ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1991) 3 ΑΑΔ 93
31 Ιανουαρίου 1991
[Α. ΛΟΪΖΟΥ, ΠΡ., ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ, ΚΟΥΡΡΗΣ, ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ, ΝΙΚΗΤΑΣ, ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ/στές]
1. ΕΦΟΡΟΣ ΣΥΝΤΕΧΝΙΩΝ,
2.ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ,
3. ΓΕΝΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ,
Εφεσείοντες - Αιτητές,
ν.
1. ΕΝΩΣΕΩΣ ΚΥΠΡΙΩΝ ΕΦΟΠΛΙΣΤΩΝ,
2. ΛΟΥΚΑ Χ"ΊΩΑΝΝΟΥ, Κ.Λ.Π.,
Εφεσιβλήτων-Καθ' ων η Αίτηση.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 799).
Συνταγματικό Δίκαιο — Αρχή της Ισότητας — Δεν παραβιάζεται η αρχή της ισότητας με τον καθορισμό ως κριτηρίου για τον αριθμό των ψήφων που θα έχει κάθε μέλος της Ένωσης Κυπρίων Εφοπλιστών του κυβικού όγκου χωρητικότητας, Κ.Ο.Χ. των πλοίων που διαθέτει — Δικαιολογείται από την ιδιότυπη μορφή συντεχνίας της Ένωσης της οποίας τα μέλη δεν είναι μόνο άτομα αλλά και εταιρείες — Η καταγραφή των ψήφων κατά τον τρόπο αυτό δεν παραβιάζει την μυστικότητα της ψήφου εφόσον όλα τα ψηφοδέλτια είναι ομοιόμορφα.
Προσφυγή βάσει του άρθρου 146 του Συντάγματος — Διοικητική πράξη — Εκτελεστή — Απόρριψη αιτήματος για τροποποίηση Καταστατικού της Ένωσης Κυπρίων Εφοπλιστών από τον Έφορο — Αποτελεί αρνητική εκτελεστή διοικητική πράξη — Τα μέλη της Ένωσης έχουν έννομο συμφέρον να προσβάλουν διά προσφυγής την απόφαση αυτή.
Η παρούσα έφεση στρεφόταν εναντίον αποφάσεως του πρωτόδικου Δικαστή με την οποία ακυρώθηκε απόφαση των εφεσειόντων που περιείχε άρνηση εγγραφής αριθμού τροποποιήσεων των Κανονισμών της Ένωσης Κυπρίων Εφοπλιστών. Οι προτεινόμενες τροποποιήσεις που απορρίφθηκαν αφορούσαν: (α) την ίδρυση παραρτημάτων της Ένωσης στο εξωτερικό, (β) τη δημιουργία γραφείων της στο εξωτερικό και (γ) το δικαίωμα των μελών της να δικαιούνται περισσότερες της μιας ψήφου, ανάλογα με τον κυβικό όγκο χωρητικότητας (Κ.Ο.Χ.) των πλοίων που διέθεταν.
Οι λόγοι εφέσεως που προβλήθηκαν ήταν:
(ι) Το πρωτόδικο δικαστήριο δεν έκρινε ορθά με το να κάνει δεκτή την αίτηση ακύρωσης των αιτητών.
(ιι) Το πρωτόδικο δικαστήριο δεν έκρινε ορθά όταν δεν δέχθηκε την εισήγηση ότι συνιστά έλλειψη ενεστώτος εννόμου συμφέροντος η επίκληση των αιτητών, της παραγράφου 2 της επιστολής ημερομηνίας 4.2.1985, Παραρτήματος IV, γιατί ενώ τα αναγραφόμενα από τον Έφορο είχαν νομική στήριξη στο άρθρο 11 του Νόμου 71 του 1965, οι αιτητές παράλειψαν να ενεργήσουν σύμφωνα με την πρόσκληση του Εφόρου και κατά νομική συνέπεια, δεν είναι δυνατόν να αντλήσουν δικαιώματα από τη δική τους παράλειψη, στερούνται ενεστώτος εννόμου συμφέροντος.
(ιιι) Το πρωτόδικο δικαστήριο δεν έκρινε ορθά με το να μη κάνει δεκτή τη θέση των εφεσειόντων, ότι ο Έφορος Συντεχνιών είχε εξουσία βάσει του άρθρου 11 του σχετικού Νόμου, να διεξαγάγει έρευνα και/ή να ζητήσει περισσότερες πληροφορίες για να διασφαλίσει την πλήρωση των υπό του Νόμου απαιτουμένων προϋποθέσεων σχετικά με την αίτηση.
(ιν) Το πρωτόδικο δικαστήριο δεν έκρινε ορθά με το να μη κάνει δεκτή τη θέση των εφεσειόντων ότι η τροποποίηση του Καταστατικού αναφορικά με το δικαίωμα περισσότερων της μίας ψήφου (1 ψήφος ανά 500 Κ.Ο.Χ.) είναι αντίθετη προς το Σύνταγμα και τη νομοθεσία, αντίθετη στα δημοκρατικά θέσμια του συνδικαλιστικού κινήματος.
Το Ανώτατο Δικαστήριο απορρίπτοντας κατά πλειοψηφία την έφεση, αποφάσισε ότι:
1. Ο πρώτος λόγος εφέσεως είναι ο γενικός λόγος που θα απαντηθεί με την απόφαση πάνω στα επί μέρους νομικά θέματα που εγείρονται στους υπόλοιπους λόγους.
Ως προς τον τρίτο λόγο εφέσεως, κρίνεται, ενόψει του αποτελέσματος στο οποίο το Δικαστήριο κατέληξε ως προς τον τέταρτο λόγο, που όπως και οι ίδιοι οι εφεσείοντες ανέφεραν, ήταν ο ουσιαστικότερος και από τον οποίο προέκυψε και η όλη υπόθεση, ότι δεν ήταν αναγκαίο να απαντηθεί και το θέμα αφήνεται ανοιχτό.
2. Από το λεκτικό της επικαλούμενης παραγράφου 2 της επιστολής του Εφόρου προκύπτει ότι η αναφερόμενη διευθέτηση συνάντησης προς συζήτηση θα εκάλυπτε τις υπόλοιπες τροποποιήσεις του Καταστατικού της Ένωσης και όχι τις κρίσιμες τρεις για τις οποίες όπως φαίνεται από την παράγραφο 1 της ίδιας επιστολής υπήρχε εκτελεστή διοικητική απόφαση απόρριψής τους και κατά συνέπεια υπήρχε και υπάρχει έννομο ενεστώς συμφέρον λόγω της αρνητικής απάντησης του Εφόρου. Ο δεύτερος λόγος εφέσεως αποτυγχάνει για τους λόγους αυτούς.
