφεσης, το Δικαστήριο εξετάζει μόνο θέματα τα οποία καλύπτονται από τους λόγους της έφεσης στην ειδοποίηση έφεσης.
Aίτηση Aκυρώσεως — Προθεσμία καταχώρησης αίτησης ακυρώσεως — Έναρξη — Aπό της γνώσεως της προσβαλλόμενης διοικητικής απόφασης.
Στις 4.6.85, ο αιτητής ζήτησε, από το Συμβούλιο Βελτιώσεως Γεροσκήπου, ανανέωση υφιστάμενης άδειας οικοδομής ημερ. 7.6.84.
Στις 12.8.85 ο Έπαρχος Πάφου, πληροφόρησε τον αιτητή ότι δεν ετίθετο θέμα ανανέωσης της παλαιάς άδειας, αλλά θέμα έκδοσης νέας. Η απόφαση του Επάρχου αποτέλεσε αντικείμενο προσφυγής αρ. 875/85, στην οποία προβλήθηκε ο ισχυρισμός ότι ο Έπαρχος Πάφου ήταν αναρμόδιος να εκδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση και ότι η παράλειψη του Συμβουλίου να ανανεώσει την άδεια ήταν άκυρη.
Στις 7.10.85 το Συμβούλιο απέρριψε την αίτηση ημερ. 4.6.85. Η απόφαση του Συμβουλίου, η οποία εκ παραδρομής δεν κοινοποιήθηκε στον αιτητή πριν τις 2.10.91, αποτελεί αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε την απόφασή του στις 31.8.88 στην προσφυγή αρ. 875/85 και αποφάνθηκε ότι ο Έπαρχος ήταν πράγματι αναρμόδιο όργανο να εκδώσει την απόφαση ημερ. 12.8.85, αλλά αρνήθηκε να κηρύξει άκυρη την παράλειψη του Συμβουλίου να ανανεώσει την άδεια του αιτητή. Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απέρριψε έφεση των αιτητών κατά του πιο πάνω μέρους της πρωτόδικης απόφασης, ενώ προηγουμένως με ενδιάμεση απόφασή του απέρριψε αίτημα για αναβολή της ακρόασης για να καταστεί δυνατή η υποβολή αίτησης για τροποποίηση, ούτως ώστε να συμπεριληφθεί η απόφαση του Συμβουλίου ημερ. 7.10.85, ως δεύτερο αντικείμενο της προσφυγής αρ. 875/85.
Ο εφεσείων κάλεσε το Δικαστήριο να μη θεωρήσει την καταχώρηση της παρούσας προσφυγής ως εκπρόθεσμη, λόγω του ότι γνώση διοικητικής απόφασης που λαμβάνεται παρεμπιπτόντως, δεν θα πρέπει να λογίζεται ως η απαιτούμενη γνώση για έναρξη της περιόδου προθεσμίας για καταχώρηση προσφυγής.
Οι καθ' ων η αίτηση αναφέρθηκαν σε εύρημα του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην ενδιάμεση απόφασή του, ότι η διοικητικη απόφαση ημερ. 7.10.85 περιήλθε σε γνώση του αιτητή πριν τις 21.6.86 και υποστήριξαν ότι το εν λόγω εύρημα αποτελεί δεσμευτικό δεδικασμένο για τον εφεσείοντα.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου απέρριψε την έφεση και αποφάνθηκε ότι:
1. Δεν παρέχεται δυνατότητα για εξέταση του ευρήματος του πρωτόδικου δικαστηρίου για ύπαρξη δεδικασμένου, εφόσον το θέμα αυτό δεν προσβάλλεται με την έφεση του αιτητή.
2. Τα θέματα που ηγέρθησαν ενώπιον του Δικαστηρίου, δεν καλύπτονται από τους λόγους της έφεσης και ως εκ τούτου δεν είναι επιτρεπτή η εξέτασή τους.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Έφεση.
Έφεση εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου Kύπρου (Πογιατζής, Δ.) που δόθηκε στις 19 Oκτωβρίου, 1992 (Προσφυγή αρ. 1003/91) με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή του εφεσείοντα κατά της απόφασης για απόρριψη αιτήματος για ανανέωση άδειας επέκτασης οικοδομής, μετά από την κατεδάφιση βασικής τοιχοποιΐας στην υφιστάμενη οικοδομή και η οποία, εκ παραδρομής, δεν κοινοποιήθηκε από το Συμβούλιο στον εφεσείοντα, γραπτά ή προφορικά.
Π. Aγγελίδης, για τον Eφεσείοντα.
A. Tαλιαδώρος, για τους Eφεσείβλητους.
Cur. adv. vult.
ΠΙΚΗΣ, Π.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Π. Αρτέμης, Δ.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων-αιτητής εφεσιβάλλει την απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου με την οποία απερρίφθη η προσφυγή του για διακήρυξη του δικαστηρίου ότι η απόφαση των καθ' ων η αίτηση 1, ημερ. 7.10.85 και η οποία κοινοποιήθηκε στον αιτητή με επιστολή ημερ. 2.10.91 είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη αποτελέσματος. Το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή, αφού βρήκε ότι αυτή ήταν εκπρόθεσμη γιατί η διοικητική απόφαση περιήλθε σε γνώση του αιτητή πολύ πριν την κοινοποίηση ημερομηνίας 2.10.91.
Το ιστορικό της υπόθεσης αναφέρεται στην πρωτόδικη απόφαση από την οποία παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα:
"Στις 7/6/1984, το Συμβούλιο Βελτιώσεως Γεροσκήπου (το Συμβούλιο) χορήγησε στον Αιτητή την υπ' αριθμό 0875 άδεια επέκτασης υφιστάμενης οικοδομής στο τεμάχιο του αρ. 261/1 στη Γεροσκήπου, κάτω από ορισμένους όρους.
Στις 4/6/1985 ο Αιτητής ζήτησε με επιστολή του από το Συμβούλιο την ανανέωση της πιο πάνω άδειας οικοδομής.
Ο Έπαρχος Πάφου που ήταν ο Πρόεδρος του Συμβουλίου, με επιστολή του ημερομηνίας 12/8/1985, πληροφόρησε τον Αιτητή ότι, μετά την κατεδάφιση βασικής τοιχοποιΐας της υφιστάμενης οικοδομής, που δεν προβλεπόταν στα εγκριθέντα σχέδια, δεν τίθεται θέμα ανανέωσης της παλαιάς άδειας αλλά θέμα έκδοσης νέας άδειας. Η απόφαση του Επάρχου Πάφου, που περιέχεται στην πιο πάνω επιστολή, προσβλήθηκε από τον Αιτητή με την προσφυγή αρ. 875/85, την οποία καταχώρησε στις 10/10/1985, μέσω του τότε δικηγόρου του, εναντίον τόσο του Επάρχου Πάφου, όσο και του Συμβουλίου. Στην προσφυγή εκείνη ο αιτητής πρόβαλε, μεταξύ άλλων και τον ισχυρισμό ότι ο Έπαρχος Πάφου ήταν αναρμόδιο όργανο να εκδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση και ότι η παράλειψη του Συμβουλίου να ανανεώσει την άδεια του ήταν άκυρη.
Στο μεταξύ, στις 7/10/1985, το Συμβούλιο αποφάσισε την απόρριψη της αίτησης του Αιτητή, ημερομηνίας 4/6/1985, για ανανέωση της επίδικης άδειας οικοδομής. Η απόφαση αυτή, η οποία, εκ παραδρομής, δεν κοινοποιήθηκε από το Συμβούλιο στον Αιτητή, είτε γραπτώς είτε προφορικά, πριν τις 2/10/1991, αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.
Με την απόφασή του, ημερομηνίας 31/8/1988, στην εν λόγω προσφυγή αρ. 875/85, το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι ο Έπαρχος Πάφου ήταν πράγματι αναρμόδιο όργανο να εκδώσει την απόφαση ημερομηνίας 12/8/1985, αλλά αρνήθηκε να κηρύξει άκυρη την παράλειψη του Συμβουλίου να ανανεώσει την άδεια του αιτητή. Εναντίον αυτού του μέρους της πρωτόδικης απόφασης ο Αιτητής καταχώρησε την Αναθεωρητική Έφεση αρ. 847 στις 5/10/1988, η οποία απορρίφθηκε από την Ολομέλεια του Δικαστηρίου στις 8/7/1991. Με προηγούμενη ενδιάμεση απόφαση που εκδόθηκε την ίδια μέρα στην εν λόγω Αναθεωρητική Έφεση, η Ολομέλεια του Δικαστηρίου απέρριψε αίτημα του Αιτητή για αναβολή της ακρόασης της Έφεσης για να καταστεί δυνατή η υποβολή από τον Αιτητή αίτησης για τροποποίηση τόσο της Ειδοποίησης Εφέσεως όσο και του αιτητικού της προσφυγής αρ. 875/85, ώστε να περιληφθεί η εν λόγω απόφαση του Συμβουλίου, ημερομηνίας 7/10/1985, ως δεύτερο αντικείμενο της προσφυγής εκείνης. Υπενθυμίζω ότι η απόφαση του Συμβουλίου, ημερομηνίας 7/10/1985, αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής."
Όπως προκύπτει από τα ενώπιόν μας στοιχεία και την αγόρευση του συνηγόρου του εφεσείοντα-αιτητή κατά την έφεση, τα γεγονότα είναι παραδεκτά· ειδικά παραδέχεται ο εφεσείων ότι σε κάποιο στάδιο της διαδικασίας περιήλθε σε γνώση του η διοικητική απόφαση και αν ληφθεί η ημερομηνία εκείνη υπόψη ως η ημερομηνία που αρχίζει η προθεσμία καταχώρησης προσφυγής, τότε η τελευταία είναι εκπρόθεσμη. Εντούτοις, κάλεσε το Δικαστήριο, παρόλο ότι, όπως ανέφερε, η νομολογία στηρίζει την πρωτόδικη απόφαση, να αποστεί από τη νομολογία αυτή και να διακηρύξει ότι σε τέτοιες περιπτώσεις γνώση που λαμβάνεται παρεμπιπτόντως δε θα πρέπει να λογίζεται ως η απαιτούμενη γνώση για να αρχίζει η περίοδος της προθεσμίας, αλλά ότι απαιτείται επίσημη κοινοποίηση, με την αόριστη επιχειρηματολογία ότι η σύγχρονη ζωή υπαγορεύει τέτοια διαδικασία. Ας σημειωθεί ότι η βάση του αιτήματος αυτού δε στοιχειοθετείται στους λόγους έφεσης, ούτε και γίνεται αναφορά στα γεγονότα και τις συνθήκες εκείνες που θα επέτρεπαν στο Ανώτατο Δικαστήριο να αποστεί από προηγούμενες αποφάσεις.
Ο συνήγορος των καθ' ων η αίτηση υπέβαλε ότι ο εφεσείων-αιτητής εμποδίζεται στην αμφισβήτηση της ημερομηνίας κατά την οποία έλαβε αποτελεσματική γνώση της διοικητικής απόφασης ο αιτητής, παραπέμποντας στην πρωτόδικη απόφαση στην οποία αναφέρεται ότι τούτο αποτελεί δεδικασμένο. Πράγματι, εξετάζοντας την υπόθεση πρωτόδικα, το δικαστήριο επεσήμανε ότι στην ενδιάμεση απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου κατά την εξέταση της Αναθεωρητικής Έφεσης 847 με την οποία απέρριψε αίτημα του αιτητή για αναβολή της ακρόασης της έφεσης για να καταστεί δυνατή η υποβολή από τον αιτητή αίτησης για τροποποίηση της ειδοποίησης έφεσης και του αιτητικού της προσφυγής αρ. 875/85, γίνεται εύρημα ότι η διοικητική απόφαση ημερομηνίας 7.10.85 περιήλθε σε γνώση του αιτητή πριν τις 21.6.86. Το εύρημα αυτό, όπως επισήμανε το δικαστήριο, ήταν αναγκαίο για την εκδίκαση του επίδικου θέματος και αποτέλεσε το σκεπτικό της απόρριψης του αιτήματος του αιτητή που προβλήθηκε με την εν λόγω ενδιάμεση απόφαση. Καταλήγοντας, το πρωτόδικο δικαστήριο, αναφέρει ότι: "το εν λόγω εύρημα αποτελεί, ως εκ τούτου, δεσμευτικό δεδικασμένο, ενόψει και του γεγονότος ότι στη διαδικασία εκείνη ήταν μέρη οι ίδιοι ακριβώς διάδικοι με τους διαδίκους στην παρούσα προσφυγή".
Επισημαίνουμε, ότι με την έφεσή του ο αιτητής ουδόλως προσβάλλει το εύρημα για δεδικασμένο του πρωτόδικου δικαστηρίου. Έτσι δεν παρέχεται η δυνατότητα σε μας να επέμβουμε στο εύρημα αυτό, αφού δεν αποτελεί επίδικο θέμα ενώπιό μας. Ως εκ τούτου και για τους λόγους που αναφέραμε και πιο πάνω, δεν τίθεται θέμα να εξετάσουμε το ζήτημα που αφορά τη σημασία γνώσης διοικητικής απόφασης (όπου με το νόμο δεν απαιτείται κοινοποίηση) σε συνάρτηση με την έναρξη της προθεσμίας των 75 ημερών.
Θα θέλαμε παρεμπιπτόντως να παρατηρήσουμε ότι, ούτε οι λόγοι έφεσης καλύπτουν τα θέματα που ηγέρθησαν σήμερα ενώπιόν μας. Με τον πρώτο λόγο ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι κακώς απεφασίσθη ότι η γνώση του δικηγόρου ήταν και γνώση του πελάτη του υπό τις περιστάσεις. Το δικαστήριο ουδέποτε απεφάσισε κάτι τέτοιο· αντίθετα, απεφάσισε ότι υπήρχε προσωπική γνώση εκ μέρους του αιτητή. Ο δεύτερος λόγος έφεσης, στον οποίο αναφέρεται, ότι κακώς το πρωτόδικο δικαστήριο απεφάσισε ότι υπήρχε η δέουσα κοινοποίηση, δεν ευσταθεί γιατί το πρωτόδικο δικαστήριο ουδέποτε απεφάσισε ότι έγινε οποιαδήποτε κοινοποίηση αλλά, όπως αναφέραμε, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο αιτητής έλαβε γνώση της διοικητικής απόφασης πριν οποιαδήποτε κοινοποίηση. Ο τρίτος λόγος έφεσης, βάσει του οποίου υπάρχει ισχυρισμός ότι η απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου ήταν λανθασμένη γιατί, κακώς θεώρησε ότι η προσφυγή ήταν εκπρόθεσμη επειδή στην ουσία προσέβαλλε επιβεβαιωθείσα πράξη προηγούμενης απόφασης και πάλιν δεν ευσταθεί γιατί ουδέποτε το πρωτόδικο Δικαστήριο απεφάσισε κάτι τέτοιο.
Κάτω από το φως όλων των πιο πάνω η έφεση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος του εφεσείοντα-αιτητή.
H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.