ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1990) 3 ΑΑΔ 4485
21 Δεκεμβρίου, 1990
[ΣΑΒΒΙΔΗΣ, Δ/στής]
1. ΝΙΚΟΣ ΚΟΥΣΕΛΙΝΗΣ,
2. ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΟΥΣΕΛΙΝΗΣ,
Αιτητές,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 1004/87).
Εκπαιδευτικοί Λειτουργοί — Προαγωγές — Ε.E.Υ. — Θέση Βοηθού Διευθυντή Μέσης Γενικής Εκπαίδευσης, στην ειδικότητα της Θεολογίας — Αξιολόγηση υποψηφίων — Συμβουλευτική Επιτροπή — Συστάσεις — Ετοιμασία τελικού καταλόγου — Προσωπικές συνεντεύξεις — Ποίες οι εξουσίες της Ε.Ε.Υ. αναφορικά με θέματα προαγωγών.
Εκπαιδευτικοί Λειτουργοί — Προαγωγές — Αρχαιότητα — Άνιση μεταχείριση — Κατά πόσο το Άρθρο 35Β του Νόμου 65/87 και το Άρθρο 2 του Νόμου 157/87 αναφορικά με τον τρόπο αριθμητικής αποτίμησης της αρχαιότητας των υποψηφίων στη θέση Βοηθού Διευθυντή Μέσης Εκπαίδευσης, είναι αντισυνταγματικά, διότι παραβαίνουν την αρχή της ισότητας που κατοχυρώνεται με το Άρθρο 28 του Συντάγματος.
Εκπαιδευτικοί Λειτουργοί — Προαγωγές — Κεκτημένα δικαιώματα — Έχει νομολογιακά καθιερωθεί ότι δεν υπάρχει κεκτημένο δικαίωμα για προαγωγή.
Με την παρούσα προσφυγή προσβάλλεται η μη συμπερίληψη των αιτητών στον τελικό κατάλογο των υποψηφίων για προαγωγή, η απόρριψη της ένστασής τους από την Ε.Ε.Υ. και η προαγωγή από 1.9.87 των ενδιαφερομένων μερών στις επίδικες θέσεις.
Τα νομικά σημεία που ηγέρθησαν από τους αιτητές είναι τα ακόλουθα:
1. Οι προαγωγές στην ουσία έγιναν από τη Συμβουλευτική Επιτροπή αντί από την Ε.Ε.Υ., η οποία απλά τις επεκύρωσε και
2. Το Άρθρο 2 του Νόμου 157/87 είναι αντισυνταγματικό καθότι θίγει κεκτημένα δικαιώματα των αιτητών και παραβιάζει την αρχή της ισότητας.
Το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε αβάσιμους τους ισχυρισμούς των αιτητών και αποφάνθηκε ότι:
1. Το Άρθρο 35Β(8) του Νόμου παρέχει εξουσία στην Ε.Ε.Υ. να αποφασίζει τελικά επί των ενστάσεων και να καταρτίζει τον τελικό κατάλογο. Ως εκ τούτου ελέγχει τις συστάσεις της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Η Ε.Ε.Υ. όχι μόνο έχει τον τελευταίο λόγο για το ποιούς θα προάξει αλλά μπορεί με τις μονάδες που έχει εξουσία να δώσει στους υποψηφίους κατά τις συνεντεύξεις, λαμβάνοντας υπ' όψιν τα στοιχεία των φακέλων τους, ν' αλλάξει τη σειρά προτεραιότητός τους.
2. Ο τρόπος αριθμητικής αποτίμησης της αρχαιότητας των υποψηφίων δεν δημιουργεί αυθαίρετη ενέργεια η παραβίαση των αρχών της χρηστής διοίκησης εφ' όσον προνοείται ρητά από τον Νόμο. Ούτε παραβιάζει την αρχή της ίσης μεταχείρισης όπως ισχυρίστηκαν οι αιτητές.
Η προσφυγή απορρίπτεται χωρίς έξοδα.
Aναφερόμενη υπόθεση:
Ιορδάνου κ.ά. v. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 4515.
Προσφυγή.
Προσφυγή εναντίον της απόφασης της Eπιτροπής Eκπαιδευτικής Yπηρεσίας με την οποία προήχθησαν τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα στη θέση Bοηθού Διευθυντή Mέσης Γενικής Eκπαίδευσης, στην ειδικότητα της Θεολογίας, αντί των αιτητών.
Κρ. Παπαλοΐζου, για τους Αιτητές.
Ε. Λοϊζίδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΣΑΒΒΙΔΗΣ, Δ.: Με την προσφυγή αυτή προσβάλλεται η μη συμπερίληψη των αιτητών στον τελικό κατάλογο των υποψηφίων για προαγωγή, η απόρριψη της ένστασής τους προς το σκοπό αυτό από την Ε.Ε.Υ. και η προαγωγή, από 1.9.1987 των ενδιαφερομένων προσώπων 1) Θεοχάρη Σχίζα, 2) Χαράλαμπου Χατζηχαραλάμπους, 3) Κλείτου Αυγουστίνου, 4) Αχιλλέα Αχιλλέως και 5) Μπέλλας Χριστοφίδου, στη θέση Βοηθού Διευθυντή Μέσης Εκπαίδευσης, στην ειδικότητα της Θεολογίας.
Η υπόθεση αυτή σχετίζεται με τις υποθέσεις μεταξύ Ανθής Ιορδάνου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 4515, ακούστηκε όμως ξεχωριστά.
Τα γεγονότα είναι σε συντομία τα ακόλουθα:
Με επιστολή του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Παιδείας ημερομηνίας 8.5.1987, ζητήθηκε η πλήρωση 113 θέσεων Βοηθού Διευθυντή Σχολείων Μέσης Γενικής Εκπαίδευσης, 5 από τις οποίες αφορούσαν την ειδικότητα της Θεολογίας.
Οι θέσεις, που είναι Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής, προκυρήχθηκαν με δημοσίευση στην Επίσημη εφημερίδα της Δημοκρατίας, με τελευταία ημερομηνία υποβολής αιτήσεων την 21.5.1987.
Το θέμα παραπέμφθηκε στη Συμβουλευτική Επιτροπή η οποία διαβίβασε την έκθεση της στην Ε.Ε.Υ στις 1.7.1987 μαζί με τον κατάλογο των υποψηφίων που σύστησε για προαγωγή στην ειδικότητα της Θεολογίας. Ο κατάλογος περιλάμβανε 15 υποψηφίους ανάμεσα στους οποίους και τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα, όχι όμως τους αιτητές.
Στις 14.7.1987, η Ε.Ε.Υ. εξέτασε τις ενστάσεις που υποβλήθηκαν, ανάμεσα στις οποίες κι' αυτές των αιτητών τις οποίες και απέρριψε και αφού κατάρτισε τον τελικό κατάλογο αποφάσισε να καλέσει τους υποψηφίους σε συνέντευξη.
Μετά τις συνεντεύξεις, που έγιναν στις 16.7.1987, η Ε.Ε.Υ. προέβηκε στην εκτίμηση της απόδοσης των υποψηφίων και στις 23.7.1987 πήρε την προσβαλλόμενη απόφαση, με την οποία προήχθηκαν από 1.9.1987 τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα.
Τα νομικά σημεία που εγείρονται είναι τα ακόλουθα:
1) Ενώ το αρμόδιο όργανο για προαγωγή είναι η Ε.Ε.Υ., οι προαγωγές έγιναν στην ουσία από τη Συμβουλευτική Επιτροπή κι' η Ε.Ε.Υ απλώς επικύρωσε τις προαγωγές.
2) Το άρθρο 35Β του Νόμου 65/87 και το άρθρο 2 του Νόμου 157/87 είναι αντισυνταγματικά, διότι παραβαίνουν την αρχή της ισότητας που κατοχυρώνεται με το Άρθρο 28 του Συντάγματος, αφού εισάγουν "αδικαιολόγητα και δυσμενή στοιχεία" με αποτέλεσμα οι αιτητές που έχουν υπηρεσία 26 και 24 χρόνια αντίστοιχα και κατέχουν τα υπό του σχεδίου υπηρεσίας απαιτούμενα προσόντα "να αποκλείονται ακόμη και της δυνατότητας να είναι υποψήφιοι για προαγωγή." Ο δικηγόρος των αιτητών ισχυρίστηκε στο σημείο αυτό ότι το άρθρο 2 του Νόμου 157/87 που αναφέρεται στον τρόπο υπολογισμού της αρχαιότητας των υποψηφίων είναι παράλογο και αντισυνταγματικό καθότι θίγει κεκτημένα δικαιώματα των αιτητών.
Βρίσκω τους ισχυρισμούς του δικηγόρου των αιτητών αναφορικά με το πρώτο σημείο αβάσιμους. Η Ε.Ε.Υ. όχι μόνο έχει τον τελευταίο λόγο για το ποιούς θα προάξει, αλλά μπορεί με τις μονάδες που έχει εξουσία να δώσει στους υποψηφίους κατά τις συνεντεύξεις λαμβάνοντας υπόψη και το περιεχόμενο των φακέλων τους, ν' αλλάξει τη σειρά προτεραιότητας των υποψηφίων (άρθρο 35Β(10)(β) του Νόμου 65/87).
Εκείνο που δεν έχει εξουσία να κάνει είναι να προάξει υποψηφίους που δε βρίσκονται στους τελικούς καταλόγους (άρθρο 35Β(10) του Νόμου 65/87). Η Συμβουλευτική Επιτροπή καταρτίζει αρχικά τους καταλόγους που περιλαμβάνουν τα ονόματα των υποψηφίων που συστήνονται βάσει των κριτηρίων και της αριθμητικής αποτίμησής τους σε μονάδες όπως προνοείται ρητά από το Νόμο. Εναντίον των καταλόγων αυτών που καταρτίζει η Συμβουλευτική Επιτροπή και υποβάλλει στην Ε.Ε.Υ. μπορούν να υποβληθούν ενστάσεις (άρθρο 35Β(7)). Με την εξουσία που έχει η Ε.Ε.Υ. να εξετάζει και να αποφασίζει τελειωτικά επί των ενστάσεων και να καταρτίζει τον τελικό κατάλογο των υποψηφίων (άρθρο 35Β(8) ελέγχει τις συστάσεις της Συμβουλευτικής Επιτροπής.
Το δεύτερο θέμα που εγείρεται εξετάστηκε στην υπόθεση Ιορδάνου κ.ά. (όπως πιο πάνω), όπου είπα τα ακόλουθα:
"Αναφορικά με την αντισυνταγματικότητα του άρθρου 35Β(4)(γ) έχει λεχθεί εκ μέρους των αιτητών ότι με τις διατάξεις του άρθρου αυτού παραβιάζεται η νομική ισότητα. Από τον κανόνα αυτό όμως δεν αποκλείονται παρεκκλίσεις 'εφόσον αφενός μεν δεν υπερβαίνουν τα ακραία όρια εις εκάστην δεδομένην περίπτωσιν, αφετέρου δε δικαιολογούνται εξ ειδικών λόγων, ως λ.χ. όταν αναφέρονται εις ολόκληρον κατηγορίαν προσώπων ...." (Βλέπε Γεωργοπούλου: "Επίτομον Συνταγματικόν Δίκαιον, έκδοσις 1973, σελίδα 700). Στην περίπτωση αυτή η διαφορετική νομοθετική ρύθμιση αφορά ολόκληρη κατηγορία προσώπων και δεν έχω πεισθεί για την αντισυνταγματικότητα του άρθρου αυτού.
Ο τρόπος υπολογισμού της αρχαιότητας καθορίζεται γενικά από το άρθρο 37 του Νόμου. Το άρθρο 35Β(4)(γ) όπως τροποποιήθηκε εισάχθηκε με το Νόμο 157/87, προνοεί για τον τρόπο αριθμητικής αποτίμησης της αρχαιότητας των υποψηφίων και ειδικά στην περίπτωση διορισμού ή προαγωγής στη θέση Βοηθού Διευθυντή προνοεί ότι δίνονται 7/10 της μονάδας επιπρόσθετα 'για κάθε συμπληρωμένο έτος προηγούμενης εκπαιδευτικής υπηρεσίας σε δημόσια σχολεία ή/και για άλλη ανεγνωρισμένη προϋπηρεσία'. Εφόσον η πρόνοια αυτή περιλαμβάνεται στο Νόμο δεν τίθεται, όπως είπα και στην υπόθεση Κοτσώνη (όπως πιο πάνω) θέμα αυθαίρετης ενέργειας ή παραβίασης των αρχών της χρηστής διοίκησης. Η σκοπιμότητα του Νόμου δεν ελέγχεται από το Δικαστήριο και δεν πείσθηκα ότι η πρόνοια αυτή είναι παράλογη ή αντισυνταγματική. Επομένως ο ισχυρισμός αυτός απορρίπτεται."
Υιοθετώ τα πιο πάνω και απορρίπτω τους ισχυρισμούς των αιτητών. Αναφορικά με τα ισχυριζόμενα κεκτημένα δικαιώματα των αιτητών έχει καθιερωθεί νομολογιακά ότι δεν υπάρχει κεκτημένο δικαίωμα για προαγωγή.
Όπως αναφέρθηκε από τη δικηγόρο των καθ' ων η αίτηση και έγινε δεκτό από το δικηγόρο των αιτητών, οι συνολικές μονάδες των αιτητών ήταν 197.7 και 198.45 αντίστοιχα. Οι κενές θέσεις στην ειδικότητα των Θεολόγων ήταν 5 και σύμφωνα με το άρθρο 35(Β)(5)(β) του Νόμου (65/87) η Συμβουλευτική Επιτροπή συστήνει αριθμό υποψηφίων τριπλάσιο του αριθμού των κενών θέσεων εκτός των περιπτώσεων (ι) και (ιι) που αναφέρονται στο άρθρο αυτό, στις οποίες όμως δεν εμπίπτει η περίπτωση των αιτητών. Ο τελευταίος από τους 15 συστηθέντες είχε 200 μονάδες και επομένως ορθά η Συμβουλευτική Επιτροπή απέκλεισε τους αιτητές από τον κατάλογο των συστηθέντων και δεν κλήθηκαν σε συνέντευξη.
Τέλος από τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα το μικρότερο αριθμό μονάδων μετά τις συνεντεύξεις είχε η Μπέλλα Χριστοφίδου που συγκέντρωσε 206.6 μονάδες. Και αν ακόμα οι αιτητές καλούνταν σε συνέντευξη και έπαιρναν από 5 μονάδες από την Ε.Ε.Υ. (που είναι ο μεγαλύτερος αριθμός μονάδων που μπορεί να δώσει η Ε.Ε.Υ) θα είχαν 202.7 και 203.45 αντίστοιχα οπότε και πάλι δε θα μπορούσαν να προαχθούν αντί των ενδιαφερομένων προσώπων.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους οι προσφυγή αυτή αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Δεν κάμνω διαταγή για έξοδα.
H προσφυγή απορρίπτεται χωρίς έξοδα.