ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Ποινική Έφεση Αρ. 148/2021)

(σχ. με 155/2021)

10 Νοεμβρίου, 2022

                                                        

[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ/στές]

 

ADHAM A. ABURAMADAN,
                                                              E
φεσείων,

           

v.

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

                                            Εφεσίβλητης.

____________________

(Ποινική Έφεση Αρ. 155/2021)

(σχ. με 148/2021)

                                                             

RUDOLF DYDI,

Eφεσείων,

v.

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

                                            Εφεσίβλητης.

 

____________________

Α. Κορέλλης για Αγγελίδης, Ιωαννίδης, Λεωνίδου ΔΕΠΕ, για

 τον Εφεσείοντα στην 148/2021.

Α. Δημητρίου με Χ. Αλεξάνδρου (κα) και Μ. Καούλα, για

 Δημητρίου & Δημητρίου ΔΕΠΕ, για τον Εφεσείοντα στην

 155/2021.

Ε. Παπαγαπίου (κα), Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, με

 Β. Μπίσσα, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α, εκ μέρους του

 Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

Εφεσείοντες παρόντες.

 

____________________

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ: Η απόφαση επί των εφέσεων είναι ομόφωνη. Η απόφαση για την καταδίκη θα δοθεί από εμένα, ενώ για την ποινή, η απόφαση θα δοθεί από τη Δημητριάδου - Ανδρέου, Δ.

­­­____________________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Στις 26.11.2018 και περί ώρα 22:55, ο παραπονούμενος, Νίκος Ροδοθέου Χριστοφή, ΜΚ21, αναχώρησε με το αυτοκίνητό του τύπου Porsche Cayenne, από ταβέρνα στο Πλατύ Αγλαντζιάς, για να μεταβεί στην οικία του, που επίσης βρίσκεται στην Αγλαντζιά. Του αυτοκινήτου του προπορευόταν αυτοκίνητο που οδηγούσε ο Δημήτρης Κυριάκου, ΜΚ12.

 

Ο παραπονούμενος κατευθύνθηκε προς την οδό Ευάγγελου Φλωράκη, ακολούθως εισήλθε στη Λεωφόρο ΡΙΚ και στη συνέχεια εισήλθε στη Λεωφόρο Λεμεσού με κατεύθυνση προς Λευκωσία. Σε κάποιο σημείο, κοντά στην υπέργεια γέφυρα του Λυκείου της Δασούπολης, αντιλήφθηκε στην αριστερή λωρίδα να τον ακολουθεί μοτοσυκλέτα τύπου σκούτερ, στην οποία επέβαιναν δύο άτομα, τα οποία φορούσαν κράνη. Ο παραπονούμενος, μετά το ξενοδοχείο Hilton, κατευθύνθηκε δεξιά στην οδό Εθνικής Φρουράς, με κατεύθυνση τα φώτα της Λεωφόρου Καλλιπόλεως και ακολουθείτο από την πιο πάνω αναφερόμενη μοτοσυκλέτα, με τους δύο επιβαίνοντες σ΄ αυτήν.

 

Περί ώρα 23:00 και ενώ ο παραπονούμενος βρισκόταν εν αναμονή στα φώτα της Λεωφόρου Καλλιπόλεως, ο συνεπιβάτης της πιο πάνω μοτοσυκλέτας έριξε πέντε πυροβολισμούς με πυροβόλο όπλο, οι οποίοι έπληξαν το πίσω μέρος του αυτοκινήτου. Μία βολίδα έπληξε τον πλαστικό μαύρο προφυλακτήρα και τέσσερις βολίδες έπληξαν το μεταλλικό μέρος (λαμαρίνα) της πόρτας αποσκευών.

 

Η θέση που προώθησε η Κατηγορούσα Αρχή είναι ότι οι επιβαίνοντες της μοτοσυκλέτας ήταν οι εφεσείοντες που είχαν  συνωμοτήσει μεταξύ τους και με κάποιο Ιωσήφ Ιωσήφ άλλως Σήφη να φονεύσουν τον παραπονούμενο και, χρησιμοποιώντας πυροβόλο όπλο, διέπραξαν την απόπειρα φόνου εναντίον του. Συγκεκριμένα, ο εφεσείων στην έφεση 148/2021, κατηγορούμενος 1 (στο εξής εφεσείων 1), ήταν ο φερόμενος οδηγός της μοτοσυκλέτας και ο εφεσείων στην έφεση 155/2021, κατηγορούμενος 2 (στο εξής εφεσείων 2), ήταν ο φερόμενος συνεπιβάτης, ο οποίος έριξε τους πυροβολισμούς. Και οι δύο λάμβαναν οδηγίες από τρίτο πρόσωπο, τον Ιωσήφ. Ο εφεσείων 2 αντιμετώπισε, περαιτέρω, κατηγορίες κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου, ήτοι δελτίου ταυτότητας και πλαστοπροσωπίας.

 

Κατά την ακροαματική διαδικασία της υπόθεσης εγκρίθηκαν παραδεκτά γεγονότα, δόθηκε μαρτυρία από 44 μάρτυρες κατηγορίας, ενώ οι εφεσείοντες τήρησαν το δικαίωμα της σιωπής, με τον εφεσείοντα 1 να καλεί 7 μάρτυρες υπεράσπισης. Κατατέθηκαν, επίσης, συνολικά 261 τεκμήρια.

 

Το Κακουργιοδικείο, σε μία μακροσκελή απόφαση, κατέληξε στην ενοχή των εφεσειόντων στις κατηγορίες της συνομωσίας για φόνο (1η κατηγορία), απόπειρας φόνου (2η κατηγορία), κατοχής πυροβόλου όπλου, κατηγορίας Β και πυρομαχικών του εν λόγω όπλου (3η και 4η κατηγορία). Επιπρόσθετα, ο εφεσείων 2 κρίθηκε ένοχος στις κατηγορίες της κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου (5η κατηγορία) και πλαστοπροσωπίας (6η κατηγορία). Τους επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης,  με μεγαλύτερη αυτή των 17 ετών για το αδίκημα της απόπειρας φόνου.

 

Το Κακουργιοδικείο, αφού αξιολόγησε την προσαχθείσα μαρτυρία, πέραν των όσων αναφέρθηκαν πιο πάνω, κατέληξε στα ακόλουθα ευρήματα, τα οποία συνοψίζουμε:

 

Το ίδιο βράδυ, μετά τη ρίψη των πυροβολισμών εναντίον του αυτοκινήτου του παραπονουμένου, ο ΜΚ15, σημαντικός μάρτυρας στην υπόθεση, είναι πρόσωπο που είχε καταδικαστεί μετά από δική του παραδοχή για συνέργεια μετά το επίδικο έγκλημα, ενώ βρισκόταν στην οικία του, έλαβε τηλεφώνημα από τον προαναφερθέντα Ιωσήφ, ο οποίος τον ενημέρωσε ότι έγινε «παίξιμο» και του ζήτησε να μετακινήσει τη μοτοσυκλέτα που χρησιμοποιήθηκε. Στη συνέχεια, ο ΜΚ15 είχε τηλεφωνική επικοινωνία με τον εφεσείοντα 1. Την επόμενη ημέρα, ο ΜΚ15, μετά από σχετική τηλεφωνική επικοινωνία που είχε πάλι με τον εφεσείοντα 1, οι δύο τους συναντήθηκαν απέναντι από τα γραφεία πώλησης αυτοκινήτων Range Rover, στη Λεωφόρο Λάρνακος. Από κλειστό κύκλωμα παρακολούθησης στο χώρο αυτό προκύπτει ότι ο εφεσείων 1 μετέβη πρώτος με αυτοκίνητο και, ακολούθως, κινήθηκε πεζός προς το σημείο όπου ήταν σταθμευμένο το αυτοκίνητο του ΜΚ15 και εισήλθε στη θέση του συνοδηγού. Παρέδωσε τα κλειδιά της επίδικης μοτοσυκλέτας στο ΜΚ15 και μαζί πήγαν σε πρατήριο βενζίνης, όπου είχε αφήσει το αυτοκίνητό του ο εφεσείων 1. Εκεί ο εφεσείων 1 ομολόγησε στο ΜΚ15 την εμπλοκή του στο έγκλημα, λέγοντάς του ότι ο ίδιος οδηγούσε τη μοτοσυκλέτα, ενώ το άλλο πρόσωπο, ο συνεπιβάτης του, ήταν το πρόσωπο που πυροβόλησε προς το αυτοκίνητο του παραπονούμενου. Σχολίασε ότι ο συνεπιβάτης του δεν έκανε σωστή δουλειά ενώ, αν ήταν ο ίδιος που κρατούσε το όπλο, θα πλεύριζε τον παραπονούμενο και θα πυροβολούσε από εκεί. Και οι δύο έφυγαν από το πρατήριο και ο ΜΚ15 τηλεφώνησε του Γ. Γεωργίου, ΜΚ34, ο οποίος είχε αυτοκίνητο τύπου βαν και του ζήτησε να τον βοηθήσει με το αυτοκίνητό του για να μεταφέρει μία μοτοσυκλέτα στην Ανθούπολη.

 

Ο ΜΚ15 συναντήθηκε με το ΜΚ34 και διευθέτησαν τη μεταφορά της μοτοσυκλέτας το απόγευμα της ίδιας ημέρας. Ο ΜΚ34, καθ΄ υπόδειξη του ΜΚ15, στάθμευσε το βαν στη γωνία των οδών Φωτεινού Πανά με Βολονακίου, σε σημείο που βρίσκεται η είσοδος και έξοδος υπόγειου χώρου στάθμευσης πολυκατοικίας. Ο ΜΚ34 εισήλθε στο χώρο αποσκευών του βαν, ενώ ο ΜΚ15 πήγε στον υπόγειο χώρο στάθμευσης της πολυκατοικίας όπου ήταν η μοτοσυκλέτα. Άνοιξε το κάθισμα της μοτοσυκλέτας για να ελέγξει κατά πόσο υπήρχαν κράνη και το πιστόλι, ως οι οδηγίες του Ιωσήφ. Εντόπισε μόνο ένα κράνος χρώματος μαύρου, τύπου «full face», ενώ το πιστόλι δεν ήταν εκεί. Εκείνη την ώρα έφτασε στη σκηνή και ο εφεσείων 1, με τον οποίο ο ΜΚ15 είχε προηγουμένως συνομιλήσει, ο οποίος κρατούσε ένα καρότσι με το παιδί του. Άφησε το καρότσι με το παιδί στον ΜΚ34 και κατευθύνθηκε προς τον υπόγειο χώρο στάθμευσης της πολυκατοικίας όπου βρισκόταν ο ΜΚ15. Ο ΜΚ34 τοποθέτησε το ξύλο (πόντο) που ο ΜΚ15 του είχε ζητήσει να πάρει ως ράμπα, στο πίσω μέρος του οχήματός του. Ενώ ο ΜΚ15 εξερχόταν του υπογείου ο εφεσείων 1 του έγνεψε να σταματήσει και πήρε αυτός τη μοτοσυκλέτα, οδηγώντας την στο εσωτερικό του βαν. Ο ΜΚ15 ακολουθούσε πεζός και όταν πήγε να αφαιρέσει το ξύλο έκανε έφοδο ο αστυφύλακας ΜΚ3, ο οποίος είχε θέσει υπό παρακολούθηση τον ΜΚ15 από προηγουμένως για διερευνώμενη υπόθεση ναρκωτικών, μαζί με άλλους αστυνομικούς της ΥΚΑΝ. Λόγω του ότι ο ΜΚ15 και ο εφεσείων 1 δεν έδωσαν απάντηση σε ποιον ανήκει η μοτοσυκλέτα, συνελήφθησαν για το αυτόφωρο αδίκημα της παράνομης κατοχής περιουσίας.

 

Από εξετάσεις που έγιναν σε δείγματα που λήφθηκαν από το πλαστικό κάλυμμα του ντεποζίτου καυσίμων της μοτοσυκλέτας, του μπροστινού γυαλιού και του ταμπλό της, ανιχνεύτηκαν σωματίδια τριών συστατικών, δηλαδή, Μόλυβδο (Pb), Bάριο (Ba) και Αντιμόνιο (Sb), καθώς επίσης και σωματίδια δύο συστατικών, δηλαδή Αντιμόνιο (Sb) και Βάριο (Ba).

 

Στο κράνος που εντοπίστηκε εντός της επίδικης μοτοσυκλέτας λήφθηκε επίχρισμα «από αγγίγματα στη δεξιά, εξωτερική, πλευρά του γυαλιού του κράνους» και εντοπίστηκε μεικτό γενετικό υλικό από, τουλάχιστον, δύο άτομα, με τον εφεσείοντα 1 να είναι το ένα. Από το επίχρισμα που λήφθηκε από την εσωτερική πλευρά των λουριών του κράνους που δένονται στο λαιμό αυτού που το φοράει, εντοπίστηκε μεικτό γενετικό υλικό από, τουλάχιστον, τρία άτομα, στα οποία περιλαμβάνεται ο εφεσείων 1 και ο Ιωσήφ. Από το επίχρισμα που λήφθηκε από την εσωτερική επιφάνεια του κράνους από τις περιοχές που εφάπτεται το στόμα και η μύτη εντοπίστηκε μεικτό γενετικό υλικό από δύο άτομα, με κύριο δότη τον εφεσείοντα 1. Στο επίχρισμα αυτό εντοπίστηκε και αμυλάση, που είναι το κύριο συστατικό του σάλιου. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του γενετιστή, Δρος Μ. Καριόλου, ΜΚ16, η εναπόθεση γενετικού υλικού στο σημείο εκείνο προέρχεται από άτομο που φόρεσε το κράνος.

 

Στα πλαίσια διερεύνησης της υπόθεσης εντοπίστηκαν εντός ταξιδιωτικής τσάντας παπούτσια του εφεσείοντα 2. Από επιστημονικές εξετάσεις σ΄ αυτά ανιχνεύτηκαν σωματίδια τριών συστατικών, δηλαδή, Μόλυβδο (Pb), Bάριο (Ba) και Αντιμόνιο (Sb), καθώς επίσης και σωματίδια δύο συστατικών, δηλαδή Αντιμόνιο (Sb) και Βάριο (Ba).

 

Ο εφεσείων 2, εναντίον του οποίου εκδόθηκε και ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, δεν εντοπίστηκε, μέχρι τις 28.7.2019, οπόταν συνελήφθη παρά το οδόφραγμα του Αγίου Δομετίου. Ακολούθως, στις 30.7.2019 στην κατάθεσή του ο εφεσείων 2 παραδέχθηκε τη διάπραξη των αδικημάτων της κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου και πλαστοπροσωπίας, ενώ αρνήθηκε οποιαδήποτε ανάμειξη στην υπόθεση απόπειρας φόνου.

 

Από εξετάσεις που έγιναν στα τηλεπικοινωνιακά δεδομένα που λήφθηκαν, από τα τηλέφωνα που κατείχαν οι εφεσείοντες, καθώς και του Ιωσήφ, προέκυψε, μεταξύ άλλων, ότι ο αριθμός τηλεφώνου που χρησιμοποιούσε ο εφεσείων 2 καθόλη τη διάρκεια της ημέρας της 26.11.2018, αλλά και την επομένη, η ώρα 17:42:28 (αναπάντηση κλήση προς τον αριθμό που χρησιμοποιούσε ο εφεσείων 1) να έχει πολύ συχνή επικοινωνία με αριθμούς τηλεφώνων που χρησιμοποιούσε ο εφεσείων 1 και ο Ιωσήφ. Κατά τους επίδικους χρόνους πριν τη διάπραξη του αδικήματος εντοπίζονται συχνές τηλεφωνικές επικοινωνίες μεταξύ των δύο εφεσείοντων, του ΜΚ15 και του Ιωσήφ, οι οποίες διακόπτονται μεταξύ των ωρών 19:37 - 23:15 της 26.11.2018, την ώρα της προετοιμασίας και την ώρα που διαπράχθηκε, σύμφωνα με τη μαρτυρία, η απόπειρα φόνου. Στη συνέχεια, και πάλι υπάρχουν με μεγαλύτερη συχνότητα επικοινωνία μεταξύ εφεσειόντων και Ιωσήφ.

 

Η καταδίκη του εφεσείοντα 1 στηρίχθηκε στην εξώδικη ομολογία του προς τον ΜΚ15 και σε περιστατική μαρτυρία, η οποία συνίστατο σε (α) ψέματα που εντόπισε το Κακουργιοδικείο ως προς το σκοπό της συνάντησής του με τον ΜΚ15 στις 27.11.2018, όπως προκύπτουν από τις καταθέσεις του. Τα εν λόγω ψέματα κρίθηκε ότι ήταν ηθελημένα, με κίνητρο να αποφύγει την αλήθεια, προέρχονταν δε από ανεξάρτητη μαρτυρία, ήτοι από το ΜΚ15 και τα τηλεπικοινωνιακά δεδομένα και (β) ανεύρεση του γενετικού του υλικού επί του κράνους που ανευρέθηκε στον αποθηκευτικό χώρο της επίδικης μοτοσυκλέτας, το οποίο προσομοιάζει με την περιγραφή που έδωσε ο παραπονούμενος και υποστηρίζεται από τα κλειστά κυκλώματα που κατέγραψαν την επίδικη μοτοσυκλέτα το βράδυ της 26.11.2018. Η εξήγηση που δόθηκε από τον ίδιο, ότι φόρεσε το κράνος για να οδηγήσει τη μοτοσυκλέτα από τη ράμπα του υπόγειου χώρου μέχρι το εσωτερικό του βαν, απερρίφθη από το Κακουργιοδικείο, ως μη λογικοφανής.

 

Η καταδίκη του εφεσείοντα 2 στηρίχθηκε σε περιστατική μαρτυρία που σχετίζεται με (α) την ανεύρεση υπολειμμάτων εκπυρσοκρότησης όπλου σε παπούτσια του, (β) τη μετάβασή του σε φιλικό σπίτι το απόγευμα της 27.11.2018, μετά τη σύλληψη του εφεσείοντα 1, όπου εντοπίστηκε από την Αστυνομία να κοιμάται και ακολούθως τη διαφυγή του στα κατεχόμενα και (γ) τα τηλεπικοινωνιακά του δεδομένα.

 

Ο εφεσείων 1 με 18 λόγους έφεσης εναντίον της καταδίκης και 2 εναντίον της ποινής και ο εφεσείων 2 με 8 λόγους έφεσης εναντίον της καταδίκης και 1 εναντίον της ποινής, αμφισβητούν την ορθότητα της απόφασης του Κακουργιοδικείου.

 

Τηλεπικοινωνιακά δεδομένα

 

Τα τηλεπικοινωνιακά δεδομένα λήφθηκαν υπόψη ως στοιχεία περιστατικής μαρτυρίας και για τους δύο εφεσείοντες. Ο εφεσείων 1 με το 12ο λόγο έφεσης και ο εφεσείων 2 με τον 4ο λόγο έφεσης προσβάλλουν την αποδοχή της μαρτυρίας που σχετίζεται με τηλεπικοινωνιακά δεδομένα. Λόγω της συνάφειάς τους θα εξετάσουμε τους λόγους έφεσης από κοινού.

 

Προτού εξετάσουμε την ουσία των λόγων έφεσης, κρίνουμε σκόπιμο να προβούμε σε μία αναδρομή της διαδικασίας εξασφάλισης των τηλεπικοινωνιακών δεδομένων που τέθηκαν ενώπιον του Κακουργιοδικείου.

 

Στις 6.12.2018 και 16.1.2019, με τις αιτήσεις υπ΄ αρ. 331/2018 και 16/2019, αντίστοιχα, οι ανακριτικές αρχές αιτήθηκαν και εξασφάλισαν την έκδοση διαταγμάτων πρόσβασης στα τηλεπικοινωνιακά δεδομένα. Οι αιτήσεις, τα εκδοθέντα διατάγματα και τα τηλεπικοινωνιακά δεδομένα που παραλήφθηκαν στην βάση τους, παρουσιάστηκαν και κατατέθηκαν ως τεκμήρια χωρίς ένσταση. Από αυτά μας ενδιαφέρουν ιδιαίτερα οι ψηφιακοί δίσκοι, Τεκμ. 76 και 77, το περιεχόμενο των οποίων μεταφέρθηκε σε έντυπη μορφή και κατατέθηκε ως Τεκμ. 151. Αφορούν τα τηλεπικοινωνιακά δεδομένα των εφεσειόντων, του Ιωσήφ και του ΜΚ15 για την περίοδο 20.11.2018 - 27.11.2018. Καταχωρήθηκαν, επίσης, παραδεκτά γεγονότα, τα οποία εγκρίθηκαν από το Δικαστήριο που περιλαμβάνουν δήλωση ότι «κατά τη διάρκεια της διερεύνησης της παρούσας υπόθεσης παραλήφθηκε αριθμός τεκμηρίων. Όλα τα τεκμήρια παραλήφθηκαν νομότυπα, διακινήθηκαν νομότυπα και κανονικά, . και αφορούν στα κατατεθέντα τεκμήρια ως και στα  υπόλοιπα που καταγράφονται στον κατάλογο τεκμηρίων του ΜΚ1 Γεννάδιου Ιωάννου.». Τα Τεκμ. 76 και 77 είχαν ήδη κατατεθεί και περιλαμβάνονταν στον κατάλογο αυτό (όπως και τα υπόλοιπα τηλεπικοινωνιακά δεδομένα/Τεκμ. 78 - 82).

 

Κατά τη λήψη μαρτυρίας του λειτουργού ρυθμιστικών θεμάτων στην εταιρεία EPIC, πρώην ΜΤΝ, ΜΚ42, η Κατηγορούσα Αρχή επιχείρησε να καταθέσει έξι χάρτες, καθώς και έξι αντίστοιχους πίνακες δεδομένων, τα οποία δόθηκαν στην Αστυνομία, δυνάμει των προαναφερθέντων δικαστικών διαταγμάτων 331/2018 και 16/2019. Εγέρθηκε ένσταση εκ μέρους της υπεράσπισης στην κατάθεση των χαρτών και των πινάκων ως τεκμηρίων, στη βάση των αποφασισθέντων στις υποθέσεις του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) C511/18, C518/18 και C520/18 La Quadrature du Net κ.ά., ημερ. 6.10.2020. Συγκεκριμένα, εισηγήθηκαν ότι τα δεδομένα των εφεσειόντων κρατούντο παράνομα από τους παρόχους, δηλαδή τις εταιρείες παροχής υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών.

 

Το Κακουργιοδικείο, στην ενδιάμεση απόφασή του, διαπίστωσε ότι το μαρτυρικό υλικό που επιχειρήθηκε να κατατεθεί δεν ήταν πρωτογενές, με την έννοια ότι συνιστούσε συνέχεια και επεξήγηση των ήδη κατατεθειμένων στο Δικαστήριο τηλεπικοινωνιακών δεδομένων (Τεκμ. 76 - 82). Ως τέτοιο κρίθηκε ότι δεν μπορούσε να αποκλειστεί η εισαγωγή του σ΄ εκείνο το στάδιο, σημειώνοντας παράλληλα ότι τίποτε δεν εμποδίζει την υπεράσπιση με την ολοκλήρωση της διαδικασίας να υποβάλει τις πιο πάνω θέσεις της, για να αποφασιστούν με βάση το σύνολο της μαρτυρίας.

 

Κατά τις τελικές αγορεύσεις η υπεράσπιση εισηγήθηκε ότι η μαρτυρία που δόθηκε υπό μορφή τηλεπικοινωνιακών δεδομένων δεν έχει καμία αποδειχτική ισχύ, επειδή η γενική και αδιάκριτη κατακράτηση από τους παρόχους προσκρούει στο ενωσιακό δίκαιο. Το Κακουργιοδικείο έκρινε ότι η κατακράτηση των τηλεπικοινωνιακών δεδομένων δεν ήταν παράνομη. Μεταγενέστερα εκδόθηκε η απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στη Χατζηιωάννου κ.ά. Πολ. Αιτ. Αρ. 97/2018 κ.ά., ημερ. 27.10.2021, όπου η κατάληξη της πλειοψηφίας ήταν ότι «η γενικευμένη και χωρίς διάκριση διατήρηση των δεδομένων κίνησης και των δεδομένων θέσης», δηλαδή των τηλεπικοινωνιακών δεδομένων, προσκρούει στο ενωσιακό δίκαιο. Είναι σ΄ αυτήν την απόφαση που στηρίζουν οι εφεσείοντες τη θέση τους ότι η απόφαση του Κακουργιοδικείου να αποδεχθεί τα τηλεπικοινωνιακά δεδομένα ως μαρτυρία ήταν εσφαλμένη.

 

Από την άλλη, η Δημοκρατία εισηγείται πως, με την αποδοχή χωρίς ένσταση των τηλεπικοινωνιακών δεδομένων και την καταχώρηση παραδεκτών γεγονότων ότι νόμιμα παραλήφθηκαν τα σχετικά τεκμήρια, τα οποία σε κανένα στάδιο δεν αποσύρθηκαν, καθιστούν τους λόγους έφεσης απορριπτέους. Διαζευκτικά, προβάλλεται ότι τα τηλεπικοινωνιακά δεδομένα κατακρατήθηκαν από τους παρόχους, δυνάμει του Άρθρου 100 του περί Ρυθμίσεως Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών και Ταχυδρομικών Υπηρεσιών Νόμου του 2004, Ν.112(Ι)/2004, και του εκδοθέντος στη βάση αυτού διατάγματος του Επιτρόπου.

 

Κατά την παρουσίαση παραδεκτών γεγονότων, συχνά συμβαίνει σε αυτά να εκτίθεται το νομικό αποτέλεσμα επιμέρους γεγονότων. Ουσιαστικά, με αυτό τον τρόπο αποφεύγεται η εκτενής και αχρείαστη αναφορά σε λεπτομέρειες γεγονότων, που δεν θα ενδιέφεραν, παρά μόνο στο να αναδείξουν αυτό που γίνεται παραδεκτό.

 

    Στην Κ.Ο.Τ. ν. Χαραλάμπους (2000) 2 ΑΑΔ 186, είχε προβληθεί η θέση σε σχέση με το υπόψη διάταγμα ότι υπήρξε παρέκκλιση από τους θεσμούς στη σύνταξή του και ζήτημα κατά πόσο συνέχιζε να ήταν σε ισχύ κατά την ημέρα που αναφερόταν στην κατηγορία.  Αναφέρθηκε στη σελ. 189 ότι:

 

«Το παραδεκτό γεγονός ότι το διάταγμα είχε "δεόντως" εκδοθεί και επιδοθεί στον εφεσίβλητο καλύπτει πλήρως τόσο τη νομιμότητα του διατάγματος σε αναφορά προς τη δέουσα συμμόρφωση προς τους θεσμούς, καθ' όσον ορίζεται ότι είχε δεόντως εκδοθεί, όσο και τη νομιμότητα του διατάγματος σε αναφορά προς την ισχύ του, καθ΄όσον ορίζεται ότι είχε δεόντως επιδοθεί στον εφεσίβλητο, που εξυπακούει ότι ήταν σε ισχύ μετά την ημερομηνία που κατέστη "επιστρεπτέο".»