3. Αναφορικά με τον τέταρτο λόγο εφέσεως, προκύπτει κατ' αρχήν από το Καταστατικό της Ένωσης ότι αυτή αποτελεί μια ιδιότυπη μορφή συντεχνίας τα μέλη της οποίας έχουν μεταξύ άλλων και το προσόν της έκτασης της ιδιοκτησίας, μετέχουν σε αυτή και αλλοδαπές εταιρείες και όχι απλά άτομα οπότε θα αναμενόταν λογικά και ορθά η τήρηση της αρχής "ένα άτομο - μία ψήφος".
Σε ό,τι αφορά τις διατάξεις που επικαλέσθηκε ο Έφορος, δεν φαίνεται να υπάρχει τίποτε που να υποστηρίζει ότι η Συντεχνία, με τη συγκεκριμένη μορφή της, δεν δικαιούται να καθορίσει διαφοροποίηση στο θέμα της ψήφου και να τεθούν κριτήρια ανάλογα με τα κόρα ιδιοκτησίας πλοίων.
Σε ό,τι αφορά το θέμα της παραβίασης της αρχής της ισότητας η οποία διασφαλίζεται από το άρθρο 28.1 του Συντάγματος, δεν χωρεί αμφιβολία ότι η αρχή αυτή δεν παραβιάζεται γιατί γίνεται στην ειδική αυτή περίπτωση μια εύλογη διάκριση μεταξύ των μελών ανάλογα με την έκταση της ιδιοκτησίας, και κατ' επέκταση των συμφερόντων που αποσκοπείται να προστατευθούν, η οποία είναι και αποφασιστικός παράγων σε ό,τι αφορά την καταβολή συνδρομής βάσει του άρθρου 5 (β) του Καταστατικού της Ένωσης. Το δε επιχείρημα ότι δυνατόν να μη μπορεί να υπάρξει μυστικότητα στην ψηφοφορία, όπου απαιτείται, δεν ευσταθεί γιατί με την προτεινόμενη τροποποίηση είναι δυνατό να υπάρξουν τρόποι διασφάλισης της μυστικότητας αν στην πράξη για κάθε κόρο ή αριθμό κόρων δίδεται ο αντίστοιχος αριθμός ψηφοδελτίων, ομοιόμορφων μεταξύ τους.
Σε ό,τι αφορά τις άλλες δύο προτεινόμενες τροποποιήσεις το Δικαστήριο δεν μπορεί να συμφωνήσει ότι παραβιάζουν οποιαδήποτε εκφρασμένη πρόνοια του περί Συντεχνιών Νόμου του 1965 (Ν. 71/65) ή έστω και το πνεύμα του Νόμου. Τίποτε δε από τις τροποποιήσεις αυτές δεν παραβιάζει τον Κανονισμό 24 των περί Συντεχνιών Κανονισμών του 1968, που αναφέρεται στην επένδυση και κατάθεση κεφαλαίων.
Η έφεση απορρίπτεται χωρίς έξοδα.
Έφεση.
Έφεση εναντίον απόφασης Δικαστού του Ανώτατου Δικαστηρίου Κύπρου (Στυλιανίδη, Δ.) που δόθηκε στις 12 Μαρτίου, 1988 (Αριθμός Προσφυγής 462/85)* με την οποία η απόφαση του Εφόρου Συντεχνιών να μη εγγράψει αριθμό τροποποποιήσεων των Κανονισμών της Ένωσης Κυπρίων Εφοπλιστών που είναι εγγεγραμμένη ως Συντεχνία, ακυρώθηκε.
Λ. Παπασάββας, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους εφεσείοντες.
Χρ. Κληρίδης, για τους εφεσίβλητους.
Α. ΛΟΪΖΟΥ, Π: Με την απόφαση αυτή συμφωνούν οι Δικαστές, Μαλαχτός, Δημητριάδης και Χρυσοστομής. Ο Έφορος Συντεχνιών, αρνήθηκε να εγγράψει αριθμό τροποποιήσεων των Κανονισμών της Ένωσης Κυπρίων Εφοπλιστών που είναι εγγεγραμμένη ως Συντεχνία, σύμφωνα με τον περί Συντεχνιών Νόμο του 1965 (Νόμος Αρ. 71 του 1965), που στη συνέχεια θα αναφέρεται ως ο Νόμος, που απέστειλε σε αυτό στις 23 Φεβρουαρίου 1984, η Ένωση, πάνω στον καθορισμένο τύπο.
Οι προτεινόμενες τροποποιήσεις που απέρριψε ο Έφορος, αφορούσαν:
(α) την ίδρυση παραρτημάτων της στο εξωτερικό,
(β) τη δημιουργία γραφείων της Ένωσης στο εξωτερικό, και
(γ) το δικαίωμα των μελών της να δικαιούνται περισσότερες της μιας ψήφου, ανάλογα με τον κυβικό όγκο χωρητικότητας, Κ.Ο.Χ. των πλοίων που διαθέτει.
Την απόφαση αυτή επρόσβαλε με προσφυγή της (1) η Ένωση Εφοπλιστών Κύπρου και (2) ο Πρόεδρος αυτής εκ μέρους και για λογαριασμό όλων των μελών που αναφέρονταν στον πίνακα και όλων των αξιωματούχων της
*(1988) 3 A.A.Δ. 457.
συντεχνίας.
Η Ένωση Κυπρίων Εφοπλιστών με Πρόεδρο το δεύτερο αιτητή ιδρύθηκε στην Κύπρο και ενεγράφη δυνάμει των προνοιών του Νόμου στις 11 Ιουλίου 1983. Η άρνηση του Εφόρου βασίζεται, όπως αναφέρει στην παράγραφο 4 της επιστολής του της 19ης Σεπτεμβρίου 1984, με την οποία ζητούσε από το Γενικό Εισαγγελέα Γνωμάτευση στις ακόλουθες πρόνοιες του Νόμου:
(α) Ίδρυση Παραρτημάτων/Γραφείων στο εξωτερικό
Άρθρα 18 - Καταστατικό (Πρώτο Παράρτημα, παρ. 1)
19 - Εγγεγραμμένη έδρα
28 - Χρήση Κεφαλαίων
35 - Επιθεώρηση Λογαριασμών και Εγγράφων
60 - Επίδοση Διαδικαστικών Εγγράφων,
Επίσης Κανονισμός 24 - Επένδυση και Κατάθεση
Κεφαλαίων, των περί Συντεχνιών Κανονισμών του
1968.
(β) Δικαίωμα περισσοτέρων της μιας ψήφου για κάθε μέλος
Άρθρα 2 - Ερμηνεία του όρου ' Εργοδότης'
8 - Αίτηση Εγγραφής
18 - Καταστατικό (Πρώτο Παράρτημα)
23 - Αλλαγή Επωνυμίας
25 - Συγχώνευση Συντεχνιών"
Η προσέγγιση του Γραφείου του Γενικού Εισαγγελέα πάνω στο θέμα ήταν ότι οι απόψεις της υπηρεσίας Εφόρου Συντεχνιών ευσταθούσαν και στη συνέχεια ο Έφορος κοινοποίησε την απόφασή του με επιστολή ημερομηνίας 4ης Φεβρουαρίου 1985, που υπήρξε το έναυσμα της προσφυγής των εφεσιβλήτων. Ο πρωτόδικος Δικαστής ακύρωσε την επίδικη απόφαση γιατί με βάση το Άρθρο 21 του Συντάγματος με το οποίο διασφαλίζεται το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι και της ιδρύσεως συντεχνιών αποτελούσε δικαίωμα της συντεχνίας να αποφασίσει για θέματα που αναφέρονταν στη διοίκηση της συντεχνίας των.
Ο πρωτόδικος Δικαστής ασχολήθηκε επίσης με τις εξουσίες που ο Έφορος έχει κάτω από το Νόμο και ειδικότερα αν θα μπορούσε να αρνηθεί την εγγραφή προτεινομένων τροποποιήσεων του καταστατικού συντεχνίας που αποφασίστηκαν σύμφωνα με τις πρόνοιές του και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι βάσει των διατάξεων του άρθρου 18 (3) του Νόμου η αρμοδιότητα του περιορίζεται μόνο στη διαπίστωση κατά πόσο οι προτεινόμενες τροποποιήσεις δεν διαλαμβάνουν οποιαδήποτε από τα καθοριζόμενα στο Παράρτημα του Νόμου ζητήματα. Έκρινε δε ότι εφόσο ο Έφορος διαπίστωσε ότι η σχετική απόφαση της Συντεχνίας λήφθηκε σύμφωνα με το Καταστατικό της τότε η εξουσία του Νόμου στην ουσία είναι τυπική και υποχρεούται στην εγγραφή των τροποποιήσεων.
Η έφεση στρέφεται εναντίον ολοκλήρου της αποφάσεως του πρωτόδικου Δικαστή οι δε λόγοι της εφέσεως είναι οι πιο κάτω:
"1. Το πρωτόδικο δικαστήριο δεν έκρινε ορθά με το να κάνει δεκτή την αίτηση ακύρωσης των αιτητών.
2. Το πρωτόδικο δικαστήριο, δεν έκρινε ορθά, όταν δεν δέχθηκε την εισήγηση ότι συνιστά έλλειψη ενεστώτος εννόμου συμφέροντος η επίκληση των αιτητών, της παραγράφου 2 της επιστολής ημερομηνίας 4.2.1985, Παραρτήματος IV, γιατί ενώ τα αναγραφόμενα από τον Έφορο είχανε νομική στήριξη το άρθρο 11 του Νόμου 71 του 1965, οι αιτητές παράλειψαν να ενεργήσουν σύμφωνα με την πρόσκληση του Εφόρου και κατά νομική συνέπεια, δεν είναι δυνατόν να αντλήσουν δικαιώματα, από τη δική τους παράλειψη, στερούνται ενεστώτος εννόμου συμφέροντος.
3. Το πρωτόδικο δικαστήριο δεν έκρινε ορθά με το να μη κάνει δεκτή τη θέση των Εφεσειόντων, ότι ο Έφορος Συντεχνιών είχε εξουσία βάσει του άρθρου 11 του σχετικού Νόμου, να διεξάγει έρευνα και/ή να ζητήσει περισσότερες πληροφορίες για να διασφαλίσει την πλήρωση των υπό του Νόμου απαιτουμένων προϋποθέσεων σχετικά με την αίτηση.
4. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έκρινε ορθά με το να μη κάνει δεκτή τη θέση των Εφεσειόντων ότι η τροποποίηση του Καταστατικού αναφορικά με το δικαίωμα περισσοτέρων της μιας ψήφου (1 ψήφος ανά 500 Κ.Ο.Χ.) είναι αντίθετη προς το Σύνταγμα και τη νομοθεσία, αντίθετη στα δημοκρατικά θέσμια του συνδικαλιστικού κινήματος."
Είναι φανερό ότι ο πρώτος λόγος εφέσεως είναι ο γενικός λόγος που θα απαντηθεί με την απόφασή μας πάνω στα επι μέρους εγειρόμενα νομικά θέματα που υπάρχουν στους υπόλοιπους λόγους. Ο δεύτερος λόγος εφέσεως στηρίζεται στην παράγραφο 2 της επιστολής του Εφόρου της 4ης Φεβρουαρίου 1985, στην οποία ο Έφορος έλεγε τα πιο κάτω:
"2. Με βάση τα πιο πάνω, θεωρώ χρήσιμο, όπως επικοινωνήσετε μαζί μου για διευθέτηση συναντήσεως προς συζήτηση των υπολοίπων τροποποιήσεων του καταστατικού της Ένωσης οι οποίες περιέχονται στην αίτησή σας με ημερομηνία 23.2.1984."
Είναι φανερό, από το λεκτικό της πιο πάνω παραγράφου ότι η διευθέτηση συνάντησης προς συζήτηση θα εκάλυπτε τις υπόλοιπες τροποποιήσεις του Καταστατικού της Ένωσης, και όχι τις τρεις τροποποιήσεις, που περιέχονται στις παραγράφους (α), (β), και (γ) που αναφέρονται πιο πάνω και είναι μέρος της παραγράφου 1 της ίδιας επιστολής, για τις οποίες ο ίδιος ο Έφορος αναφέρει ότι μετά από εξέταση κατέληξε στο συμπέρασμα ότι "οι τρεις αυτές τροποποιήσεις δεν μπορούν να εγγραφούν σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Συντεχνιών Νόμου του 1965". Υπήρξε επομένως εκτελεστή διοικητική απόφαση δια το μέρος της αιτήσεως των αιτητών που αναφέρετο στις τρεις αυτές τροποποιήσεις που υπήρξαν και το αντικείμενο της προσφυγής των αιτητών. Θα ήτο παρατραβηγμένο να λεχθεί, όπως ισχυρίστηκε ο δικηγόρος των εφεσειόντων, ότι υπήρχαν περιθώρια περαιτέρα διαπραγμάτευσης και για τα τρία αυτά θέματα, όταν ο ίδιος ο Έφορος μιλά ότι κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν μπορούσαν να εγγραφούν σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Υπήρχε και υπάρχει επομένως έννομο ενεστώς συμφέρο από την αρνητική αυτή απάντηση του Εφόρου και έτσι ο δεύτερος λόγος εφέσεως αποτυγχάνει για τους πιο πάνω λόγους.
Ως προς τον τρίτο λόγο εφέσεως, κρίναμε, ενόψει του αποτελέσματος στο οποίο καταλήγουμε ως προς τον τέταρτο λόγο, που όπως και ο ίδιος ο δικηγόρος των εφεσειόντων ανέφερε, ήτο ο ουσιαστικότερος και από τον οποίο προέκυψε και η όλη υπόθεση, ότι δεν ήτο αναγκαίο να τον απαντήσομε και αφήνομε το θέμα ανοιχτό.
Κατά την εισήγηση του δικηγόρου των εφεσειόντων οι προτεινόμενες τροποποιήσεις είναι αντίθετες τόσο με τις διατάξεις του Συντάγματος, όσο και με τις πρόνοιες του Νόμου και ιδιαίτερα αυτής που αφορά την παροχή δικαιώματος ψήφου, σε συσχετισμό με τη χωρητικότητα των πλοίων, η οποία παραβιάζει τη δημοκρατική αρχή, ένα άτομο μια ψήφος που περιέχεται μέσα στην αρχή της ισότητας, όπως αυτή διασφαλίζεται από το Άρθρο 28 του Συντάγματος.
Ποιος μπορεί να είναι μέλος της Ένωσης, καθορίζεται από το άρθρο 4 του Καταστατικού της Ένωσης που προβλέπει τα πιο κάτω:
"Μέλος της Ενώσεως δύναται να είναι:-
(α) Οιοσδήποτε Κύπριος ή Κυπριακής καταγωγής πλοιοκτήτης ή εφοπλιστής ενός τουλάχιστον υπό Κυπριακή σημαία πλοίου χωρητικότητος 500 Κ.Ο.Χ. και άνω ή συμπλοιοκτήτης εις τοιούτον πλοίον.
(β) Κυπριακαί εταιρείαι ιδιοκτήτριαι ή εκμεταλλευόμενοι ιδίω ονόματι ή ως εντολοδόχοι πλοίον ή πλοία 500 Κ.Ο.Χ. και άνω.
(γ) Αλλοδαπαί Εταιρείαι ιδιοκτήτριαι ή εκμεταλλευόμεναι ιδίω ονόματι ή ως εντολοδόχοι πλοίον ή πλοία 500 Κ.Ο.Χ. και άνω, εφ' όσον αι τοιαύται εταιρείαι ελέγχονται από πρόσωπα εμπίπτοντα εις τα στοιχεία (α) και (β) του παρόντος άρθρου.
(δ) Αι εταιρείαι των στοιχείων (β) και (γ) του παρόντος άρθρου δύνανται να ορίζουν αντιπρόσωπόν των εις την Ένωσιν.
(ε) Τα μέλη της Ενώσεως διακρίνονται εις τακτικά και επίτιμα.
Επίτιμα μέλη ανακηρύττονται από της Γενικής Συνελεύσεως φυσικά πρόσωπα λόγω ιδιαιτέρων υπηρεσιών προς την Ένωσιν ή την Ναυτιλίαν γενικώς. Ταύτα δύνανται να παρίστανται εις τας Γενικάς Συνελεύσεις της Ενώσεως άνευ όμως δικαιώματος ψήφου."
Το σχετικό άρθρο του καταστατικού που αναφέρεται στο δικαίωμα ψήφου είναι το άρθρο 11 (ι) το οποίο προβλέπει:
"(ι) Η Γενική Συνέλευσις αποφασίζει κατ' απόλυτον πλειοψηφίαν. Έκαστον μέλος δικαιούται μιας ψήφου (ανά 500 πλήρεις Κ.Ο.Χ.). Αι αποφάσεις λαμβάνονται δι' ανατάσεως της χειρός εκτός των θεμάτων όπου απαιτείται μυστική ψηφοφορία. Επί προσωπικών θεμάτων επιβάλλεται μυστική ψηφοφορία.
Επίσης εάν δύο των παρευρισκομένων και εχόντων δικαίωμα ψήφου μελών ζητήσουν την μυστικήν ψηφοφορίαν αύτη διεξάγεται ούτω."
Η προτεινόμενη τροποποίηση έχει μπει σε παρενθέσεις και έχει υπογραμμισθεί για να είναι ευδιάκριτη. Είναι φανερό από την πρόβλεψη του Καταστατικού ως προς το ποιος μπορεί να είναι μέλος της Ένωσης, ότι αυτό αποτελεί μια ιδιότυπη μορφή συντεχνίας έξω από τις συνηθισμένες που αποτελούνται από άτομα και που ένας λογικά και ορθά θα μπορούσε να αναμένει ότι κάθε άτομο θα είχε μια ψήφο, ενώ στην περίπτωση της Ενώσεως αυτής τα μέλη της έχουν μεταξύ άλλων και το προσόν της έκτασης της ιδιοκτησίας όπως επίσης, μέλη της μπορεί να είναι και αλλοδαπές εταιρείες, κλπ., όπως φαίνεται από το σχετικό άρθρο του Καταστατικού που παρατέθηκε πιο πάνω.
Σε ότι αφορά τις διατάξεις του Νόμου, δεν φαίνεται να υπάρχει τίποτε στα άρθρα που επικαλέσθηκε ο Έφορος που να υποστηρίζει ότι η Συντεχνία δεν δικαιούται να καθορίσει, εκεί που η όλη φύση και τα χαρακτηριστικά των μελών της είναι τέτοια, διαφοροποίηση στο θέμα της ψήφου και να τεθούν κριτήρια, όπως στην προκειμένη περίπτωση, ανάλογα με τα κόρα ιδιοκτησίας πλοίων. Οι σχετικοί περιορισμοί οι οποίοι τίθενται στο Νόμο είναι εκείνοι του άρθρου 18 (1) που προβλέπει ότι:
"Το καταστατικόν εκάστης εγγεγραμμένης συντεχνίας θα προνοή περί απάντων των εν τω Πρώτω Παραρτήματι καθοριζομένων ζητημάτων και θα είναι έντυπον."
Και μια και γίνεται αναφορά στο άρθρο 18, αξίζει να παρατεθεί και το εδάφιο 3 αυτού, το οποίο προβλέπει ότι:
"Αντίγραφο παντός νέου άρθρου του καταστατικού ως και πάσης τροποποιήσεως γενομένης εις το καταστατικόν εγγεγραμμένης συντεχνίας αποστέλλεται τω Εφόρω εντός δεκατεσσάρων ημερών από της ημερομηνίας καθ' ην εγένετο το νέον άρθρον ή η τροποποίησις του καταστατικού και εγγράφεται υπό του Εφόρου τη καταβολή νέου νενομισμένου τέλους. Παν νέον άρθρον και πάσα τροποποίησις του καταστατικού τίθενται εν ισχύϊ από της εγγραφής αυτών εκτός οσάκις καθορίζηται μεταγενεστέρα ημερομηνία εν αυτώ τούτω τω καταστατικώ)."
Και είναι φανερό από τη διατύπωση του άρθρου 11 (ι) του Καταστατικού της Ένωσης ότι οι πρόνοιες του Πρώτου Παραρτήματος του Νόμου, που ανταποκρίνονται στο άρθρο 18 του Νόμου, τηρούνται με την πρόταση που υπάρχει σε αυτό "εκτός των θεμάτων που απαιτείται μυστική ψηφορορία", μια φανερή αναφορά στο περιεχόμενο του Πρώτου Παραρτήματος, γι αυτό ασφαλώς και η εγγραφή της Ένωσης ως Συντεχνίας κάτω από το άρθρο 18, από την οποία τεκμαίρεται ότι τότε κρίθηκε πως το αρχικό Καταστατικό της ικανοποιούσε το άρθρο 18 (1) και το Πρώτο Παράρτημα, η ορθότητα της οποίας δεν εγείρεται στη διαδικασία αυτή.
Πρέπει να σημειωθεί ότι η παράγραφος 14 του Παραρτήματος προβλέπει μεταξύ άλλων τη δια μυστικής ψηφοφορίας λήψη αποφάσεων για αριθμό θεμάτων και έχει προβληθεί το επιχείρημα ότι η άσκηση τέτοιου δικαιώματος ψήφου κατά κόρο ιδιοκτησίας πλοίου αποκλείει από μόνο του τη λήψη αποφάσεων δια μυστικής ψηφοφορίας. Η παράγραφος 14 προβλέπει τα πιο κάτω:-
"14. Η δια μυστικής ψηφοφορίας λήψις αποφάσεων-(α) των μελών της συντεχνίας επί των ακολούθων ζητημάτων:
(ι) την αλλαγή της επωνυμίας της συντεχνίας·
(ιι) την συγχώνευσιν αυτής μεθ' ετέρας συντεχνίας·
(ιιι) την προσχώρησιν εις ομοσπονδίαν ή συνομοσπονδίαν ή την ίδρυσιν τοιαύτης ομοσπονδίας ή συνομοσπονδίας·
(ιν) την διάλυσιν της συντεχνίας·
(β) των μελών παραρτήματος τινος της συντεχνίας επί των ακολούθων ζητημάτων:
(ι) την εκλογήν αντιπροσώπων αυτού παρά τη συντεχνία ή παρά τινι ομοσπονδία ή συνομοσπονδία συντεχνίων·
(ιι) την εκλογήν των αξιωματούχων του παραρτήματος*
(γ) των αντιπροσώπων παραρτήματος τινος της συντεχνίας, ή αναλόγως της περιπτώσεως, των μελών της συντεχνίας, επί των ακολούθων ζητημάτων:
(ι) την εκλογήν αντιπροσώπων παρά τινι ομοσπονδία ή συνομοσπονδία συντεχνιών
(ιι) την εκλογήν των αξιωματούχων της συντεχνίας·
(ιιι) την επιβολήν αναγκαστικών εισφορών
(ιν) την τροποποίησιν του καταστατικού της συντεχνίας·
(δ) των μελών συντεχνίας επηρεαζομένων υπό εργατικής τινος διαφοράς επί ζητημάτων αφορώντων ανταπεργίας (lock-outs) ή απεργίας (πάσης αποφάσεως προς συμμετοχήν εις οιανδήποτε ανταπεργίαν (lock-out) ή απεργίαν υποκειμένης εις την έγκρισιν της διοικούσης επιτροπής της συντεχνίας).
Σε ότι αφορά το θέμα της παραβιάσεως της αρχής της ισότητας δεν χωρεί αμφιβολία ότι η αρχή αυτή δεν παραβιάζεται γιατί, γίνεται στην ειδική αυτή περίπτωση μια εύλογη διάκριση μεταξύ των μελών ανάλογα με την έκταση της ιδιοκτησίας, και κατ' επέκταση των συμφερόντων που αποσκοπείται να προστατευθούν, η οποία είναι και αποφασιστικός παράγων σε ότι αφορά την καταβολή συνδρομής σύμφωνα με το άρθρο 5, παράγραφος (β) του Καταστατικού το οποίο και προβλέπει ότι:
"Η ετησία συνδρομή ήτις καταβληθείσα δεν επιστρέφεται εις ουδεμίαν περίπτωσιν είναι κατωτέρα του ποσού των 5 λιρών Κύπρου κατά μέλος, ορίζεται δε εις 1 λίραν Κύπρου ανά 500 πλήρεις Κ.Ο.Χ."
Το δε επιχείρημα ότι δυνατό να μη μπορεί να υπάρξει μυστικότης στη ψηφοφορία, δεν ευσταθεί γιατί με την προτεινόμενη τροποποίηση είναι δυνατό να υπάρξουν τρόποι διασφάλισης της μυστικότητας αν στην πράξη για κάθε κόρο η αριθμό κόρων δίδεται ο αντίστοιχος αριθμός ψηφοδελτίων στο κάθε παριστάμενο μέλος που μπορεί να είναι φυσικό πρόσωπο ή δεόντως εξουσιοδοτημένοι αξιωματούχοι νομικού προσώπου. Για να είμεθα σαφέστεροι, αν ένας πλοιοκτήτης μέλος της Ένωσης έχει 500 πλήρεις Κ.Ο.Χ. θα του δίδεται ένα ψηφοδέλτιο και σε ένα ο οποίος έχει πέντε χιλιάδες κόρους θα του δίδονται δέκα ψηφοδέλτια. Ρίχνοντας αυτά δε στην ψηφοδόχο, κανένας δεν θα μπορούσε στην καταμέτρηση των ψήφων να γνωρίζει ως προς τον τρόπο με τον οποίο ψήφισε ένα μέλος εφόσον όλα τα αντιστοιχούντα στους κόρους ψηφοδέλτια θα είναι ομοιόμορφα. Είναι φανερό λοιπόν ότι η υποχρέωση που έχει η Ένωση για μυστική ψηφοφορία, όπως προβλέπεται από την παράγραφο 14 του Πρώτου Παραρτήματος, για τη λήψη ορισμένων αποφάσεων που καθορίζονται σε αυτή είναι εξασφαλισμένη.
Ο λόγος λοιπόν αυτός αποτυγχάνει διότι ούτε αντίθετος προς διατάξεις του Νόμου που επικαλείται ο Έφορος στην απόφαση του είναι, ούτε και παραβιάζεται με την προτεινόμενη τροποποίηση η αρχή της ισότητας η οποία διασφαλίζεται από το Άρθρο 28.1 του Συντάγματος.
Δεν θα επεκταθούμε να εξετάσουμε το θέμα από την σκοπιά των Διεθνών Συμβάσεων και των διατάξεών των, στις οποίες αναφέρθηκε ο πρωτόδικος Δικαστής, γιατί αναμφίβολα τα δικαιώματα που διασφαλίζονται από αυτές δεν παραβιάζονται, σε όση έκταση θα μπορούσε να είχαν στην περίπτωση που εξετάζομεν, από την προτεινόμενη τροποποίηση η οποία συνάδει και προς το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι στο οποίο περιλαμβάνεται και το δικαίωμα ίδρυσης συντεχνιών, όπως διασφαλίζεται από το Άρθρο 21.2 του Συντάγματος. Στην άσκηση δε αυτού θα πρέπει να τονισθεί, δεν μπορεί να τεθούν άλλοι περιορισμοί εκτός αυτών που ο Νόμος καθορίζει και που είναι απόλυτα αναγκαίοι, όπως προβλέπεται από την παράγραφο 3 του Άρθρου 21 "προς το συμφέρον της ασφαλείας της Δημοκρατίας ή της συνταγματικής τάξεως ή της δημοσίας ασφαλείας ή της δημοσίας τάξεως ή της δημοσίας υγιείας ή των δημοσίων ηθών ή της προστασίας των δικαιωμάτων και ελευθεριών των ηγγυημένων υπό του παρόντος Συντάγματος εις παν πρόσωπον είτε το πρόσωπον τούτο μετέχει τοιαύτης συγκεντρώσεως ή είναι μέλος τοιούτου συνεταιρισμού, είτε ού."
Σε ότι αφορά τις άλλες δύο προτεινόμενες τροποποιήσεις δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε ότι αυτές παραβιάζουν οποιαδήποτε εκφρασμένη πρόνοια του Νόμου ή και έστω το πνεύμα του Νόμου. Οποιοσδήποτε έλεγχος των εις το εξωτερικό παραρτημάτων της Ένωσης και των εις το εξωτερικό ευρισκομένων αξιωματούχων, ασφαλώς μπορεί να γίνει δια των κεντρικών γραφείων και της κεντρικής ηγεσίας της Ένωσης, η οποία ως εκ της φύσεως της ασφαλώς έχει να αντιμετωπίσει προβλήματα ανά την υδρόγειο, και όπου βρίσκονται τα πλοία των μελών της, τα οποία δυνατό να απαιτούν τη λήψη αποφάσεων, ρύθμισή των και την εξυπηρέτηση γενικά των μελών της Συντεχνίας επί τόπου.
Αρκεί να λεχθεί ότι το άρθρο 18 του Νόμου που βρίσκεται στο Μέρος III, αυτού κάτω από τον τίτλο "Σύστασις", αναφέρεται στο Καταστατικό και το Πρώτο Παράρτημα, το άρθρο 19 στην εγγεγραμμένη έδρα της συντεχνίας, που βρίσκεται σύμφωνα με το άρθρο 2 του Καταστατικού της στη Λάρνακα στην οδό Ιωάννη Μαρ-σέλλου 3, το άρθρο 28 στην εξουσία μιας συντεχνίας να χρησιμοποιεί τα κεφάλαια αυτής για τους νόμιμους σκοπούς που αναφέρονται στο Καταστατικό της, το άρθρο 35, στην Επιθεώρηση των Λογαριασμών και Εγγράφων της Συντεχνίας και το άρθρο 60 στην Επίδοση Διαδικαστικών Εγγράφων η οποία προβλέπεται να γίνεται με παράδοση αυτών "εις την εγγεγραμμένη έδρα της Συντεχνίας ή αναλόγως της περιπτώσεως του παραρτήματος αυτής: νοουμένου ότι η τοιαύτη επίδοσις θα είναι και άλλως πως σύμφωνος προς τας διατάξεις οιουδήποτε ετέρου νόμου". Τίποτε δε από τις τροποποιήσεις αυτές δεν παραβιάζει τον Κανονισμό 24 των περί Συντεχνιών Κανονισμό του 1968, που αναφέρεται στην επένδυση και κατάθεση κεφαλαίων.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους η Έφεση απορρίπτεται. Δεν γίνεται όμως οποιαδήποτε διαταγή για έξοδα.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Με την απόφαση αυτή συμφωνούν οι Δικαστές, Κούρρης και Νικήτας.
Η Ένωση Κυπρίων Εφοπλιστών, 1ος εφεσίβλητος, είναι εγγεγραμμένη συντεχνία σύμφωνα με τον περί Συντεχνιών Νόμο του 1965, 71/65, και ο 2ος εφεσίβλητος ο Πρόεδρος της. Στις 23.2.84 η συντεχνία απέστειλε στον εφεσείοντα, Έφορο Συντεχνιών, πάνω στον καθορισμένο τύπο, για εγγραφή αριθμό τροποποιήσεων των Κανονισμών της, αφού προηγήθηκε σχετική απόφαση της σύμφωνα με τον Κανονισμό 16 του καταστατικού της. Στις 4.2.85 ο Έφορος με επιστολή του προς τη συντεχνία δεν αποδέχθηκε μερικές από τις προτεινόμενες τροποποιήσεις και που αφορούσαν:
(α) την ίδρυση παραρτημάτων της στο εξωτερικό,
(β) τη δημιουργία γραφείων της στο εξωτερικό, και
(γ) το δικαίωμα των μελών να έχουν περισσότερες της μιας ψήφου.
Το αποτέλεσμα της τρίτης προτεινόμενης τροποποίησης προκύπτει από το γεγονός ότι κάθε μέλος της συντεχνίας θα έχει μια ψήφο ανά 500 πλήρεις Κ.Ο.Χ. (Κυβικό Όγκο Χωρητικότητας πλοίου).
Η συντεχνία πρόσβαλε με επιτυχία πρωτοδίκως την άρνηση του Εφόρου, να εγγράψει τις προτεινόμενες τροποποιήσεις, ο οποίος όμως εμμένει στην απόφαση του και γι' αυτό καταχώρησε την κρινόμενη έφεση. Ο πρωτόδικος δικαστής στο σκεπτικό της απόφασης του αναφέρθηκε στο Άρθρο 21 του Συντάγματος, οι πρόνοιες του οποίου διασφαλίζουν το δικαίωμα του συνεταιρίζεσται και ιδρύσεως συντεχνιών, και στην Διακήρυξη για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα που υιοθετήθηκε από τα Ηνωμένα Έθνη το 1948, καθώς επίσης και σε σχετικές διεθνείς συμβάσεις.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε στη συνέχεια με τις αρμοδιότητες που έχει ο Έφορος βάσει του Νόμου, και ειδικώτερα αν μπορεί να αρνηθεί την εγγραφή προτεινόμενων τροποποιήσεων του καταστατικού συντεχνίας που αποφασίστηκαν σύμφωνα με τις πρόνοιες του, και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, βάσει των διατάξεων του άρθρου 18 (3) του Νόμου η αρμοδιότητα του περιορίζεται μόνο στη διαπίστωση κατά πόσο οι προτεινόμενες τροποποιήσεις δεν διαλαμβάνουν οποιαδήποτε από τα καθοριζόμενα στο Παράρτημα του Νόμου ζητήματα. Ο δικαστής έκρινε πως, εφόσο ο Έφορος διαπιστώσει ότι η σχετική απόφαση της συντεχνίας ελήφθη σύμφωνα με το καταστατικό της, τότε η εξουσία του είναι λειτουργικά τυπική και υποχρεούται στην εγγραφή των τροποποιήσεων.
Ο δικηγόρος της Δημοκρατίας κατά τη συζήτηση της έφεσης ενώπιον μας ανέφερε ότι δεν αμφισβητεί τις παγκοσμίως πλέον αποδεκτές αρχές που διασφαλίζουν το δικαίωμα του συνεταιρίζεσται και ιδρύσεως συντεχνιών, που ενσωματώνονται εξάλλου στις πρόνοιες του Άρθρου 21 του Συντάγματός μας. Εισηγήθηκε όμως ότι οι προτεινόμενες επίδικες τροποποιήσεις είναι αντίθετες τόσο με διατάξεις του Συντάγματος όσο και με τις πρόνοιες του Νόμου και ιδιαίτερα αυτή που αφορά στην παροχή δικαιώματος πέραν της μιας ψήφου στα μέλη της συντεχνίας, που καθορίζεται ανάλογα με την ιδιοκτησία τους σε Κ.Ο.Χ., παραβιάζει κατάφορα τη γνωστή δημοκρατική αρχή ένα άτομο μία ψήφος, που κατοχυρώνει την αρχή της ισότητας, όπως διασφαλίζεται στο Άρθρο 28 του Συντάγματος.
Συμφωνώ απόλυτα με την εισήγηση του δικηγόρου της Δημοκρατίας. Είναι δίχως προηγούμενο για συνδικαλιστική οργάνωση οι αποφάσεις των μελών της να λαμβάνονται με ψηφοφορία στην οποία ο αριθμός των ψήφων μετριέται ανάλογα με ποσοτικά ή ποιοτικά κριτήρια που υιοθετούνται για την ψήφο.
Το δικαίωμα ίδρυσης συντεχνιών, όπως διασφαλίζεται στο Άρθρο 21 του Συντάγματος, και ρυθμίζεται απλώς με τον περί Συντεχνιών Νόμο του 1965, ανήκει τόσο στους εργάτες όσο και στους εργοδότες. (Άρθρο 2 του Νόμου). Ο όρος δε "συντεχνία" στο ίδιο άρθρο καθορίζεται ως εξής:
"συντεχνία" σημαίνει συνασπισμόν, προσωρινόν ή μόνιμον τοιούτον, οι κύριοι σκοποί του οποίου είναι δυνάμει της συστάσεως και του καταστατικού αυτού οι δια του Νόμου καθωρισμένοι σκοποί, ανεξαρτήτως του εάν, μη υπάρχοντος του παρόντος Νόμου, ο συνασπισμός ούτος θα εθεωρείτο παράνομος τοιούτος, ως εκ του γεγονότος ότι εις ή πλείονες των σκοπών αυτού, είναι περιοριστικοί του εμπορίου· ο όρος ούτος περιλαμβάνει ωσαύτως ομοσπονδίαν δύο ή πλειόνων εγγεγραμμένων συντεχνιών τα μέλη των οποίων ασχολούνται εις το αυτό ή παρομοίας φύσεως επάγγελμα ή επιτήδευμα:
Στο πρώτο Παράρτημα του Νόμου, όπου καθορίζονται τα ζητήματα για τα οποία πρέπει να προνοεί το καταστατικό εγγεγραμμένης συντεχνίας, στην παράγραφο 14 προσδιορίζονται τα ζητήματα πάνω στα οποία οι αποφάσεις πρέπει να λαμβάνονται με μυστική ψηφοφορία. Η μυστική ψηφοφορία προϋποθέτει ασφαλώς μια ψήφο για κάθε μέλος γιατί οι περισσότερες ψήφοι, που καθορίζονται ποιοτικά ή ποσοτικά, για να καταμετρηθούν πρέπει να είναι γνωστά τα μέλη στα οποία ανήκουν, όπως π.χ. στην εξεταζόμενη υπόθεση η ιδιοκτησία των μελών σε Κ.Ο.Χ., εφόσο για κάθε 500 πλήρεις Κ.Ο.Χ. αναλογεί σ' αυτά μια ψήφος.
Οι πρόνοιες του Νόμου για μυστική ψηφοφορία υποδηλώνουν σαφώς πως τα μέλη μιας συντεχνίας έχουν μια ψήφο το καθένα. Στην πραγματικότητα είναι αδιανόητη διαφορετική προσέγγιση. Πώς είναι δυνατό να υιοθετηθεί σύστημα ποσοτικής ή ποιοτικής ψήφου σε συνδικαλιστικές οργανώσεις, που εκ του Νόμου έχουν δημόσια δικαιώματα και υποχρεώσεις, όπως αυτά διαλαμβάνονται στο Μέρος V του Νόμου κάτω από τον τίτλο "Δικαιώματα και Υποχρεώσεις Συντεχνιών". Προεκτείνοντας την απορριπτέα αυτή θέση, και χωρίς ένας να υπερβάλλει, θα μπορούσε να εισηγηθεί ότι σε συντεχνία εργατών θα ήταν δυνατό να προβλέπει το καταστατικό της πως το κάθε μέλος της θα έχει ψήφους ανάλογα με το ημερομίσθιο του, ενώ σε συντεχνία ιδιοκτητών ακινήτων ανάλογα με την αξία της ιδιοκτησίας τους, ή σε συντεχνία δημοσίων υπαλλήλων ανάλογα με τη μισθοδοτική κλίμακα στην οποία είναι τοποθετημένα τα μέλη της. Τέτοια κατάσταση όμως θα ήταν παντελώς αντίθετη με την έννοια της συντεχνίας, που σκοπό έχει την προώθηση των συμφερόντων των μελών της, μέσα στα πλαίσια του νόμου βέβαια, και θα μετατρεπόταν σε οργάνωση με προμετωπίδα μεν την ιδιότητα της συντεχνίας αλλά που μέσω αυτής θα προωθούντο ιδιωτικά συμφέροντα.
Αυτό, που στην κρίση μου έχει σημασία στην υπό συζήτηση έφεση, είναι πως η αρχή της ισότητας των μελών μιας συντεχνίας, που διασφαλίζεται στο Άρθρο 28 του Συντάγματος, είναι εμπεδωμένη επίσης στη διεθνώς αποδεκτή αρχή: ένα άτομο μια ψήφος. Για την ισότητα δε αυτή γίνεται ειδική πρόνοια στους Κανονισμούς της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, έτσι που όλα τα μέλη της να απολαμβάνουν της ίδιας μεταχείρισης σε ότι αφορά τη συμμετοχή τους στις συνδικαλιστικές οργανώσεις και τα δικαιώματα που απορρέουν από αυτή, περιλαμβανομένου και δικαιώματος του εγκλέγειν και εκλέγεσθαι.
Στους Halsbury's Laws of England, 4η έκδοση, σελίδα 433, παράγραφος 522, αναφέρονται τα εξής σημαντικά:
"Equality of treatment within the European Communities: A national of a member state of the European Communities who is employed in the territory of another member state must enjoy equality of treatment as regards membership of trade unions and the exercise of rights attaching to them, including the right to vote and to be eligible for the administration and management posts of a trade union."
Η αρχή "ένα άτομο μία ψήφος" είναι εγγενές στοιχείο της ισότητας, η οποία και παραβιάζεται αν το ένα από αυτά τα δύο συστατικά, άτομο - ψήφος, καταργηθεί, όπως στην κρινόμενη υπόθεση και στα παραδείγματα που παραθέτω πιο πάνω.
Διαφωνώ επίσης με το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το άρθρο 18 (3) του Νόμου περιορίζει τις αρμοδιότητες του Εφόρου σε απλή επικύρωση και εγγραφή των προτεινόμενων τροποποιήσεων καταστατικού συντεχνίας. Ο Νόμος τιτλοφορείται "Νόμος τροποποιών και κωδικοποιών το αφορόν στην εγγραφήν και έλεγχον Συντεχνιών Δίκαιον". Ο Έφορος έχει εξουσία ελέγχου ώστε να διασφαλίζεται η ορθή λειτουργία των συντεχνιών για να κατοχυρώνονται τα δικαιώματα των μελών της αλλά και οι υποχρεώσεις τους σύμφωνα με τις διατάξεις του Νόμου. Οι εξουσίες δε αυτές βασίζονται στις συνδυασμένες πρόνοιες των άρθρων 9 και 18 του Νόμου, γιατί πιθανές τροποποιήσεις του καταστατικού της συντεχνίας δυνατό να μεταβάλουν πλήρως τη βάση εγγραφής της, που έγινε βάσει των διατάξεων του άρθρου 9. Τα άρθρα αυτά έχουν ως εξής:
"9. Εάν ο Έφορος πεισθή ότι οι αιτηταί είναι δεόντως εξουσιοδοτημένοι όπως υποβάλωσιν αίτησιν εγγραφής και ότι η συντεχνία εις ην αφορά η αίτησις εγγραφής είναι υπό τας κρατούσας περιπτώσεις επαρκώς ωργανωμένη και ότι συνάδει προς τας διατάξεις του παρόντος Νόμου και των δυνάμει τούτου γενομένων Κανονισμών, και ότι οι σκοποί, η σύστασις και το καταστατικόν αυτής δεν αντίκεινται προς οιανδήποτε των τοιούτων διατάξεων, ούτε είναι παράνομοι, τότε, τηρουμένων των εν άρθρω 13 διατάξεων, προβαίνει εις την εν τω νενομισμένω τύπω εγγραφήν της συντεχνίας και του Καταστατικού αυτής, ομού μετά παντός παραρτήματος της τοιαύτης συντεχνίας:
Νοείται ότι είναι άκυρος η εγγραφή της συντεχνίας εάν οιοσδήποτε των σκοπών αυτής είναι παράνομος."
"18 (1) Το καταστατικόν εκάστης εγγεγραμμένης συντεχνίας θα προνοή περί απάντων των εν τω Πρώτω Παραρτήματι καθοριζομένων ζητημάτων και θα είναι έντυπον.
(2) Αντίγραφον του εκάστοτε εν ισχύϊ καταστατικού εγγεγραμμένης συντεχνίας θα εκτίθηται εις περίοπτον μέρος εις την εγγεγραμμένην έδραν ως και εις πάντα τα γραφεία των παραρτημάτων της συντεχνίας και θα παραχωρήται υπό του γραμματέως της συντεχνίας εις παν πρόσωπον όπερ ήθελε ζητήσει τοιούτον αντίγραφον, τη πληρωμή ποσού μη υπερβαίνοντος τα εκατόν μίλς.
(3) Αντίγραφον παντός νέου άρθρου του καταστατικού ως και πάσης τροποποιήσεως γενομένης εις το καταστατικόν εγγεγραμμένης συντεχνίας αποστέλλεται τω Εφόρω εντός δεκατεσσάρων ημερών από της ημερομηνίας καθ' ην εγένετο το νέον άρθρον ή η τροποποίησις του καταστατικού, και εγγράφεται υπό του Εφόρου τη καταβολή νέου νενομισμένου τέλους. Παν νέον άρθρον και πάσα τροποποίησις του καταστατικού τίθενται εν ισχύϊ από της εγγραφής αυτών εκτός οσάκις καθορίζηται μεταγενεστέρα ημερομηνία εν αυτώ τούτω τω καταστατικώ).
(4) Το καταστατικόν εγγεγραμμένης συντεχνίας δεν δύναται να τροποποιηθή κατά τοιούτον τρόπον ώστε τούτο να μη διαλαμβάνη οιονδήποτε των εν τω Παραρτήματι καθοριζομένων ζητημάτων".
Πρόσθετα με τα πιο πάνω, η απόφαση του Εφόρου ήταν ορθή γιατί η προτεινόμενη τροποποίηση που αφορά στον τρόπο διάλυσης της συντεχνίας, δηλαδή κατόπιν αποφάσεως των μελών της που λαμβάνεται από τα 2/3 του συνόλου των εγεγγραμμένων μελών της, που εκπροσωπούν όμως και τα 2/3 του συνολικού αριθμού των ψήφων, είναι αντίθετη με την υποχρεωτική μυστική ψηφοφορία που προβλέπει η παράγραφος 14 (iv) του Πρώτου Παραρτήματος του Νόμου για μια τέτοια απόφαση.
Αναφορικά με τις προτεινόμενες τροποποιήσεις που αφορούν στην ίδρυση γραφείων και παραρτημάτων στο εξωτερικό η απόφαση του Εφόρου είναι επίσης ορθή. Ο Νόμος προβλέπει για τον έλεγχο των εγγεγραμμένων συντεχνιών σε ότι αφορά τα κεφάλαια και τους λογαριασμούς τους (Μέρος IV του Νόμου), για τα δικαιώματα και υποχρεώσεις τους (Μέρος V του Νόμου), καθώς επίσης και για αδικήματα και τις προβλεπόμενες ποινές (Μέρος VI του Νόμου). Αυτός ο έλεγχος δεν μπορεί να ασκείται σε χώρες όπου η Κυπριακή Πολιτεία δεν έχει δικαιοδοσία.
Θα θεωρούσα επομένως αποδεκτή την έφεση και θα επικύρωνα την απόφαση του Εφόρου.
Έφεση απορρίπτεται κατά πλειοψηφία. Καμιά διαταγή για έξοδα.