ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ECLI:CY:AD:2016:B216

(2016) 2 ΑΑΔ 377

22 Απριλίου, 2016

 

[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΛΙΑΤΣΟΣ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στές]

 

ΣΤΕΛΙΟΣ ΧΑΤΖΗΣΠΥΡΟΥ,

 

Εφεσείων,

 

ν.

 

ΒΑΣΟΥ ΣΥΜΙΛΛΙΔΗ,

 

Εφεσιβλήτου.

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 139/2015)

 

 

Ποινικός Κώδικας ― Έκδοση επιταγής χωρίς αντίκρισμα, κατά παράβαση των προνοιών του Άρθρου 305Α(1) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 ― Παραμερισμός καταδικαστικής απόφασης επί τω ότι, οι επιταγές κατά την παρουσίασή τους για πληρωμή, είχαν απολέσει τη νομική υπόστασή τους, ως επιταγές, παύοντας να είναι εκτελεστές για τους σκοπούς του Κεφ. 262 και, συνακόλουθα, και του Άρθρου 305Α του Κεφ. 154 ― Ο περί Συναλλαγματικών Νόμος, Κεφ. 262 ― Η συμπλήρωση της ημερομηνίας στην επιταγή μετά από τέσσερα χρόνια, από την έκδοσή της δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι έγινε εντός ευλόγου χρόνου, συμφώνως του Άρθρου 20(2) του Κεφ. 262 ― Τι συνιστά εύλογο χρόνο.

 

Ο εφεσείων, αντιμετώπισε πρωτοδίκως δύο κατηγορίες για έκδοση ισάριθμων επιταγών χωρίς αντίκρισμα, κατά παράβαση των προνοιών του Άρθρου 305Α(1) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, όπως αυτός έχει τροποποιηθεί.

 

Σύμφωνα με τα παραδεκτά γεγονότα ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ο εφεσείων εξέδωσε τις υπό αναφορά επιταγές το 2009 και, αφού τις υπόγραψε, τις παρέδωσε στον εφεσίβλητο, χωρίς, όμως, να τις χρονολογήσει. Ο τελευταίος, πολύ αργότερα, στις 31.12.2013, τις χρονολόγησε, αναγράφοντας σε αυτές την πιο πάνω ημερομηνία και τις παρουσίασε στην τράπεζα επί της οποίας αυτές είχαν εκδοθεί σε δύο διαφορετικές περιπτώσεις. Επεστράφησαν, όμως, στις 2.1.2014 και στις 10.1.2014, με την αιτιολογία ότι: «Ο λογαριασμός έκλεισε παρακαλούμε όπως παρουσιαστεί ξανά για σκοπούς Κ.Α.Π.». 

Ο εφεσείων προσέβαλε την καταδικαστική απόφαση η οποία εξεδόθη τελικώς εναντίον του.

 

Το πρωτόδικο σκεπτικό εμφαίνεται στα αποφασισθέντα.

 

Η εξέταση της έφεσης επικεντρώθηκε στο λόγο έφεσης σύμφωνα με τον οποίο, υπήρξε παράλειψη του εκδικάσαντος Δικαστηρίου να λάβει υπόψη του το μεγάλο χρονικό διάστημα που μεσολάβησε από την έκδοση των επιταγών, το 2009, μέχρι την παρουσίασή τους για πληρωμή.

 

Αποφασίστηκε ότι:

 

1.  Τα γεγονότα που αφορούσαν στο λόγο αυτό προέκυπταν, με σαφήνεια, από τα όσα είχαν δηλωθεί ως κοινώς παραδεκτά.

 

2.  Επιπρόσθετα, κατά τη διάρκεια της δίκης, είχε τεθεί στον εφεσίβλητο, κατά την αντεξέτασή του, το ερώτημα αν, για τη συμπλήρωση της ημερομηνίας 31.12.2013 στις επιταγές, αυτός είχε λάβει οδηγίες από τον εφεσείοντα και η απάντηση που ο ίδιος έδωσε, ήταν αρνητική.