 

Στην Αντρέας ν. Αστυνομίας (1999) 2 ΑΑΔ 498, 501, αναφέρθηκε ότι:

 

«Η ουσία του πράγματος έγκειται στο ότι, όταν  ένα γεγονός καθίσταται παραδεκτό γεγονός δυνάμει του Νόμου 86/86, όπως η κατάθεση στην προκειμένη περίπτωση, τότε το παραδεκτό αυτό γεγονός αποτελεί όχι μόνο μέρος της μαρτυρίας ενώπιον του δικαστηρίου αλλά και αδιαμφισβήτητο γεγονός αναγόμενο ουσιαστικά σε δεδομένο.»

 

Υπενθυμίζουμε ότι η αξία των παραδεκτών γεγονότων είναι τέτοια, που η άρνησή τους με άλλη μαρτυρία ή η προβολή αντιφατικών εκδοχών σε σχέση με ουσιώδες μέρος τους θεωρείται ως προσφυγή στο ψεύδος (Γεωργίου άλλως Παφίτης ν. Δημοκρατίας (1999) 2 ΑΑΔ 444, 452). Δεν μπορεί να προσαχθεί μαρτυρία που αντιστρατεύεται το γεγονός που έγινε παραδεκτό, εκτός εάν η αποδοχή του αποσυρθεί με την άδεια του δικαστηρίου, όπως προνοείται στο Άρθρο 19(4) του περί Απόδειξης Νόμου, Κεφ.9, (Κ.Ο.Τ.).

 

Στην προκειμένη περίπτωση είχε γίνει παραδεκτό ότι τα τεκμήρια, που περιείχαν τηλεπικοινωνιακά δεδομένα είχαν παραληφθεί νόμιμα. Αυτό σημαίνει ότι τα μέρη κατέληξαν ότι υφίσταντο τέτοια γεγονότα που καθιστούσαν την παραλαβή και, κατ΄ επέκταση, την προηγούμενη κατακράτησή τους νόμιμη. Άλλωστε, και κατά την αντεξέταση του ΜΚ42 έγινε αναφορά στο ότι τα δεδομένα κρατούντο από συγκεκριμένο πάροχο για σκοπούς τιμολόγησης. Κατά συνέπεια, το κατά πόσο η παραλαβή τους ήταν νόμιμη ή παράνομη δεν μπορούσε, πλέον, να αποτελεί επίδικο ζήτημα. Ζητήματα που δεν ήταν επίδικα κατά την πρωτόδικη διαδικασία δεν μπορούν να αποτελούν αντικείμενο κατά την έφεση. Το Κακουργιοδικείο, εφόσον είχε εγκρίνει ως παραδεκτό το γεγονός ότι τα τεκμήρια είχαν νόμιμα παραληφθεί, ήταν δεσμευμένο να αποφασίσει με αυτό ως δεδομένο και με το ίδιο δεδομένο πρέπει να κριθεί και η ορθότητα της αποδοχής τους στην έφεση.

 

Οι πίνακες δεδομένων εμπεριείχαν πληροφορίες που είχαν εξαχθεί από τα Τεκμ. 76 - 82, σε σχέση με τα οποία είχε γίνει παραδεκτό γεγονός ότι παραλήφθηκαν νομότυπα. Επομένως, με την κατάθεσή τους ως τεκμήρια, μετά από την ενδιάμεση απόφαση του Κακουργιοδικείου, δεν θα μπορούσε και ουσιαστικά δεν προστέθηκε οτιδήποτε στο ήδη υπάρχον μαρτυρικό υλικό.

 

Όσον αφορά τους χάρτες δεν θα μπορούσε να δικαιολογηθεί καμία ένσταση να κατατεθούν και το Κακουργιοδικείο δεν θα μπορούσε σε καμία βάση να αρνηθεί την κατάθεσή τους ως τεκμήρια. Οι χάρτες δεν αφορούσαν τα τηλεπικοινωνιακά δεδομένα οιουδήποτε προσώπου. Σε ό,τι μπορούσαν να εξυπηρετήσουν, ήταν να αποκαλύψουν την περιοχή από την οποία πραγματοποιήθηκε κάθε τηλεφωνική κλήση, εφόσον τα δεδομένα της ήταν γνωστά μέσω των ήδη κατατεθέντων τεκμηρίων.

 

Η απόφαση στην υπόθεση Χατζηιωάννου (ανωτέρω) δεν επηρεάζει το αποτέλεσμα στην παρούσα υπόθεση, όπου η νομιμότητα της παραλαβής των τηλεπικοινωνιακών δεδομένων ήταν παραδεκτό γεγονός.

 

Σημειώνεται ακόμη ότι η υπεράσπιση, όχι μόνο δεν επιχείρησε την απόσυρση των παραδεκτών γεγονότων, αλλά τουναντίον αντεξετάζοντας επιχείρησε να στηριχθεί πάνω σε αυτά για την προώθηση πτυχών της υπερασπιστικής γραμμής, γεγονός που επισήμανε το Κακουργιοδικείο στην απόφασή του.

 

Ενόψει των πιο πάνω, οι λόγοι έφεσης απορρίπτονται.

 

Έφεση 148/2021 - εφεσείων 1

 

Με τον πρώτο λόγο έφεσης ο εφεσείων 1 προβάλλει ότι υπήρχε απαλλακτική για τον ίδιο μαρτυρία, η οποία είτε διέλαθε της προσοχής του Κακουργιοδικείου, είτε εσφαλμένα δεν αποτιμήθηκε ως τέτοια. Η μαρτυρία που επικαλείται είναι (α) η περιγραφή του οδηγού της μοτοσυκλέτας από τον παραπονούμενο, (β) το ότι δεν απομονώθηκε γενετικό υλικό του εφεσείοντα 1 επί των κλειδιών της μοτοσυκλέτας και (γ) η μη καταγραφή από τα κλειστά κυκλώματα παρακολούθησης που περισυνέλλεξε η Αστυνομία του εφεσείοντα 1 ή της μοτοσυκλέτας.

 

(α) Περιγραφή του οδηγού μοτοσυκλέτας από τον παραπονούμενο:

 

Ο εφεσείων 1 ισχυρίζεται ότι η περιγραφή που έδωσε ο παραπονούμενος σύντομα μετά την απόπειρα, ότι ο οδηγός της μοτοσυκλέτας ήταν κοντός, δεν συνάδει με το δικό του ύψος που είναι 1,86μ.. Επικαλείται ως ποιοτικά χαρακτηριστικά της περιγραφής τη διάρκεια της παρακολούθησης, την εγγύτητα του παραπονούμενου, την αμεσότητα της περιγραφής, την αναγνώριση μικρολεπτομερειών, την τεκμηριωμένη και σαφή και ανεπιφύλακτη περιγραφή ως κοντού, στοιχεία που υιοθέτησε κατά την κυρίως εξέτασή του, τα οποία προσπάθησε να αναιρέσει στην πορεία όταν αντιλήφθηκε ότι ο οδηγός της μοτοσυκλέτας ήταν ψηλός. Το Κακουργιοδικείο, κατά την εισήγηση, χωρίς να προσεγγίσει τη μαρτυρία του εις βάθος, χωρίς να προσδώσει βαρύτητα στην απαλλακτική για τον εφεσείοντα 1 μαρτυρία και χωρίς να συνεκτιμήσει άλλη σχετική μαρτυρία, κατέληξε σε λανθασμένα συμπεράσματα.

 

Το Κακουργιοδικείο, εξετάζοντας τη μαρτυρία του παραπονούμενου, επί του προκειμένου, ανέφερε τα ακόλουθα:

 

«Ο Παραπονούμενος (ΜΚ21) μας έχει κάνει καλή εντύπωση. Περιέγραψε τα γεγονότα που έζησε το συγκεκριμένο βράδυ, τη διαδρομή που ακολούθησε, τις ενέργειες που έκανε όπως επίσης και το τι παρατήρησε εντοπίζοντας την άσπρη μοτοσικλέτα τύπου σκούτερ που τον ακολουθούσε που, για τους λόγους που εξήγησε, θεώρησε ως ύποπτη. Η μαρτυρία του για όλα τα πιο πάνω, πέραν του ότι είναι πιστευτή, κατά ένα μεγάλο μέρος καλύπτεται από τα παραδεκτά γεγονότα, αλλά και από τα κλειστά κυκλώματα. Το σημείο στο οποίο επικεντρώθηκε η υπεράσπιση ήταν η περιγραφή του οδηγού της μοτοσικλέτας ως «κοντού» στην κατάθεση του, με συγκεκριμένη αναφορά στην τοποθέτηση του ποδιού του οδηγού στο πεζοδρόμιο. Έχοντας υπόψη το σύνολο της μαρτυρίας του το τι ο ΜΚ21 ανέφερε στην κατάθεση του, αποτελεί μια εκ πρώτης περιγραφή που δεν μπορεί να επηρεάσει είτε την αξιοπιστία του είτε οτιδήποτε άλλο εφόσον ξεκάθαρη θέση του ήταν ότι δεν είδε και δεν μπορούσε να αναγνωρίσει ποιος ήταν αυτός. Το σημαντικό όμως σε συνάρτηση με την πιο πάνω αναφορά του είναι η δεδομένη υψομετρική διαφορά του καθίσματος του οδηγού με αυτή του συνεπιβάτη. Αυτό ήταν και ένα σημείο το οποίο επεσήμανε και ο ΜK19 στην κατάθεση του. Για τον συνεπιβάτη η θέση του ήταν εξ αρχής ξεκάθαρη ότι το κράνος του λόγω του καθίσματος προεξείχε. Κατά συνέπεια η εξήγηση που έδωσε κατά τη δια ζώσης μαρτυρία του κρίνεται πιστευτή. Περαιτέρω οι αναφορές του συνηγόρου του Κατηγορούμενου 1 στα διάφορα κριτήρια περί αναγνώρισης σε συνάρτηση με την συγκεκριμένη αναφορά του ΜΚ21 δεν θεωρούμε ότι ευσταθούν και ούτε μπορεί να τύχουν εφαρμογής στα συγκεκριμένα γεγονότα.»

 

Έχοντας εξετάσει τη μαρτυρία δεν διαπιστώνουμε σφάλμα στην προσέγγιση του Κακουργιοδικείου. Ο παραπονούμενος στην κατάθεση του ημερομηνίας 27.11.2018 ανέφερε, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα ως προς το ύψος του οδηγού και συνοδηγού της μοτοσυκλέτας:

 

«Ενώ οδηγούσα στη δεξιά λωρίδα της Λεωφόρου Λεμεσού, στο σημείο παρά το Λύκειο της Δασούπολης, αντιλήφθηκα στην αριστερή λωρίδα να με ακολουθεί, μια μοτοσικλέτα τύπου σκούτερ, η οποία προσομοίαζε με τύπου μοτόρας Honda Forza, άσπρου χρώματος, σε κατάσταση καινούργιας στην οποία επέβαιναν δύο άτομα, τα οποία φορούσαν μαύρα ρούχα.

 

Ο οδηγός φορούσε κράνος χρώματος μαύρου κλειστού τύπου fullface και ο συνεπιβάτης φορούσε κράνος χρώματος άσπρου με κόκκινες γραμμές, σαν φλόγες και αυτό τύπου fullface. Αποτέλεσμα αυτού ήταν αδύνατο να δω τα πρόσωπα τους. Κατά τη διάρκεια της διαδρομής, η μοτοσικλέτα που σου ανέφερα πιο πάνω ήταν συνεχώς στην αριστερή λωρίδα, προπορευόμενη ελαφρώς μπροστά μου. Να σου αναφέρω ότι διατηρούσα χαμηλή ταχύτητα κατά τη διαδρομή και στα φώτα που βρίσκεται το Aluminium Tower, όταν ήταν κόκκινο, η εν λόγω μοτοσικλέτα, σταμάτησε και ο οδηγός για να ισορροπήσει έβαλε το αριστερό του πόδι στο πεζοδρόμιο. Εκεί αντιλήφθηκα ότι ο οδηγός ήταν κοντός και αδύνατος και ο συνεπιβάτης λόγω του καθίσματος της μοτοσικλέτας, το κράνος του προέξεχε του οδηγού.»

 

Κατά την αντεξέτασή του, διευκρίνισε ότι η διαφορά στο ύψος του οδηγού με το συνοδηγό ήταν λόγω της διαφοράς στο ύψος των καθισμάτων και δεν φαίνεται να υπάρχει αμφισβήτηση περί τούτου. Εν πάση περιπτώσει, όπως ορθά παρατήρησε και το Κακουργιοδικείο, δεν εφαρμόζονταν στην παρούσα περίπτωση τα κριτήρια περί μαρτυρίας αναγνώρισης που εφαρμόζονται σε περιπτώσεις εξακρίβωσης ταυτότητας υπόπτων.

 

(β) Μαρτυρία ότι δεν απομονώθηκε γενετικό υλικό του εφεσείοντα 1 επί των κλειδιών της μοτοσυκλέτας.

 

Ο εφεσείων 1 εισηγήθηκε ότι η μη ανεύρεση γενετικού υλικού του εφεσείοντα 1 στα κλειδιά της μοτοσυκλέτας δεν συνάδει με τη θέση περί κατοχής και οδήγησης της μοτοσυκλέτας από αυτόν στις 26.11.2018, ούτε περί παράδοσης των κλειδιών στο ΜΚ15 την επόμενη μέρα.

 

Το Κακουργιοδικείο αντιμετώπισε το ζήτημα ως εξής:

 

«Το γεγονός επίσης ότι δεν εντοπίστηκε γενετικό υλικό του Κατηγορούμενου 1 στα κλειδιά της μοτοσυκλέτας από μόνο του δεν οδηγεί στο συμπέρασμα ότι αυτός δεν τα άγγιξε. Σχετική και βοηθητική προς το θέμα αυτό είναι η μαρτυρία του ΜΚ16. Το ότι επίσης δεν ζητήθηκε η διενέργεια συγκεκριμένης εξέτασης από την κατηγορούσα αρχή, όπως συγκεκριμένα ζητήθηκε μεταξύ άλλων για το κράνος, ώστε να φανεί ο αριθμός των δοτών, δηλαδή πόσα άτομα άγγιξαν, πέραν του ότι δεν είναι κάτι που αφορά την αξιοπιστία του συγκεκριμένου μάρτυρα δεν θα εξυπηρετούσε οτιδήποτε, εφόσον θέση του ΜΚ16 ήταν ότι αυτή η εξειδικευμένη έκθεση θα έδειχνε μεν πόσα άτομα συνείσφεραν γενετικό υλικό χωρίς όμως τούτο να αλλάζει τη φραστική ερμηνεία των συμπερασμάτων του στο Έγγραφο 16 Α (σημεία 2,4 και 5). Δηλαδή όπως συγκεκριμένα ανέφερε, στο συμπέρασμα 2 στο συγκεκριμένο αντικείμενο (Τεκμήριο 43 επίχρισμα από κλειδιά στη μίζα) ο ΜΚ15 δεν μπορεί να αποκλειστεί από δότης μέρους του μεικτού γενετικού υλικού.  Το δεδομένο που προκύπτει από τη μαρτυρία του ΜΚ16 από την εξέταση που έκανε, ο οποίος είχε τα στοιχεία των συγκεκριμένων 6 προσώπων που ανέφερε, ήταν ότι το γενετικό υλικό του Κατηγορούμενου 1 δεν ήταν σε αυτά.»

 

Η μαρτυρία του γενετιστή ήταν κατατοπιστική επί του ζητήματος.  Από αυτήν προκύπτει σαφώς ότι, όταν ένα άτομο αγγίζει ένα αντικείμενο με γυμνά χέρια, δεν σημαίνει κατ΄ ανάγκη ότι στο αντικείμενο θα ανιχνευθεί το γενετικό του υλικό. Η μαρτυρία του δεν περιορίστηκε μόνο σε αυτή τη φράση. Αντίθετα, έδωσε λεπτομερώς τις θέσεις του για περιπτώσεις όπως η παρούσα, όπου υπάρχει διαδοχική επαφή σε μία επιφάνεια από διαφορετικά άτομα. Συνακόλουθα, η εισήγηση του εφεσείοντα δεν ευσταθεί.

 

(γ) Η μη καταγραφή από τα κλειστά κυκλώματα παρακολούθησης που περισυνέλλεξε η Αστυνομία του εφεσείοντα 1 ή της μοτοσυκλέτας:

 

Ο εφεσείων 1 παραπονείται ότι, με βάση τα κλειστά κυκλώματα παρακολούθησης που βρίσκονταν εγκατεστημένα στις περιοχές (α) της κατοικίας του, (β) της πολυκατοικίας όπου εντοπίστηκε η μοτοσυκλέτα και (γ) της μεταξύ αυτών των πολυκατοικιών διαδρομής, δεν εντοπίστηκε ο εφεσείων 1 να κινείται κατά τον ουσιώδη χρόνο, ούτε η μοτοσυκλέτα, ούτε ο ίδιος να οδηγεί τη μοτοσυκλέτα, με αποτέλεσμα να ανατρέπεται η εκδοχή της Κατηγορούσας Αρχής, ενώ συνείδε με το δικό του άλλοθι. Ούτε το Κακουργιοδικείο έδωσε τη δέουσα αξία στη μαρτυρία των περιοίκων του,  σύμφωνα με την οποία ουδείς τον είδε να κινείται ή να συμπεριφέρεται ύποπτα ή να κατέχει οποιαδήποτε μοτοσυκλέτα κατά τον ουσιώδη χρόνο.

 

Από τις καταγραφές στα κλειστά κυκλώματα παρακολούθησης, που έχουν προβληθεί στο Δικαστήριο, το τελευταίο σημείο αναφοράς στη μοτοσυκλέτα ευρίσκεται στην οδό Καλλιπόλεως, στις 26.11.2018 και ώρα 23:01:07, αμέσως μετά τη διάπραξη του αδικήματος. Η δε εκδοχή της Κατηγορούσας Αρχής ήταν ότι η μοτοσυκλέτα είναι αυτή που χρησιμοποιήθηκε για τη διάπραξη της απόπειρας φόνου, η οποία, ακολούθως, κατέληξε στον υπόγειο χώρο της πολυκατοικίας επί της οδού Φ. Πανά. Δεν αποτελεί εκδοχή της Κατηγορούσας Αρχής ότι η μοτοσυκλέτα μεταφέρθηκε από τον εφεσείοντα 1 στο χώρο όπου ανευρέθηκε.

 

Το γεγονός, όμως, ότι δεν υπήρξαν καταγραφές στα κλειστά κυκλώματα παρακολούθησης στα σημεία που υπέδειξε ο εφεσείων 1, ούτε αναφέρθηκαν ύποπτες κινήσεις από τους περιοίκους, δεν συνηγορεί υπέρ της εκδοχής του εφεσείοντα 1, ούτε αναιρεί αυτή της Κατηγορούσας Αρχής.

 

Η μοτοσυκλέτα είχε σε κάποιο χρονικό στάδιο μετά το έγκλημα μεταφερθεί στον υπόγειο χώρο όπου ανευρέθηκε. Κάποιος ή κάποιοι την μετέφεραν εκεί. Η απουσία μαρτυρίας ότι την μετέφερε ο εφεσείων 1 δεν ενισχύει τη θέση του. Δεν υπήρχε μαρτυρία από κλειστά κυκλώματα ότι την μετέφερε ο εφεσείων. Ούτε όμως ότι την μετέφερε άλλο πρόσωπο. Ως εκ τούτου, η απουσία μαρτυρίας από κλειστά κυκλώματα αποτελεί ουδέτερο στοιχείο.

 

Για τους πιο πάνω λόγους, ο πρώτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Με το δεύτερο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι υπήρξε παραβίαση της δίκαιης δίκης, συνεπεία πράξεων και παραλείψεων των ανακριτικών αρχών. Συγκεκριμένα, γίνεται επίκληση των ακολούθων κατ΄ ισχυρισμόν παραλείψεων:  

 

«(α) Παράλειψη συλλογής των πλέον σημαντικών εγκατεστημένων ΚΚΠ[1] από τη γειτονιά του εφεσείοντος, επιπλέον από την περιοχή όπου εντοπίστηκε η επίδικη μοτοσυκλέτα και τέλος από τη διαδρομή μεταξύ αυτών των 2 περιοχών.

 

(β) Καταστροφή τεκμηρίων χωρίς την αποθήκευση του περιεχομένου των, ήτοι των όσων ΚΚΠ είχαν παραληφθεί από τις εν λόγω τρεις περιοχές.

 

(γ) Παράλειψη διερεύνησης του ισχυρισμού του ΜΚ15 αναφορικά με το κίνητρο του Ιωσήφ να φονεύσει τον παραπονούμενο, παρόλο που επί τούτου διαψεύσθηκε ο ΜΚ15 από τον ίδιο τον παραπονούμενο. Οι ανακριτικές αρχές δεν έλαβαν έστω μια κατάθεση από ένα συγκεκριμένο πρόσωπο (ονόματι «Μπίλης»), το οποίο κατονομαζόταν ως η αιτία της έχθρας μεταξύ τρίτων και όχι του εφεσείοντος, ήτοι μεταξύ Ιωσήφ Ιωσήφ και Νίκου Ροδοθέου.

 

(δ) Παράλειψη ανάκρισης εφεσείοντος και ΜΚ15 αναφορικά με τα τηλεπικοινωνιακά δεδομένα.

 

(ε) Παράλειψη διενέργειας επιστημονικών εξετάσεων για υπολείμματα εκπυρσοκρότησης όπλου από την οικία του εφεσείοντος καθώς και το χώρο στάθμευσης της γειτονικής πολυκατοικίας.

 

(στ) Μη λήψη κατάθεσης από όλους τους γείτονες του Εφεσείοντος είτε αυτών που εντοπίστηκαν κατά την πρώτη επίσκεψη των ΜΚ13 και 20 στο χώρο, ως το σχετικό Η.Ε. (έγγραφο 13 Α), είτε αυτών που απουσίαζαν τη συγκεκριμένη ημέρα.

 

(ζ) Μη διενέργεια των απαραίτητων μετρήσεων επί της μοτοσυκλέτας και/ή αναπαράστασης δεδομένης της κατάθεσης του αυτόπτη μάρτυρα - παραπονουμένου και της περιγραφής του ύψους του οδηγού.»

 

Σε ό,τι αφορά το στοιχείο (α) η θέση του εφεσείοντα 1 είναι ότι οι διωκτικές αρχές παρέλειψαν να εξασφαλίσουν ουσιώδη μαρτυρία και, συγκεκριμένα, να επιθεωρήσουν και να αποθηκεύσουν περιεχόμενο συγκεκριμένων κλειστών κυκλωμάτων βιντεοπαρακολούθησης (ΚΚΒΠ). Προς τούτο, παραπέμπουν σε συγκεκριμένα υποστατικά, ήτοι του Cash for Gold, Minimix, Bed on Alpha και pet shop (Dream Dogs), για τα οποία δόθηκε μαρτυρία από τους ΜΥ1, 3, 5 και 7, οι οποίοι κρίθηκαν αξιόπιστοι. Τις θέσεις αυτές αντίκρουσε η πλευρά της Δημοκρατίας.

 

Όπως ορθά αναφέρεται στην αγόρευση της Δημοκρατίας, οι ανακριτές εξέτασαν ΚΚΒΠ που εντόπισαν πλησίον της κατοικίας του εφεσείοντα 1 και, συγκεκριμένα, μεταξύ άλλων, εντοπίστηκε ΚΚΒΠ σε διπλανή πολυκατοικία από την πολυκατοικία που διέμενε αυτός, όμως, από εξετάσεις που έγιναν, διαπιστώθηκε ότι το σύστημα κάλυπτε μόνο το συγκεκριμένο χώρο που στάθμευε ο ιδιοκτήτης τα αυτοκίνητά του, χωρίς να εντοπιστεί στο πλάνο η επίδικη μοτοσυκλέτα. Παραλήφθηκε, περαιτέρω, ολόκληρος ο καταγραφέας της πολυκατοικίας όπου διέμενε ο εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης της μοτοσυκλέτας. Η εν λόγω πολυκατοικία είναι πλησίον της οικίας του εφεσείοντα και βρίσκεται επί της Λεωφόρου Λάρνακος, παράλληλη της οδού Φ. Πανά, όπου ανευρέθηκε η επίδικη μοτοσυκλέτα. Ο εν λόγω καταγραφέας παραλήφθηκε αυτούσιος και αντιγράφηκε όλο το περιεχόμενό του για περίοδο δύο μηνών. Εξετάστηκαν, μεταξύ άλλων, το ΚΚΒΠ της υπεραγοράς Αθηαινίτη, επί της οδού Κέννεντυ, της αντιπροσωπείας των Range Rover, επί της Λεωφόρου Λάρνακος, και δεκάδες άλλα υποστατικά, σύμφωνα με τη μαρτυρία των αστυνομικών του ΤΑΕ, ΜΚ20 και ΜΚ13.

 

Αναφορικά με τα τέσσερα υποστατικά, στα οποία γίνεται αναφορά από τον εφεσείοντα 1, η μαρτυρία που δόθηκε από του μάρτυρες υπεράσπισης δεν διαψεύδει τους μάρτυρες κατηγορίας, ούτε καταδεικνύει κακοπιστία εκ μέρους των διωκτικών αρχών. Ο ΜΚ20 ανέφερε για το Cash for Gold ότι, όταν επισκέφθηκε το εν λόγω υποστατικό, το κλειστό κύκλωμα παρακολούθησης δεν λειτουργούσε. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του ΜΥ7, διευθυντή της εταιρείας στην οποία ανήκε το υποστατικό, αυτός δεν εργαζόταν στο συγκεκριμένο κατάστημα, δεν ασχολείτο με το κλειστό κύκλωμα και δεν ήταν σε θέση ούτε να επιβεβαιώσει, ούτε να αμφισβητήσει κατά πόσο ο ΜΚ20 επισκέφθηκε το υποστατικό και κατά πόσο το κλειστό κύκλωμα δεν λειτουργούσε. Αναφορικά με το Minimix, ο ΜΚ20 ανέφερε ότι δεν εντόπισε κάμερες το 2018 στο εν λόγω υποστατικό που να καλύπτουν εξωτερικά. Ο λογιστής της εταιρείας και υπεύθυνος για το ΚΚΒΠ, ΜΥ5, ο οποίος διαμένει στην Πάφο και δεν εργάζεται στο συγκεκριμένο υποστατικό, κατά την αντεξέτασή του ανέφερε ότι η κάμερα καλύπτει τον εσωτερικό χώρο του καταστήματος. Αναφορικά με τον Bet on Alpha, ο ΜΥ1, υπάλληλος στο εν λόγω υποστατικό, αναφέρθηκε στην ύπαρξη μίας εξωτερικής κάμερας, η οποία καλύπτει το πεζοδρόμιο, την είσοδο του καταστήματος και ένα μέρος του δρόμου και ότι κάποιος που περνά απ΄ έξω δεν μπορεί να τη δει, γιατί είναι κάτω από την τέντα, με την κατεύθυνση της κάμερας να είναι προς τα κάτω. Όπως δε ορθά σημειώθηκε, η εμβέλεια του κλειστού κυκλώματος του υποστατικού της Range Rover, επίσης επί της Λάρνακος, είναι μεγαλύτερη από αυτή του Bet on Alpha. Από την εξέταση του εν λόγω κλειστού κυκλώματος, μαρτυρία σχετική με την υπόθεση καταγράφεται μόνο στις 27.11.2018, όπου διακρίνεται το αυτοκίνητο του ΜΚ15 και του εφεσείοντα 1. Κανένα πλάνο σχετικό με την υπόθεση δεν καταγράφηκε το βράδυ της 26.11.2018. Ουδέποτε η υπεράσπιση ζήτησε να της παραδοθούν τα νυχτερινά πλάνα από το εν λόγω κλειστό κύκλωμα, ενώ ήταν εις γνώση της ότι παραλήφθηκαν. Αναφορικά με τα ΚΚΒΠ που βρίσκονταν εγκατεστημένα στο Dream Dogs, στη Λεωφόρο Λάρνακος, η μαρτυρία του ΜΥ3, ιδιοκτήτη του, ήταν ότι το κατάστημα είχε τρεις εξωτερικές κάμερες, από τις οποίες όμως μόνο η μία κατέγραφε, η οποία βρισκόταν πίσω από το κατάστημα και κάλυπτε τον ανοιχτό χώρο στάθμευσης. Όπως δε ανέφερε κατά την αντεξέταση, υπήρχε ένας μικρός δρόμος δίπλα από το κατάστημά του που ενώνει τη Λεωφόρο Λάρνακος με τη Φ. Πανά, δεν ήταν όμως σίγουρος κατά πόσο η κάμερα στο πίσω μέρος του καταστήματος κατέγραφε τον εν λόγω δρόμο.

 

Είναι, λοιπόν, προφανές ότι δεν προέκυψε από τη μαρτυρία των μαρτύρων υπεράσπισης οτιδήποτε το σημαντικό που η Αστυνομία παρέλειψε να περισυλλέξει.

 

Αναφορικά με το (β) ο εφεσείων 1 προβάλλει πως, ενώ αναζητήθηκαν και επιθεωρήθηκαν διάφορα ΚΚΒΠ, μερικά εκ των οποίων βρίσκοντο εγκατεστημένα σε κρίσιμες για τον εφεσείοντα 1 περιοχές, δηλαδή πέριξ των οδών Περικλέους και Φ. Πανά, κάποια εξ αυτών δεν αποθηκεύτηκαν και κάποια, ναι μεν αποθηκεύτηκαν, πλην όμως τελικά καταστράφηκαν και δεν συμπεριελήφθηκαν στο μαρτυρικό υλικό. Αυτό είχε άμεση επίπτωση στην αξιολόγηση του ΜΚ15, ο οποίος κρίθηκε αξιόπιστος από το Δικαστήριο, χωρίς να τεθεί το πιο πάνω υλικό από τα ΚΚΒΠ, τα οποία, ενδεχομένως, να τον διέψευδαν.

 

Έχουμε εξετάσει τις αιτιάσεις του εφεσείοντα 1, στη βάση της προσαχθείσας μαρτυρίας και δεν διαπιστώνουμε ότι η καταστροφή ή απώλεια κάποιων ΚΚΒΠ δημιούργησε, υπό τις περιστάσεις, οποιαδήποτε δυσχέρεια στην υπεράσπιση, έτσι ώστε να επηρεάζεται η διεξαγωγή δίκαιης δίκης (Δημοκρατία ν. Σταυρινού, Ποιν. Έφ. Αρ. 266/2018, ημερ. 8.4.2020 και Γεωργίου ν. Δημοκρατίας κ.ά., Ποιν. Εφ Αρ. 38/2019 κ.ά., ημερ. 20.1.2022). Σχετική με το ζήτημα είναι και η υπόθεση R. v. Dobson (2001) All E.R. (D) 109 (Jul), όπου αναφέρθηκε ότι δεν καταστρατηγήθηκε το δικαίωμα στη δίκαιη δίκη από το γεγονός ότι δεν επιθεωρήθηκε ΚΚΒΠ, εφόσον αυτό δεν έγινε ως αποτέλεσμα κακής πίστης εκ μέρους των ανακριτικών αρχών και ο εφεσείων είχε την ευχέρεια εξέτασης του κλειστού κυκλώματος, ενώ είχε προσφέρει άλλη μαρτυρία για να υποστηρίξει το άλλοθί του. Εν προκειμένω, ο εφεσείων είχε την ευχέρεια να ζητήσει τα πλάνα από το ΚΚΒΠ, παρέλειψε όμως να τα ζητήσει και δεν έχει καταδειχθεί ότι υπήρχε κακοπιστία εκ μέρους της Αστυνομίας στην καταστροφή ή απώλεια των εν λόγω πλάνων. Όπως άλλωστε αναφέρθηκε από τους αστυνομικούς που τα εξέτασαν, αυτά δεν είχαν κάτι να προσφέρουν στην υπόθεση.

 

Κατά τη θεληματική του κατάθεση ο ΜΚ15 ισχυρίστηκε ότι ο Ιωσήφ ήθελε να φονεύσει τον παραπονούμενο, επειδή ο τελευταίος ανέπτυξε συνεργασία με κάποιον Μπίλλη, με τον οποίο ο Ιωσήφ είχε έχθρα. Ο εφεσείων 1 προβάλλει πως η παράλειψη των ανακριτικών αρχών να λάβουν κατάθεση από τον Μπίλλη είχε ως αποτέλεσμα τον επηρεασμό του δικαιώματός του για δίκαιη δίκη. Παραθέτουμε αυτούσιο το απόσπασμα από την κατάθεση του ΜΚ15, που αφορά το εν λόγω ζήτημα:

 

«Τους τελευταίους δύο μήνες, ο Σήφης έλεγε σε έμπιστα του άτομα τζιαι είπε μου τζιαι εμένα ότι έπρεπε να βρεθεί ο Νίκος ο Ροδοθέου για να παιχτεί γιατί έκαμε συνεργασία με το Βασίλη τον Μπίλλη. Ο Μπίλλης μαζί με τον Σήφη είναι στα μασιέρκα τζιαι ξέρω ότι γυρεύκουν ευκαιρία να φάει ο ένας τον άλλον. Για να καταλάβετε ακούσαμε ότι ο Μπίλλης έφερε που το εξωτερικό άτομα για να σκοτώσουν τον Σίφη τζιαι που την άλλη ο Σίφης όταν το έμαθε εγύρευκε ευκαιρία να φάει τον Μπίλλη.»

 

Το Κακουργιοδικείο εξετάζοντας το ζήτημα ανέφερε τα ακόλουθα σχετικά:

 

«Ακόμη και η αναφορά του ΜΚ15 για τη σχέση Μπίλλυ και Ροδοθέου επιβεβαιώνεται και από τους ανακριτές της υπόθεσης, και συγκεκριμένα από το ΜΚ38, ο οποίος ανέφερε ότι δεν υπήρχε λόγος να λάβουν κατάθεση από το Μπίλλυ εφόσον γνώριζαν ότι είχε συνεργασία με το αδελφό του Παραπονούμενου.»

 

Η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι ορθή ως προς αυτό το θέμα. Κρίνουμε ότι δεν υπάρχει οποιαδήποτε παράλειψη διερεύνησης εκ μέρους των ανακριτικών αρχών.

 

Άλλες, κατ΄ ισχυρισμό, σημαντικές παραλείψεις κατά τη διερεύνηση της υπόθεσης που προβλήθηκαν, δεν ευσταθούν, χωρίς να καθίσταται αναγκαίο να γίνει λεπτομερής αναφορά σ΄ αυτές.

 

Προβάλλεται, περαιτέρω, κακοπιστία εκ μέρους των διωκτικών αρχών, σε συνάρτηση με τις παραλείψεις που έχουν διατυπωθεί από τον εφεσείοντα.

 

Όπως έχει τεθεί στη Σκορδέλλη κ.ά. ν. Αστυνομίας, Ποιν. Εφ. Αρ. 101/2013 κ.ά., ημερ. 6.6.2016:

 

«Είναι αναντίλεκτο και πηγάζει ως σύμφυτο της έννοιας της δίκαιης δίκης ότι η εξέταση της δικαιότητας και του «καθαρού» τρόπου δράσης της Αστυνομίας κατά την ανάκριση είναι έκφανση - και μάλιστα σημαντική - για να καταστήσει τη δίκη μη δίκαιη και κατά συνέπεια την καταδίκη ανασφαλή. Εάν αυτό το πρωτογενές βάθρο ενεργειών είναι σαθρό μοιραία αυτό επηρεάζει - πολλές φορές με θανάσιμο τρόπο - ό,τι επακολουθεί, ακόμη και αν η διαδικασία στο Δικαστήριο είναι άψογη.»

 

Δεν έχουμε διαπιστώσει, όπως λεπτομερώς αναλύθηκε πιο πάνω, να υπήρξε ελλιπής διερεύνηση της υπόθεσης, ούτε οποιαδήποτε μεμπτή συμπεριφορά εκ μέρους των ανακριτικών αρχών και, ειδικότερα, αυτή που καταλογίζεται από τον εφεσείοντα ως «παρωπιδισμός». Αντίθετα θα λέγαμε, οι ανακριτικές αρχές εργάστηκαν με μεθοδικότητα, δίκαια και αμερόληπτα, όπως ορθά διαπίστωσε και το Κακουργιοδικείο κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας.

 

Ενόψει όλων των πιο πάνω, ο δεύτερος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Με τον τρίτο λόγο έφεσης ο εφεσείων 1 προβάλλει ότι λανθασμένα το Κακουργιοδικείο απέρριψε την εισήγηση της υπεράσπισης ότι η μαρτυρία του ΜΚ15 ήταν αποτέλεσμα παρασχεθέντων ανταλλαγμάτων από τις διωκτικές αρχές. Σύμφωνα με τον εφεσείοντα ο ΜΚ15 επωφελήθηκε, τόσο ο ίδιος όσο και ο αδελφός του, ως ακολούθως:

 

(α) Δεν κατηγορήθηκε ο ίδιος για τις σοβαρότερες κατηγορίες που αφορούσαν την υπό κρίση υπόθεση, για τις οποίες ήταν ύποπτος και είχε παραπεμφθεί σε δίκη ενώπιον του Κακουργιοδικείου.

 

(β) Ανεστάλη ποινική δίωξη του αδελφού του σε άλλη υπόθεση, παρόλο που συνελήφθη επ΄ αυτοφώρω, κατόπιν πληροφορίας και συντονισμένης επιχείρησης της ΥΚΑΝ.

 

(γ) Δεν κατηγορήθηκε ο ίδιος για το αδίκημα της κατοχής και μεταφοράς οπλισμού για άλλη περίπτωση, κάτι που ανέφερε σε κατάθεσή του ημερομηνίας 6.12.2018.

 

(δ) Λαμβάνει επίδομα €1.195 από τη Νομική Υπηρεσία της Δημοκρατίας.

 

(ε) Του επεστράφη ποσό €1.985, το οποίο είχε κατασχεθεί και αποτελούσε τεκμήριο σε άλλη υπόθεση.

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα, αφού ανέλυσε τα πιο πάνω στοιχεία, εισηγήθηκε πως η μαρτυρία του ΜΚ15 ήταν προϊόν ανταλλαγμάτων και συμφωνίας των διωκτικών αρχών μαζί του. Αυτό, κατά την εισήγηση, θέτει υπό αμφισβήτηση τη δίκαιη διαδικασία και, προς τούτο, παρέπεμψε στην Adamčo ν. Σλοβακίας, Αίτηση Αρ. 45084/2014, ημερ. 12.2.2020. Πρόκειται για υπόθεση στην οποία ο προσφεύγων είχε καταδικαστεί για το αδίκημα του φόνου εκ προμελέτης. Η καταδίκη του βασίστηκε σε μεγάλο βαθμό στη μαρτυρία συνεργού, ο οποίος ενώ είχε δώσει αρχικά την εκδοχή του σε σχέση με τα γεγονότα της υπόθεσης, στη συνέχεια τη διαφοροποίησε ώστε να ενοχοποιήσει τον προσφεύγοντα και ο ίδιος να επωφεληθεί. Όχι μόνο δεν διώχθηκε για το υπό αναφορά αδίκημα αλλά, ενώ αρχικά αντιμετώπιζε και ο ίδιος το αδίκημα του φόνου και κρατείτο εκκρεμούσης της εκδίκασης της υπόθεσης, με τη μεταβολή της εκδοχής του και την ενοχοποίηση του προσφεύγοντα αφέθη ελεύθερος και η διερεύνηση της υπόθεσης εναντίον του ολοκληρώθηκε. Ο προσφεύγων υποστήριξε, μεταξύ άλλων, ότι η δίκη του δεν ήταν δίκαιη για το λόγο ότι ο συνεργός είχε επωφεληθεί από την αλλαγή της κατάθεσης του, αφού αναστάληκε η ποινική δίωξη εναντίον του. Υπό αυτά τα δεδομένα το ΕΔΑΔ κατέληξε στη διαπίστωση παραβίασης του Άρθρου 6(1) της ΕΣΔΑ.

 

Η ευπαίδευτη συνήγορος της Δημοκρατίας, από την άλλη, στην αγόρευσή της, χαρακτήρισε ως αυθαίρετο τον ισχυρισμό περί παροχής ανταλλαγμάτων στο ΜΚ15 για την εξασφάλιση και προώθηση δήθεν ψευδομαρτυρίας του. Προς τούτο, ανέλυσε την προσαχθείσα μαρτυρία, σε συνάρτηση με όλα τα πιο πάνω γεγονότα που επικαλείται ο εφεσείων.

 

Εξετάσαμε τις θέσεις των δύο πλευρών υπό το φως της προσαχθείσας μαρτυρίας. Από τη μαρτυρία προκύπτει ότι ο ΜΚ15 συνελήφθη στις 27.11.2018 για το αδίκημα της παράνομης κατοχής περιουσίας και, συγκεκριμένα, της μοτοσυκλέτας, η οποία το βράδυ της ίδιας ημέρας αναγνωρίστηκε από τον παραπονούμενο ως αυτή που χρησιμοποιήθηκε κατά την απόπειρα. Κατά το χρόνο της αρχικής σύλληψης του ΜΚ15 συνελήφθησαν και ο εφεσείων και ο ΜΚ34, ο οποίος αργότερα αφέθηκε ελεύθερος, καθότι δεν διαφάνηκε να είχε οποιαδήποτε σχέση με τα υπό εξέταση αδικήματα. Την ίδια ημέρα δόθηκε ανακριτική κατάθεση από το ΜΚ15, στην παρουσία του δικηγόρου του, όπου ισχυρίστηκε ότι ο λόγος που την είχε στην κατοχή του ήταν για να την μεταφέρει στο μηχανικό και ότι ο εφεσείων ήταν περαστικός και προθυμοποιήθηκε να τη μεταφέρει μέσα στο βαν. Όπως εξήγησε αργότερα στη μαρτυρία του ο ΜΚ15, τα όσα ανέφερε στην εν λόγω κατάθεση αποτελούσαν στοχευμένη υπεράσπιση του ιδίου και του εφεσείοντα, κατόπιν νομικής συμβουλής που έλαβε. Μετά την αναγνώριση της επίδικης μοτοσυκλέτας από τον παραπονούμενο εκδόθηκαν εκ νέου εντάλματα σύλληψης εναντίον του εφεσείοντα, του ΜΚ15 και του ΜΚ34. Στις 29.11.2018 ο ΜΚ15 έδωσε την πρώτη ανακριτική κατάθεση σε σχέση με την απόπειρα φόνου. Ούτε σε αυτή την κατάθεση είπε την αλήθεια και απέκρυψε γεγονότα, καθότι δεν ήθελε να αναφερθεί στον Ιωσήφ, αλλά ούτε και στις δουλειές που έκαναν μαζί, δηλαδή την πώληση ναρκωτικών. Απέκρυψε, επίσης, και άλλα στοιχεία που είχαν σχέση με τις τηλεφωνικές επικοινωνίες που είχε με τον Ιωσήφ και τον εφεσείοντα, καθώς και ότι τα κλειδιά της μοτοσυκλέτας τα παρέλαβε από τον εφεσείοντα. Στις 30.11.2018 είχε μεταφερθεί στα γραφεία της ΥΚΑΝ για τη λήψη αποτυπωμάτων και ανάκρισης, καθότι στις 27.11.2018 εντοπίστηκαν ναρκωτικά σε διαμέρισμα το οποίο ήταν ενοικιασμένο επ΄ ονόματι του αδελφού του. Στα γραφεία της ΥΚΑΝ του υποβλήθηκαν ερωτήσεις στις οποίες δεν απάντησε και, όταν του αναφέρθηκε η ύπαρξη σχεδίου προστασίας μαρτύρων, τότε ο ΜΚ15 ανέφερε ότι ήθελε να το σκεφτεί. Το απόγευμα της ίδιας ημέρας μεταφέρθηκε στην Αστυνομική Διεύθυνση Λευκωσίας, όπου του επεξηγήθηκε από μέλη της Αστυνομικής Δύναμης και της ΥΚΑΝ, η ασφάλεια που παρείχε το σχέδιο προστασίας μαρτύρων, καθώς επίσης και ότι η προστασία περιλάμβανε και την οικογένειά του. Ο ίδιος αναφέρθηκε στην επικινδυνότητα των προσώπων που εμπλέκονταν στην υπόθεση και ζήτησε χρόνο μίας ημέρας για να σκεφτεί τα όσα συζητήθηκαν και να μιλήσει με τη σύζυγό του. Την επομένη, 1.12.2018, έδωσε κατάθεση, κατά την οποία αναφέρθηκε τόσο για την υπό κρίση υπόθεση, όσο και για άλλη υπόθεση σχετικά με ναρκωτικά. Στην εν λόγω κατάθεση ενοχοποίησε τον εαυτό του για κατοχή μεγάλης ποσότητας ναρκωτικών, η οποία δεν είχε εντοπιστεί. Τις επόμενες μέρες και, συγκεκριμένα, στις 5.12.2018 συνελήφθη εκ νέου ο αδελφός του ΜΚ15 για τη μη ανευρεθείσα ποσότητα ναρκωτικών. Από το σύνολο της μαρτυρίας προέκυψε ότι η μετακίνηση των ναρκωτικών από τον αδελφό του ΜΚ15 δεν είχε στόχο ούτε την προμήθειά τους σε άλλα πρόσωπα, ούτε την εμπορία, αλλά την παροχή βοήθειας στον αδελφό του όταν έλαβε ανώνυμο τηλεφώνημα ότι αυτός κινδύνευε και έπρεπε να πάει στο διαμέρισμα να τα μετακινήσει. Η αναστολή της ποινικής δίωξης του αδελφού του ΜΚ15 έγινε κατόπιν απόφασης του Γενικού Εισαγγελέα, μετά από επιστολή του δικηγόρου, ημερομηνίας 19.3.2019, αφού έλαβε υπόψη τις εισηγήσεις της ΥΚΑΝ, το μαρτυρικό υλικό και τα γεγονότα της υπόθεσης.

 

Ο ΜΚ15 για την υπόθεση των ναρκωτικών έχει καταδικαστεί και εκτίει ποινή φυλάκισης 12 ετών. Σημειώνουμε ότι η εμπλοκή του στην υπόθεση προέκυψε από την κατάθεση που έδωσε ο ίδιος την 1.12.2018. Αναφορικά με την υπό κρίση υπόθεση η απόσυρση των σοβαρών κατηγοριών εναντίον του ΜΚ15 και η προσθήκη της κατηγορίας για το αδίκημα της συνέργειας μετά τη διάπραξη αδικήματος ήταν αποτέλεσμα απόφασης του Γενικού  Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, με βάση το μαρτυρικό υλικό που υπήρχε.

 

Αναφορικά με το επίδομα που αποφασίστηκε όπως παραχωρηθεί στη σύζυγο και το παιδί του ΜΚ15, το οποίο έγινε περί το Φεβρουάριο του 2020, όταν η σύζυγος και το παιδί του ευρίσκονταν για λόγους ασφαλείας εκτός της Δημοκρατίας, σχετικές είναι οι πρόνοιες του περί Προστασίας Μαρτύρων Νόμου του 2001, Ν.95(Ι)/2001. Συγκεκριμένα, ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας έχει την εξουσία να προσφέρει μέτρα προστασίας τόσο στον ίδιο το μάρτυρα, όσο και στη σύζυγο και το τέκνο του στη συγκεκριμένη περίπτωση και, για την υλοποίηση αυτών, να εγκρίνει τις δαπάνες που απαιτούνται για την παροχή της προστασίας (Άρθρο 17 του Ν.95(Ι)/2001). Δεν έχει διαφανεί ότι η παραχώρηση του επιδόματος στην προκειμένη περίπτωση ήταν εκτός του πλαισίου του Νόμου ή ότι η περίπτωση δεν ήταν κατάλληλη για να παραχωρηθεί.

 

Έχοντας υπόψη όλα τα πιο πάνω, καθώς και το σύνολο της μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιον του Κακουργιοδικείου, ήταν δικαιολογημένη η κρίση του ότι η μαρτυρία του ΜΚ15 δεν ήταν αποτέλεσμα ανταλλαγμάτων που δόθηκαν από τις ανακριτικές αρχές. Ως εκ τούτου, η υπόθεση Adamčo ουδεμία εφαρμογή έχει στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης (βλ. και Ξενοφώντος κ.ά. ν. Κύπρου, Αρ. Προσφ. 68725/16 κ.ά, ημερ. 25.10.2022).

 

Συνακόλουθα, ο τρίτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Με τον τέταρτο λόγο έφεσης ο εφεσείων παραπονείται ότι η Κατηγορούσα Αρχή δεν παρουσίασε όλη την ουσιώδη μαρτυρία της υπόθεσης, αφήνοντας σκοτεινές πτυχές, με αποτέλεσμα το δυσμενή επηρεασμό των δικαιωμάτων του εφεσείοντα. Προς τούτο, εισηγείται πως, ενώ στη συνάντηση της 30.11.2018 παρίσταντο ο Υποδιοικητής της ΥΚΑΝ και ο Αστυνομικός Διευθυντής Λευκωσίας, αυτοί δεν συμπεριελήφθηκαν ως μάρτυρες στο κατηγορητήριο, ούτε προσετέθη κατάλληλος μάρτυρας να αναφερθεί στα ανταλλάγματα που έλαβε ο ΜΚ15, με δεδομένη τη μαρτυρία που έδωσε κατά την αντεξέτασή του περί μηνιαίου επιδόματος που λάμβανε η οικογένειά του.

 

Κατά την ακροαματική διαδικασία προσήχθη μαρτυρία τόσο από το ΜΚ15, όσο και από τους δύο ανακριτές ΜΚ30 και ΜΚ38, ότι στις 30.11.2018 μετέβηκαν στην Αστυνομική Διεύθυνση Λευκωσίας, όπου στην παρουσία του Αστυνομικού Διευθυντή Λευκωσίας και του Υποδιοικητή της ΥΚΑΝ επανέλαβαν στο ΜΚ15 την ύπαρξη του προγράμματος προστασίας μαρτύρων και τον πληροφόρησαν για τη δυνατότητα προστασίας του ιδίου και της οικογένειάς του. Δεν θεωρούμε ότι υπήρχε υποχρέωση εκ μέρους της Κατηγορούσας Αρχής να κληθούν ως μάρτυρες όλα τα άτομα που παρίσταντο σ' εκείνη τη συνάντηση. Σε περίπτωση που η υπεράσπιση θεωρούσε τη μαρτυρία του Υποδιοικητή της ΥΚΑΝ ή του Αστυνομικού Διευθυντή Λευκωσίας, σημαντική,  θα μπορούσε να τους κλητεύσει η ίδια. Δεν τέθηκε οτιδήποτε ενώπιον του Δικαστηρίου που να υποδηλοί επηρεασμό της υπόθεσης του εφεσείοντα λόγω της μη κλήτευσης όλων των ατόμων που παρευρίσκοντο στην εν λόγω συνάντηση.

 

Παραπονείται, επίσης, ο εφεσείων ότι δεν παρουσιάστηκε ανάλυση για τα συμπεράσματα του γενετιστή, αναφορικά με το μεικτό γενετικό υλικό που ανευρέθη στα κλειδιά της επίδικης μοτοσυκλέτας και του αριθμού των δοτών.

 

Κατά την ακρόαση της υπόθεσης ερωτήθηκε ο Δρ. Καριόλου, κατά την αντεξέταση, κατά πόσο είχε στην κατοχή του την ανάλυση των ηλεκτροφερογραμμάτων σε σχέση με τα κλειδιά της μοτοσυκλέτας και απάντησε ως ακολούθως:

 

«Α. Αυτήν την στιγμή όχι και ανέμενα εάν τα θέλατε ότι θα μας τα ζητούσατε, όπως γράφει στη σελίδα 14 του Εγγράφου 16Α όπου εκεί στην τελευταία παράγραφο, στη σελίδα 14, γράφω «ό,τι έγγραφα επιθυμούν να έχουν τα μέρη να μας τα ζητήσουν εκ των προτέρων ή κατά τη διάρκεια που είμαι εδώ το Δικαστήριο.».

 

Περαιτέρω, ο ΜΚ16 δήλωσε προθυμία όπως μεταβεί στο εργαστήριο για να ετοιμάσει και παρουσιάσει τα εν λόγω έγγραφα, χωρίς όμως να υποβληθεί τέτοιο αίτημα από την υπεράσπιση. Με βάση αυτά τα γεγονότα, δεν δικαιολογείται ο εφεσείων να διατείνεται ότι υπήρξε παράλειψη εκ μέρους της Κατηγορούσας Αρχής να παρουσιάσει στοιχεία ουσιώδους μαρτυρίας στο Δικαστήριο.

 

Παραπονείται, επίσης, ο εφεσείων ότι, κατά τη μαρτυρία του ανακριτή της υπόθεσης ΜΚ38, προβλήθηκε από αυτόν ως υποθετικό σενάριο η μεταφορά της μοτοσυκλέτας μέσω μιας στενής διόδου, κάθετης επί της Λεωφόρου Λάρνακας, η οποία μπορεί να οδηγούσε στην πολυκατοικία που τελικώς εντοπίστηκε η μοτοσυκλέτα επί της οδού Φ. Πανά. Με βάση αυτό το υποθετικό σενάριο, σύμφωνα με την εισήγηση, η διαδρομή μέσω της διόδου πιθανόν να καλυπτόταν από το ΚΚΠ συγκεκριμένης πολυκατοικίας, ως ανέφερε κατά την αντεξέτασή του ο ΜΥ3, το οποίο συγκαταλέγεται σε αυτά που παρέλαβαν και τελικώς κατέστρεψαν οι διωκτικές αρχές.

 

Ούτε αυτή η σύνδεση ευσταθεί, καθότι η υπόδειξη της στενής διόδου που ενώνει τη Λεωφόρο Λάρνακος με τη Φ. Πανά καταδεικνύει τις πολλαπλές διαδρομές που υπήρχαν για να διαφύγει κάποιος από τη Φ. Πανά. Υπήρχαν και άλλα δρομολόγια που μπορούσαν να ακολουθήσουν, τα οποία δεν καλύπτονταν από ΚΚΠ.

 

Για τους πιο πάνω λόγους, ο τέταρτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Κύριος μάρτυρας κατηγορίας εναντίον του εφεσείοντα 1 ήταν ο ΜΚ15. Οι λόγοι έφεσης 5 - 7 άπτονται της εν γένει αξιολόγησης της μαρτυρίας του εν λόγω μάρτυρα.

 

O MK15 αντιμετώπισε κοινό κατηγορητήριο με τον εφεσείοντα 1 στην υπόθεση 24125/2018, η οποία αναστάληκε λόγω της σύλληψης του εφεσείοντα 2, αφού ο ΜΚ15 προέβη σε παραδοχή στην κατηγορία που αντιμετώπιζε και του επιβλήθηκε ποινή. Ο ρόλος του στην υπόθεση ήταν αυτός του συνεργού μετά τη διάπραξη. Κρίθηκε, συναφώς, από το Κακουργιοδικείο ως συνεργός και η μαρτυρία του αντιμετωπίστηκε με βάση τις αρχές που διέπουν τη μαρτυρία συνεργού. 

 

Ο εφεσείων παραπονείται ότι το Κακουργιοδικείο εσφαλμένα βασίστηκε στη μαρτυρία του, χωρίς να αναζητήσει ενισχυτική μαρτυρία, ενώ η εν λόγω μαρτυρία συγκέντρωνε όλα τα εγγενή στοιχεία που καθιστούσαν την αναζήτηση ενίσχυσης επιβεβλημένη (5ος λόγος). Τα συμπεράσματα του Κακουργιοδικείου,  ως προς την αξιοπιστία του μάρτυρα, ήταν αποτέλεσμα σφαλμάτων αρχής, ενώ η μαρτυρία δεν είχε αντιπαραβληθεί με άλλη μαρτυρία, η οποία διέψευδε το μάρτυρα (6ος λόγος). Περαιτέρω, προβάλλεται ότι λανθασμένα το Κακουργιοδικείο αποδέχθηκε ως γνήσια και αληθινή την κατ΄ ισχυρισμόν ομολογία του εφεσείοντα προς το ΜΚ15, παρόλο που δεν συνέτρεχε οποιαδήποτε από τις προϋποθέσεις αποδοχής της (7ος λόγος).

 

Στην πρόσφατη απόφαση Δημοκρατίας ν. Κουρουζίδη και Helector κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 19/2020 κ.ά., ημερ. 20.7.2022, επαναλάβαμε τις αρχές που διέπουν τον τρόπο αντιμετώπισης μαρτυρίας συνεργού ως ακολούθως:

 

«Η μαρτυρία συνεργού, κατά πάγια νομολογία, εξετάζεται με ύψιστη προσοχή και επιφυλακτικότητα. Παρά το ότι δεν υπάρχει άκαμπτος κανόνας δικαίου ή πρακτικής, από τη νομολογία προκύπτει ότι το δικαστήριο, σε πρώτο στάδιο οφείλει να απαντήσει το ερώτημα κατά πόσο είναι ή όχι διατεθειμένο να βασιστεί στη μαρτυρία του συνεργού χωρίς ενίσχυση για σκοπούς καταδίκης. Υπό αυτά τα δεδομένα, έχει νομική υποχρέωση να αυτουπενθυμίζεται ότι ένας συνεργός είναι σπιλωμένος μάρτυρας, δεδομένου ότι η μαρτυρία του είναι δυνατό να επηρεάζεται από την εμπλοκή του στα γεγονότα που καθορίζουν την εγκληματική συμπεριφορά. Σε περίπτωση που το δικαστήριο δεν είναι διατεθειμένο να βασιστεί σ΄ αυτή χωρίς ενίσχυση, τότε προχωρεί στην αναζήτηση ενίσχυσης από ανεξάρτητη μαρτυρία τέτοιας μορφής που, όχι μόνο υποστυλώνει την εκδοχή του συνεργού σε σχέση με τη διάπραξη του αδικήματος, αλλά και συνδέει ή τείνει να συνδέσει το συγκεκριμένο κατηγορούμενο με το αδίκημα αυτό (Zacharia v. The Republic (1962) 2 CLR 52, Βασιλείου κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. Αρ. 12/2015 κ.ά., ημερ. 4.7.2017, Γεωργίου ν. Δημοκρατίας κ.ά. Ποιν. Εφ. Αρ. 38/2019 κ.ά. ημερ. 20.1.22 και Loy Dejan κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. Αρ. 205/2017 κ.ά., ημερ. 11.5.2022).»

 

 

Το Κακουργιοδικείο ανέφερε πως αξιολόγησε το ΜΚ15, έχοντας συνεχώς κατά νου τις πιο πάνω αρχές. Βεβαίως, δεν αρκεί η λεκτική αναφορά, απαιτείται η ουσιαστική αντίκρυση της μαρτυρίας κατ΄ αυτόν τον τρόπο και η αντιπαραβολή της με τη λοιπή μαρτυρία (Τουμάζου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. Αρ. 142/2014, ημερ. 17.5.2015, Γεώργιος Μιχαηλίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. Αρ. 125/2017 κ.ά., ημερ. 26.4.2018 και Κουρουζίδη, πιο πάνω).

 

Στην πρόσφατη απόφαση Χριστοφόρου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. Αρ. 215/2020, ημερ. 4.10.2022, επαναλάβαμε ότι:

 

«Οι αρχές που διέπουν το ζήτημα της παρέμβασης του Εφετείου στην κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου ως προς την αξιοπιστία των μαρτύρων παραμένουν διαχρονικά αναλλοίωτες. Στη Σολωμού ν. Vineyard View Tourist Enterprises Ltd (1998) 1(Α) Α.Α.Δ. 300, 320-1, αναφέρεται ότι η αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων ανήκει κατ΄ εξοχή στο πρωτόδικο δικαστήριο το οποίο είχε την ευκαιρία να ακούσει τους μάρτυρες και να παρακολουθήσει τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο του ΅άρτυρα. Κατά κανόνα το Εφετείο σπάνια επε΅βαίνει, όταν τα ευρήματα καταφαίνονται εξ αντικει΅ένου ανυπόστατα ή όταν είναι παράλογα ή αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από τη ΅αρτυρία που έγινε αποδεχτή ως αξιόπιστη. Εάν ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο δικαστήριο να κά΅ει τα ευρή΅ατα τα οποία έκα΅ε σε σχέση ΅ε την αξιοπιστία το Εφετείο δεν επε΅βαίνει. Στη Baloise Insur. Co Ltd v. Κατωμονιάτη κ.ά. (2008) 1(Β) Α.Α.Δ. 1275, 1290-1, αναφέρθηκε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση έναντι του Εφετείου να κρίνει την αξιοπιστία των μαρτύρων, που με τη ζώσα μαρτυρία τους προσφέρουν στο δικαστήριο την αμεσότητα και την παραστατικότητα των εκατέρωθεν θέσεων τους και επομένως και τα ευρήματα που εξάγονται πρωτοδίκως, εμπεριέχουν κρίση που αφορά την εντύπωση που απεκόμισε το δικαστήριο μέσα από την ανθρώπινη εμπειρία της παρακολούθησης της δίκης και των αντιπαραβαλλόμενων θέσεων που εκεί εκφράστηκαν. Το Εφετείο έχει την ευχέρεια να καταλήξει στα δικά του συμπεράσματα εκεί όπου διαπιστώνεται ότι η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου, είτε δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από τη μαρτυρία και τα γεγονότα, είτε η κρίση επί της αξιοπιστίας των μαρτύρων παρουσιάζεται προβληματική ενόψει λογικής ανακολουθίας ή πλημμελούς αξιολόγησης των δεδομένων που παρουσιάστηκαν κατά τη δίκη.

 

Σε σχέση με ζητήματα αντιφάσεων στη μαρτυρία, για τα οποία γίνεται ιδιαίτερος λόγος στην έφεση, αναφέρθηκε στην Παπανδρέας Αθανάση ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. ΑΡ. 45/2014, ημερ. 5.10.2016, ότι επέμβαση του Εφετείου χωρεί στην περίπτωση και μόνο όπου αυτές είναι τέτοιας μορφής που να δημιουργούν ρήγμα στην υπόθεση και ότι ως τέτοιες μπορούν να καθορισθούν οι αντιφάσεις οι οποίες, υπό το φως της φύσης της υπόθεσης και του ζητήματος που καλύπτουν, πλήττουν καίρια την αξιοπιστία ενός μάρτυρα ή φανερώνουν διάθεση καταφυγής στο ψεύδος, ενώ στην Ανδρέας Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 166/2015, ημερ. 8.7.2016, ότι χρειάζονται ιδιαίτερα πειστικοί λόγοι προς αναίρεση των ευρημάτων αξιοπιστίας και ότι το Εφετείο επεμβαίνει όταν οι αντιφάσεις ή οι αδυναμίες στη μαρτυρία είναι τόσο σημαντικές, ώστε να οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η αποδοχή της μαρτυρίας ως αξιόπιστης ήταν λανθασμένη.»

 

Ο εφεσείων προβάλλει πως, πέραν των όσων εγείρονται με τον τρίτο λόγο έφεσης, ο ΜΚ15 αποδεδειγμένα επωφελήθηκε αυτά που εκεί αναφέρονται, ανεξάρτητα αν αποτελούσαν ανταλλάγματα προς αυτόν από τις διωκτικές αρχές, κάτι που απαιτούσε προσέγγιση της μαρτυρίας του με ιδιαίτερη προσοχή και αναζήτηση ενισχυτικής μαρτυρίας. Η ιδιαιτερότητα της μαρτυρίας του συγκεκριμένου συνεργού έγκειται, κατά την εισήγηση, στο ότι, σύμφωνα με τη δική του μαρτυρία, δεν κατέστη κοινωνός ή γνώστης πριν τη διάπραξη του αδικήματος, ούτε είδε οτιδήποτε, παρά μόνο μεταγενέστερα αντιλήφθηκε, ως η μαρτυρία του η οποία είναι σε μεγάλο μέρος εξ ακοής. Συγκεκριμένα, αυτή αποτελείτο από την κατ΄ ισχυρισμό ομολογία του εφεσείοντα και τα όσα του ανέφερε ο Ιωσήφ. Περαιτέρω, ο εφεσείων προβάλλει ότι η μαρτυρία του ΜΚ15 διαψεύδεται ή δεν επιβεβαιώνεται από αδιαμφισβήτητη μαρτυρία που προερχόταν κυρίως από τα ΚΚΠ και τη μαρτυρία των εμπειρογνωμόνων. Συνεπώς, κατά την εισήγηση, δεν πρόκειται μόνο για μαρτυρία συνεργού, αλλά πρωτίστως το είδος και το περιεχόμενο αυτής ήταν τέτοιο που καθιστούσε την αναζήτηση ενισχυτικής μαρτυρία αδήριτη ανάγκη. Προς τούτο, διαφοροποίησε τις υποθέσεις Ορέστης Βασιλείου κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. Αρ. 12/2015 κ.ά., ημερ. 4.7.2017 και Σκορδέλλη κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. ΄Εφ. Αρ. 101/2013, ημερ. 6.6.2016.

 

Η μαρτυρία του ΜΚ15 αφορούσε γεγονότα μετά την διάπραξη του αδικήματος, στη βάση των οποίων αντιμετώπισε σχετική κατηγορία και του επιβλήθηκε ποινή. Σε ό,τι αφορά το κατά πόσο έλαβε ανταλλάγματα για να δώσει μαρτυρία έχουμε προβεί σε εκτεταμένη ανάλυση όταν εξετάζαμε τον τρίτο λόγο και καταλήξαμε ότι δεν έχει καταδειχθεί ότι η μαρτυρία του ήταν αποτέλεσμα ανταλλαγμάτων που του δόθηκαν. Η μαρτυρία του εν λόγω μάρτυρα, ως εκ της ιδιότητάς του ως συναυτουργού, αντιμετωπίζεται με επιφυλακτικότητα και έτσι αντικρίστηκε από το Κακουργιοδικείο.  Το γεγονός ότι, με βάση το σχετικό Ν.95(Ι)/2001, παρασχέθηκε βοήθεια στην οικογένειά του δεν είναι κάτι επιλήψιμο, όπως έχουμε αναφέρει και πιο πάνω.

 

Η μαρτυρία του ΜΚ15, ως προς την τοποθέτηση της μοτοσυκλέτας στη γειτονική του εφεσείοντα πολυκατοικία, όσο και η παράδοση των κλειδιών της από τον εφεσείοντα στο ΜΚ15, δεν διαψεύσθηκαν από την υπόλοιπη μαρτυρία. Η απουσία γενετικού υλικού στα κλειδιά της μοτοσυκλέτας,  επεξηγήθηκε στον πρώτο λόγο. Η επίδικη μοτοσυκλέτα αναγνωρίστηκε τόσο από τον παραπονούμενο, όσο και τον οδηγό του αυτοκινήτου που προπορευόταν αυτού του παραπονούμενου, καθώς επίσης και από το μηχανικό, ΜΚ9, ο οποίος την αναγνώρισε ως μοναδική, καθότι ο ίδιος ξήλωσε όλα τα πλαστικά της στο  χέρι και βάφτηκε στη συνέχεια σε χρώμα άσπρο πέρλα. Όπως εξήγησε, η μοτοσυκλέτα δεν βγαίνει σε τέτοιο χρώμα και, λόγω του συνδυασμού των χρωμάτων, είναι μοναδική. Στη μοτοσυκλέτα αυτή εντοπίστηκαν σε τρία διαφορετικά σημεία υπολείμματα εκπυρσοκρότησης όπλου, ως έχει προαναφερθεί.

 

Στο ανευρεθέν, στο κλειστό αποθηκευτικό χώρο της μοτοσυκλέτας, κράνος εντοπίστηκε στο εσωτερικό του μέρος γενετικό υλικό του εφεσείοντα το οποίο, με βάση την επιστημονική μαρτυρία του Δρ Καριόλου, προέρχεται από άτομο που φόρεσε το κράνος.

 

Περαιτέρω, οι τηλεφωνικές επικοινωνίες που υπήρξαν μεταξύ ΜΚ15 και εφεσείοντα το βράδυ που διαπράχθηκε η απόπειρα επιβεβαιώνονται από τηλεπικοινωνιακά δεδομένα. Από τα πλάνα του κλειστού κυκλώματος παρακολούθησης της Range Rover φαίνονται οι κινήσεις του εφεσείοντα και ΜΚ15, οι οποίες συνάδουν με τη μαρτυρία του ΜΚ15 και διαψεύδουν τη θέση της υπεράσπισης για τυχαία συνάντηση του εφεσείοντα με τον ΜΚ15 την επομένη της διάπραξης, όταν μεταφέρετο η μοτοσυκλέτα στο βαν. Όπως ορθά υπέδειξε η ευπαίδευτη συνήγορος για τη Δημοκρατία, η οικία του εφεσείοντα βρίσκεται κοντά στην πολυκατοικία όπου εντοπίστηκε η μοτοσυκλέτα, εν αντιθέσει με το ΜΚ15, ο οποίος διαμένει σε άλλη περιοχή και δεν είχε καμία σχέση με το χώρο εκείνο. Σημειώνεται, επίσης, ότι πίσω από την πολυκατοικία που εντοπίστηκε η μοτοσυκλέτα διαμένει και ο εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης της, για τον οποίο ο εφεσείων ανέφερε ότι είχε «επιφανειακή σχέση», ενώ, σύμφωνα με τη μαρτυρία του ΜΚ11, σε συγκεκριμένες ημερομηνίες και ώρες το Μάρτιο του 2016, αμφότεροι οι εφεσείοντες, μαζί με τον Ιωσήφ και τον ιδιοκτήτη της μοτοσυκλέτας, επέβαιναν εντός του ίδιου οχήματος.

 

Το γεγονός ότι ο ΜΚ15 είναι πρόσωπο κακού χαρακτήρα, ο οποίος βαρύνεται με καταδίκη 12ετούς φυλάκισης, καθώς επίσης και ότι κατά το στάδιο ανάκρισής του η εκδοχή του διαψεύσθηκε, καθιστά, κατά τον εφεσείοντα, τη μαρτυρία του τέτοιας ποιότητας που απαιτείτο η αναζήτηση ενισχυτικής μαρτυρίας.

 

Σημειώνουμε ότι το γεγονός ότι κάποιος είναι κατάδικος δεν σημαίνει εκ προοιμίου ότι η μαρτυρία του αποτελεί  προϊόν ψεύδους και ανειλικρίνειας (Θεοφάνους ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. Αρ. 215/2012, ημερ. 6.4.2015).

 

Το Κακουργιοδικείο αντίκρισε τη μαρτυρία του ΜΚ15 με τη δέουσα επιφυλακτικότητα, εφόσον επρόκειτο για συνεργό ο οποίος προέβη σε αντιφατικές καταθέσεις. Η αξιολόγηση της μαρτυρίας του, η οποία καταλαμβάνει 21 σελίδες, είναι λεπτομερής και στο πλαίσιο αυτής διαπιστώνεται ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα στοιχεία που επικαλείται ο εφεσείων.

 

Οι προηγούμενες αντιφατικές καταθέσεις ενός μάρτυρα εκτός δικαστηρίου, δεν καθιστούν τη μαρτυρία του εκ προοιμίου αναξιόπιστη (Τεβλετιάν ν. Δημοκρατίας (2006) 2 ΑΑΔ 512). Όπως ορθά αναφέρθηκε από το Κακουργιοδικείο, το Δικαστήριο, ως κριτής της αξιοπιστίας των μαρτύρων, έχει ευχέρεια να αποτιμήσει τις αντιφάσεις ως στοιχεία που προσμετρούν στην κρίση αξιοπιστίας του μάρτυρα. Τονίστηκε, επίσης, ότι οι αντιφατικές καταθέσεις δημιουργούν ερωτηματικά ως προς την αξιοπιστία του μάρτυρα και επιβάλλουν την προσέγγιση της μαρτυρίας του με μεγάλη επιφυλακτικότητα. Στα πλαίσια αυτά το Κακουργιοδικείο προέβη σε ενδελεχή αξιολόγηση της μαρτυρία του ΜΚ15, εξετάζοντας όλα τα ζητήματα που τέθηκαν από την υπεράσπιση. Περαιτέρω, αξιολόγησε τη μαρτυρία του σε αντιπαραβολή με την υπόλοιπη αξιόπιστη μαρτυρία, καθώς και του μαρτυρικού υλικού, μέρος του οποίου αποτελεί υποστηρικτική μαρτυρία σε ουσιώδη μέρη της μαρτυρίας του (A.F.K. κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. Αρ. 44/19 κ.ά., ημερ. 6.12.2019). Προς τούτο το Κακουργιοδικείο αναφέρθηκε, ορθά κατά την κρίση μας, στα τηλεπικοινωνιακά δεδομένα, τα κλειστά κυκλώματα παρακολούθησης, καθώς και τα αποτελέσματα των επιστημονικών εξετάσεων της ΜΚ27 και ΜΚ16, όσον αφορά τη μοτοσυκλέτα, το κράνος και τα παπούτσια και κατέληξε ως εξής:

 

«.και λαμβάνοντας υπόψη την πολύ καλή εντύπωση που μας δημιούργησε, κατά τη μαρτυρία του, η οποία, όπως είπαμε, ήταν συνεπής, με συνοχή και με παράθεση τέτοιων λεπτομερειών που μόνο ένας, που πραγματικά τα βίωσε πρωτογενώς τα όσα εξιστόρησε, θα μπορούσε να τα αποδώσει με τον τρόπο και στην έκταση που και αυτός τα απέδωσε, όπως περιγράφηκε πιο πάνω, κατά την αξιολόγηση του, καταλήγουμε ότι μπορούμε να βασιστούμε σε αυτήν. Έχοντας λοιπόν επίγνωση των ιδιαίτερων περιστάσεων της υπόθεσης και των κινδύνων που θα μπορούσε να συνεπάγεται η αποδοχή της μαρτυρίας του ΜΚ15, ως συνεργού, χωρίς ενίσχυση, και έχοντας κατά νου συνέχεια τους κινδύνους που ελλοχεύουν από την αποδοχή της μαρτυρίας του, κρίνουμε λόγω της καλής εντύπωσης που μας δημιούργησε, ότι μπορούμε να βασιστούμε στη μαρτυρία του χωρίς αναζήτηση ενισχυτικής μαρτυρίας».

 

Το Κακουργιοδικείο εξέτασε τη μαρτυρία του ΜΚ15, εντός των ορθών πλαισίων, και η κατάληξη του ως προς την αξιοπιστία του ήταν εύλογα επιτρεπτή και δεν απαιτείται η παρέμβαση του Εφετείου.

 

Η αντιπαραβολή της παρούσας υπόθεσης με τις υποθέσεις Βασιλείου και Σκορδέλλη, πιο πάνω, κρίνεται ατυχής. Η κάθε υπόθεση κρίνεται με βάση τα δικά της ιδιαίτερα περιστατικά, στη βάση των εδραιωμένων αρχών της νομολογίας, και, ως τέτοια, αντικρίστηκε από το Κακουργιοδικείο.

 

Ο εφεσείων προσβάλλει την αποδοχή από το Κακουργιοδικείο της κατ΄ ισχυρισμό ομολογίας του εφεσείοντα προς το ΜΚ15. Ισχυρίζεται ο εφεσείων ότι τα όσα του αποδίδει, όχι μόνο δεν παραπέμπουν σε ομολογία ότι αυτός οδήγησε τη μοτοσυκλέτα ή ότι εμπλέκεται στο περιστατικό, αλλά επίσης δεν συνάδουν με το περιεχόμενο της μεταγενέστερης κατάθεσης του ΜΚ15 ημερομηνίας 14.3.2019, η οποία, όπως προβάλλεται, δόθηκε «όλως ετεροχρονισμένα», ήτοι τρεισήμισι μήνες μετά την πρώτη θεληματική κατάθεση.

 

Οι αρχές επί των οποίων εδράζεται η αποδοχή ενοχοποιητικών δηλώσεων, είτε προς την αστυνομία, είτε προς τρίτα πρόσωπα, και η ένταξή τους στον κορμό της μαρτυρίας είναι παγιωμένες.

 

Όπως τέθηκε στην Ανδρέου ν. Δημοκρατίας (2000) 2 ΑΑΔ 166:

 

«Η ομολογία ενοχής έχει αποκληθεί η βασιλίδα των μαρτυριών. Στο σύστημα όμως που διέπει την ποινική μας δίκη δεν έχουμε απολυτοποιήσει στον ύψιστο αυτό βαθμό την αξία της. Είναι θέμα πραγματικό που συναρτάται με τις περιστάσεις κάθε υπόθεσης. Έστω και αν γίνει αποδεκτή η ομολογία και ενταχθεί στον κορμό της μαρτυρίας, το δικαστήριο, στο τέλος, προβληματίζεται για την αλήθεια του περιεχομένου της και φυσικά για το κατά πόσο οδηγεί σε ασφαλή συμπεράσματα ενοχής. Η σχετική νομολογία μας, που αρχίζει από τις παλιές υποθέσεις R. v. Sfongaras 22 C.L.R. 13 και Volettos v. Republic (1961) C.L.R. 169, τηρεί σταθερή γραμμή στο θέμα αυτό. Είναι ζήτημα που άπτεται των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της δίκαιης δίκης. Πρόσφατη επικύρωση είχαμε στην Μάρτιν v. Δημοκρατίας (αρ. 2) (1994) 2 Α.Α.Δ.65.

 

Στην υπόθεση R. v. Mallinson [1977] Crim. L. Rev. 161 διακηρύχθηκε ότι καταδίκη που στηρίζεται σε προφορική ομολογία δεν είναι κατ' ανάγκη ανασφαλής ή μη ικανοποιητική. Η καταδίκη του κατηγορουμένου για κατοχή ναρκωτικών με σκοπό την εμπορία τους στηρίχθηκε κυρίως στις προφορικές παραδοχές ενοχής. Το αγγλικό εφετείο τόνισε πως δε συνάγεται, ως θέμα αρχής, από τη νομολογία ότι η προφορική ομολογία ενοχής δεν είναι αρκετή για να οδηγήσει σε καταδίκη.»

 

 

Περαιτέρω, στην Ρ. ν. Δημοκρατίας Ποινική Έφεση Αρ. 253/2017 ημερ. 28.02.19  αναφέρθηκαν τα ακόλουθα σε σχέση με την ομολογία:

 

«Στην υπόθεση xx xxx Θεοφάνους ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω) αναφέρονται τα εξής ως προς τη σπουδαιότητα της ομολογίας:

 

«Σε αυτή την ενότητα θα πρέπει να τονισθεί ότι η ομολογία ή η παραδοχή στη διάπραξη ή συμμετοχή σε έγκλημα, αποτελεί την κλασσική περίπτωση εξαίρεσης στον εξ ακοής κανόνα. Αυτό διότι η παραδοχή ή η ομολογία γίνεται εναντίον του ιδίου συμφέροντος του ομολογούντος, (Ζακακιώτης ν. Αστυνομίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 175 και Κωνσταντίνου ν. Αθανασίου (2012) 1 Α.Α.Δ.2012). Η ομολογία εν πάση περιπτώσει είτε δίδεται προς αστυνομικό όργανο, είτε σε τρίτο πρόσωπο, πρέπει να είναι το αποτέλεσμα ελεύθερης βούλησης και γενόμενη σε συνθήκες που δεν είχαν δυσμενώς επηρεάσει το ελεύθερο της παραδοχής ή της βούλησης. Παραμένει δε πάντοτε στην κατηγορούσα αρχή, η υποχρέωση της απόδειξης ότι η ομολογία έγινε ελευθέρως, (Ahmad v. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 256), ενώ αν η ομολογία γίνει αποδεκτή, με την ένταξη της στην υπόλοιπη αποδεκτή μαρτυρία, το Δικαστήριο έχει την περαιτέρω υποχρέωση να εξετάσει και να αποφασίσει για την αλήθεια του περιεχομένου της και κατά πόσο αυτή οδηγεί σε ασφαλή συμπεράσματα, (R. v. Sfoggaras 22 C.L.R. 13, Volettos v. Republic (1961) C.L.R. 168 και Γρηγορίου ν. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 364).

 

Στο σύγγραμμα Murphy on Evidence 8η έκδ. σελ. 268 κ.ε., εξηγείται η αξία της ομολογίας κατά το Κοινοδίκαιο ως την πιο σημαντική και συχνή εξαίρεση στον κανόνα της εξ ακοής μαρτυρίας στις ποινικές υποθέσεις. Και, περαιτέρω, ότι δεν έχει σημασία πλέον κατά πόσο η ομολογία γίνεται σε πρόσωπο που βρίσκεται σε θέση εξουσίας σε σχέση με τον παραδεχόμενο ή όχι. Η ομολογία, όπως και κάθε άλλη παραδοχή, μπορεί να γίνει προφορικά, εγγράφως, διά συμπεριφοράς ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο από τον οποίο μπορεί να εξαχθεί αρνητικό συμπέρασμα εναντίον του συμφέροντος του ατόμου που προβαίνει στην ομολογία. Όπως εξηγείται στη σελ. 272 του συγγράμματος, η παραδοχή μπορεί να γίνει όχι μόνο σε ανακριτές ποινικής υπόθεσης, συνήθως αστυνομικά όργανα, αλλά ακόμη και στο ίδιο το θύμα του αδικήματος, σε ένα φίλο, σε ένα συγγενή ή σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο. Και έχει λεχθεί στην R. v. Mallinson (1977) Crim. L.Rev. 161, ότι η ομολογία, όταν αποδεικνύεται, αποτελεί την καλύτερη διαθέσιμη μαρτυρία. Η αξία της όμως θα πρέπει να εξετάζεται με μεγάλη προσοχή ώστε το Δικαστήριο να πείθεται πραγματικά ότι η ομολογία είναι και εθελούσια και αληθής.»»

 

 

Ο ΜΚ15 στην κατάθεσή του ημερομηνίας 1.12.2018 ανέφερε ότι στο πρατήριο βενζίνης ο εφεσείων, κάνοντας χειρονομίες, του είπε τα εξής:

 

«This job last night is not good job. If I was me I go next him and I shoot him on the head. I don't like this guy».

 

Στην κατάθεσή του στην Αστυνομία, ημερομηνίας 14.3.2019, ανέφερε ότι στο πρατήριο βενζίνης ο εφεσείων του είχε πει ότι ο ίδιος ήταν ο οδηγός της μοτοσυκλέτας και μαζί του ήταν ο εφεσείων 2. Αξιολογώντας τη μαρτυρία του ως προς αυτό το ζήτημα, το Κακουργιοδικείο ανέφερε τα ακόλουθα:

 

«Η θέση των συνηγόρων υπεράσπισης ότι ο ΜΚ15 δεν έκανε αναφορά στην εμπλοκή του Κατηγορούμενου 1 αρχικά, αλλά περίμενε να δώσει λεπτομέρειες, και συγκεκριμένα, στην κατ΄ ισχυρισμό ομολογία του στις 14.3.2019 (sic) όταν, ως η θέση τους, δεν είχε η αστυνομία επαρκή μαρτυρία, δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Ο ΜΚ15 και στην  κατάθεση του ημερ. 1.12.2018 αλλά και 30.1.2019 κάνει αναφορά στα όσα ο Κατηγορούμενος 1 του ανέφερε στις 27.11.2018, όταν βρέθηκαν στο σταθμό βενζίνης χρησιμοποιώντας στις 30.1.2018 τη φράση ότι έγινε ξεκάθαρο για εκείνον για  το πως έγινε η απόπειρα κατά του Παραπονούμενου. Η χρήση της λέξης αυτής με την περιγραφή των όσων ο Κατηγορούμενος 1 του είπε στην κατάθεση του ημερ. 14.3.2019 δεν θεωρούμε ότι αποτελεί αντίφαση. Αντίφαση επίσης δεν θεωρούμε ότι αποτελεί και η χρήση της φράσης  « This job last night is not good job. If i was me I go next him and shoot him on the head...» που αναπαρήγαγε στην κατάθεση του 1.12.2018 με τα όσα αναφέρει για το ρόλο του κάθε ενός στην κατάθεση του ημερ. 14.3.2019 αλλά και κατά τη δια ζώσης μαρτυρία του. Η θέση του εξαρχής ήταν ξεκάθαρη για τους εμπλεκόμενους στο επίδικο συμβάν, αλλά, όπως προκύπτει περισσότερες λεπτομέρειες για τους ρόλους του κάθε ενός ανέφερε στην τελευταία του κατάθεση. Επαναλαμβάνουμε δε εδώ ότι ο ΜΚ15 κατά τη δια ζώσης μαρτυρία του ήταν σταθερός στις θέσεις που προέβαλε και για τους ρόλους του κάθε ενός. Τα όσα δε αναφέρει ο ΜΚ15 για τη συζήτηση που είχαν με τον Κατηγορούμενο 1  στο σταθμό βενζίνης επιβεβαιώνονται και από το σχετικό κλειστό κύκλωμα από όπου προκύπτει ότι η συζήτηση από πλευράς του τελευταίου ήταν έντονη με κινήσεις των χεριών, χωρίς όμως να καταλήγουμε στο τι αυτές απεικονίζουν.»

 

Δεν διαπιστώνουμε σφάλμα στην προσέγγιση του Κακουργιοδικείου. Εξάλλου, αυτό το μέρος της μαρτυρίας του ΜΚ15 δεν μπορεί να εξεταστεί απομονωμένα από την υπόλοιπη μαρτυρία του. Όπως ανέφερε, το βράδυ της 26.11.2018 είχε τηλεφωνική επικοινωνία με τον Ιωσήφ ο οποίος του ανέφερε ότι έγινε «παίξιμο» και θα έπρεπε να μετακινήσει την επίδικη μοτοσυκλέτα. Το ίδιο βράδυ είχε τηλεφωνική επικοινωνία με τον εφεσείοντα ενώ την επόμενη ημέρα είχε νέα τηλεφωνική επικοινωνία μαζί του που του ανέφερε να βρεθούν για να κρύψουν την μοτοσυκλέτα. Το γεγονός ότι έγιναν τα τηλεφωνήματα επιβεβαιώνεται από τα τηλεπικοινωνιακά δεδομένα.

 

Οι λόγοι έφεσης 5 - 7 απορρίπτονται.

 

Με τον όγδοο λόγο έφεσης ο εφεσείων 1 προβάλλει ότι το Κακουργιοδικείο, προβαίνοντας σε υπόθεση άνευ πραγματικού υποβάθρου και αγνοώντας την περί του αντιθέτου μαρτυρία των εμπειρογνωμόνων, εξέλαβε ως δεδομένο ότι το κράνος, Τεκμ. 54, ταυτίζεται με το κράνος που έφερε ο οδηγός της μοτοσυκλέτας. Αποτελεί θέση του εφεσείοντα ότι, από την προσαχθείσα μαρτυρία, όχι μόνο δεν αποδείχθηκε στον απαιτούμενο βαθμό ότι αυτό το κράνος σχετίζεται με την υπόθεση, αλλά αντίθετα αποδείχθηκε ότι δεν είναι αυτό το κράνος που υποτίθεται φορούσε ο οδηγός. Προς τούτο, παρέπεμψε στη μαρτυρία της ΜΚ27, προϊσταμένης του Εργαστηρίου Δικανικής Χημείας και Τοξικολογίας στο Γενικό Χημείο του Κράτους, ότι στο κράνος θα υπήρχαν υπολείμματα εκπυρσοκρότησης όπλου, δοθέντος ότι αυτά εντοπίστηκαν στο μπροστινό μέρος της μοτοσυκλέτας, ότι τα ίχνη παραμένουν στο αντικείμενο αν αυτό φυλάσσεται σε κλειστό χώρο και δεν εντοπίστηκαν ίχνη εκπυρσοκρότησης όπλου στο κράνος. Στη βάση των πιο πάνω υποστηρίχθηκε ότι το Κακουργιοδικείο κατέληξε, χωρίς υπόβαθρο και κατά παράβαση των αρχών της πάγιας νομολογίας, στο συμπέρασμα ότι το Τεκμ. 54 ήταν το κράνος που έφερε ο οδηγός της μοτοσυκλέτας κατά τον επίδικο χρόνο.

 

Ο λόγος έφεσης δεν ευσταθεί. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του παραπονούμενου ΜΚ21, ο οδηγός της μοτοσυκλέτας κατά τον επίδικο χρόνο φορούσε κράνος, όπως το Τεκμ. 54, το οποίο ανευρέθη εντός κλειστής θήκης, κάτω από το κάθισμα της μοτοσυκλέτας. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του ΜΚ15, η οποία έγινε αποδεκτή από το Δικαστήριο, ο εφεσείων 1 δεν φόρεσε το κράνος την ημέρα που μεταφέρθηκε η μοτοσυκλέτα εντός του βαν και στην κατάθεσή του, ο εφεσείων 1, μετά από σχετική ερώτηση, ανέφερε ότι ουδέποτε οδήγησε μοτοσυκλέτα στην Κύπρο. Από τις επιστημονικές εξετάσεις που έγιναν ο εφεσείων συνδέθηκε με το κράνος και, συγκεκριμένα, συμπεριλαμβάνεται στα άτομα που έχουν συνεισφέρει στο μεικτό γενετικό υλικό που εντοπίστηκε στη δεξιά εξωτερική πλευρά του γυαλιού του κράνους, στην εσωτερική πλευρά των λουριών του κράνους που δένονται στο λαιμό αυτού που το φοράει, στο εσωτερικό του κράνους, στην εσωτερική επιφάνειά του  που είναι απέναντι από το στόμα και τη μύτη του ατόμου που το φοράει, όπου εντοπίστηκε και αμυλάση, που είναι κύριο συστατικό του σάλιου, με τον εφεσείοντα να είναι ο κύριος δότης στο μείγμα του γενετικού υλικού που εναποτέθηκε στο τελευταίο σημείο του κράνους. Σχετική είναι  η μαρτυρία που δόθηκε από το Δρα Καριόλου ότι ο εντοπισμός σάλιου και ο εντοπισμός γενετικού προφίλ του εφεσείοντα, χωρίς την απουσία αλληλίων, και η ποσότητα του γενετικού υλικού που εντοπίστηκε στο συγκεκριμένο σημείο του κράνους, συμφώνως της εμπειρίας του, συνάδει με το ότι η εναπόθεση γενετικού υλικό στο σημείο εκείνο προέρχεται από άτομο που φόρεσε το κράνος.

 

Στη βάση όλων των πιο πάνω, κρίνουμε ότι ορθά κρίθηκε από το Κακουργιοδικείο ότι το κράνος που χρησιμοποιήθηκε κατά τον επίδικο χρόνο από τον οδηγό της μοτοσυκλέτας ήταν το Τεκμ. 54 και ορθά κρίθηκε ότι ο εντοπισμός γενετικού υλικού του εφεσείοντα σε αυτό, αποτελούσε περιστατική μαρτυρία εναντίον του.

 

Ο όγδοος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Με τον ένατο λόγο έφεσης ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι το Κακουργιοδικείο κατέληξε σε καθοριστικά για την ετυμηγορία του συμπεράσματα, μέσω ανεπίτρεπτων υποθέσεων που δεν υποστηρίζονταν από τη μαρτυρία και, σε κάποιες περιπτώσεις, ως αποτέλεσμα παρερμηνείας συγκεκριμένης μαρτυρίας. Τα ζητήματα στα οποία παραπέμπει ο εφεσείων προς υποστήριξη του λόγου έφεσης έχουν εξεταστεί ανωτέρω και οι εισηγήσεις του έχουν απορριφθεί. Συνεπώς, παρέλκει η οποιαδήποτε περαιτέρω εξέταση.

 

Με το δέκατο λόγο έφεσης ο εφεσείων παραπονείται για την αποδοχή κατάθεσης ως τεκμηρίου ενός usb, περιέχοντος πλάνα από ΚΚΠ κάποιου πρακτορείου στοιχημάτων στη Λακατάμεια, όπου, κατά τους ισχυρισμούς του ΜΚ15, σε κατάθεση που δόθηκε στα πλαίσια διερεύνησης υπόθεσης διακίνησης ναρκωτικών, όχι της παρούσας, μεσολάβησε συνάντηση του ΜΚ15 με τον Ιωσήφ προς το σκοπό προμήθειας ναρκωτικών ουσιών.

 

Το εν λόγω usb, το οποίο εμπεριέχει πλάνα από το ΚΚΠ του υποστατικού Megabet στη Λεωφ. Αρχ. Μακαρίου, στη Λακατάμεια, κατατέθηκε μετά από συγκεκριμένες ερωτήσεις που τέθηκαν προς τον ανακριτή, ΜΚ30, με στόχο να καταδείξουν πλημμέλεια στο ανακριτικό έργο και για να πλήξουν την αξιοπιστία του ΜΚ15. Εφόσον, λοιπόν, το ζήτημα εγέρθηκε από την υπεράσπιση, το Κακουργιοδικείο ορθά επέτρεψε την κατάθεση του εν λόγω τεκμηρίου και ορθά λήφθηκε υπόψη κατά την αξιολόγηση του ΜΚ15.

 

Ο δέκατος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Με τον εντέκατο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι εσφαλμένα το Κακουργιοδικείο απέρριψε το αίτημα της υπεράσπισης για αντεξέταση του ιδιοκτήτη της επίδικης μοτοσυκλέτας, με αποτέλεσμα το δυσμενή επηρεασμό των υπερασπιστικών δικαιωμάτων του εφεσείοντα. Σύμφωνα με την εισήγηση, όταν έδιδε μαρτυρία ο ΜΚ14 αναφέρθηκε σε τηλεφωνική επικοινωνία που είχε με τον ιδιοκτήτη της μοτοσυκλέτας, ο οποίος βρισκόταν στο εξωτερικό, αυτός του ανέφερε ότι τη μοτοσυκλέτα κατείχε ο ΜΚ15, από τον οποίο ζήτησε να την μεταφέρει για «σέρβις», διότι προσεχώς θα επέστρεφε στην Κύπρο. Τα ίδια επανέλαβε και κατά την επιστροφή του στην Κύπρο σε κατάθεση που έδωσε στην αστυνομία. Ο ΜΚ14 αναφέρθηκε στην τηλεφωνική τους συνομιλία και κατέθεσε την κατάθεση που έδωσε το εν λόγω πρόσωπο στην αστυνομία ως τεκμήριο, χωρίς να καθοριστεί οποιοσδήποτε περιορισμός αναφορικά με το σκοπό της κατάθεσης της και χωρίς να κληθεί ως μάρτυρας. Προτού κλείσει την υπόθεση της η Κατηγορούσα Αρχή, ο εφεσείων αιτήθηκε όπως κληθεί για αντεξέταση το εν λόγω πρόσωπο στη βάση του Άρθρου 26 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9. Στην ένσταση που υπέβαλε η Δημοκρατία εισηγήθηκε ότι η κατάθεση του εν λόγω μάρτυρα προσκομίστηκε όχι για την αλήθεια του περιεχομένου της, αλλά για σκοπούς πληρότητας και παρουσίασης του ανακριτικού έργου, χωρίς η Κατηγορούσα Αρχή να στηρίζεται σε αυτή τη μαρτυρία, την οποία θεωρεί αναξιόπιστη. Ως εκ τούτου, εισηγήθηκε ότι δεν θα μπορούσε να ενεργοποιηθεί το Άρθρο 26 του Κεφ. 9.

 

Το Κακουργιοδικείο αποφάσισε ότι τα όσα αναφέρονται στην κατάθεση του ιδιοκτήτη της μοτοσυκλέτας, όχι μόνο δεν αποτέλεσε αντικείμενο αξιολόγησης εξ ακοής μαρτυρίας, αφού δεν κατατέθηκαν για την αλήθεια του περιεχομένου τους, αλλά, επιπλέον, δεν συνιστούσαν μέρος της μαρτυρίας επί της οποίας στηρίχθηκε η Κατηγορούσα Αρχή. Ως εκ τούτου, κατέληξε ότι η έγκριση του αιτήματος δεν θα ήταν αναγκαία για σκοπούς ορθής απονομής της δικαιοσύνης. Αντιθέτως, θα δημιουργούσε προβλήματα στη διαδικασία και θα ήταν άδικη και δυσμενής για την Κατηγορούσα Αρχή, αφού θα την ανάγκαζε να καλέσει μάρτυρα τον οποίο η ίδια δεν θεωρεί αξιόπιστο.  

 

Το Άρθρο 26(1) του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9, προνοεί τα εξής:

 

«26.-(1) Σε περίπτωση κατά την οποία οποιοσδήποτε διάδικος προσάγει εξ ακοής μαρτυρία και δεν κλητεύει ως μάρτυρα στη διαδικασία το πρόσωπο, το οποίο είχε προβεί στην αρχική δήλωση, τότε οποιοσδήποτε άλλος διάδικος δύναται, με την άδεια του Δικαστηρίου, πριν ο διάδικος που έχει προσάξει την εξ ακοής μαρτυρία κλείσει την υπόθεσή του, να κλητεύει το εν λόγω πρόσωπο για να το αντεξετάσει σε σχέση με την αρχική του δήλωση:

Νοείται ότι το Δικαστήριο δύναται να μην επιτρέψει την κλήτευση, αν κρίνει ότι η κλήτευση του εν λόγω προσώπου δεν είναι, υπό τις περιστάσεις, εύλογη και εφικτή ή ότι δεν είναι αναγκαία για σκοπούς ορθής απονομής της δικαιοσύνης».

 

Στόχος του νομοθέτη ήταν ουσιαστικά η προστασία των δικαιωμάτων του διάδικου εναντίον του οποίου δίδεται η εξ ακοής μαρτυρία έτσι ώστε, μέσω της αντεξέτασης, να αντικρούσει την εναντίον του μαρτυρία. Η κλήτευση του προσώπου που έδωσε την εξ ακοής μαρτυρία εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου, ως αναφέρεται στην πιο πάνω νομοθετική διάταξη.

 

Εν προκειμένω, είναι γεγονός ότι κατά το στάδιο της παρουσίασης της κατάθεσης δεν έγινε οποιαδήποτε αναφορά ως προς το σκοπό που θα κατατίθετο. Έγινε, επίσης, αναφορά από το ΜΚ14 στα όσα του ανέφερε ο ιδιοκτήτης της μοτοσυκλέτας σε τηλεφωνική επικοινωνία που είχαν. Είναι προφανές από το περιεχόμενο των λεχθέντων και καταγραφέντων γεγονότων ότι αυτά δεν υποστήριζαν την υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής, αλλά αντίθετα έρχονταν σε αντίθεση με τα όσα αναφέρθηκαν από τον κύριο μάρτυρα ΜΚ15 και υποστήριζαν τις θέσεις του εφεσείοντα. Αυτό συνάδει και με τη θέση της εφεσίβλητης ότι ο λόγος που τέθηκε αυτή η μαρτυρία περιοριζόταν στο να αναφερθούν οι ενέργειες των ανακριτικών αρχών κατά τη διερεύνηση της σοβαρής αυτής υπόθεσης. Αυτό εξάλλου επεσήμανε το Κακουργιοδικείο στην ενδιάμεση του απόφαση, ότι δηλαδή η εν λόγω κατάθεση δεν παρουσιάστηκε για την αλήθεια του περιεχομένου της και, επομένως, το Άρθρο 26 δεν τύγχανε εφαρμογής.

 

Ο δωδέκατος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

O δέκατος τρίτος λόγος άπτεται της αποδοχής από το Κακουργιοδικείο των τηλεπικοινωνιακών δεδομένων ως μέρος της περιστατικής μαρτυρίας εναντίον του εφεσείοντα. Συγκεκριμένα, προβάλλεται πως λανθασμένα θεωρήθηκε ως περιστατική μαρτυρία το γεγονός ότι ο εφεσείων, μεταξύ των ωρών 19:37 έως 23:15, δεν επικοινώνησε με τον εφεσείοντα 2 και τον Ιωσήφ Ιωσήφ και ότι, από την 23:15, παρουσιάζεται συχνή επικοινωνία μεταξύ των τριών προσώπων. Το Δικαστήριο, κατά την εισήγηση, δεν συνεκτίμησε ότι τέτοιου είδους επικοινωνία παρουσιάζεται και σε άλλες ημερομηνίες, ενώ κατά τον ουσιώδη χρόνο υπήρχε επικοινωνία και με άλλα άτομα, χωρίς, ωστόσο, να ερευνηθεί το περιεχόμενο των συνδιαλέξεων των εν λόγω τηλεπικοινωνιών. Περαιτέρω, στις 23:15 της 16.11.2018 καταγράφεται εισερχόμενη κλήση, η οποία λαμβάνει σήμα από την κεραία επί της Λεωφόρου Λάρνακος 84, η οποία καλύπτει και την οικία του. Με βάση το σύνολο της μαρτυρίας και, ειδικότερα, των ΚΚΠ της γύρω περιοχής δεν απεδείχθη η δυνατότητα του εφεσείοντα να διαπράξει το αδίκημα, να μεταφέρει το δεύτερο άτομο που πυροβόλησε και να μεταβεί στην οικία του, διανύοντας αδιευκρίνιστη διαδρομή, να κρύψει τη μοτοσυκλέτα και να απαντήσει στην εν λόγω κλήση.

 

Το Κακουργιοδικείο έκρινε ότι τα τηλεπικοινωνιακά δεδομένα που έγιναν αποδεκτά συνιστούσαν  περιστατική μαρτυρία ενοχής και για τους δύο εφεσείοντες. Συγκεκριμένα, αναφέρθηκε στη «διαπίστωση ότι κατά τους επίδικους χρόνους πριν την υπό κρίση απόπειρα φόνου, εντοπίζεται πολύ συχνή τηλεφωνική επικοινωνία μεταξύ των δύο Κατηγορουμένων, και του Ιωσήφ. Αυτή η συχνή επικοινωνία, διακόπτεται μεταξύ των ωρών 19:37 με 23:15 της 26.11.2018, την ώρα δηλαδή που υπάρχει προετοιμασία αρχικά παρακολούθησης Παραπονουμένου και την ώρα που διαπράχθηκε σύμφωνα με τη μαρτυρία η απόπειρα φόνου. Στην συνέχεια επανέρχεται πάλι με μεγαλύτερη συχνότητα η επικοινωνία μεταξύ Κατηγορουμένων και Σήφη

 

Οι πιο πάνω διαπιστώσεις του Κακουργιοδικείου είναι ορθές και προκύπτουν σαφώς από τη μαρτυρία. Εκείνο που, επίσης, προκύπτει από τη μαρτυρία είναι ότι, τόσο η οικία του εφεσείοντα, όσο και περιοχή της Φωτεινού Πανά, όπου αφέθηκε η μοτοσυκλέτα, καλύπτονται από την ίδια κεραία. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι δεν υπάρχει μαρτυρία που να καταδεικνύει ακριβώς από ποιο σημείο έγινε μια τηλεφωνική επικοινωνία, ούτε ότι υπήρχε δυνατότητα κάλυψης από ΚΚΠ όλων των πιθανών διαδρομών από τον τόπο διάπραξης του αδικήματος μέχρι τον τόπο όπου ανευρέθηκε η μοτοσυκλέτα, έτσι ώστε να μπορούσε, με μικροσκοπική ανάλυση της μαρτυρίας, να καταλήξει κάποιος σε συμπεράσματα. Η ανωτέρω κατάληξη του Κακουργιοδικείου, ως προς τα τηλεπικοινωνιακά δεδομένα, ήταν δικαιολογημένη στη βάση της ανθρώπινης λογικής και εμπειρίας. Συνεπώς, δεν υπάρχει πεδίο παρέμβασης του Εφετείου.

 

Ο δέκατος τρίτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Με το δέκατο-τέταρτο λόγο έφεσης, ο εφεσείων επικαλείται ότι εσφαλμένα θεωρήθηκαν από το Κακουργιοδικείο αναφορές στις καταθέσεις του ως ψεύδη και μάλιστα αναγορευόμενα σε περιστατική μαρτυρία ενοχής του.

 

Το Κακουργιοδικείο ανέφερε τα ακόλουθα αναφορικά με «ψέματα» που είπε ο εφεσείων:

 

    «. εντοπίζεται και περιστατική μαρτυρία αναφορικά με τα ψέματα που επικαλέστηκε ως προς τον σκοπό συνάντησης του με τον ΜΚ15 στις 27.11.2018,  όπως προκύπτουν από τις καταθέσεις του (Τεκμήρια 202, 136Α και 138Α). Ενώ αρχικά στην κατάθεση του ημερ. 27.11.18 (Τεκμήριο 202) αναφέρεται σε τυχαία συνάντηση του με τον ΜΚ15 (ερωτήσεις  10, 11, 13 και 18), ο οποίος του ζήτησε να τον βοηθήσει να μετακινήσουν μια μοτοσυκλέτα,  στην συνέχεια στις επόμενες καταθέσεις του (Τεκμήριο 136Α ημερ. 30.11.18 και 138Α ημ. 3.12.18) αναφέρει ότι συνεννοήθηκε τηλεφωνικά με τον ΜΚ15 να βρεθούν στο συγκεκριμένο σημείο γιατί είχε κάποιο πρόβλημα το αυτοκίνητο του.

 

    Ψέματα είπε ο Κατηγορούμενος 1 και για το πότε είχε προηγούμενη επικοινωνία με τον ΜΚ15. Στην κατάθεση του ημ. 27.11.2018 (Τεκμήριο 202) ισχυρίστηκε ότι μίλησε τηλεφωνικά με τον ΜΚ15 πριν μια εβδομάδα για να τον συγχαρεί για την γέννηση της κόρης του. Παρέλειψε όμως να αναφερθεί στις πολύ πρόσφατες τηλεφωνικές επικοινωνίες που είχε με τον ΜΚ15 το βράδυ της 26.11.18 και ώρα 23:42:06 αλλά και τις 6 τηλεφωνικές επικοινωνίες που είχαν μεταξύ τους την επομένη στις 27.11.18 από τις 10.28 το πρωί μέχρι και τις 16.17 το απόγευμα.

 

    Τα πιο πάνω ψέματα του Κατηγορουμένου 1 συνιστούν περιστατική μαρτυρία για την εκ μέρους του διάπραξη του αδικήματος της απόπειρας φόνου αφού προβλήθηκαν ηθελημένα με κίνητρο να αποφύγει την αλήθεια ήτοι την προηγούμενη συνεννόηση με τον ΜΚ15 και τον σκοπό συνάντησης που ήταν η μετακίνηση της επίδικης μοτοσικλέτας, η οποία χρησιμοποιήθηκε στην απόπειρα φόνου του Νίκου Ροδοθέου. Περαιτέρω προκύπτει ότι τα εν λόγω ψέματα που προβλήθηκαν μετά την σύλληψη του Κατηγορούμενου 1, έγιναν με επίγνωση  της ενοχής και τον φόβο της αλήθειας, προέρχονται δε από ανεξάρτητη μαρτυρία ήτοι από τον ΜΚ15 και τα κατατεθέντα τηλεπικοινωνιακά δεδομένα (Τεκμήρια 76 έως 82 και 151).»

 

 

Στην Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 ΑΑΔ 260 επεξηγήθηκαν οι αρχές που διέπουν το θέμα.  Το γεγονός ότι το Δικαστήριο απέρριψε την εκδοχή του κατηγορούμενου δε συνιστά αφ' εαυτού στοιχείο περιστατικής μαρτυρίας ενισχυτικό της εκδοχής της κατηγορούσας αρχής. Το δε γεγονός ότι ο κατηγορούμενος είπε ψέματα δεν αποδεικνύει αφ' εαυτού θετικά την υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής. Ψέματα που λέχθηκαν από τον κατηγορούμενο, είτε εντός είτε εκτός Δικαστηρίου, μπορούν να αποτελέσουν περιστατική μαρτυρία σε βάρος του, εφόσον ικανοποιούνται τα ακόλουθα τέσσερα κριτήρια:-

(α)  Το ψέμα πρέπει να είναι ηθελημένο.

(β)  Πρέπει να αναφέρεται σε ουσιώδες ζήτημα.

(γ)  Το κίνητρο για το ψέμα πρέπει να είναι η επίγνωση της ενοχής και ο φόβος της αλήθειας. 

(δ)  Το ψέμα πρέπει να αποδεικνύεται με ανεξάρτητη μαρτυρία, δηλαδή είτε με παραδοχή είτε με μαρτυρία από ανεξάρτητο μάρτυρα.

Ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι, ανακρινόμενος, προέβαλε άλλοθι, λέγοντας ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο, βρισκόταν στην οικία του, κάτι που επιβεβαιώθηκε από τη σύζυγό του, στα πλαίσια της δικής της κατάθεσης και πως η θέση του συνάδει με την προσκομισθείσα μαρτυρία των ΚΚΠ και των τηλεπικοινωνιακών δεδομένων, η οποία δεν αμφισβητήθηκε.

 

Σε σχέση με την παράλειψη αναφοράς του τηλεφωνήματος της 26.11.2018, σε ερώτηση πότε μίλησε τελευταία φορά με το ΜΚ15, ο εφεσείων 1 ισχυρίζεται ότι δεν συνιστά ψεύδος, δεδομένου ότι αναφέρθηκε στη συνάντηση που είχε με το ΜΚ15 στις 27.11.2018. Συνεπώς, η παράλειψή του  μπορούσε να εκληφθεί ως καλόπιστη.

 

Ενώπιον μας ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα, στο διάγραμμα αγόρευσης του, ανέφερε ότι ο εφεσείων «από πρόθεση προσήλθε για να συμπράξει στην απόκρυψη μιας μοτοσυκλέτας και όχι επειδή ήταν ένοχος απόπειρας φόνου». Σε αυτή τη βάση εισηγήθηκε ότι η αντίληψη που ο εφεσείων σχημάτισε για το επιλήψιμο της απόκρυψης της μοτοσυκλέτας συνιστά αντικειμενικά εύλογη και συμβατή με τη μαρτυρία εξήγηση για το συγκεκριμένο ψέμα, κατ΄εφαρμογή των αποφασισθέντων στην Αλ Χαμάτ κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1989) 2 ΑΑΔ 117. Τέτοιος συλλογισμός δεν μπορεί, ωστόσο,  να ληφθεί υπόψη. Και τούτο γιατί δεν ήταν ποτέ η εκδοχή του εφεσείοντα ότι απέκρυψε την αλήθεια γιατί υποψιάστηκε την εμπλοκή της μοτοσυκλέτας σε άλλο έγκλημα. Έτσι το ψέμα, που παραδέχεται πλέον ότι είπε, δεν μπορεί να αποστασιοποιηθεί από το επίδικο αδίκημα, έτσι ώστε να τυγχάνουν εφαρμογής τα αποφασισθέντα στην Αλ Χαμάτ.

 

Η εκδοχή του ήταν αρχικά, στην πρώτη του κατάθεση ότι βρέθηκε στο σημείο τυχαία. Ακολούθησε δεύτερη εκδοχή ότι, κατόπιν τηλεφωνήματος του ΜΚ15, μετέβη στο μέρος γιατί είχε πρόβλημα το αυτοκίνητο του ΜΚ15. Ενώπιον μας, αυτό που προβάλλεται είναι μια τρίτη εκδοχή που δε βρίσκει έρεισμα στη μαρτυρία που δόθηκε κατά τη δίκη.

 

Οι προηγούμενες τηλεφωνικές επικοινωνίες με το ΜΚ15 προκύπτουν και από τα τηλεπικοινωνιακά δεδομένα του εφεσείοντα και του ΜΚ15 και δεν είναι απότοκο μόνο της μαρτυρίας του ΜΚ15. Πρόκειται για δύο ψεύδη, τα οποία αφορούν συμπεριφορά του εφεσείοντα μετά τη διάπραξη του αδικήματος και ορθά κρίθηκαν ως περιστατική μαρτυρία. Και τα δύο ψεύδη του εφεσείοντα ήταν ουσιαστικής σημασίας για τη σύνδεσή του με τη μοτοσυκλέτα που χρησιμοποιήθηκε για την απόπειρα φόνου. Συνεπώς, τηρούντο όλες οι προϋποθέσεις που τίθενται από τη νομολογία αναφορικά με ψέματα που μπορούν να ληφθούν υπόψη ως περιστατική μαρτυρία.

 

Ο δέκατος-τέταρτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Με το δέκατο-πέμπτο λόγο έφεσης, τον οποίο ο εφεσείων προβάλλει επικουρικά, όπως αναφέρει, αμφισβητεί την κατάληξη του Δικαστηρίου περί απόδειξης πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας της πρόθεσης θανάτωσης του παραπονούμενου. Με βάση την προσκομισθείσα μαρτυρία, οι επιβαίνοντες της μοτοσυκλέτας κινούνταν πλησίον του παραπονούμενου επί δύο και πλέον χιλιόμετρα και για δέκα περίπου λεπτά υπήρχε αραιή κίνηση και δεν παρεμβάλλετο κάποιο εμπόδιο μεταξύ αυτών και του παραπονούμενου. Ως εκ τούτου, είχαν επανειλημμένα τη δυνατότητα να τον πυροβολήσουν, κυρίως όταν σταμάτησαν στα φώτα τροχαίας, πλάι από τον παραπονούμενο. Παρά ταύτα, οι πέντε πυροβολισμοί έλαβαν χώρα από απόσταση 10-20 μέτρα και έπληξαν το κάτω μέρος του αυτοκινήτου. Τα πιο πάνω γεγονότα αποδεικνύουν, κατά την εισήγηση, ότι το άτομο που πυροβόλησε τον παραπονούμενο μάλλον απέφυγε την πρόκληση του οποιουδήποτε τραυματισμού του, πόσο μάλλον του θανάτου του, και δεν συναγόταν συμπέρασμα, πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας ότι οι επιβαίνοντες της μοτοσυκλέτας είχαν τέτοια πρόθεση. Αναδυόταν, συνεπώς, κατά την εισήγηση, εύλογη αμφιβολία ως προς την πρόθεση των δραστών να φονεύσουν τον παραπονούμενο.

 

Στη Μενελάου ν. Αστυνομίας (2004) 2 ΑΑΔ 407, 413, που μας παρέπεμψε η ευπαίδευτη συνήγορος για τη Δημοκρατία, αναφέρονται τα ακόλουθα ως προς το συστατικό στοιχείο της απόπειρας φόνου που αφορά στην πρόθεση δολοφονίας του θύματος:

 

«Συστατικό στοιχείο του αδικήματος της απόπειρας φόνου (άρθρο 214(α)* του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154) είναι η ύπαρξη συγκεκριμένης πρόθεσης δολοφονίας του θύματος με την παράνομη ενέργεια που επιχειρείται. Η έννοια της απόπειρας σαφώς εμπεριέχει το στοιχείο της πρόθεσης για την ολοκλήρωση του εγκλήματος. Στις περιπτώσεις όπου η πρόθεση δεν αποδεικνύεται άμεσα με ομολογία, η απόδειξη ύπαρξης του εν λόγω στοιχείου μπορεί να γίνει με περιστατική μαρτυρία. ΄Επεται, ότι η ύπαρξη της πρόθεσης, συνάγεται από τα περιστατικά της υπόθεσης όπως είναι το ελατήριο, οι προπαρασκευαστικές πράξεις, οι δηλώσεις του κατηγορούμενου, το όπλο που χρησιμοποιήθηκε, η επιμονή στην επίθεση, η φύση των τραυμάτων που προκλήθηκαν και το μέρος του σώματος στο οποίο τα τραύματα εντοπίστηκαν. Όπου η πρόθεση αποτελεί συστατικό στοιχείο του αδικήματος και για την απόδειξή της προσάγεται περιστατική μαρτυρία, το συμπέρασμα για την ύπαρξη της πρόθεσης δεν πρέπει να είναι ένα λογικό γενικά συμπέρασμα αλλά πρέπει να είναι το μόνο λογικό συμπέρασμα. Βλ. Σάββα ν. Δημοκρατίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 257.»

 

Στην απόφασή του το Κακουργιοδικείο κατέληξε στην ύπαρξη σαφούς πρόθεσης των δύο εφεσειόντων να φονεύσουν το θύμα, στη βάση του πιο κάτω σκεπτικού:

 

«Στην παρούσα υπόθεση, προκύπτει με βάση την δοθείσα μαρτυρία,  η σαφής πρόθεση των δύο κατηγορουμένων να φονεύσουν το θύμα. Οι κατηγορούμενοι είχαν κατά τους επίδικους χρόνους συνεχή τηλεφωνική επικοινωνία μεταξύ τους αλλά και με τον Ιωσήφ. Επίσης παρακολουθούσαν για αρκετό διάστημα τις κινήσεις του θύματος και την πορεία του αυτοκινήτου του, οδηγώντας την επίδικη μοτοσυκλέτα. Μόλις το αυτοκίνητο του θύματος σταμάτησε στα φώτα τροχαίας της οδού Εθνικής Φρουράς, βρήκαν την ευκαιρία να ολοκληρώσουν την παράνομη πρόθεση τους, ρίχνοντας συνολικά 5 πυροβολισμούς με πυροβόλο όπλο από κοντινή απόσταση στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου του θύματος. Σύμφωνα με την μαρτυρία που έγινε αποδεκτή από το Δικαστήριο, οι εν λόγω πυροβολισμοί έπληξαν το πίσω μέρος του αυτοκινήτου και οι 4 από τους 5 ήταν προς την πλευρά του οδηγού (βλ. μαρτυρία ΜΚ22).    

 

    Όλα τα πιο πάνω στοιχεία αποδεικνύουν κατά την κρίση μας πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας ότι οι κατηγορούμενοι με τις ενέργειες τους αυτές, είχαν πρόθεση να επιφέρουν τον θάνατο του θύματος και επιχείρησαν να πραγματώσουν τον πιο πάνω παράνομο σκοπό τους.»

 

Η απόφαση του Κακουργιοδικείου είναι ορθή. Η περιστατική μαρτυρία, σε συνδυασμό με τη ρίψη πυροβολισμών εναντίον του αυτοκινήτου που οδηγούσε ο παραπονούμενος σε δημόσιο δρόμο, όταν το αυτοκίνητο σταμάτησε στα φώτα τροχαίας, δεν χωρεί οποιασδήποτε άλλης λογικής εξήγησης παρά μόνο ότι οι επιβαίνοντες της μοτοσυκλέτας ήθελαν να φονεύσουν το θύμα.

 

Ο δέκατος-πέμπτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Με το δέκατο-έκτο λόγο αμφισβητείται η αξιολόγηση της μαρτυρίας του αστυφύλακα ανακριτή, ΜΚ20, ο οποίος                                                                                                              εργάστηκε για εντοπισμό και λήψη κλειστών κυκλωμάτων παρακολούθησης. Σύμφωνα με την εισήγηση, το Δικαστήριο δε διαπίστωσε ότι η  μαρτυρία του ΜΚ20 διαψεύσθηκε από του αξιόπιστους μάρτυρες ΜΥ5 και ΜΥ7 σχετικά με την κάμερα στο Μini Mix επί της οδού Κένεντυ, ακριβώς απέναντι από την οδό Περικλέους, διεύθυνση κατοικίας του εφεσείοντα και για τις κάμερες στο υποστατικό Cash for Gold.

 

Ο λόγος έφεσης δεν ευσταθεί. Τα όσα εγείρονται έχουν ήδη καλυφθεί  και δεν απαιτείται να λεχθεί οτιδήποτε περαιτέρω.

 

Με το δέκατο-έβδομο λόγο έφεσης αμφισβητείται η αξιολόγηση της μαρτυρίας του Α/Αστ. Α. Κοντεμενιώτη, ΜΚ37, ο οποίος έδωσε μαρτυρία αναφορικά με την αναστολή της ποινικής δίωξης του αδελφού του ΜΚ15, στη βάση του ότι το Κακουργιοδικείο παρερμήνευσε τη μαρτυρία του πρώην υποδιοικητή της ΥΚΑΝ, ΜΥ6.

 

Ούτε σε αυτή την περίπτωση διαπιστώνουμε σφάλμα στην αξιολόγηση της μαρτυρίας και, όπως ορθά παρατήρησε η εκπρόσωπος του Γενικού Εισαγγελέα, η αναστολή της ποινικής δίωξης του εν λόγω προσώπου αποφασίστηκε από το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας και, ως τέτοια, δεν ελέγχεται από το Δικαστήριο. Το ζήτημα αυτό έχει τύχει εξέτασης στα πλαίσια του τρίτου λόγου έφεσης.

 

Με το δέκατο-όγδοο λόγο έφεσης αμφισβητείται η αξιολόγηση της μαρτυρίας των ΜΚ14, 30 και 38, που συναποτελούσαν την ανακριτική ομάδα, με αποτέλεσμα το Δικαστήριο να μην αναφερθεί στις πλημμέλειες που επέδειξαν οι ανακριτικές αρχές. Το θέμα αυτό έχει εξεταστεί στο πλαίσιο του δεύτερου λόγου έφεσης. Δεν κρίνουμε ότι υπήρξε λανθασμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας των ανακριτών της υπόθεσης, ούτε διαπιστώνεται να υπήρχαν πλημμέλειες κατά τη διερεύνηση της υπόθεσης. Οι ανακριτικές αρχές, όπως ορθά διαπίστωσε το Κακουργιοδικείο, ενήργησαν με επαγγελματισμό και αμεροληψία. Συνακόλουθα, δεν διακρίνουμε σφάλμα στην αξιολόγηση έτσι ώστε να απαιτείται η επέμβαση του Εφετείου.

 

Ο δέκατος-όγδοος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Η έφεση του εφεσείοντα 1 κατά της καταδίκης απορρίπτεται.

 

Έφεση 155/2021

Ο εφεσείων 2 κρίθηκε ένοχος στις κατηγορίες της συνωμοσίας, απόπειρας φόνου και κατοχής πυροβόλου όπλου, στη βάση της ακόλουθης περιστατικής μαρτυρίας:

 

·        Ανεύρεση υπολειμμάτων εκπυρσοκρότησης όπλου στα παπούτσια του και στην επίδικη μοτοσυκλέτα

·        Φυγοδικία μετά τη σύλληψη του εφεσείοντα 1 και του ΜΚ15

·        Τηλεπικοινωνιακά δεδομένα.

 

Με τους λόγους έφεσης 1, 2, 5 και 6 ο εφεσείων αμφισβητεί τα στοιχεία περιστατικής μαρτυρίας που λήφθηκαν υπόψη από το Κακουργιοδικείο για να καταλήξει στην ενοχή του για τις πιο πάνω κατηγορίες.

Πυρίτιδα στα παπούτσια του εφεσείοντα

 

Παραθέτουμε απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση, όπου εξετάζεται αυτό το ζήτημα:

 

«Όσον αφορά τον Κατηγορούμενο 2 εντοπίζεται περιστατική μαρτυρία που σχετίζεται με την ανεύρεση στα παπούτσια του (Τεκμήριο 1), υπολειμμάτων εκπυρσοκρότησης όπλου και συγκεκριμένα, σωματιδίων που αποτελούνται από Μόλυβδο (Pb), Αντιμόνιο (Sb) και Βάριο (Ba). Σχετική είναι η έκθεση της εμπειρογνώμονος Αυξεντίου (ΜΚ27), στην οποία αναφέρεται ότι η ανίχνευση των σωματιδίων με τα 3 πιο πάνω στοιχεία, αποδεικνύει αποκλειστικά (unique) την ύπαρξη υπολειμμάτων εκπυρσοκρότησης όπλου (βλ. Έγγραφο 27Δ).

 

    Το τελικό συμπέρασμα της ΜΚ27 όπως προκύπτει από το Έγγραφο 27Δ αλλά και τη μαρτυρία της είναι ότι τη συγκεκριμένη στιγμή, το άτομο που φορούσε τα παπούτσια χρησιμοποίησε όπλο ή τα παπούτσια βρίσκονταν σε πολύ κοντινή απόσταση όταν έγινε η εκπυρσοκρότηση όπλου. Να σημειωθεί ότι η κατοχή των παπουτσιών (Τεκμήριο 1) από τον Κατηγορούμενο 2 δεν αμφισβητήθηκε. Υποβλήθηκε μόνο ότι αυτά του τα χάρισε ο ΜΚ15, γεγονός που ο ΜΚ15 αρνήθηκε κατά την αντεξέταση του χωρίς να δοθεί οιαδήποτε άλλη μαρτυρία που να υποστηρίζει αυτόν τον ισχυρισμό.

 

    Σημειώνεται επίσης ότι υπολείμματα εκπυρσοκρότησης όπλου και συγκεκριμένα, σωματίδια που αποτελούνται από Μόλυβδο (Pb), Αντιμόνιο (Sb) και Βάριο (Ba), ανευρέθηκαν σύμφωνα με την ΜΚ27 και στην επίδικη μοτοσυκλέτα (Τεκμήριο 195), η οποία χρησιμοποιήθηκε για την απόπειρα φόνου του Νίκου Ροδοθέου (βλ. Έγγραφο 27Α). Η ΜΚ27 ξεκαθάρισε ότι η διαφορετική σύσταση πυρίτιδας σε ένα από τους κάλυκες που βρέθηκε στην σκηνή του αδικήματος δεν διαφοροποιεί το πιο πάνω εύρημα της για την βεβαιότητα εκπυρσοκρότησης πυροβόλου όπλου κοντά στα υπό κρίση παπούτσια. Η μάρτυρας ήταν επίσης σαφής ότι οι εξετάσεις για σωματίδια εκπυρσοκρότησης όπλου πρέπει να γίνονται άμεσα γιατί σε αντίθετη περίπτωση, μειώνονται πάρα πολύ οι πιθανότητες να ανευρεθούν σωματίδια. Η ΜΚ27 απέκλεισε περαιτέρω τον κίνδυνο επιμόλυνσης των υπολειμμάτων εκπυρσοκρότησης όπλου που ανευρέθηκαν στη μοτοσυκλέτα (Τεκμήριο 195), παραπέμποντας και στα αποτελέσματα της εξέτασης δειγματοληψίας των χεριών του δειγματολήπτη (ΜΚ6). Από την αξιολόγηση της ενώπιον μας μαρτυρίας, όπως προκύπτει και από πιο πάνω, η ίδια είναι η κατάληξη μας και ως προς τα παπούτσια (Τεκμήριο 1). Η ΜΚ27 προέβηκε σε ποιοτικό και ποσοτικό έλεγχο των παπουτσιών επισημαίνοντας την ποσότητα υπολειμμάτων εκπυρσοκρότησης όπλου που βρέθηκαν σε αυτά, καταλήγοντας ότι δεν θα αναμένετο ενόψει της ποσότητας αυτής να ήταν δευτερογενής η μεταφορά τους.

 

    Γεγονός παραμένει ότι σύμφωνα με τη μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής, τα παπούτσια του Κατηγορουμένου 2 (Τεκμήριο 1), βρίσκονταν πολύ κοντά σε πρόσφατη εκπυρσοκρότηση πυροβόλου όπλου χωρίς από πλευράς υπεράσπισης να δοθεί οποιαδήποτε λογικοφανής εξήγηση για αυτό (βλ. Πατατάρης ν. Αστυνομίας (1993) 2 Α.Α.Δ 58). Σημειώνεται ότι ο Κατηγορούμενος 2 στην κατάθεση του ημ 31.7.2019 (Τεκμήριο 237) αναφέρει ότι ποτέ του δεν χρησιμοποίησε πυροβόλο όπλο χωρίς να δώσει όμως καμιά δικαιολογία πως βρέθηκαν τα υπολείμματα εκπυρσοκρότησης στα παπούτσια του. Ο ισχυρισμός που τέθηκε στην αντεξέταση του ΜΚ15 ότι τα παπούτσια του τα χάρισε προηγουμένως ο ΜΚ15, πέραν του ότι δεν έγινε αποδεκτός, δεν αποτελεί δικαιολογία, αφού, από τη μαρτυρία της ΜΚ27, προκύπτει ότι τα σωματίδια ήταν πρόσφατα αφού δεν θα μπορούσαν να παραμείνουν για πολλή καιρό στην επιφάνεια των παπουτσιών. Εν πάση περιπτώσει έχουμε δεχθεί τη θέση του ΜΚ15 ότι καμία σχέση δεν έχει με τα παπούτσια Τεκμήριο 1

 

Αποτελεί θέση του εφεσείοντα ότι το Κακουργιοδικείο κατέληξε σε αυθαίρετα ευρήματα και ότι η μαρτυρία που προσήχθη από τη ΜΚ27 δεν συνάδει με το εύρημα ότι «τα παπούτσια βρέθηκαν πολύ κοντά σε πρόσφατη εκπυρσοκρότηση.». Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα παραπέμπει σε αποσπάσματα από την αντεξέταση της ΜΚ27 προς υποστήριξη των θέσεών του.

 

Συγκεκριμένα, προβάλλει (ι) ότι ο χρόνος εναπόθεσης των υπολειμμάτων στα τεκμήρια δεν μπορεί να προσδιοριστεί, ούτε να αποκλειστεί το ενδεχόμενο επιμόλυνσής τους από διάφορους παράγοντες, (ιι) ότι δεν μπορεί να προσδιοριστεί αν ο εντοπισμός υπολειμμάτων προέρχεται από πρωτογενή ή δευτερογενή εναπόθεση, (ιιι) το εύρημα του Δικαστηρίου ότι η ανίχνευση σωματιδίων μόλυβδου, αντιμονίου και βαρίου αποτελούν μοναδικά σωματίδια που συνδέονται αποκλειστικά με την εκπυρσοκρότηση όπλου είναι αντίθετο με τη μαρτυρία, (ιν) αγνόησε τη μαρτυρία ότι τα σωματίδια αποτελούν σωματίδια τα οποία εντοπίζονται σε χιλιάδες καψύλλια, χωρίς να μπορεί να προσδιοριστεί αν είναι πρωτογενής ή δευτερογενής η ύπαρξη των σωματιδίων, (ν) τα υπολείμματα εκπυρσοκρότησης όπλου που εντοπίστηκαν  στα παπούτσια μπορεί να είχαν μεταφερθεί εκεί μέσω αέρα ή κάποιου προσώπου ή αντικειμένου ή ακόμα και από το έδαφος όταν το πρόσωπο περπατούσε φορώντας τα παπούτσια, (νι) πηγές μόλυνσης ή δευτερογενούς μεταφορά των εν λόγω υπολειμμάτων είναι, μεταξύ άλλων, οι αστυνομικοί σταθμοί, τα αυτοκίνητα της αστυνομίας και πρόσωπα που μεταφέρουν όπλα ή άτομα ή αντικείμενα που βρίσκονταν κοντά σε σημείο εκπυρσοκρότησης (νιι) δεν προηγήθηκε της δειγματοληψίας,  δειγματοληψία του ίδιου του δειγματολήπτη και (νιιι) η ΜΚ27 κατέληξε ότι δεν μπορεί να προσδιορίσει εάν είναι το ίδιο GSR που εντοπίστηκε στους τρεις κάλυκες που εξέτασε με αυτό που εντοπίστηκε στα παπούτσια.

 

Το Κακουργιοδικείο, σύμφωνα με την εισήγηση, λανθασμένα προβαίνει σε εύρημα ότι η πιθανότητα επιμόλυνσης με όπλα αστυνομικών αποτελεί απομακρυσμένο ενδεχόμενο, αγνοώντας ότι το ενδεχόμενο αυτό δεν μπορεί να αποκλειστεί και, επιπρόσθετα, το συμπέρασμά του αυτό είναι αντίθετο με την προσαχθείσα μαρτυρία, γιατί (ι) προηγήθηκε έρευνα από οπλισμένους αστυνομικούς της τσάντας εντός της οποίας ήταν τα παπούτσια και δεν λήφθηκαν τα ενδεικνυόμενα μέτρα προστασίας, έναντι επιμόλυνσης, ενώ οι αστυνομικοί βρίσκονταν προηγουμένως σε αστυνομικό σταθμό και είχαν έλθει σε επαφή με συναδέλφους τους και κατείχαν όπλα κατά την έρευνα της ταξιδιωτικής τσάντας, (ιι) το όχημα μεταφέρθηκε στο ΤΑΕ Λευκωσίας, όπου παρέμεινε εκεί αφύλακτο για αρκετή ώρα, χωρίς να γίνει γνωστό αν επενέβη σ΄ αυτό κάποιος αστυνομικός, ενώ μετά που έγινε έρευνα και παραλήφθηκαν τα παπούτσια από τον Αστ. 2178 δεν έγινε δειγματοληψία για να αποκλειστεί το ενδεχόμενο ο ίδιος να επιμόλυνε τα τεκμήρια, (ιιι) δεν προηγήθηκε λήψη δειγμάτων από τους αστυνομικούς και παραμένει άγνωστο κατά πόσο αυτοί μετέφεραν υπολείμματα εκπυρσοκρότησης όπλου πάνω στη τσάντα ή μέσα στη τσάντα ή μεταφέρθηκαν από την τσάντα στα παπούτσια και (ιν) η αναφορά του Δικαστηρίου ότι, λόγω της ποσότητας των υπολειμμάτων που εντοπίστηκαν, αποκλείεται η δευτερογενής μεταφορά, αγνοεί ότι η αναφορά αυτή της ΜΚ27 αφορούσε και τα δύο παπούτσια.

 

Τα επιχειρήματα του εφεσείοντα αντέκρουσε με το διάγραμμα αγόρευσής της η Δημοκρατία, απαντώντας με επίσης εκτενή αναφορά σε αποσπάσματα από τη μαρτυρία της ΜΚ27.

 

Όπως τονίστηκε στη Σταυρινού ν. Δημοκρατίας (2008) 2 ΑΑΔ 706:

 

« Ένα Δικαστήριο οφείλει να εξετάζει τη μαρτυρία στην ολότητα της και να την αξιολογεί με λογική προσέγγιση και στα πλαίσια της κοινής ανθρώπινης εμπειρίας. Δεν είναι υποχρεωμένο να εξετάζει, πόσον μάλλον να αξιολογεί, διαζευκτικές εκδοχές, πιθανότητες ή θεωρίες που όχι μόνο δεν στοιχειοθετούνται, αλλά που ούτε καν μπορούν να αναδυθούν σε μια ενδεχόμενη κατάσταση πραγμάτων, στην απουσία μαρτυρικού υλικού, ως αναγκαίου βεβαίως υπαρκτού υπόβαθρου, πάνω στο οποίο να κτίζεται η διαφορετική αυτή συλλογιστική. Προς τούτο συνηγορούν οι υποθέσεις Αθηνής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 41 και Φανιέρος ν. Δημοκρατίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 104.».

 

Η πλευρά του εφεσείοντα μας καλεί ουσιαστικά να προβούμε σε μία μικροσκοπική ανάλυση της μαρτυρίας, αξιολογώντας διαζευκτικές εκδοχές και πιθανότητες, χωρίς να υπάρχει το αναγκαίο μαρτυρικό υπόβαθρο, σε αντίθεση με τις πιο πάνω αρχές της νομολογίας.

 

Είναι γεγονός ότι η ΜΚ27 ανέφερε ότι δεν υπάρχει επιστημονική μέθοδος που να προσδιορίζει το χρόνο εναπόθεσης των υπολειμμάτων πάνω στα παπούτσια, ούτε εάν η εναποθέτηση είναι πρωτογενής ή δευτερογενής. Προέβη, όμως, τόσο σε ποιοτική ανάλυση των υπολειμμάτων πυρίτιδας, όσο και σε ποσοτική ανάλυση αυτών. Είναι στη βάση της ποσοτικής ανάλυσης που εδράζεται η θέση της ότι, σε περιπτώσεις δευτερογενούς εναπόθεσης, το ποσοστό υπολειμμάτων είναι χαμηλό. Εν προκειμένω, κατέληξε ότι υπήρχε αυξημένος αριθμός υπολειμμάτων πυρίτιδας. Το Κακουργιοδικείο παρέθεσε και ανέλυσε τη μαρτυρία της ΜΚ27 λεπτομερώς και εξήγησε πως κατέληξε στα ευρήματα του, τα οποία συνάδουν με τη μαρτυρία της και είναι εύλογα. Δεν διαπιστώνουμε οποιοδήποτε σφάλμα στην απόφαση του Κακουργιοδικείου.

 

Φυγοδικία - Λόγος έφεσης 6

 

Άλλο στοιχείο περιστατικής μαρτυρίας που εντόπισε το Κακουργιοδικείο ήταν η προσπάθεια διαφυγής του εφεσείοντα 2. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση:

 

«Άλλο στοιχείο περιστατικής μαρτυρίας που εντοπίζεται για τον Κατηγορούμενο 2, είναι το ότι μετά την σύλληψη του Κατηγορουμένου 1 και του ΜΚ15 το απόγευμα της 27.11.2018, ο Κατηγορούμενος 2 μεταβαίνει σε φιλικό του σπίτι στο Δάλι, γεγονός το οποίο προκύπτει από τα τηλεπικοινωνιακά δεδομένα που αφορούν τους αριθμούς τηλεφώνων 96276777 και 99289301. Μετά και τον εντοπισμό του Κατηγορουμένου 2 στην εν λόγω οικία στις 29.11.2018 από τον ΜΚ26, χάνονται τα ίχνη του και εντοπίζεται στα κατεχόμενα (βλ. Ηλιάδη και Σάντη το Δίκαιο της Απόδειξης σελ. 571) όπου αναφέρεται ότι συνιστά περιστατική μαρτυρία μεταξύ άλλων η προσπάθεια διαφυγής του Κατηγορουμένου.

 

    Προκύπτει επίσης από τα τηλεπικοινωνιακά δεδομένα ότι μετά την σύλληψη των Κατηγορουμένων 1 και του ΜΚ15, ο Κατηγορούμενος 2 προσπάθησε να επικοινωνήσει μαζί τον Κατηγορούμενο 1. Το ίδιο προσπαθεί ανεπιτυχώς και ο Ιωσήφ. Στις 27.11.2018 η ώρα 16:35 υπάρχει αναπάντητη κλήση του Κατηγορούμενου 2 προς τον Κατηγορούμενο 1 (βλ. Τεκμήριο 151, Παραρτήματα 1, 2 και 5).  Ακολούθως ο Ιωσήφ επικοινωνεί η ώρα 17:28 με τον Κατηγορούμενο 2, με τον οποίο στην συνέχεια υπάρχει διαρκής επικοινωνία (βλ. Τεκμήριο 151, Παράρτημα 1). Να σημειωθεί εδώ ότι ο Κατηγορούμενος 2 στην κατάθεση του ημ. 31.7.2019  (Τεκμήριο 237) αναφέρει ότι γνωρίζει απλά τον Κατηγορούμενο 1, ο οποίος δεν είναι καλός του φίλος και συναντήθηκαν μόνο μερικές φορές. Για τον Ιωσήφ ανέφερε ότι τον έχει ακουστά και τον είδε τρεις φορές. Αποκρύπτοντας όμως ότι σύμφωνα με τα τηλεπικοινωνιακά δεδομένα, είχε συχνές τηλεφωνικές επαφές μαζί τους, με τον δε Σήφη, ιδιαίτερα μετά την σύλληψη του Κατηγορουμένου 1 και του ΜΚ15.

 

    Το γεγονός ότι ο Κατηγορούμενος 2 μετέβηκε αρχικά σε φιλικό του σπίτι και στην συνέχεια διέφυγε στα κατεχόμενα, είχε ως αποτέλεσμα να διαφύγει της σύλληψης για τα αδικήματα της παρούσας για τα οποία εθεωρείτο ύποπτος από την αστυνομία. Να σημειωθεί ότι ο Ιωσήφ που επίσης εθεωρείτο ύποπτος από την αστυνομία για την απόπειρα φόνου εναντίον του Ροδοθέου, επίσης διέφυγε στα κατεχόμενα.

 

    Η δικαιολογία που ο Κατηγορούμενος 2 έδωσε στους ανακριτές κατά τη σύλληψη του περί ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης και ενός περιστατικού που συνέβη σε μια υπεραγορά κοντά στο σπίτι του δεν κρίνονται ικανοποιητικές. Άλλωστε στην ίδια κατάθεση αναφέρει ότι έδωσε το ψεύτικο όνομα και ταυτότητα στους αστυνομικούς όταν αυτοί επισκέφθηκαν την οικία στην οποία φιλοξενείτο χωρίς να υπάρξει κανένα πρόβλημα. Ως αποτέλεσμα δεν ετίθετο άμεσος κίνδυνος να ενεργοποιηθεί οιονδήποτε ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης είχε τυχόν εκδοθεί στο πραγματικό του όνομα. Οι αναφορές του για το περιστατικό με τα άγνωστα πρόσωπα διερευνήθηκαν στη βάση των πληροφοριών που τους έδωσε.

 

    Ενόψει των πιο πάνω, κρίνουμε ότι και το γεγονός της προσπάθειας διαφυγής του Κατηγορούμενου 2 την στιγμή που εθεωρείτο ύποπτος για τα υπό κρίση αδικήματα και αφού είχαν ήδη συλληφθεί ο Κατηγορούμενος 1 και ο ΜΚ15, συνιστά περιστατική μαρτυρία ενοχής για την συμμετοχή του στην απόπειρα φόνου του Νίκου Ροδοθέου.»

 

Αποτελεί θέση του εφεσείοντα ότι τα συμπεράσματα του Κακουργιοδικείου είναι αυθαίρετα και αντίθετα από την προσαχθείσα μαρτυρία. Συγκεκριμένα, προβάλλει ότι δεν υπήρχε ίχνος μαρτυρίας ενώπιον του Δικαστηρίου για το πότε ο εφεσείων μετέβη στα κατεχόμενα. Ο εφεσείων 1 και ΜΚ15 είχαν συλληφθεί στις 27.11.2018 και ο εφεσείων 2 εντοπίστηκε δύο μέρες μετά από τυχαία έρευνα για άλλο πρόσωπο, σε φιλικό του σπίτι. Εάν είχε πρόθεση φυγοδικίας, συνεχίζει η εισήγηση, ο εφεσείων δεν θα βρισκόταν στην Κύπρο και να συνέχιζε κανονικά τη ζωή του. Ως προς το λόγο που αυτός διέφυγε στα κατεχόμενα, η μόνη μαρτυρία που υπήρχε ενώπιον του Δικαστηρίου ήταν η κατάθεση του ιδίου ότι απειλήθηκε από πρόσωπα κατ΄ εντολή του Νίκου Ροδοθέου, καθώς και υπό το φόβο εκτέλεσης ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης εναντίον του. Τονίζεται, περαιτέρω, ότι ο εφεσείων,  στις 29.11.2018, όταν βρισκόταν σε φιλικό του σπίτι και ανευρέθη από την Αστυνομία, δεν είχε εκδοθεί εναντίον του ένταλμα σύλληψης και η ταυτότητα που υπέδειξε στο αστυφύλακα, ΜΚ26 ήταν με το όνομα Miroslav Balazovjech, που δεν ήταν το πραγματικό του όνομα, όπως προέκυψε μετά τη σύλληψή του. Εάν είχε πρόθεση αποπροσανατολισμού και διαφυγής από την Αστυνομία, δεν θα έδειχνε, κατά την εισήγηση, τα στοιχεία με τα οποία ήταν γνωστός στην Κύπρο. Περαιτέρω, προβάλλεται ότι εσφαλμένα λήφθηκε υπόψη ότι ο Ιωσήφ διέφυγε και αυτός στα κατεχόμενα. Πέραν του ότι η μαρτυρία αυτή είναι άσχετη, δεν υπήρχε οποιαδήποτε σαφής μαρτυρία ότι ο Ιωσήφ μετέβη στα κατεχόμενα, πότε και κάτω από ποιες συνθήκες, ούτε ότι συνδεόταν καθ΄ οιονδήποτε τρόπο με την υπό κρίση υπόθεση.

 

Η εισήγηση του εφεσείοντα στερείται ερείσματος. Ο εφεσείων, εντοπίστηκε σε οικία φιλικού του προσώπου να κοιμάται σε υπνοδωμάτιο στον πάνω όροφο της οικίας, όπου επίσης βρισκόταν και η συμβία του και το παιδί τους. Όπως ορθά υπέδειξε η εκπρόσωπος του Γενικού Εισαγγελέα, δεν μπορεί να θεωρηθεί σύμπτωση, ούτε τυχαίο γεγονός, η επιλογή του εφεσείοντα να διαφύγει σε φιλικό του σπίτι στο Δάλι, στις 27.11.2018 το απόγευμα, χρόνο κατά τον οποίο ο εφεσείων 1 και ο ΜΚ15 τελούσαν υπό αστυνομική επιτήρηση. Η δικαιολογία που έδωσε ο εφεσείων ότι ανησυχούσε για ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης που εκκρεμούσε εναντίον του, δεν αντέχει τη βάσανο της λογικής. Στο ΕΕΣ καταγράφεται το πραγματικό του όνομα, ενώ ο ίδιος χρησιμοποιώντας με επιτυχία πλαστή ταυτότητα όταν εντοπίστηκε από τον αστυφύλακα, ΜΚ26 μπορούσε να αισθάνεται ασφαλής ότι δεν θα ταυτοποιείτο ως το πρόσωπο που το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης αφορούσε. Όμως, αποκαλύπτοντας τη ταυτότητα με την οποία ήταν γνωστός στην Κύπρο, συνδεόταν πλέον με το επίδικο έγκλημα που διερευνούσε η αστυνομία, με ορατό τον κίνδυνο σύλληψης του. Επομένως η κατ΄ ακολουθία διαφυγή του στα κατεχόμενα ορθά κρίθηκε, υπό τις περιστάσεις, ως στοιχείο περιστατικής μαρτυρίας εναντίον του. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η κίνηση αυτή του εφεσείοντα στόχο είχε να αποφύγει τη σύλληψή του. Το γεγονός ότι υπήρχαν τηλεφωνικές επικοινωνίες με τον Ιωσήφ, ο οποίος, επίσης, διέφυγε στα κατεχόμενα, είχε και αυτό τη σημασία του.

 

Μέσω του πέμπτου λόγου έφεσης ο εφεσείων 2 διατείνεται ότι το Κακουργιοδικείο, τελώντας υπό έκδηλη νομική πλάνη, αποφάσισε ότι τα τηλεπικοινωνιακά δεδομένα αποτελούσαν περιστατική μαρτυρία ενοχής εναντίον του. Θεωρεί δε εικασία το συμπέρασμα του Κακουργιοδικείου ότι η διακοπή των κλήσεων μεταξύ των κατηγορουμένων αλλά και η τακτική επικοινωνία τους, πριν και μετά το επίδικο περιστατικό, οδηγούσε στο μοναδικό και/ή αποκλειστικό συμπέρασμα ότι ήταν αυτοί που επέβαιναν επί της μοτοσυκλέτας, παρακολουθούσαν τον παραπονούμενο και διέπραξαν την απόπειρα φόνου.

 

Περαιτέρω, υποστηρίζει ότι εσφαλμένα το Κακουργιοδικείο εξέλαβε ως περιστατική μαρτυρία την κλήση ημερομηνίας 26.11.2018 και ώρα 23:15, η οποία λαμβάνει σήμα από την κυψέλη επί της Λεωφόρου Μακαρίου (15 λεπτά μετά την ώρα της απόπειρας ως καθορίστηκε από την Κατηγορούσα Αρχή), καθότι από μόνο του το δεδομένο αυτό δεν μπορούσε να αποτελεί μαρτυρία ενοχής.

 

Το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση του Κακουργιοδικείου έχει ως ακολούθως:

 

«Όσον αφορά τα τηλεπικοινωνιακά δεδομένα που έγιναν αποδεκτά από το Δικαστήριο, κρίνουμε ότι αυτά συνιστούν περιστατική μαρτυρία ενοχής και για τους 2 κατηγορουμένους. Αναφερόμαστε ειδικά στην διαπίστωση ότι κατά τους επίδικους χρόνους πριν από την υπό κρίση απόπειρα φόνου, εντοπίζεται πολύ συχνή τηλεφωνική επικοινωνία μεταξύ των δύο Κατηγορουμένων, και του Ιωσήφ. Αυτή η συχνή επικοινωνία, διακόπτεται μεταξύ των ωρών 19:37 με 23:15 της 26.11.2018, την ώρα δηλαδή που υπάρχει προετοιμασία αρχικά παρακολούθησης Παραπονουμένου και την ώρα που διαπράχθηκε σύμφωνα με τη μαρτυρία η απόπειρα φόνου. Στην συνέχεια επανέρχεται πάλι με μεγαλύτερη συχνότητα η επικοινωνία μεταξύ Κατηγορουμένων και Σήφη.

 

Επιπλέον, ο αριθμός που χρησιμοποιούσε ο Κατηγορούμενος 2 έλαβε σήμα στις 23:15 της 26.11.2018 από την κυψέλη που βρίσκεται στη Λεωφόρο Μακαρίου, η οποία δεν θα μπορούσε να έδινε σήμα στην οδό Ορφέως 20 που είναι το σπίτι του.»

 

 

Όπως ορθά επισημαίνει η ευπαίδευτη συνήγορος για την εφεσίβλητη, με βάση τα τηλεπικοινωνιακά δεδομένα που αφορούν τον αριθμό κλήσης 99289301 (CYTA), κάτοχος του οποίου ήταν ο εφεσείων 2, αυτός έλαβε διάφορες κλήσεις μεταξύ των ωρών 23:15:28 - 23:20, λαμβάνοντας σήμα από διάφορες κεραίες, γεγονός που δεικνύει ότι αυτός ήταν σε κίνηση. Ειδικότερα, από τη μαρτυρία προέκυψε ότι κατά την πρώτη κλήση που έγινε μεταξύ του εφεσείοντα 1 και εφεσείοντα 2 η ώρα 23:15, ο εφεσείων 2 λάμβανε σήμα από την κυψέλη που βρίσκεται στη Λεωφόρο Μακαρίου, η οποία δεν θα μπορούσε να δίνει σήμα στην οδό Ορφέως 20, όπου ευρίσκετο το σπίτι του εφεσείοντα 2. Επιπλέον, μετά τη διάπραξη της απόπειρας φόνου, υπάρχουν κλήσεις μεταξύ των δύο εφεσειόντων, του Ιωσήφ και ΜΚ15, τόσο μέχρι τα μεσάνυχτα, όσο και μετά τα μεσάνυχτα, ενώ προηγήθηκε κενό στις κλήσεις του εφεσείοντα 2 από ώρα 19:41 μέχρι 23:15. Συγκεκριμένα, αυτός μιλά με τον εφεσείοντα 1 η ώρα 19:37 και στη συνέχεια υπάρχει κενό μέχρι η ώρα 23:15 που μιλά εκ νέου με τον εφεσείοντα 1. Το κενό αυτό παρατηρείται και στις κλήσεις του εφεσείοντα 1, ο οποίος μιλά με τον εφεσείοντα 2 η ώρα 19:37 και στη συνέχεια παρατηρείται κενό, πλην ενός τηλεφωνήματος που διενεργεί προς φιλικό του πρόσωπο, μέχρι τη στιγμή που μίλησε εκ νέου με τον εφεσείοντα 2.

 

Υπό το φως των πιο πάνω, η κατάληξη του Κακουργιοδικείου ότι τα τηλεπικοινωνιακά δεδομένα συνιστούσαν περιστατική μαρτυρία ενοχής για τον εφεσείοντα 2, ήταν εύλογη και δεν διαπιστώνουμε, επομένως, οποιοδήποτε σφάλμα στην απόφασή του.

 

Συνακόλουθα, οι λόγοι έφεσης 1, 2, 5 και 6 απορρίπτονται.

 

Με τον όγδοο λόγο έφεσης ο εφεσείων 2 προβάλλει ότι, κατά παράβαση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης και τελώντας υπό έκδηλη νομική πλάνη, το Κακουργιοδικείο κατέληξε σε ευρήματα ενοχής του εφεσείοντα, επηρεασμένο από αναφορές του ΜΚ15, τις οποίες, με ενδιάμεσή απόφασή του, διέγραψε ως ανεπίτρεπτες και απαράδεκτες. Λόγω του ότι δε αυτές είχαν διαγραφεί, η υπεράσπιση δεν αντεξέτασε επί τούτων το ΜΚ15, ενώ, εν τέλει, διαφαίνεται ότι λήφθηκαν υπόψη, χωρίς να τεθούν υπό τη βάσανο της αντεξέτασης, κατά παράβαση του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη.

 

Κατά την ακροαματική διαδικασία, μετά από σχετική ένσταση εκ μέρους του εφεσείοντα, αποφασίστηκε ότι, σε σχέση με τις καταθέσεις του ΜΚ15, ημερομηνίας 1.12.2018, 30.1.2019 και 14.3.2019, όπου γίνονταν αναφορές σε δηλώσεις στις οποίες προέβη ο εφεσείων 1 προς το ΜΚ15 και οι οποίες ήταν ενοχοποιητικές για τον εφεσείοντα 2, αυτές δεν ήταν αποδεκτές ως μαρτυρία, ενώ για τον ίδιο τον εφεσείοντα 1 αποτελούσε αποδεκτή μαρτυρία. Περαιτέρω, δεν αποτελούσαν αποδεκτή μαρτυρία οι αναφορές που έγιναν από κάποιο Σήφη στον ΜΚ15 σε σχέση με τον εφεσείοντα 2.

 

Ο εφεσείων παραπέμπει στα πιο κάτω αποσπάσματα από την πρωτόδικη απόφαση με την εισήγηση ότι περιλαμβάνει αναφορές που διαγράφηκαν:

 

     «Περαιτέρω η εξώδικη παραδοχή του Kατηγορουμένου 1 προς τον ΜΚ15 ότι δεν έγινε καλή δουλειά από το άλλο πρόσωπο που πυροβόλησε ενώ ο ίδιος ο Kατηγορούμενος 1 οδηγούσε την μοτοσυκλέτα που ακολουθούσε το αυτοκίνητο του θύματος δεν αφήνει καμία αμφιβολία ότι η κριτική του Kατηγορουμένου 1 και η θέση του ότι αν πυροβολούσε ο ίδιος θα επιτυγχανόταν ο σκοπός δεν καταδεικνύει τίποτε άλλο παρά το ότι η πρόθεση του Κατηγορουμένου 1 ήταν να θανατώσουν το θύμα.».

 

Η εισήγηση δεν ευσταθεί. Η απόφαση του Κακουργιοδικείου ήταν σαφής ότι οι αναφορές του εφεσείοντα 1 για τον συγκατηγορούμενο του, εφεσείοντα 2, δεν αποτελούσαν αποδεκτή μαρτυρία εναντίον του εφεσείοντα 2 παρά μόνο εναντίον του ιδίου.

 

Παραπομπή γίνεται, επίσης, και στο πιο κάτω απόσπασμα της απόφασης με την εισήγηση ότι πρόκειται για συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε το Κακουργιοδικείο επί μαρτυρίας του ΜΚ15, η οποία διαγράφηκε:

 

«Είναι σαφές από τη μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής και ειδικότερα του ΜΚ15 που έγινε αποδεκτή από το Δικαστήριο ότι ο Κατηγορούμενος 1 μαζί με τον Κατηγορούμενο 2 και τον ΜΚ15, αποτελούσαν μέρος «ομάδας» που καθοδηγείτο από τον Ιωσήφ, στην διάπραξη διάφορων παράνομων ενεργειών.»

 

Το Κακουργιοδικείο συνεχίζει στην απόφαση του:

 

 «.Η μαρτυρία εξάλλου των τηλεπικοινωνιακών δεδομένων, καταδεικνύει την πολύ συχνή καθημερινή επαφή μεταξύ των προσώπων αυτών, οι οποίοι λειτουργούσαν ως «ομάδα».

 

Παραπέμπει, επίσης, ο εφεσείων, προς επιβεβαίωση των πιο πάνω θέσεών του, στο ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση:

 

«Έχοντας υπόψη την πιο πάνω περιστατική μαρτυρία ως έχει πιο πάνω με λεπτομέρεια παρατεθεί, κρίνουμε ότι σωρευτική θεώρηση της, σε συνδυασμό με την υπόλοιπη μαρτυρία που έγινε αποδεκτή από το Δικαστήριο και την εξώδικη παραδοχή του Κατηγορουμένου 1 στον ΜΚ15 για την συμμετοχή του στην απόπειρα φόνου δεν αφήνει κενά και δεν οδηγεί σε κανένα άλλο συμπέρασμα πλην του ότι και οι δύο Κατηγορούμενοι διέπραξαν με τον τρόπο που αναφέρεται πιο πάνω, τα αδικήματα της συνομωσίας για φόνο και της απόπειρας φόνου του Νίκου Ροδοθέου.».

 

Η εισήγηση του εφεσείοντα παραγνωρίζει ότι δεν ήταν μόνο η μαρτυρία που διεγράφη που τέθηκε ενώπιον του Κακουργιοδικείου. Όπως ορθά ανέφερε η πλευρά της Δημοκρατίας, προκύπτει σχέση του εφεσείοντα 2 με τον εφεσείοντα 1 και από την κατάθεση του ΜΚ15, όπου ανέφερε, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα:

 

«Δύο φορές μάλιστα ο Σήφης μου έδωσε εμένα λεφτά για να τους πάρω. Μια φορά εβρέθηκα με τον Άνταμ στο πάρκινκ του μετρό στην Λακατάμεια όπου του έδωσα 500 ευρώ, 250 ευρώ για τον ίδιο και 250  ευρώ για τον Μίρο. Άλλη φορά επήγα σπίτι του Μίρο και του έδωσα πάλι 500 ευρώ, 250 για τον ίδιο και 250 για τον Άνταμ. Επίσης, άλλες δύο φορές είδα τον Άνταμ να έρχεται σπίτι του Σήφη και να πιάνει λεφτά για τζίνον και για τον Μίρο. Με τούτα ούλα εγώ εκατάλαβα ότι ετράβησεν τους πίσω για να μεν φαίνονται για άλλες δουλειές.».

 

 

Η πιο πάνω αναφορά δεν είχε διαγραφεί με την ενδιάμεση απόφαση του Κακουργιοδικείου.

 

Η εκπρόσωπος της Δημοκρατίας μας παρέπεμψε και σε άλλη μαρτυρία που αναδεικνύει τη γνωριμία των δύο εφεσειόντων. Πρόκειται για τη μαρτυρία του ΜΚ11 ότι στις 16.3.2016 κατόπιν ελέγχου της Αστυνομίας, διαπιστώθηκε ότι αμφότεροι οι εφεσείοντες, μαζί με τον Ιωσήφ και τον ιδιοκτήτη της μοτοσυκλέτας, επέβαιναν εντός του ιδίου οχήματος,

 

Ως εκ των ανωτέρω, ο όγδοος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Ο εφεσείων με τον τρίτο λόγο έφεσης προβάλλει πως το Κακουργιοδικείο μετατόπισε το βάρος απόδειξης στους ώμους του, αναμένοντας από αυτόν να δώσει εξηγήσεις για την ύπαρξη και εντοπισμό υπολειμμάτων εκπυρσοκρότησης πολυβόλου όπλου στα παπούτσια. Προς υποστήριξη των θέσεών του, παρέπεμψε στην υπόθεση Maguire v. HM Advocate (2003) S.L.T. 1307 και στην απόφαση του ΕΔΑΔ στην Telfner v. Austria, Αίτηση 33501/96, ημερ. 20.3.2001.

 

Στην παρούσα υπόθεση, σύμφωνα με την εισήγηση, υπήρξαν εναλλακτικές εκδοχές επιμόλυνσης και εντοπισμού των υπολειμμάτων, ως διαφάνηκε κατά την αντεξέταση της ΜΚ27, αλλά και της αδυναμίας να αποκλείσει οποιαδήποτε άλλα ενδεχόμενα ή να επιβεβαιώσει και συνταυτίσει την πυρίτιδα επί των παπουτσιών με την πυρίτιδα επί των καλύκων και της μοτοσυκλέτας.

 

Από την άλλη, η Δημοκρατία, αντικρούοντας την εισήγηση, παρέπεμψε στην απόφαση του Κακουργιοδικείου, όπου ρητά αναφέρεται στο δικαίωμα σιωπής του κατηγορούμενου και με παραπομπή στις υποθέσεις Χρυσάνθου,  και Maguire, πιο πάνω, καθώς και στη Μαμαλικόπουλος κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 25/2014 κ.ά., ημερ. 20.9.2018, εισηγήθηκε ότι η περιστατική μαρτυρία που υπήρχε εναντίον του εφεσείοντα ήταν ισχυρή και συμπαγής και αναμένετο να δοθεί εξήγηση από αυτόν σε σχέση με τα υπολείμματα πυρίτιδας.

 

Στην υπόθεση Χρυσάνθου ν. Δημοκρατίας (2013) 2 ΑΑΔ 687 αναφέρθηκαν τα ακόλουθα σχετικά:

 

«Όπως τονίστηκε από το δικαστή Lord Hamilton στην υπόθεση Maguire v. HM Advocate  2003 S.L.T. 1307, με αναφορά σε υποθέσεις όπου μαρτυρία η οποία συνίστατο σε δακτυλικά αποτυπώματα ή σε άλλη παρόμοια περιστατική μαρτυρία θεωρήθηκε αδύναμη να οδηγήσει σε καταδίκη, πολλά εξαρτώνται από τη φύση του αντικειμένου στο οποίο εντοπίζεται το αποτύπωμα ή ο συνδετικός με τον κατηγορούμενο κρίκος (identifying link) και τη σχέση του με το χρόνο και τον τόπο του εγκλήματος. Η ευκολία (readiness) με την οποία ένας κατηγορούμενος μπορεί αθώα να είχε έρθει σε επαφή με ένα τέτοιο αντικείμενο μπορεί να είναι τέτοια που,  ακόμα και στην απουσία οποιασδήποτε εξήγησης εκ μέρους του, να μην μπορεί να εξαχθεί οποιοδήποτε συμπέρασμα επαρκούς σύνδεσης μεταξύ του και του εγκλήματος (Βλ. επίσης Campbell v. HM Advocate 2008 S.C.L. 1245).».

 

(Βλ. επίσης Δημοκρατία ν. Νικολάου, Ποιν. Έφ. 59/2020, ημερ. 16.2.2022).

 

Η κάθε υπόθεση κρίνεται με βάση τα δικά της γεγονότα. Στη Χρυσάνθου το αντικείμενο επί του οποίου εντοπίστηκε γενετικό υλικό ήταν σακούλι, ένα ουδέτερο, μη προσωπικό αντικείμενο, και η περιστατική μαρτυρία κρίθηκε ότι δεν είχε  αμεσότητα και σύνδεση με το αδίκημα.

 

Εδώ το αντικείμενο είναι παπούτσια του εφεσείοντα και αυτό που εντοπίστηκε ήταν πυρίτιδα, ένα υλικό που βεβαίως δεν κυκλοφορεί ευρέως και που, σύμφωνα με τη μαρτυρία της ΜΚ27, η εναπόθεσή της πρέπει να ήταν πρόσφατη. Ο εφεσείων ισχυρίστηκε ότι τα παπούτσια του δόθηκαν από το ΜΚ15, θέση που δεν έγινε αποδεκτή από το Κακουργιοδικείο, ενώ έγινε αποδεκτή η μαρτυρία του ΜΚ15, ότι δεν είχε σχέση με τα παπούτσια. Με δεδομένο ότι η πυρίτιδα δεν αποτελεί υλικό το οποίο κυκλοφορεί ευρέως, η ανεύρεσή του σε προσωπικό αντικείμενο του εφεσείοντα δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί αθώα και να δικαιολογηθεί, χωρίς να δοθεί οποιαδήποτε εξήγηση από τον ίδιο.

 

Στη βάση των πιο πάνω δεν κρίνουμε ότι υπήρξε μετατόπιση του βάρους απόδειξης. Ό,τι εν προκειμένω υπήρξε, ήταν κατάληξη σε εύλογο συμπέρασμα.

 

Ο τρίτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Ο εφεσείων, με τον έβδομο λόγο έφεσης ισχυρίζεται ότι, κατά την παρουσίαση της υπόθεσης, η Κατηγορούσα Αρχή παρέλειψε να προσαγάγει μαρτυρία που ήταν υπέρ του, με αποτέλεσμα να παραβιαστεί το δικαίωμα του σε δίκαιη δίκη.

 

Συγκεκριμένα, προβάλλεται ότι, ενώ ελέγχθηκαν κλειστά κυκλώματα παρακολούθησης από υποστατικά πλησίον της οικίας του, δεν παρουσιάστηκαν ως μαρτυρία. Περαιτέρω, προβάλλεται ότι λανθασμένα το Κακουργιοδικείο απέρριψε τη θέση της υπεράσπισης, η οποία υποστηριζόταν από την μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής, ότι η μαρτυρία του ΜΚ15 ήταν προϊόν ανταλλαγμάτων, τα οποία επηρέαζαν το δικαίωμα του σε δίκαιη δίκη και, προς τούτο, γίνεται παραπομπή στην Υπόθεση αρ. 45084/14, Adamčo ν. Σλοβακίας,  ημερ. 12.11.2019.

 

Στο διάγραμμα αγόρευσής του ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα 2 παραπέμπει, επίσης, στη μαρτυρία των μαρτύρων υπεράσπισης οι οποίοι, κατά την εισήγηση, ανέφεραν ότι δεν τους ζητήθηκαν ποτέ κλειστά κυκλώματα παρακολούθησης, ενώ υπήρχαν και λειτουργούσαν.

 

Αντίθετη η θέση της Δημοκρατίας, όπου σημειώνεται ότι επιθεωρήθηκε μεγάλος αριθμός υποστατικών, με σκοπό τον εντοπισμό κλειστών κυκλωμάτων παρακολούθησης, με τα πλέον σημαντικά στοιχεία να έχουν κατατεθεί εκ συμφώνου και να έχουν δηλωθεί ως παραδεκτά γεγονότα. Όλα τα αρχεία είχαν περιληφθεί σε δίσκο, τον οποίο η Κατηγορούσα Αρχή προμήθευσε στην υπεράσπιση και δηλώθηκαν ως παραδεκτά γεγονότα ότι ο δίσκος περιείχε «όλα τα αρχεία Video από συνολικά 15 κλειστά κυκλώματα παρακολούθησης τα οποία παραλήφθηκαν μεταξύ άλλων κατά την διερεύνηση της παρούσας υπόθεσης». Τόσο από τη χρήση των λέξεων, «μεταξύ άλλων», όσο και από τις σχετικές καταθέσεις που δόθηκαν στην υπεράσπιση, προέκυπτε, σύμφωνα με την Κατηγορούσα Αρχή, το γεγονός ότι έγιναν εξετάσεις και σε άλλα υποστατικά, χωρίς να υπάρξει αίτημα από την υπεράσπιση, καθ΄ οιονδήποτε στάδιο της διαδικασίας, για την παραλαβή ή την εξέταση των παραληφθέντων αρχείων. Σχολιάστηκε, επίσης, η μαρτυρία που δόθηκε από τους μάρτυρες υπεράσπισης, αντικρούοντας τις εισηγήσεις του εφεσείοντα 2. Αναφέρθηκε, επίσης, στην υπόθεση Adamčo, την οποία διαφοροποίησε από τα γεγονότα της παρούσας.

 

Στη Munteanu v. Δημοκρατίας (2013) 2 ΑΑΔ 459, που μας παρέπεμψε ο εφεσείων 2 και λήφθηκε υπόψη από το Κακουργιοδικείο, αναφέρθηκαν τα εξής: «Αποτελεί δε υποχρέωση της κατηγορούσας αρχής να παρουσιάζει στοιχεία, ακόμη και αν αυτά είναι υπέρ του κατηγορούμενου διότι είναι κατηγορούσα και όχι διωκτική αρχή, το δε ερευνητικό έργο της αστυνομίας και της ίδιας, δεν στοχεύει απλώς στην προσαγωγή του υπόπτου στο Δικαστήριο με αποκλειστικό γνώμονα την καταδίκη του, αλλά στην ανίχνευση όλων των ουσιωδών γεγονότων ώστε να λάμψει η αλήθεια στην υπόθεση.»

 

Το Κακουργιοδικείο εξέτασε το εγειρόμενο με τα κλειστά κυκλώματα παρακολούθησης ζήτημα και ανέφερε τα ακόλουθα:

 

«Στην παρούσα από το σύνολο της ενώπιον μας μαρτυρία τα συγκεκριμένα κλειστά κυκλώματα που η αστυνομία επέστρεψε πίσω στους ιδιοκτήτες τους δεν τα απέκρυψε αλλά δήλωσε ότι δεν έδειχναν είτε τους κατηγορούμενους είτε την επίδικη μοτοσυκλέτα. Η ύπαρξη τους ήταν γνωστή στην υπεράσπιση και σε καμία περίπτωση δεν προέκυψε να υπήρξε απόκρυψη ή πρόθεση απόκρυψης τους. Συνεπώς το πώς αυτή η μαρτυρία και ή καλύτερα η απουσία της επηρεάζει συγκεκριμένα την υπεράσπιση των κατηγορουμένων δεν είναι  αντιληπτό. Όπως έχει νομολογηθεί το κατά πόσο  μια δίκη είναι δίκαιη απαντάται με βάση την αξιολόγηση της στο σύνολο της. Η όλη διαδικασία αποτιμάται στο πλαίσιο του συνόλου της δίκης ακριβώς διότι μόνο σε αυτό το πλαίσιο μπορεί να διαπιστωθεί αν η δίκη υπήρξε δίκαιη. Ισχυρισμός για παράβαση του δικαιώματος της δίκαιης δίκης δεν εξετάζεται μεμονωμένα ή αποσπασματικά ούτε και με τρόπο αφηρημένο, in abstracto, αλλά συγκεκριμένα, και υπό το φως της κάθε δεδομένης υπόθεσης (in concreto). Σε κάθε περίπτωση ένας κατηγορούμενος έχει το βάρος να αποδείξει ότι πράγματι επηρεάστηκε δυσμενώς η υπεράσπιση του, κάτι το οποίο οι Κατηγορούμενοι 1 και 2 στην παρούσα απέτυχαν να πράξουν (βλέπε Ρίκκος Ερωτοκρίτου κ.α. ν Δημοκρατίας (πιο πάνω))[2]

 

 

Εξετάσαμε την εισήγηση του εφεσείοντα 2, υπό το φως της μαρτυρίας και των πιο πάνω νομολογιακών αρχών. Δεν διαπιστώνουμε σφάλμα στην προσέγγιση του Κακουργιοδικείου. Καμία αναφορά δε γίνεται πως επηρεάστηκε το δικαίωμά του σε δίκαιη δίκη. Ούτε η μαρτυρία των μαρτύρων υπεράσπισης που επικαλείται βοηθά την υπόθεσή του.

 

Όπως δε αναλύθηκε κατά την εξέταση της έφεσης του εφεσείοντα 1, δεν διαπιστώνεται ότι δόθηκαν οποιαδήποτε ανταλλάγματα στον ΜΚ15, έτσι ώστε να τυγχάνουν εφαρμογής τα αποφασισθέντα στην Adamčo.

 

Ο έβδομος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Εν κατακλείδι, τα στοιχεία περιστατικής μαρτυρίας που αναφέρθηκαν ανωτέρω, δικαιολογημένα κρίθηκε από το Κακουργιοδικείο ότι δεν δημιουργούσαν λογική αμφιβολία ως προς την ενοχή του εφεσείοντα.

 

Η έφεση του εφεσείοντα 2 εναντίον της καταδίκης απορρίπτεται.

 

Λόγοι Έφεσης επί της Ποινής

 

ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.: Το Κακουργιοδικείο επέβαλε σε αμφότερους τους εφεσείοντες ποινή φυλάκισης 17 ετών στην κατηγορία της απόπειρας φόνου και πέντε ετών στις κατηγορίες της κατοχής πυροβόλου όπλου και πυρομαχικών. Στον εφεσείοντα 2 επέβαλε, επίσης, ποινή φυλάκισης 18 μηνών στην κατηγορία της κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου και οκτώ μηνών στην κατηγορία της πλαστοπροσωπίας. Όλες οι ποινές διατάχτηκε να συντρέχουν.

 

Ό,τι προσβάλλεται από αμφότερους τους εφεσείοντες είναι η ποινή των 17 ετών ως έκδηλα υπερβολική. Ο εφεσείων 1 μέσω του Λόγου Έφεσης 1 διατείνεται ότι η πιο πάνω ποινή είναι έκδηλα υπερβολική και αποτέλεσμα εσφαλμένης καθοδήγησης σε συνάρτηση με τα γεγονότα που περιέβαλλαν την υπόθεση. Προβάλλεται ειδικότερα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν προσέδωσε τη δέουσα βαρύτητα στο γεγονός ότι ουδείς τραυματισμός προεκλήθη κατά το επίδικο περιστατικό και ότι μάλιστα κατά την αποτίμηση του «βαρυσήμαντου» αυτού μετριαστικού παράγοντα, όπως αναφέρεται, εσφαλμένα το Δικαστήριο εξουδετέρωσε τη σημασία του επί τη βάσει συμπεράσματος που δεν υποστηριζόταν από τη μαρτυρία, ήτοι ότι από τύχη δεν τραυματίστηκε ο παραπονούμενος.

 

Μέσω του 2ου Λόγου Έφεσης προβάλλεται ότι η επιβληθείσα ποινή ήταν προϊόν σφάλματος, στη βάση του ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο πεπλανημένα εξέλαβε ως επιβαρυντικό παράγοντα τον ενδεχόμενο τραυματισμό άλλων ατόμων, παραγνωρίζοντας την αναντίλεκτη μαρτυρία ότι κατά τον ουσιώδη τόπο και χρόνο ουδείς άλλος βρισκόταν πλην του παραπονούμενου και του οδηγού του προπορευόμενου οχήματος.

 

Κατ' ανάλογο τρόπο ο εφεσείων 2, με ένα μόνο λόγο έφεσης, παραπονείται ότι η επιβληθείσα ποινή ήταν έκδηλα υπερβολική και εξοντωτική και ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παραγνώρισε τα γεγονότα της υπόθεσης και προέβη σε εικασίες και ευρήματα τα οποία δεν υποστηρίζονταν από την ενώπιον του μαρτυρία. Ως τέτοιο αυθαίρετο συμπέρασμα και εικασία επικαλέστηκε την αναφορά του Κακουργιοδικείου για «την πλήρη αδιαφορία τους [των εφεσειόντων] για τη σωματική ακεραιότητα των άλλων προσώπων που πιθανό να ευρίσκονταν στη σκηνή», το οποίο, ως προβάλλεται, συγκρούετο με τη μαρτυρία συμφώνως της οποίας κατά τον ουσιώδη χρόνο δεν υπήρχαν άλλα άτομα στη σκηνή.

Είναι η πάγια θέση της νομολογίας ότι ο καθορισμός της ποινής, τόσο του είδους όσο και της έκτασης της, αποτελεί ευθύνη του πρωτόδικου Δικαστηρίου, η δε έφεση δεν αποσκοπεί στον επανακαθορισμό της ποινής, αλλά στον έλεγχο της ορθότητάς της. Επέμβαση του Εφετείου χωρεί μόνο όπου η ποινή που επιβλήθηκε, αντικειμενικά κρινόμενη, είναι είτε έκδηλα ανεπαρκής, είτε έκδηλα υπερβολική. Επιπλέον, στις περιπτώσεις όπου διαπιστώνεται σφάλμα αρχής  (Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 ΑΑΔ 525, Γενικός Εισαγγελέας ν. Αβρααμίδου (1993) 2 ΑΑΔ 355, Γενικός Εισαγγελέας ν. Λάμπρου (2009) 2 ΑΑΔ 686, Μιχαήλ ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 130/2013, ημερ. 16.5.2014 και Φραγκίσκου ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 222/2014, ημερ. 25.11.2015).

 

Το Κακουργιοδικείο αναφέρθηκε στη σοβαρότητα του εγκλήματος της απόπειρας φόνου που τιμωρείται με ανώτατη ποινή, τη δια βίου φυλάκιση, και που συνιστά την αφετηρία για την επιμέτρηση της ποινής. Με παραπομπή στην υπόθεση Ονησίλλου ν. Δημοκρατίας (1991) 2 ΑΑΔ 556, υπέμνησε ότι η ανθρώπινη ζωή αποτελεί το ύψιστο αγαθό και η αφαίρεση της ή η προσπάθεια, εν προκειμένω, αφαίρεσης της, κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, συνιστά σοβαρότατο έγκλημα που επιφέρει αυστηρή τιμωρία. Μνημόνευσε και την Τσεκούρα ν. Δημοκρατίας (2012) 2 ΑΑΔ 563, 607-8,  στην οποία τονίσθηκε ότι και κάθε εκ προθέσεως πράξη που θέτει σε κίνδυνο την ανθρώπινη ζωή ενέχει σοβαρή ποινική, κοινωνική και ηθική απαξία.

 

Στρεφόμενο δε στα γεγονότα της υπόθεσης το Κακουργιοδικείο επεσήμανε ως επιβαρυντικά στοιχεία των συνθηκών διάπραξης των αδικημάτων τον οργανωμένο και αδίστακτο τρόπο με τον οποίο λειτούργησαν οι εφεσείοντες, σε συνεννόηση και με τρίτο πρόσωπο, που καταδείκνυε, όπως επισημάνθηκε, ότι πρωταρχικό τους μέλημα ήταν η αφαίρεση της ζωής του θύματος.

 

Η αναφορά του Κακουργιοδικείου ότι η ρίψη πέντε πυροβολισμών σε κεντρικό δρόμο της Λευκωσίας η ώρα 11.00 το βράδυ, καταδείκνυε - πέραν της σαφούς πρόθεσης τους να δολοφονήσουν το θύμα - και την πλήρη αδιαφορία τους για τη σωματική ακεραιότητα και άλλων προσώπων που πιθανόν να ευρίσκονταν στη σκηνή, δεν θεωρούμε ότι αποτελούσε σφάλμα από το Κακουργιοδικείο υπό την έννοια ότι το εν λόγω συμπέρασμα δεν είχε έρεισμα από την ενώπιον του μαρτυρία. Ό,τι είχε, εν προκειμένω, σημασία, και αυτό ανέδειξε το Κακουργιοδικείο, ήταν το γεγονός της αδιαφορίας των εφεσειόντων για το ενδεχόμενο να ευρίσκονταν στη σκηνή, όπου θα υλοποιούσαν το σχέδιο τους για φόνευση του παραπονούμενου, που ήταν ένας κεντρικός δρόμος της Λευκωσίας, η ώρα 11.00 το βράδυ, τρίτα άτομα και όχι αν, πράγματι, τη δεδομένη στιγμή υπήρχαν ή όχι τέτοια άτομα.

 

Ούτε και η αναφορά του Κακουργιοδικείου ότι «το γεγονός ότι οι κατηγορούμενοι δεν πέτυχαν το σκοπό τους να φονεύσουν το θύμα, και ότι δεν το τραυμάτισαν, είναι αποτέλεσμα τύχης ..», ήταν εσφαλμένη υπό την έννοια που ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα 1 προσδίδει.

 

Εν πρώτοις, σημειώνουμε ότι το Κακουργιοδικείο δεν παρέλειψε να προσμετρήσει στο πλαίσιο αποτίμησης των ελαφρυντικών της υπόθεσης στοιχείων «το γεγονός ότι ως αποτέλεσμα της απόπειρας φόνου δεν έχει τραυματιστεί το θύμα ούτε προκλήθηκε οιαδήποτε βλάβη σε αυτό προσωρινή ή μόνιμη».

 

Κατά δεύτερο, η επισήμανση τόσο κατά το στάδιο εξέτασης των περιστατικών της υπόθεσης, αλλά και στο στάδιο που προσμέτρησε το πιο πάνω δεδομένο προς όφελος των εφεσειόντων, το Κακουργιοδικείο δεν παρέλειψε, και ορθά κατά την κρίση μας, να επισημάνει αυτό που προέκυπτε από τα ίδια ευρήματα του Δικαστηρίου ότι, με δεδομένο ότι «όλοι οι πυροβολισμοί έπληξαν το πίσω μέρος του αυτοκίνητου και οι 4 από τους 5 ήταν προς την πλευρά του οδηγού», από τύχη δεν τραυματίστηκε ο παραπονούμενος.

 

Αναφερόμενο το Κακουργιοδικείο σε προηγούμενες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ορθά επεσήμανε ότι αυτές είναι ενδεικτικές του μέτρου τιμωρίας σε παρόμοιας φύσης αδικήματα χωρίς να αποτελούν σταθερό δείκτη καθορισμού ποινής, καθότι η ποινή που επιβάλλεται σε κάθε περίπτωση είναι αλληλένδετη με τα χαρακτηριστικά των γεγονότων που την συνθέτουν και με τις ιδιαιτερότητες των συνθηκών του παραβάτη (Μιχαήλ ν. Δημοκρατίας (2003) 2 ΑΑΔ 123, Σάμπη ν. Δημοκρατίας (2012) 2 ΑΑΔ 100, Μαυρόλουκα ν. Δημοκρατίας (2015) 2 ΑΑΔ 30 και Παναγή ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 45/2016, ημερ. 23.11.2018).

 

Αμφότεροι οι εφεσείοντες παραπονούνται ότι το Κακουργιοδικείο άντλησε εσφαλμένη καθοδήγηση από την πρωτόδικη Απόφαση Δημοκρατία ν. Χρυσάνθου του Κακουργιοδικείου Λάρνακας της οποίας, όπως ανέφερε, τα περιστατικά ουδόλως προσομοίαζαν. Ό,τι προκύπτει είναι ότι η παραπομπή στην εν λόγω πρωτόδικη υπόθεση αφορούσε στην απλή επισήμανση της γνωστής νομολογιακής αρχής ότι η αυξητική τάση ενός εγκλήματος πρέπει να έχει και την ανάλογη αντιμετώπιση από τα Δικαστήριο υπό την έννοια της περαιτέρω ανύψωσης των ποινών (Μιχαήλ ν. Αστυνομίας (1999) 2 ΑΑΔ 577). Στο πλαίσιο αυτό το Κακουργιοδικείο δύνατο να λάβει υπόψη του, όπως και έπραξε, όπως προέκυπτε τόσο από τη σχετική νομολογία όσο και τις υποθέσεις που εκκρεμούσαν ενώπιον του, ότι τα αδικήματα που στρέφονται εναντίον της σωματικής ακεραιότητας και της ζωής όχι μόνο δεν παρουσιάζουν κάμψη αλλά συνεχίζουν να βρίσκονται στην πρώτη γραμμή της εγκληματικότητας.

 

Όπως σημειώνεται και στην Abunazha v. Δημοκρατίας (2009) 2 ΑΑΔ 551, 557-558, «..είναι επιτρεπτό για τα δικαστήρια να λαμβάνουν δικαστική γνώση της έξαρσης στην οποία βρίσκεται η διάπραξη αδικημάτων σε μια δεδομένη εποχή. Δικαστική δε γνώση, σημαίνει γνώση σε σχέση με την οποία δεν απαιτείται απόδειξη ή κατάδειξη με μαρτυρία ή άλλο τρόπο στοιχειοθέτησης. ... Συνάγεται, επομένως, ότι ένα ποινικό δικαστήριο μπορεί να λάβει υπόψη του χωρίς μαρτυρία, την έξαρση στην οποία βρίσκεται η διάπραξη ενός αδικήματος ή είδους αδικημάτων ως θέμα δικαστικής γνώσης, βασιζόμενο είτε στη συχνότητα με την οποία παρουσιάζονται οι υποθέσεις αυτής της φύσης ενώπιόν του, ή ενώπιον άλλων δικαστηρίων και του Εφετείου, καθώς και γενικότερα.» (βλ. και Selmani v. Δημοκρατίας, Ποινικές Εφέσεις Αρ. 235/2013 και 236/2013, ημερ. 5.10.2016).

 

Καταλήγουμε ότι δεν έχει καταδειχθεί ότι η επιβληθείσα ποινή σε σχέση και με τους δύο εφεσείοντες είναι έκδηλα υπερβολική ή ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο υπέπεσε σε οποιοδήποτε σφάλμα αρχής. Η έκταση της επιβληθείσας ποινής ήταν απόλυτα δικαιολογημένη, λαμβάνοντας υπόψη την όλη εγκληματική συμπεριφορά των εφεσειόντων και τις συνθήκες που την περιέβαλλαν. Το Κακουργιοδικείο συνεκτίμησε στο ορθό πλαίσιό τους τα ενώπιον του δεδομένα και ορθά εφαρμόζοντας τα νομολογιακά καθορισμένα κριτήρια επέβαλε την αρμόζουσα, υπό τις περιστάσεις, ποινή.

 

Συνακόλουθα, οι εφέσεις απορρίπτονται και οι επιβληθείσες ποινές επικυρώνονται.

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.

 

ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.

 

ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.

 

 

 

/ΧΤΘ

 

 



[1] Κλειστών κυκλωμάτων παρακολούθησης ή κλειστών κυκλωμάτων βιντεοπαρακολούθησης (ΚΚΒΠ)

[2] Ποιν. Εφ. 53/2017 ημερ. 15.12.2017


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο