ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2016:B349
(2016) 2 ΑΑΔ 732
12 Ιουλίου, 2016
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΛΙΑΤΣΟΣ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στές]
ΕΘΝΙΚΗ ΓΕΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΕΙΩΝ (ΚΥΠΡΟΥ) ΛΤΔ,
Εφεσείουσα,
ν.
ΜΑΡΙΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ (ΑΡ. 1),
Εφεσιβλήτου.
(Ποινική Έφεση Αρ. 210/2012)
Ποινικός Κώδικας ― Έκδοση επιταγών χωρίς αντίκρισμα ― Άρθρο 305Α(1) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 ― Η υπεράσπιση του Άρθρου 6 ― Παράνομη συναλλαγή ― Κατά πόσον ήταν ορθή πρωτόδικη αθωωτική απόφαση ότι η επίδικη επιταγή, αφορούσε στην εξόφληση οφειλής η οποία σχετιζόταν με παράνομη συναλλαγή ― Επέμβαση Εφετείου.
Ποινικός Κώδικας ― Έκδοση επιταγών χωρίς αντίκρισμα ― Άρθρο 305Α(1) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 ― Η υπεράσπιση του Άρθρου 6 ― Παράνομη συναλλαγή ― Απαγορεύεται, η διενέργεια πληρωμής με επιταγή, η οποία συνιστά επιβράβευση συγκεκριμένης παρανομίας ― Πρέπει η διενεργούμενη πληρωμή με επιταγή, να έγκειται νομικά προς συναλλαγή η οποία αντίκειται στο νόμο και, ουσιαστικά, να αποτελεί μέρος αυτής.
Λέξεις και φράσεις ― «Σχετίζεται» στο εδάφιο (6) του Άρθρου 305Α του Κεφ.154.
Ο εφεσίβλητος, απαλλάχθηκε πρωτοδίκως κατηγορίας για έκδοση επιταγής, για το ποσό των €17.757,87, η οποία, όταν παρουσιάστηκε στο πιστωτικό ίδρυμα επί του οποίου είχε εκδοθεί, δεν εξοφλήθηκε, λόγω έλλειψης διαθέσιμων κεφαλαίων του εκδότη.
Η εν λόγω επιταγή ουδέποτε, μετά την κατάθεσή της, είχε εξοφληθεί. Η πιο πάνω κατηγορία αφορούσε στο ανάλογο αδίκημα, το οποίο προβλέπεται από το Άρθρο 305Α(1) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, ο δε εφεσίβλητος την αντιμετώπισε, ως κατηγορούμενος, στο πλαίσιο ιδιωτικής ποινικής υπόθεσης, την οποία κατέθεσε εναντίον του, ως παραπονουμένη, η ασφαλιστική εταιρεία Εθνική Γενικών Ασφαλειών (Κύπρου) Λτδ. Το εκδικάσαν Δικαστήριο απάλλαξε, τελικά, τον εφεσίβλητο, αφού δέχτηκε την εισήγηση του συνηγόρου του ότι, στην περίπτωσή του, ίσχυε η υπεράσπιση που προβλέπεται από το εδάφιο (6) του προαναφερθέντος άρθρου.
Όπως προέκυπτε από τα αδιαμφισβήτητα γεγονότα, στις 12.9.2006, η εφεσείουσα και ο εφεσίβλητος συνήψαν μεταξύ τους συμφωνία, τεκμήριο 9, η οποία προέβλεπε ότι ο εφεσίβλητος θα εκπαιδευόταν, για να καθίστατο «διαμεσολαβητής», εντός της εννοίας του περί της Ασκήσεως Ασφαλιστικών Εργασιών και Άλλων Συναφών Θεμάτων Νόμου 35(Ι)/2002, όπως αυτός έχει τροποποιηθεί, (Άρθρο 2), προκειμένου να πρόσφερε τις υπηρεσίες του, ως ασφαλιστικός σύμβουλος, στην εφεσείουσα.
Σύμφωνα με τα πρωτόδικα ευρήματα, ο κατηγορούμενος δεν ήταν κάτοχος άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών. Ούτε παρακάθισε σε οποιοδήποτε στάδιο σε εξετάσεις για να αποκτήσει τέτοια άδεια. Ο κατηγορούμενος στα πλαίσια της συνεργασίας του με την παραπονούμενη εξασκούσε εργασίες διαμεσολάβησης.
Εισέπραττε ασφάλιστρα από πελάτες τα οποία κατέβαλλε στην παραπονούμενη αφαιρουμένης της προμήθειας που εδικαιούτο, εν γνώσει της παραπονούμενης και χωρίς ο ίδιος να έχει εξασφαλίσει την εκ του νόμου απαιτούμενη άδεια για να ενεργεί ως ασφαλιστής ή διαμεσολαβητής και χωρίς να έχει παρακαθίσει στις εξετάσεις μετά την πάροδο των 6 μηνών ή και οποτεδήποτε από την ημερομηνία υπογραφής της συμφωνίας.
Κατά την 16/4/2009 ο Μ.Κ.3 σε συνάντηση που είχε με τον κατηγορούμενο του ανακοίνωσε ότι η συνεργασία του με την παραπονούμενη τερματίζετο και ότι θα έπρεπε να εξοφλήσει το υπόλοιπο ασφαλίστρων που προήλθε από τη συνεργασία του στην εταιρεία ως διαμεσολαβητής και προς τούτο ο κατηγορούμενος υπέγραψε έγγραφη αναγνώριση χρέους και στη συνέχεια την επίδικη επιταγή.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, κατέληξε ότι αποδεικνυόταν το εν λόγω αδίκημα, όμως, απάλλαξε, τελικά, τον εφεσίβλητο από τη σχετική κατηγορία. Οδηγήθηκε στην κατάληξη αυτή, αφού δέχτηκε εισήγηση του συνηγόρου του εφεσίβλητου ότι, στις πιο πάνω περιστάσεις, ήταν σχετικός ο Ν. 35(Ι)/2002, η εφαρμογή συγκεκριμένων διατάξεών του οποίου καθιστούσε «... την κρίσιμη δραστηριότητα του κατηγορούμενου και, κατά συνέπεια, τις επαγγελματικές του συναλλαγές με την παραπονούμενη παράνομες».
Με βάση το Άρθρο 189 του ιδίου Νόμου, ανάλογο ποινικό αδίκημα διαπράττει και η ασφαλιστική επιχείρηση, η οποία, εν γνώσει της, χρησιμοποιεί για την άσκηση εργασιών διαμεσολάβησης πρόσωπο το οποίο δεν είναι εγγεγραμμένο στο ανάλογο για τις εργασίες αυτές Μητρώο του Άρθρου 170.
Η πρωτόδικη κρίση αμφισβητήθηκε στην ολότητα της με έφεση.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Με δεδομένα, τα ευρήματα, ανωτέρω, και, ειδικά, αυτά με τα οποία διαπιστωνόταν ότι ο εφεσίβλητος ασκούσε εργασίες διαμεσολάβησης χωρίς να ήταν εγγεγραμμένος σε κάποιο από τα Μητρώα που προβλέπονται στο Άρθρο 170, ήταν ορθό και στη διαπίστωσή της ότι η άσκηση από αυτόν, στο πλαίσιο της προαναφερθείσας συμβατικής του σχέσης με την εφεσείουσα, των εν λόγω εργασιών, ήταν παράνομη.
2. Έκρινε δε ότι η εν λόγω επιταγή αφορούσε στην εξόφληση οφειλής η οποία σχετιζόταν με παράνομη συναλλαγή. Ως εκ τούτου, κατέληξε, ότι αυτή, δηλαδή η επιταγή, δεν μπορούσε «υπό τις περιστάσεις να αποτελεί το αντικείμενο του ποινικού αδικήματος της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής», κατά το εδάφιο (6) του Άρθρου 305Α.
3. Όπως προκύπτει από την ανάγνωσή της, κρίσιμη για την κατανόηση του νομικού πεδίου εφαρμογής της είναι η ερμηνεία, ειδικά, της λέξης «σχετίζεται».
4. Για να έχει η συγκεκριμένη λέξη οποιοδήποτε νόημα στο πλαίσιο εφαρμογής της εν λόγω πρόνοιας, πρέπει η διενεργούμενη πληρωμή με επιταγή να έγκειται νομικά προς συναλλαγή η οποία αντίκειται στο νόμο και, ουσιαστικά, να αποτελεί μέρος αυτής δεν είχε τεθεί θέμα, στην υπό εξέταση υπόθεση, ότι η εν λόγω πληρωμή αντίκειται προς τα χρηστά ήθη, όπως, επίσης, προβλέπεται στο εδάφιο (6).
5. Απαγορεύεται, έτσι, η διενέργεια πληρωμής με επιταγή, η οποία συνιστά επιβράβευση συγκεκριμένης παρανομίας.
6. Στην παρούσα υπόθεση, όπως, επίσης, προκύπτει από τα διαπιστωθέντα γεγονότα, η πληρωμή με επιταγή αφορούσε στην καταβολή ασφαλίστρων που είχαν περιέλθει στην κατοχή του εφεσίβλητου από τη συνομολόγηση ασφαλειών μεταξύ της εφεσείουσας και τρίτων προσώπων, των ασφαλισμένων.
7. Η νομιμότητα των εν λόγω συναλλαγών ουδόλως είχε αμφισβητηθεί, αφού, ακριβώς, αυτές αφορούν συμβάσεις ασφάλισης, οι οποίες έχουν νόμιμα συνομολογηθεί, ως αποτέλεσμα και της συμμετοχής εγγεγραμμένου ασφαλιστικού συμβούλου και οι οποίες, ενδεχόμενα, να βρίσκονται σε ισχύ.
8. Άρα, από νομικής άποψης, η συγκεκριμένη πληρωμή δεν εμπίπτει στην προαναφερθείσα παράνομη δραστηριότητα του εφεσίβλητου, ήτοι της άσκησης εργασιών διαμεσολάβησης, ιδιαίτερα, με το να συστήνει αυτός πελάτες που επιθυμούσαν να ασφαλιστούν στην εφεσείουσα, χωρίς να είναι εγγεγραμμένος στο ανάλογο για τις εργασίες αυτές Μητρώο.
9. Υπό οποιεσδήποτε, περιστάσεις, ο εφεσίβλητος, αφού παρέλαβε τα υπό αναφορά ασφάλιστρα, υποχρεούτο να τα καταβάλει στην άμεσα δικαιούχο ασφαλιστική εταιρεία, δηλαδή στην εφεσείουσα.
10. Αυτό έπραξε, στην προκειμένη περίπτωση, με τη συγκεκριμένη επιταγή, αφού είχε προηγουμένως, αναγνωρίσει εγγράφως ότι κατείχε το συγκεκριμένο ποσό και υποχρεούτο να το αποδώσει σε αυτή.
11. Η πρωτόδικη κρίση, ότι, στην προκειμένη περίπτωση, τύγχανε εφαρμογής η υπεράσπιση του εδαφίου (6) του Άρθρου 305Α είναι νομικά λανθασμένη.
Η έφεση επέτυχε και η πρωτόδικη αθωωτική απόφαση παραμερίστηκε.
Έφεση κατά Aθωωτικής Απόφασης.
Έφεση από την Παραπονούμενη εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Μαθηκολώνη, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 1347/2010), ημερομηνίας 4/10/2012.
Γ. Κορφιώτης, με Ι. Κορφιώτη (κα), για την Εφεσείουσα.
Κ. Κ. Σαβεριάδης, για τον Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ. Ν. Γιασεμής.
ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Ο εφεσίβλητος, μετά από δίκη, απαλλάχθηκε της κατηγορίας για έκδοση επιταγής, τεκμήριο 1, για το ποσό των €17.757,87, η οποία, όταν παρουσιάστηκε στο πιστωτικό ίδρυμα επί του οποίου είχε εκδοθεί, δεν εξοφλήθηκε, λόγω έλλειψης διαθέσιμων κεφαλαίων του εκδότη. Στην πραγματικότητα, η εν λόγω επιταγή ουδέποτε, μετά την κατάθεσή της, ως άνω, έχει εξοφληθεί. Η πιο πάνω κατηγορία αφορούσε το ανάλογο αδίκημα, το οποίο προβλέπεται από το Άρθρο 305Α(1) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, ο δε εφεσίβλητος την αντιμετώπισε, ως κατηγορούμενος, στο πλαίσιο ιδιωτικής ποινικής υπόθεσης, την οποία κατέθεσε εναντίον του, ως παραπονουμένη, η ασφαλιστική εταιρεία Εθνική Γενικών Ασφαλειών (Κύπρου) Λτδ. Το εκδικάσαν Δικαστήριο απάλλαξε, τελικά, τον εφεσίβλητο, αφού δέχτηκε την εισήγηση του συνηγόρου του ότι, στην περίπτωσή του, ίσχυε η υπεράσπιση που προβλέπεται από το εδάφιο (6) του προαναφερθέντος άρθρου.
Η παρούσα έφεση καταχωρίστηκε από την προαναφερθείσα ασφαλιστική εταιρεία, ως εφεσείουσα, και στρέφεται κατά της αθωωτικής απόφασης του εκδικάσαντος Δικαστηρίου. Επιδιώκεται η ανατροπή της με δύο λόγους, οι οποίοι εστιάζουν επί νομικών, ουσιαστικά, θεμάτων·∙θα γίνει περαιτέρω αναφορά σε αυτούς στο κατάλληλο σημείο. Από τα, ήδη, διαπιστωθέντα, όμως, γεγονότα, γίνεται αντιληπτό ότι δεν υπάρχει, πλέον, αμφισβήτηση όσον αφορά τα ευρήματα του Δικαστηρίου επί αυτών. Αντιθέτως, στο πλαίσιο της έφεσης, είναι φανερό ότι τα σχετικά γεγονότα αποτελούν κοινό τόπο μεταξύ των μερών.
Όπως προκύπτει, λοιπόν, από τα αδιαμφισβήτητα γεγονότα, στις 12.9.2006, η εφεσείουσα και ο εφεσίβλητος συνήψαν μεταξύ τους συμφωνία, τεκμήριο 9, η οποία προέβλεπε ότι ο εφεσίβλητος θα εκπαιδευόταν, για να καθίστατο «διαμεσολαβητής», εντός της εννοίας του περί της Ασκήσεως Ασφαλιστικών Εργασιών και Άλλων Συναφών Θεμάτων Νόμου του 2002, (Ν. 35(Ι)/2002), όπως αυτός έχει τροποποιηθεί, (Άρθρο 2), προκειμένου να πρόσφερε τις υπηρεσίες του, ως ασφαλιστικός σύμβουλος, στην εφεσείουσα. Η εκπαίδευσή του θα διαρκούσε έξι μήνες. Κατά την εν λόγω περίοδο, θα συνεργαζόταν με κατονομαζόμενο ασφαλιστικό σύμβουλο, για την άσκηση εργασιών διαμεσολάβησης προς όφελος της εφεσείουσας και, ιδιαίτερα, για να συστήνει πελάτες, οι οποίοι θα επιθυμούσαν να ασφαλιστούν σε αυτή. Για τον πιο πάνω σκοπό, θα τελούσε υπό την καθοδήγηση και επίβλεψη του υπό αναφορά ασφαλιστικού συμβούλου της εφεσείουσας, ο οποίος προσυπόγραψε και ο ίδιος την προαναφερθείσα συμφωνία και, έτσι, αποτελούσε, επίσης, συμβαλλόμενο μέρος αυτής·∙όπως διαπιστώθηκε πρωτοδίκως, επρόκειτο για αδελφό του εφεσίβλητου. Κατά την ίδια πιο πάνω περίοδο, ο εφεσίβλητος έπρεπε, επίσης, να επιτύγχανε στις εξετάσεις του Συμβουλευτικού Σώματος, προς εξασφάλιση του Πιστοποιητικού Ασφαλιστικής Κατάρτισης και εγγραφή στα ανάλογα Μητρώα Διαμεσολαβητών του Εφόρου Ασφαλίσεων. Ακολούθως, παρατίθενται και τα πιο κάτω γεγονότα, όπως, ακριβώς, τα διαπίστωσε η εκδικάσασα Δικαστής:-
«Ο κατηγορούμενος δεν ήταν κάτοχος άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών. Ούτε παρακάθισε σε οποιοδήποτε στάδιο σε εξετάσεις για να αποκτήσει τέτοια άδεια. Ο κατηγορούμενος στα πλαίσια της συνεργασίας του με την παραπονούμενη εξασκούσε εργασίες διαμεσολάβησης και συγκεκριμένα εύρισκε πελάτες τους οποίους σύστηνε για τη σύναψη συμβολαίων, ετοίμαζε την σχετική πρόταση την οποία υπέγραφε ο αδελφός του, διατηρούσε ξεχωριστό λογαριασμό με την παραπονούμενη εταιρεία, στον οποίο ο αδελφός του δεν είχε δικαίωμα να επέμβει είτε για να τον επιβαρύνει, είτε για να λάβει από αυτόν οποιοδήποτε ποσό και ο οποίος χρεωπιστωνόταν όπως ο λογαριασμός ενός ασφαλιστικού συμβούλου, με τη χρέωση των ασφαλίστρων από τα συμβόλαια πελατών που ο ίδιος σύστηνε αφαιρουμένης της προμήθειας που εδικαιούτο. Ο κατηγορούμενος εισέπραττε ασφάλιστρα από πελάτες τα οποία κατέβαλλε στην παραπονούμενη αφαιρουμένης της προμήθειας που εδικαιούτο, εν γνώσει της παραπονούμενης και χωρίς ο ίδιος να έχει εξασφαλίσει την εκ του νόμου απαιτούμενη άδεια για να ενεργεί ως ασφαλιστής ή διαμεσολαβητής και χωρίς να έχει παρακαθίσει στις εξετάσεις μετά την πάροδο των 6 μηνών ή και οποτεδήποτε από την ημερομηνία υπογραφής της συμφωνίας Τεκμήριο 9.
Κατά την 16/4/2009 ο Μ.Κ.3* σε συνάντηση που είχε με τον κατηγορούμενο του ανακοίνωσε ότι η συνεργασία του με την παραπονούμενη τερματίζετο και ότι θα έπρεπε να εξοφλήσει το υπόλοιπο ασφαλίστρων που προήλθε από τη συνεργασία του στην εταιρεία ως διαμεσολαβητής και προς τούτο ο κατηγορούμενος υπέγραψε την έγγραφη αναγνώριση χρέους Τεκμήριο 7 και στη συνέχεια την επιταγή Τεκμήριο 1, η οποία προηγουμένως συμπληρώθηκε ως προς το όνομα δικαιούχου ποσό αριθμητικώς και ολογράφως ως και σε σχέση με την ημερομηνία από τον Μ.Κ.3. Η εν λόγω επιταγή αφού κατατέθηκε προς πληρωμή όταν κατέστη πληρωτέα και συγκεκριμένα στις 30/5/2009 δεν εξοφλήθηκε λόγω ελλείψεως διαθεσίμων κεφαλαίων στο λογαριασμό του κατηγορούμενου και παρέμεινε απλήρωτη για 15 μέρες και μέχρι σήμερα δεν έχει εξοφληθεί.»
Η Δικαστής, με βάση, ειδικά, τις τελευταίες πιο πάνω διαπιστώσεις, κατέληξε ότι αποδεικνυόταν το εν λόγω αδίκημα, όμως, απάλλαξε, τελικά, τον εφεσίβλητο από τη σχετική κατηγορία. Οδηγήθηκε στην κατάληξη αυτή, αφού δέχτηκε εισήγηση του συνηγόρου του εφεσίβλητου ότι, στις πιο πάνω περιστάσεις, ήταν σχετικός ο Ν. 35(Ι)/2002, η εφαρμογή συγκεκριμένων διατάξεών του οποίου καθιστούσε «... την κρίσιμη δραστηριότητα του κατηγορούμενου και, κατά συνέπεια, τις επαγγελματικές του συναλλαγές με την παραπονούμενη παράνομες». Αποδεχόμενη την πιο πάνω εισήγηση, είχε κατά νου συγκεκριμένα άρθρα του εν λόγω Νόμου, τα οποία αναφέρει στην απόφασή της, περιλαμβανομένου του Άρθρου 164. Το άρθρο αυτό προβλέπει με θετικό τρόπο ότι, για να επιτρέπεται σε συγκεκριμένους ασφαλιστικούς παράγοντες να ασκούν εργασίες διαμεσολάβησης, αυτοί πρέπει να είναι εγγεγραμμένοι στο, προς τούτο, αντίστοιχο Μητρώο, κατά τα οριζόμενα στο Άρθρο 170 του Ν. 35(Ι)/2002. Αυτό, όμως, που καθιστά την απουσία τέτοιας εγγραφής ποινικό αδίκημα, τιμωρούμενο και με ποινή στερητική της ελευθερίας του παρανομούντος, είναι το Άρθρο 191* του υπό αναφορά Νόμου. Να σημειωθεί πως, με βάση το Άρθρο 189 του ιδίου Νόμου, ανάλογο ποινικό αδίκημα διαπράττει και η ασφαλιστική επιχείρηση, η οποία, εν γνώσει της, χρησιμοποιεί για την άσκηση εργασιών διαμεσολάβησης πρόσωπο το οποίο δεν είναι εγγεγραμμένο στο ανάλογο για τις εργασίες αυτές Μητρώο του Άρθρου 170.
Με δεδομένα, λοιπόν, τα ευρήματα, ανωτέρω, και, ειδικά, αυτά με τα οποία διαπιστωνόταν ότι ο εφεσίβλητος ασκούσε εργασίες διαμεσολάβησης χωρίς να ήταν εγγεγραμμένος σε κάποιο από τα Μητρώα που προβλέπονται στο Άρθρο 170, η Δικαστής ήταν ορθή και στη διαπίστωσή της ότι η άσκηση από αυτόν, στο πλαίσιο της προαναφερθείσας συμβατικής του σχέσης με την εφεσείουσα, των εν λόγω εργασιών, ήταν παράνομη. Η Δικαστής, εντάσσοντας, στη συνέχεια, την πράξη πληρωμής με επιταγή των ασφαλίστρων, που ο εφεσίβλητος, στο πλαίσιο της προαναφερθείσας συμφωνίας με την εφεσείουσα, είχε στην κατοχή του στις 16.4.2009, όταν συνέβη ο τερματισμός της συνεργασίας τους, έκρινε ότι η εν λόγω επιταγή αφορούσε την εξόφληση οφειλής η οποία σχετιζόταν με παράνομη συναλλαγή. Ως εκ τούτου, κατέληξε ότι αυτή, δηλαδή η επιταγή, δεν μπορούσε «υπό τις περιστάσεις να αποτελεί το αντικείμενο του ποινικού αδικήματος της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής», κατά το εδάφιο (6) του Άρθρου 305Α, το οποίο προβλέπει τα εξής:-
«Το παρόν άρθρο δεν εφαρμόζεται στις περιπτώσεις έκδοσης επιταγής, όταν αυτή εκδίδεται προς πληρωμή οφειλής που σχετίζεται με συναλλαγή ή πράξη, η οποία αντίκειται στα χρηστά ήθη ή σε οποιοδήποτε νόμο.»
Οι δύο λόγοι, που αναφέρθηκε προηγουμένως ότι έχουν προβληθεί με την παρούσα έφεση, στην πραγματικότητα, έχουν ως κοινό παρονομαστή την ανάγκη για ερμηνεία της πιο πάνω πρόνοιας, προκειμένου να διαπιστωθεί η νομική σημασία των όρων της και υπό ποιες περιστάσεις αυτή τυγχάνει εφαρμογής. Όπως προκύπτει από την ανάγνωσή της, κρίσιμη για την κατανόηση του νομικού πεδίου εφαρμογής της είναι η ερμηνεία, ειδικά, της λέξης «σχετίζεται». Πρόκειται για λέξη του κοινού λεξιλογίου της ελληνικής γλώσσας και επαφίεται στο Δικαστήριο να καθορίσει τη σημασία της, από νομικής άποψης. Για να έχει, λοιπόν, η συγκεκριμένη λέξη οποιοδήποτε νόημα στο πλαίσιο εφαρμογής της εν λόγω πρόνοιας, πρέπει η διενεργούμενη πληρωμή με επιταγή να έγκειται νομικά προς συναλλαγή η οποία αντίκειται στο νόμο και, ουσιαστικά, να αποτελεί μέρος αυτής·∙δεν έχει τεθεί θέμα, στην υπό εξέταση υπόθεση, ότι η εν λόγω πληρωμή αντίκειται προς τα χρηστά ήθη, όπως, επίσης, προβλέπεται στο εδάφιο (6). Απαγορεύεται, έτσι, η διενέργεια πληρωμής με επιταγή, η οποία συνιστά επιβράβευση συγκεκριμένης παρανομίας.
Στην παρούσα υπόθεση, όπως, επίσης, προκύπτει από τα διαπιστωθέντα γεγονότα, η πληρωμή με επιταγή αφορούσε την καταβολή ασφαλίστρων που είχαν περιέλθει στην κατοχή του εφεσίβλητου από τη συνομολόγηση ασφαλειών μεταξύ της εφεσείουσας και τρίτων προσώπων, των ασφαλισμένων. Η νομιμότητα των εν λόγω συναλλαγών ουδόλως έχει αμφισβητηθεί, αφού, ακριβώς, αυτές αφορούν συμβάσεις ασφάλισης, οι οποίες έχουν νόμιμα συνομολογηθεί, ως αποτέλεσμα και της συμμετοχής εγγεγραμμένου ασφαλιστικού συμβούλου, όπως αναφέρεται πιο πάνω, και οι οποίες, ενδεχόμενα, να βρίσκονται σε ισχύ. Άρα, από νομικής άποψης, η συγκεκριμένη πληρωμή δεν εμπίπτει στην προαναφερθείσα παράνομη δραστηριότητα του εφεσίβλητου, ήτοι της άσκησης εργασιών διαμεσολάβησης, ιδιαίτερα, με το να συστήνει αυτός πελάτες που επιθυμούσαν να ασφαλιστούν στην εφεσείουσα, χωρίς να είναι εγγεγραμμένος στο ανάλογο για τις εργασίες αυτές Μητρώο. Υπό οποιεσδήποτε, λοιπόν, περιστάσεις, ο εφεσίβλητος, αφού παρέλαβε τα υπό αναφορά ασφάλιστρα, υποχρεούτο να τα καταβάλει στην άμεσα δικαιούχο ασφαλιστική εταιρεία, δηλαδή στην εφεσείουσα. Αυτό έπραξε, στην προκειμένη περίπτωση, με τη συγκεκριμένη επιταγή, αφού είχε προηγουμένως, σύμφωνα με τα ευρήματα, ανωτέρω, της Δικαστού, αναγνωρίσει εγγράφως ότι κατείχε το συγκεκριμένο ποσό και υποχρεούτο να το αποδώσει σε αυτή.
Καταλήγοντας, η κρίση, ανωτέρω, της Δικαστού ότι, στην προκειμένη περίπτωση, τύγχανε εφαρμογής η υπεράσπιση του εδαφίου (6) του Άρθρου 305Α είναι νομικά λανθασμένη. Το ίδιο, βέβαια, λανθασμένη είναι και η αθωωτική απόφαση, στην οποία αυτή οδηγήθηκε. Η έφεση, λοιπόν, επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται, ο δε εφεσίβλητος κρίνεται ένοχος στην κατηγορία που είχε πρωτόδικα αντιμετωπίσει.
Η έφεση επιτυγχάνει και η πρωτόδικη αθωωτική απόφαση παραμερίζεται.