 

3.  Όπως δε συμπλήρωσε, σε απάντηση άλλης σχετικής ερώτησης, ο λόγος για τον οποίο έβαλε στις επιταγές τη συγκεκριμένη ημερομηνία ήταν επειδή ήθελε να εισπράξει τα λεφτά του.

 

4.  Τέλος, το ίδιο θέμα, ανωτέρω, αποτέλεσε, επίσης, αντικείμενο υποβολής προς το εκδικάσαν Δικαστήριο, κατά το εκ πρώτης όψεως στάδιο. Συγκεκριμένα, έγινε εισήγηση ότι οι υπό αναφορά επιταγές δεν ενέπιπταν στην έννοια του περί Συναλλαγματικών Νόμου, Κεφ. 262, όπως αυτός είχε τροποποιηθεί, και, ως εκ τούτου, δεν αποτελούσαν επιταγές, για τους σκοπούς του Άρθρου 305Α του Κεφ. 154.

 

5.  Η πιο πάνω εισήγηση απορρίφθηκε, όπως απορρίφθηκε, επίσης, ανάλογη εισήγηση, η οποία υποβλήθηκε κατά το τελικό στάδιο της δίκης, αφού το εκδικάσαν Δικαστήριο, με αναφορά και στο Άρθρο 20 του Κεφ. 262, θεώρησε, πρόσθετα, ότι δεν είχε αμφισβητηθεί η εξουσία του εφεσίβλητου να συμπληρώσει ο ίδιος τις επιταγές, αναγράφοντας σε αυτές ως ημερομηνία έκδοσής τους την 31.12.2013.

 

6.  Η κατάληξη του εκδικάσαντος Δικαστηρίου ότι δεν ηγέρθη, κατά τη δίκη, ως θέμα η εξουσία του εφεσίβλητου να συμπληρώσει τις επιταγές, αναγράφοντας σε αυτές τη συγκεκριμένη ημερομηνία, ήταν λανθασμένη.

 

7.  Το ότι δε, στα παραδεκτά γεγονότα, γίνεται αναφορά «σε επιταγές», γεγονός το οποίο το εκδικάσαν Δικαστήριο επεσήμανε, προς ενίσχυση της προαναφερθείσας διαπίστωσής του, δεν εμπόδιζε, ασφαλώς, την πλευρά του εφεσείοντος να εισηγηθεί ότι αυτές δεν υπέχουν την ιδιότητα αυτή, συμφώνως των σχετικών προνοιών του Κεφ. 262.

 

8.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αν και παρέθεσε στην απόφασή του τις  πρόνοιες των Άρθρων 73, 3(4) και 20 (1)(2)  του περί Συναλλαγματικών Νόμου Κεφ. 262, εντούτοις δεν ασχολήθηκε με το κατά πόσο η συμπλήρωση, ως ανωτέρω, των επιταγών από τον εφεσίβλητο, έγινε εντός ευλόγου χρόνου. Η αντιμετώπιση του συγκεκριμένου αυτού θέματος ήταν λανθασμένη.

 

9.  Όπως έχουν τα αναμφισβήτητα γεγονότα, ο εφεσίβλητος πήρε τις επιταγές από τον εφεσείοντα το 2009, χωρίς αυτές να είναι χρονολογημένες. Συμπλήρωσε δε ο ίδιος, στις 31.12.2013, την ημερομηνία αυτή και το ερώτημα που προέκυπτε, ήταν κατά πόσο μπορούσε, πλέον, να το πράξει, δεδομένου του μεγάλου χρονικού διαστήματος που είχε μεσολαβήσει από τότε.

 

10. Συμφώνως του Άρθρου 20(1) του Κεφ. 262, ο εφεσίβλητος, όταν έλαβε τις επιταγές, είχε, εκ πρώτης όψεως, εξουσία να ενεργήσει ως ανωτέρω, δηλαδή να συμπληρώσει ο ίδιος την ημερομηνία σε αυτές.

 

11. Όπως προβλέπεται, όμως, περαιτέρω, στο Άρθρο 20(2) του ιδίου Νόμου, αυτό έπρεπε να το είχε πράξει εντός ευλόγου χρόνου. Το τι δε συνιστά εύλογο χρόνο, στην κάθε περίπτωση, διαπιστώνεται στη βάση των σχετικών γεγονότων.

 

12. Οι πιο πάνω επισημάνσεις έγιναν στην Griffiths v. Dalton [1940] 2 K.B. 264, στη σελίδα 265, με αναφορά στην αντίστοιχη του Κεφ. 262 αγγλική νομοθεσία. Στην υπόθεση εκείνη, η κατάληξη του Δικαστηρίου ήταν πως η συμπλήρωση της ημερομηνίας στην επιταγή μετά από δεκαοκτώ μήνες, περίπου, από την έκδοσή της δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι έγινε εντός ευλόγου χρόνου πόσο μάλλον, στην παρούσα περίπτωση, όπου η χρονολόγηση των υπό αναφορά επιταγών έγινε μετά από τέσσερα χρόνια.

 

13. Μάλιστα, σε αντίθεση με ό,τι φαίνεται να θεώρησε ο πρωτόδικος Δικαστής, δεν είχε ληφθεί προηγουμένως και η εξουσιοδότηση, προς τούτο, του εφεσείοντος, η οποία, υπό τις δοσμένες περιστάσεις, ανωτέρω, ήταν, πλέον, οπωσδήποτε, αναγκαία.

 

14. Ως αποτέλεσμα, κατά την παρουσίασή τους για πληρωμή, αυτές είχαν απολέσει τη νομική υπόστασή τους, ως επιταγές, παύοντας να είναι εκτελεστές για τους σκοπούς του Κεφ. 262 και, συνακόλουθα, και του Άρθρου 305Α του Κεφ. 154.

 

Η έφεση επέτυχε με έξοδα τόσο πρωτοδίκως, όσο και κατ' έφεση. Η καταδίκη του εφεσείοντος και στις δύο κατηγορίες ακυρώθηκε.

 

Αναφερόμενη Υπόθεση:

 

Griffiths v. Dalton [1940] 2 K.B. 264.

 

Έφεση κατά Ποινής.

 

Έφεση από τον Καταδικασθέντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Παπαθανασίου, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 3451/2014), ημερομηνίας 21/5/2015.

 

Ρ. Προδρόμου (κα), για Στ. Αλεξάνδρου (κα), για τον Εφεσείοντα.

 

Ε. Σωκράτους (κα), για τον Εφεσίβλητο.

 

Cur. adv. vult.

 

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ.Ν. Γιασεμής.

 

ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων, πρωτοδίκως, αντιμετώπισε δύο κατηγορίες για έκδοση ισάριθμων επιταγών χωρίς αντίκρισμα, κατά παράβαση των προνοιών του Άρθρου 305Α(1) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, όπως αυτός έχει τροποποιηθεί. Επρόκειτο για ιδιωτική ποινική υπόθεση, με τον κάτοχο των επιταγών να είχε αναλάβει το ρόλο του κατηγόρου. Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες του αδικήματος της κάθε κατηγορίας, στο βαθμό που αυτές ενδιαφέρουν, οι εν λόγω επιταγές είχαν εκδοθεί από τον εφεσείοντα στις 31.12.2013, σε διαταγή του εφεσίβλητου. Όταν δε παρουσιάστηκαν από τον τελευταίο στην τράπεζα επί της οποίας είχαν εκδοθεί, δεν εξοφλήθηκαν, λόγω έλλειψης διαθέσιμων κεφαλαίων.

Κατά την έναρξη της δίκης, δηλώθηκαν, εκ συμφώνου, και εγκρίθηκαν από το εκδικάσαν Δικαστήριο κάποια σημαντικά για την πορεία και, τελικά, και για την έκβαση της υπόθεσης γεγονότα. Όπως προκύπτει από αυτά, οι δύο πλευρές ήταν σύμφωνες ότι ο εφεσείων εξέδωσε τις υπό αναφορά επιταγές το 2009 και, αφού τις υπόγραψε, τις παρέδωσε στον εφεσίβλητο, χωρίς, όμως, να τις χρονολογήσει. Ο τελευταίος, πολύ αργότερα, στις 31.12.2013, τις χρονολόγησε, αναγράφοντας σε αυτές την πιο πάνω ημερομηνία και τις παρουσίασε στην τράπεζα επί της οποίας αυτές είχαν εκδοθεί σε δύο διαφορετικές περιπτώσεις. Επεστράφησαν, όμως, στις 2.1.2014 και στις 10.1.2014, με την αιτιολογία ότι: «Ο λογαριασμός έκλεισε παρακαλούμε όπως παρουσιαστεί ξανά για σκοπούς Κ.Α.Π.». Αυτά όσον αφορά τα κοινώς παραδεκτά γεγονότα, στη βάση των οποίων διεξήχθη, τελικώς, η δίκη, επιπρόσθετα των άλλων θεμάτων που ηγέρθησαν και εξετάστηκαν σε αυτή.

 

Ο εφεσείων, με διάφορους λόγους, προσβάλλει την καταδικαστική γι' αυτόν απόφαση. Με έναν από αυτούς, επικρίνει τη μη αποδοχή από το εκδικάσαν Δικαστήριο της μαρτυρίας του, η οποία θα οδηγούσε, σύμφωνα με την εισήγησή του, στη διαπίστωση ότι τα ποσά των δύο επιταγών, €15.500,00 και €37.500,00, αντίστοιχα, είχαν εξοφληθεί πολύ πριν την παρουσίασή τους, τον Ιανουάριο του 2014, στην τράπεζα για πληρωμή. Με έναν άλλο, εξίσου σημαντικό, λόγο, προσδίδεται ιδιαίτερη σημασία στην παράλειψη του εκδικάσαντος Δικαστηρίου να λάβει υπόψη του το μεγάλο χρονικό διάστημα που μεσολάβησε από την έκδοση των επιταγών, το 2009, μέχρι την παρουσίασή τους για πληρωμή, κατά το χρόνο που έχει προαναφερθεί. Τα γεγονότα που αφορούν στο λόγο αυτό προκύπτουν, με σαφήνεια, από τα όσα έχουν δηλωθεί ως κοινώς παραδεκτά και αναφέρονται πιο πάνω.

 

Επιπρόσθετα, κατά τη διάρκεια της δίκης, είχε τεθεί στον εφεσίβλητο, κατά την αντεξέτασή του, το ερώτημα αν, για τη συμπλήρωση της ημερομηνίας 31.12.2013 στις επιταγές, αυτός είχε λάβει οδηγίες από τον εφεσείοντα και η απάντηση που ο ίδιος έδωσε ήταν αρνητική. Συγκεκριμένα, στο πρακτικό, αναφέρονται τα εξής: «Ε.  Σας έδωσε οδηγίες ο κατηγορούμενος να συμπληρώσετε με την άδεια του την ημερομηνία κατάθεσης 31/12/2013; Α.  Όχι.»  Όπως δε συμπλήρωσε, σε απάντηση άλλης σχετικής ερώτησης, ο λόγος για τον οποίο έβαλε στις επιταγές τη συγκεκριμένη ημερομηνία ήταν επειδή ήθελε να εισπράξει τα λεφτά του.

 

Τέλος, το ίδιο θέμα, ανωτέρω, αποτέλεσε, επίσης, αντικείμενο υποβολής προς το εκδικάσαν Δικαστήριο, κατά το εκ πρώτης όψεως στάδιο. Συγκεκριμένα, στο στάδιο εκείνο, η συνήγορος του εφεσείοντος είχε εισηγηθεί ότι οι υπό αναφορά επιταγές δεν ενέπιπταν στην έννοια του περί Συναλλαγματικών Νόμου, Κεφ. 262, όπως αυτός έχει τροποποιηθεί, και, ως εκ τούτου, δεν αποτελούσαν επιταγές, για τους σκοπούς του Άρθρου 305Α του Κεφ. 154.  Η πιο πάνω εισήγηση απορρίφθηκε, όπως απορρίφθηκε, επίσης, ανάλογη εισήγηση, η οποία υποβλήθηκε κατά το τελικό στάδιο της δίκης, αφού το εκδικάσαν Δικαστήριο, με αναφορά και στο Άρθρο 20 του Κεφ. 262, θεώρησε, πρόσθετα, ότι δεν είχε αμφισβητηθεί η εξουσία του εφεσίβλητου να συμπληρώσει ο ίδιος τις επιταγές, αναγράφοντας σε αυτές ως ημερομηνία έκδοσής τους την 31.12.2013.

 

Η πτυχή αυτή της υπόθεσης, λόγω και του περιεχομένου του συγκεκριμένου λόγου έφεσης, μπορεί να εξεταστεί κατά προτεραιότητα, έναντι όλων των άλλων λόγων, ακόμα και αυτού που αφορά στην απόρριψη της εκδοχής του εφεσείοντος ότι ο ίδιος είχε εξοφλήσει τα ποσά των επιταγών. Κατ' αρχάς, όμως, να λεχθεί πως η κατάληξη του εκδικάσαντος Δικαστηρίου ότι δεν ηγέρθη, κατά τη δίκη, ως θέμα η εξουσία του εφεσίβλητου να συμπληρώσει τις επιταγές, αναγράφοντας σε αυτές τη συγκεκριμένη ημερομηνία, είναι λανθασμένη. Όπως έχει προηγουμένως αναφερθεί, ο εφεσίβλητος, ερωτήθηκε αν είχε λάβει τέτοια εξουσία από τον εφεσείοντα και η απάντηση που έδωσε ήταν αρνητική, εξηγώντας και το λόγο που τον ώθησε να ενεργήσει ως ανωτέρω. Το ότι δε, στα παραδεκτά γεγονότα, γίνεται αναφορά «σε επιταγές», γεγονός το οποίο το εκδικάσαν Δικαστήριο επεσήμανε, προς ενίσχυση της προαναφερθείσας διαπίστωσής του, δεν εμπόδιζε, ασφαλώς, την πλευρά του εφεσείοντος να εισηγηθεί ότι αυτές δεν υπέχουν την ιδιότητα αυτή, συμφώνως των σχετικών προνοιών του Κεφ. 262.

 

Με βάση το Άρθρο 73 του προαναφερθέντος Νόμου, «Επιταγή είναι συναλλαγματική που εκδίδεται επί τραπεζίτη πληρωτέα εν όψει». Σύμφωνα δε με το Άρθρο 3(4) του ιδίου Νόμου, η επιταγή, όπως και η συναλλαγματική, «δεν είναι άκυρη λόγω του ότι αυτή - (α) δεν είναι χρονολογημένη».  Σημαντικές, επίσης, για σκοπούς της διεξαγόμενης συζήτησης, είναι και κάποιες πρόνοιες του Άρθρου 20 του εν λόγω Νόμου, οι εξής:-

 

«20(1) ..., όταν συναλλαγματική είναι ελλιπής ως προς ουσιώδη λεπτομέρεια το πρόσωπο που κατέχει αυτή έχει εκ πρώτης όψεως εξουσία προς συμπλήρωση της παράλειψης κατά οποιοδήποτε τρόπο κρίνει κατάλληλο.

 

(2) Για να δύναται οποιοδήποτε τέτοιο έγγραφο, όταν συμπληρωθεί να καταστεί εκτελεστό κατά οποιουδήποτε προσώπου το οποίο έγινε μέρος αυτού πριν από τη συμπλήρωσή του, πρέπει να συμπληρωθεί εντός ευλόγου χρόνου, και αυστηρά σύμφωνα με τη δοθείσα εξουσία. Εύλογος χρόνος για το σκοπό αυτό είναι θέμα πραγματικό:»

 

Ο εκδικάσας Δικαστής, αν και παρέθεσε στην απόφασή του τις πιο πάνω πρόνοιες, εντούτοις δεν ασχολήθηκε με το κατά πόσο η συμπλήρωση, ως ανωτέρω, των επιταγών από τον εφεσίβλητο έγινε εντός ευλόγου χρόνου. Η αντιμετώπιση του συγκεκριμένου αυτού θέματος είναι αυτή που αναφέρθηκε προηγουμένως και, οπωσδήποτε, είναι λανθασμένη. Όπως έχουν τα αναμφισβήτητα γεγονότα, ο εφεσίβλητος πήρε τις επιταγές από τον εφεσείοντα το 2009, χωρίς αυτές να είναι χρονολογημένες. Συμπλήρωσε δε ο ίδιος, στις 31.12.2013, την ημερομηνία αυτή και το ερώτημα που προκύπτει είναι κατά πόσο μπορούσε, πλέον, να το πράξει, δεδομένου του μεγάλου χρονικού διαστήματος που είχε μεσολαβήσει από τότε. Συμφώνως του Άρθρου 20(1) του Κεφ. 262, ο εφεσίβλητος, όταν έλαβε τις επιταγές, είχε, εκ πρώτης όψεως, εξουσία να ενεργήσει ως ανωτέρω, δηλαδή να συμπληρώσει ο ίδιος την ημερομηνία σε αυτές. Όπως προβλέπεται, όμως, περαιτέρω, στο Άρθρο 20(2) του ιδίου Νόμου, αυτό έπρεπε να το είχε πράξει εντός ευλόγου χρόνου, το τι δε συνιστά εύλογο χρόνο, στην κάθε περίπτωση, διαπιστώνεται στη βάση των σχετικών γεγονότων.

 

Οι πιο πάνω επισημάνσεις έγιναν στην Griffiths v. Dalton [1940] 2 K.B. 264, στη σελίδα 265, με αναφορά στην αντίστοιχη του Κεφ. 262 αγγλική νομοθεσία. Στην υπόθεση εκείνη, η κατάληξη του Δικαστηρίου ήταν πως η συμπλήρωση της ημερομηνίας στην επιταγή μετά από δεκαοκτώ μήνες, περίπου, από την έκδοσή της δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι έγινε εντός ευλόγου χρόνου πόσο μάλλον, στην παρούσα περίπτωση, όπου η χρονολόγηση των υπό αναφορά επιταγών έγινε μετά από τέσσερα χρόνια. Μάλιστα, σε αντίθεση με ό,τι φαίνεται να θεώρησε ο εκδικάσας Δικαστής, δεν είχε ληφθεί προηγουμένως και η εξουσιοδότηση, προς τούτο, του εφεσείοντος, η οποία, υπό τις δοσμένες περιστάσεις, ανωτέρω, ήταν, πλέον, οπωσδήποτε, αναγκαία. Ως αποτέλεσμα, κατά την παρουσίασή τους για πληρωμή, αυτές είχαν απολέσει τη νομική υπόστασή τους, ως επιταγές, παύοντας να είναι εκτελεστές για τους σκοπούς του Κεφ. 262 και, συνακόλουθα, και του Άρθρου 305Α του Κεφ. 154.

 

Για το λόγο, ανωτέρω, η έφεση επιτυγχάνει. Η καταδίκη του εφεσείοντος και στις δύο κατηγορίες ακυρώνεται. Τα έξοδα, τόσο πρωτόδικα όσο και κατ' έφεση, επιδικάζονται υπέρ του εφεσείοντος και εναντίον του εφεσίβλητου. Στην κάθε περίπτωση, να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και να εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα τόσο πρωτοδίκως, όσο και κατ' έφεση. Η καταδίκη του εφεσείοντος και στις δύο κατηγορίες ακυρώνεται.

 

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο