ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2012) 2 ΑΑΔ 655
23 Οκτωβρίου, 2012
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
(Ποινική Έφεση Αρ. 143/2011)
ERMES DEPARTMENT STORES PLC,
Εφεσείοντες,
v.
ΓΕΝΙΚΟY ΕΙΣΑΓΓΕΛEΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσιβλήτου.
(Ποινική Έφεση Αρ. 144/2011)
ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΝΗΛΙΑΔΗΣ,
Εφεσείων,
v.
ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσιβλήτου.
(Ποινική Έφεση Αρ. 145/2011)
ΑΝΔΡΕΑΣ ΣΟΛΩΜΟΝΙΔΗΣ,
Εφεσείων,
v.
ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσιβλήτου.
(Ποινικές Εφέσεις Αρ. 143/2011, 144/2011, 145/2011)
Εκπτώσεις ― Πώληση εμπορευμάτων σε τιμές εκπτώσεων ― Κατά πόσον το Άρθρο 3(1) του περί Προϋποθέσεων Πώλησης Εμπορευμάτων σε Τιμές Εκπτώσεων Νόμου αρ. 34/90, ήταν αντίθετο με τις πρόνοιες της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2005/29/ΕΚ περί Αθέμιτων Εμπορικών Πρακτικών των Επιχειρήσεων προς τους Καταναλωτές ― Κατάληξη Εφετείου ότι οι νομοθετικές πρόνοιες στη βάση των οποίων στηρίχθηκε η κατηγορία είναι ασύμβατες με την Οδηγία 2005/29/ΕΚ.
Αθέμιτες Εμπορικές Πρακτικές ― Οδηγία 2005/29/ΕΚ ― Υπό το φως του Άρθρου 4 της Οδηγίας 2005/29/ΕΚ δεν μπορούν τα κράτη-μέλη να θεσπίζουν πλέον περιοριστικά μέτρα από εκείνα που ορίζει η Οδηγία.
Εκπτώσεις ― Αθέμιτες Εμπορικές Πρακτικές ― Η επίδικη εμπορική πρακτική της προσφοράς εκπτώσεων σε είδη ενδύσεως χωρίς χρονικό περιορισμό δεν εμπίπτει στις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές και συνεπώς επιτρέπεται.
Οι εφέσεις οι οποίες εξετάστηκαν από κοινού στράφηκαν εναντίον πρωτόδικης απόφασης σε ποινικές υποθέσεις με κατηγορούμενους τους εφεσείοντες στις τρεις εφέσεις.
Οι τρεις εφεσείοντες, (εταιρεία πολυκαταστήματος, διευθυντής και υπάλληλος της πρώτης), αντιμετώπισαν κατηγορία στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού ότι σε συγκεκριμένη ημερομηνία πωλούσαν (είδη ένδυσης σε τιμές εκπτώσεων εκτός της επιτρεπόμενης από το Νόμο χρονικής περιόδου).
Το πρωτόδικο Δικαστήριο με παραδεκτά τα ουσιαστικά γεγονότα καταδίκασε τους κατηγορούμενους σε διάφορες χρηματικές ποινές και στα έξοδα της διαδικασίας.
Απέρριψε τις θέσεις της υπεράσπισης ότι το Άρθρο 3(1) του περί Προϋποθέσεων Πώλησης Εμπορευμάτων σε Τιμές Εκπτώσεων Νόμου αρ. 34/90, ήταν αντίθετο με τις πρόνοιες της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2005/29/ΕΚ. Έκρινε περαιτέρω ότι οι κατηγορούμενοι 2 και 3, δεν απέσεισαν την ποινική ευθύνη η οποία αποδιδόταν στα μέλη του διοικητικού συμβουλίου ή τους υπαλλήλους οι οποίοι, δυνάμει των Άρθρων 6 και 8 αντίστοιχα του Νόμου, θα πρέπει να αποδείξουν είτε ότι δεν μετείχαν με πράξη ή παράλειψη τους στη διάπραξη του αδικήματος, ή ότι τελούσαν σε υπαλληλική σχέση προς τον εργοδότη και είχαν ενεργήσει καλόπιστα υπακούοντας σε οδηγίες ή εντολές του εργοδότη.
Η ακροαματική διαδικασία διεξήχθη στη βάση νομικών επιχειρημάτων αφού προηγουμένως το πρωτόδικο Δικαστήριο με σχετική ενδιάμεση απόφαση του απέρριψε εισήγηση της υπεράσπισης να αποσταλεί προδικαστικό ερώτημα στο Δικαστήριο Ευρωπαϊκής Ένωσης ως προς την ερμηνεία της Οδηγίας.
Οι λόγοι έφεσης ήταν κοινοί και στις τρεις Εφέσεις.
Υποστηρίχθηκε μεταξύ άλλων ότι:
α) Ήταν εσφαλμένη η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η πώληση σε τιμές εκπτώσεων δεν εμπίπτει εντός του πλαισίου και του πεδίου εφαρμογής του Νόμου αρ. 103(Ι)/2007 και της Οδηγίας 2005/29/ΕΚ.
β) Λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέτασε τη συμβατότητα των προνοιών των Άρθρων 3(1), 5 και 6 του Νόμου με την Οδηγία 2005/29/ΕΚ λανθασμένα αντελήφθη την εν λόγω Οδηγία υπό το φως της νομολογίας του ΔΕΕ και ότι λανθασμένα αποφάσισε ότι οι πρόνοιες του Νόμου δεν παραβιάζουν τα Άρθρα 26 και 28 του Συντάγματος.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Ο πρώτιστος στόχος της Οδηγίας 2005/29/ΕΚ ήταν και είναι η προστασία των καταναλωτών εναρμονίζοντας αφενός την κοινοτική νομοθεσία στο ζήτημα και αφετέρου καθορίζοντας απαγορευτικά εκείνες τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές που σε καμία περίπτωση δεν είναι αποδεκτές σε κανένα κράτος-μέλος της κοινότητας. Αυτή η γενική απαγορευτική διάταξη με βάση τη σκέψη (13) της Οδηγίας, αφορά τις «παραπλανητικές» εμπορικές πρακτικές και τις «επιθετικές» εμπορικές πρακτικές που θεωρούνται οι πλέον συνήθεις στα κράτη μέλη. Η δε σκέψη (17), καθορίζει κατά εξαντλητικό τρόπο εκείνες τις εμπορικές πρακτικές που είναι αθέμιτες.
2. Η πρωτόδικη απόφαση, κατά συνέπεια, ότι η πώληση εμπορευμάτων σε τιμές εκπτώσεων δεν εμπίπτει στο σκοπό και το πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας 2005/29/ΕΚ δεν είναι ορθή διότι αποτελεί κοινό έδαφος μεταξύ των μερών ότι η εμπορική πρακτική της πώλησης εμπορευμάτων σε τιμές εκπτώσεων είναι μια θεμιτή εμπορική πρακτική και εμπίπτει στον ευρύ ορισμό του τι συνιστά «εμπορική πρακτική».
3. Περαιτέρω και πλέον σημαντικό, εφόσον στόχος της Οδηγίας είναι η μεγιστοποιημένη προστασία των καταναλωτών κατά άμεσο τρόπο, έπεται ότι δεν μπορούν να απομονωθούν οι απαγορευτικές της διατάξεις ώστε να είναι βάσιμο το σκεπτικό του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι εφόσον η πρακτική των εκπτώσεων δεν απαγορεύεται ως μη εμπίπτουσα στις εν γένει αθέμιτες, παραπλανητικές ή επιθετικές πρακτικές, τότε αυτή εκφεύγει της Οδηγίας.
4. Πέραν των απαγορεύσεων είτε κατά απόλυτο τρόπο, είτε κατά περίπτωση λογιζόμενες ως θεμιτές κατά τα άλλα εμπορικές πρακτικές, η Οδηγία επιτρέπει όλες τις θεμιτές εμπορικές πρακτικές τις οποίες και διέπει και επιχειρεί να ρυθμίσει κατά εναρμονιστικό τρόπο σ' όλη την Ένωση. Μέσα σ' αυτές τις εμπορικές πρακτικές, όπως αναγνωρίζει το πρωτόδικο Δικαστήριο είναι και η πώληση εμπορευμάτων σε τιμές εκπτώσεων. Σ' αντίθεση όμως με τη σκέψη του, ο στόχος της Οδηγίας δεν είναι κατ' ουσίαν αρνητικός, αλλά θετικός. Δεν αφορά μόνο την απαγόρευση των παραπλανητικών και επιθετικών πρακτικών, αλλά ρυθμίζει και θετικά, εξ αντιδιαστολής, όλες τις θετικές εμπορικές πρακτικές. Ως εκ τούτου η Οδηγία στοχεύει με τον αποκλεισμό των αθέμιτων εμπορικών πρακτικών, ως κατ' έλασσον πρόταση, στη μείζονα πρόταση της προστασίας των θεμιτών εμπορικών πρακτικών.
5. Συνακόλουθα ετύγχανε εφαρμογής το σκεπτικό των συνεκδικαζόμενων υποθέσεων C-261/07 και C-299/07, VTB-VAB NV v. Total Belgium NV και Galatea BVBA v. Sanoma Magazines Belgium NV, ημερ. 23.4.09, όπου αποφασίστηκε ότι υπό το φως του Άρθρου 4 της Οδηγίας δεν μπορούν τα κράτη-μέλη να θεσπίζουν πλέον περιοριστικά μέτρα από εκείνα που ορίζει η Οδηγία.
6. Η επίδικη εμπορική πρακτική της προσφοράς εκπτώσεων σε είδη ενδύσεως χωρίς χρονικό περιορισμό δεν εμπίπτει στις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές και συνεπώς επιτρέπεται. Ο Νόμος περιορίζει την προσφορά εκπτώσεων στις χρονικές περιόδους που καθορίζει το Άρθρο 3(1) ή με διάταγμα του αρμοδίου Υπουργού και έτσι είναι ασύμβατος με την Οδηγία, έστω και αν στόχος του είναι, κατά την αιτιολογική έκθεση, η ρύθμιση της πώλησης των εμπορευμάτων σε τιμές εκπτώσεων, προς το συμφέρον των καταναλωτών.
7. Ο στόχος του Νόμου δεν είναι η προστασία της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων ή τουλάχιστον δεν είναι ο μόνος, όπως εσφαλμένα εισηγήθηκε η Δημοκρατία. Υπό το φως της κατάληξης ότι οι πρόνοιες του Νόμου επί των οποίων στηρίχθηκε η κατηγορία είναι ασύμβατες με την Οδηγία, καθίστατο αχρείαστη η εξέταση της συμβατότητας του Νόμου με τα Άρθρα 26 και 28 του Συντάγματος.
Οι εφέσεις επιτράπηκαν.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
C-261/07 και C-299/07, VTB-VAB NV v. Total Belgium NV,
Galatea BVBA v. Sanoma Magazines Belgium NV, ημερ. 23.4.09,
C-288/10 Wamo BVBA v. JBC NV, Modemakers Fashion NV, ημερ. 30.6.2011.
Έφεση εναντίον καταδίκης.
Έφεση από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Eφραίμ, Α.Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 19535/09), ημερομηνίας 19/7/2011.
Μ. Ηλιάδης και Γ. Καραμανώλης, για τους Εφεσείοντες.
Αγ. Κάρνου (κα) και Χρ. Κυθρεώτου (κα), για τον Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το Δικαστή Ναθαναήλ
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Το πολυκατάστημα Ermes Department Stores Public Plc, (εφεξής το «Ermes»), αντιμετώπισε μαζί με τον Γιώργο Ανηλιάδη και Ανδρέα Σολωμονίδη, μια κατηγορία στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού στην υπ' αρ. 19535/09 υπόθεση, ότι στις 21.12.2009 στη Λεμεσό πωλούσαν εμπορεύματα, δηλαδή, είδη ένδυσης σε τιμές εκπτώσεων εκτός της επιτρεπόμενης από το Νόμο χρονικής περιόδου. Ο Γιώργος Ανηλιάδης ήταν κατά πάντα ουσιώδη χρόνο διευθυντής και υπάλληλος της Ermes, ενώ ο Ανδρέας Σολωμονίδης ήταν μόνο υπάλληλος αυτής.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο με παραδεκτά τα ουσιαστικά γεγονότα που αφορούσαν την υπό κρίση κατηγορία καταδίκασε στις 19.7.2011 και τους τρεις κατηγορούμενους σε διάφορες χρηματικές ποινές, (€400,- για την Ermes, €200,- για τον Ανηλιάδη και €150 για τον Σολωμονίδη), καθώς και στα έξοδα της διαδικασίας. Η καταδίκη έγινε μετά από απόρριψη των θέσεων της υπεράσπισης ότι το Αρθρο 3(1) του περί Προϋποθέσεων Πώλησης Εμπορευμάτων σε Τιμές Εκπτώσεων Νόμου αρ. 34/90, (εφεξής «ο Νόμος»), ήταν αντίθετο με τις πρόνοιες της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2005/29/ΕΚ, (εφεξής «η Οδηγία»), και ότι οι κατηγορούμενοι 2 και 3, δεν απέσεισαν την ποινική ευθύνη η οποία αποδίδεται στα μέλη του διοικητικού συμβουλίου ή τους υπαλλήλους οι οποίοι, δυνάμει των άρθρων 6 και 8 αντίστοιχα του Νόμου, θα πρέπει να αποδείξουν είτε ότι δεν μετείχαν με πράξη ή παράλειψη τους στη διάπραξη του αδικήματος, (αναφορικά με τον διευθυντή Ανηλιάδη), ή, ότι τελούσε σε υπαλληλική σχέση προς τον εργοδότη και είχε ενεργήσει καλόπιστα υπακούοντας σε οδηγίες ή εντολές του εργοδότη, (αναφορικά με τον υπάλληλο Σολωμονίδη).
Η Ermes, ο Γ. Ανηλιάδης και έτερος υπάλληλος, ο Ανδρέας Κωνσταντίνου, αντιμετώπισαν επίσης την ποινική υπόθεση υπ' αρ. 19397/09 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού ενώπιον άλλου Δικαστή. Τα αδικήματα που απευθύνθηκαν σε αυτή την περίπτωση ήταν τρία και αφορούσαν την ίδια παράβαση του Αρθρου 3(1) του Νόμου σε τρεις διαφορετικές ημερομηνίες, δηλαδή, στις 30.12.2008, 13.12.2008 και 23.12.2008, αντίστοιχα. Η υπεράσπιση που προβλήθηκε από τους ίδιους συνηγόρους για τους τρεις κατηγορούμενους κινήθηκε στα ίδια πλαίσια με την προαναφερθείσα κατηγορία υπ' αρ. 19535/09, στην οποία οι κατηγορούμενοι καταδικάστηκαν, πλην όμως σ' αυτήν την περίπτωση οι κατηγορούμενοι αθωώθηκαν.
Καταχωρήθηκαν εφέσεις τόσο εναντίον της καταδικαστικής απόφασης από την Ermes και τους Γιώργο Ανηλιάδη και Ανδρέα Σολωμονίδη, όσο και από τη Δημοκρατία εναντίον της αθωωτικής απόφασης. Οι Ποινικές Εφέσεις υπ' αρ. 143/2011, 144/2011 και 145/11, αφορούν την καταδικαστική απόφαση, κάθε δε κατηγορούμενος καταχώρησε ξεχωριστή έφεση. Από πλευράς της Δημοκρατίας καταχωρήθηκαν και πάλι εναντίον του κάθε κατηγορούμενου χωριστά, οι Ποινικές Εφέσεις υπ' αρ. 140/2011, 141/2011 και 142/2011. Όλες οι εφέσεις ήχθησαν ενώπιον του ιδίου Εφετείου, δόθηκαν οι αναγκαίες οδηγίες κατά τη διάρκεια της ακρόασης των εφέσεων με αποτέλεσμα στο τέλος να προχωρήσει η ακρόαση στις υπό κρίση εφέσεις, δηλαδή, τις υπ' αρ. 143/2011, 144/2011 και 145/2011, το αποτέλεσμα των οποίων αμφότερες οι πλευρές αποδέχθηκαν να ακολουθήσουν στις υπ' αρ. 140/2011, 141/2011 και 142/2011. Να σημειωθεί ότι η Δημοκρατία, με οδηγίες του Εφετείου, προέβη σε τροποποίηση του διαγράμματος αγόρευσης της στις αμέσως προηγουμένως αναφερθείσες εφέσεις, ώστε να τεθούν υπό κρίση και θέματα στις παρούσες εφέσεις που είχαν εγερθεί από την ίδια στις εφέσεις της εναντίον της αθωωτικής απόφασης.
Με βάση το Αρθρο 3(1) του Νόμου, ως τροποποιήθηκε:
«..... απαγορεύεται σε οποιαδήποτε επιχείρηση να πωλεί οποιοδήποτε εμπόρευμα σε τιμή εκπτώσεως εκτός των χρονικών περιόδων που διαρκούν από την πρώτη Δευτέρα του μήνα Φεβρουαρίου μέχρι και το τέταρτο Σάββατο που ακολουθεί και την πρώτη Δευτέρα του μήνα Αυγούστου μέχρι και το τέταρτο Σάββατο που ακολουθεί, για κάθε χρόνο.»
Σύμφωνα με το εδάφιο (2) του Αρθρου 3, οποτεδήποτε πωλείται εμπόρευμα σε τιμή έκπτωσης, η επιχείρηση είναι υποχρεωμένη να προβαίνει σε σήμανση του εμπορεύματος ώστε να φαίνεται η τιμή εκπτώσεως και η τιμή στην οποία το εμπόρευμα πωλείτο προηγουμένως. Περαιτέρω, σύμφωνα με τον Πίνακα του Νόμου, τα εμπορεύματα που καλύπτονται από τις διατάξεις του Νόμου είναι συγκεκριμένα, όπως αυτά κατονομάζονται στις τέσσερεις παραγράφους του Πίνακα, που περιλαμβάνουν είδη ιματισμού και συμπληρώματα ενδύσεως.
Πριν την έναρξη της ακρόασης ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου δηλώθηκε σε κάποιο στάδιο ότι οι λεπτομέρειες του αδικήματος αποτελούσαν παραδεκτό γεγονός και ότι πρόσθετα ο δεύτερος κατηγορούμενος και εφεσείων στην υπ' αρ. 144/2011 Ποινική Έφεση ήταν διευθυντής και υπάλληλος της Ermes, ο δε τρίτος κατηγορούμενος και εφεσείων στην υπ' αρ. 145/2011 ήταν μόνο υπάλληλος της Ermes. Αποτέλεσε επίσης κοινό τόπο ότι οι εφεσείοντες στις 21.12.2009, πωλούσαν είδη ένδυσης σε τιμές έκπτωσης που καλύπτονται από τον Πίνακα του Νόμου και ότι αυτά πωλούντο σε χρονική περίοδο άλλη από τις καθοριζόμενες στο Άρθρο 3(1) του Νόμου περιόδους. Η ακροαματική διαδικασία διεξήχθη στη βάση νομικών επιχειρημάτων αφού προηγουμένως το πρωτόδικο Δικαστήριο με σχετική ενδιάμεση απόφαση του ημερ. 4.4.2011, απέρριψε εισήγηση της υπεράσπισης να αποσταλεί προδικαστικό ερώτημα στο Δικαστήριο Ευρωπαϊκής Ένωσης ως προς την ερμηνεία της Οδηγίας. Δύο ήταν τα βασικά επιχειρήματα της υπεράσπισης: Πρώτον, ότι ο Νόμος αντίκειται στις πρόνοιες της Οδηγίας και, δεύτερο, ότι εν πάση περιπτώσει ο Νόμος προσκρούει στις πρόνοιες των Αρθρων 26 και 28 του Συντάγματος, που διασφαλίζουν το δικαίωμα του συμβάλλεσθαι ελευθέρως και την αρχή της ισότητας, αντιστοίχως. Το Δικαστήριο απέρριψε και τις δύο υπερασπίσεις.
Οι λόγοι έφεσης είναι κοινοί και στις τρεις Εφέσεις. Αφορούν τη λανθασμένη, κατά την εισήγηση, κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η πώληση σε τιμές εκπτώσεων δεν εμπίπτει εντός του πλαισίου και του πεδίου εφαρμογής του Νόμου αρ. 103(Ι)/2007 και της Οδηγίας. Περαιτέρω, ότι λανθασμένα το Δικαστήριο δεν εξέτασε τη συμβατότητα των προνοιών των Αρθρων 3(1), 5 και 6 του Νόμου με την Οδηγία, ότι λανθασμένα αντελήφθη την εν λόγω Οδηγία υπό το φως της νομολογίας του ΔΕΕ, (πρώην ΔΕΚ) και ότι λανθασμένα αποφάσισε ότι οι πρόνοιες του Νόμου δεν παραβιάζουν τα Άρθρα 26 και 28 του Συντάγματος.
Τόσο στο διάγραμμα των εφεσειόντων, όσο και κατά την ανάπτυξη προφορικώς των λόγων εφέσεως, ο κ. Ηλιάδης εισηγήθηκε ότι η Οδηγία και ο περί Αθέμιτων Εμπορικών Πρακτικών των Επιχειρήσεων προς τους Καταναλωτές Νόμος αρ. 103(Ι)/2007, ο οποίος μετέφερε αυτούσια την Οδηγία στη νομοθεσία της Δημοκρατίας, περιλαμβάνουν, κατά εξαντλητικό τρόπο, κατάλογο αθέμιτων εμπορικών πρακτικών οι οποίες και απαγορεύονται και στις οποίες δεν περιλαμβάνεται η διενέργεια εκπτώσεων χωρίς χρονικό περιορισμό. Η πώληση εμπορευμάτων σε τιμή έκπτωσης συνιστά «εμπορική πρακτική» εντός της εννοίας του άρθρου 2 της Οδηγίας, η οποία ερμηνεύθηκε αυθεντικά μέσα από αποφάσεις του ΔΕΚ ως έχουσα σκοπό και την προστασία του καταναλωτή και του αθέμιτου ανταγωνισμού μεταξύ επιχειρήσεων. Με βάση την Οδηγία, κατά το ΔΕΚ, τα κράτη μέλη δεν μπορούν να θεσπίζουν πιο περιοριστικά μέτρα από εκείνα που ορίζει η ίδια η Οδηγία, έστω και αν στόχος είναι η διασφάλιση υψηλότερου βαθμού προστασίας των καταναλωτών.
Κατά την εισήγηση του συνηγόρου, η Οδηγία και ο συναφής Νόμος αρ. 103(Ι)/2007, δεν απαγορεύουν μόνο τις παραπλανητικές και επιθετικές εμπορικές πρακτικές που είναι μια μορφή απαγόρευσης μόνο, εφόσον η Οδηγία περιλαμβάνει στο σκεπτικό της πολύ ευρύτερους σκοπούς. Επομένως, ήταν λανθασμένη η θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η πώληση εμπορευμάτων σε τιμές εκπτώσεων δεν εμπίπτει εν πάση περιπτώσει στο πλαίσιο της Οδηγίας και του εν λόγω εναρμονιστικού Νόμου του 2007, ώστε να τίθεται ζήτημα συμβατότητας του Αρθρου 3(1) του Νόμου με την Οδηγία.
Από την πλευρά της η Δημοκρατία εισηγείται ακριβώς το αντίθετο. Κατά την εισήγηση της, σκοπός της Οδηγίας ήταν να ρυθμίσει μόνο τις επιβλαβείς για τους καταναλωτές εμπορικές πρακτικές, και όχι οποιαδήποτε εμπορική πρακτική, ιδιαιτέρως τις επωφελείς για τους καταναλωτές που περιλαμβάνουν τις εκπτώσεις, οι οποίες όμως δυνατόν να βλάψουν τις επιχειρήσεις που βρίσκονται σε κατάσταση ανταγωνισμού μεταξύ τους. Ο τρόπος ρύθμισης των εκπτώσεων, ως επωφελής πρακτική για τους καταναλωτές, εμπίπτει συνεπώς στην εθνική αρμοδιότητα των κρατών μελών. Με αναφορά σε σχετικές αποφάσεις του ΔΕΕ και χωρίς να αμφισβητεί ότι η προσφορά εκπτώσεων αποτελεί εμπορική πρακτική εντός της ευρείας έννοιας του Αρθρου 2 της Οδηγίας, η Δημοκρατία επιχειρηματολογεί ότι η εμπορική πρακτική της πώλησης προϊόντων σε τιμές εκπτώσεων εκφεύγει εντελώς των στόχων και του πεδίου εφαρμογής της Οδηγίας. Αυτή η θέση αναλύεται στο διάγραμμα της όπως επεξηγήθηκε και προφορικά κατά τη συζήτηση των εφέσεων, με αναφορά στο ότι κυρίαρχος στόχος της Οδηγίας, όπως απορρέει από τις διάφορες αιτιολογικές σκέψεις αυτής, είναι η προστασία του ανταγωνισμού των επιχειρήσεων.
Συνεπώς, κατά την εισήγηση της Δημοκρατίας, παρά το γεγονός ότι η εμπορική πρακτική των εκπτώσεων δεν βλάπτει τα οικονομικά συμφέροντα των καταναλωτών, βλάπτει τα οικονομικά συμφέροντα των ανταγωνιστών όταν η πρακτική πώλησης εμπορευμάτων σε εκπτώσεις διενεργείται ανεξέλεγκτα. Τέτοια πρακτική δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας και κατά ακολουθία, ο χρονικός περιορισμός στη διενέργεια των εκπτώσεων δυνάμει του Αρθρου 3(1), δεν μπορεί να εξεταστεί ή να κριθεί με βάση τις διατάξεις της ίδιας της Οδηγίας.
Το ερώτημα που προκύπτει κατά μείζονα λόγο είναι κατά πόσο το Αρθρο 3(1), και κατ' επέκταση ολόκληρος ο Νόμος, εμπίπτει στην Οδηγία ή είναι εκτός του σκοπού και στόχου της. Εάν είναι εκτός της εφαρμογής της Οδηγίας, όπως αποφάσισε το πρωτόδικο Δικαστήριο, τότε οι πρόνοιες του Νόμου δεν μπορούν να αντιπαραβληθούν με αυτές της Οδηγίας ώστε να τίθεται καν θέμα συμβατότητας των δύο νομοθετημάτων. Εάν είναι εντός του στόχου της Οδηγίας, όπως αποφάσισε το αθωωτικό Δικαστήριο στην Ποινική Υπόθεση Αρ. 19397/09, αντικείμενο των Ποινικών Εφέσεων υπ' αρ. 140/11, 141/11 και 142/11, τότε αναμφίβολα τίθεται επί τάπητος η συμβατότητα του Νόμου με την Οδηγία.
Προς απάντηση του καίριου πιο πάνω ερωτήματος, είναι αναγκαία η ανίχνευση του σκοπού και στόχου της Οδηγίας. Αυτή η άσκηση δεν είναι ιδιαίτερα δύσκολη εφόσον η ίδια η Οδηγία, με το προοίμιο της δίνει το στίγμα της στόχευσης της. Η Οδηγία τιτλοφορείται ως αφορώσα τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές των επιχειρήσεων προς τους καταναλωτές στην εσωτερική αγορά. Στα Αγγλικά ονομάζεται «Directive of the European Parliament and of the Council concerning unfair business-to-consumer commercial practices in the internal market», γνωστή εν συντομία ως «Unfair Commercial Practices Directive». Δικαιοδοτικό άρθρο της θέσπισης της Οδηγίας είναι το Άρθρο 95 της Ευρωπαϊκής Συνθήκης το οποίο χρησιμοποιείται ως βάση για την επίτευξη του στόχου που αναφέρεται στο Άρθρο 153 της Συνθήκης που προδιαγράφει ότι η Κοινότητα, θα «..... πρέπει να συμβάλλει στην επίτευξη υψηλού επιπέδου προστασίας των καταναλωτών .....» (παράγραφος 1 του προοιμίου). Θεσπίστηκε την 11.5.2005 και τέθηκε σε ισχύ την 11.6.2005, με ημερομηνία εφαρμογής την 12.6.2007.
Καθίσταται φανερό άμεσα από τα πιο πάνω ότι κυρίαρχη σκέψη και αιτιολογία της Οδηγίας είναι η εναρμόνιση των εθνικών νομοθεσιών προς επίτευξη της προστασίας των καταναλωτών, στοχεύοντας μάλιστα σε «υψηλό επίπεδο» εναρμονιστικής προστασίας.
Η στόχευση αυτή, για προστασία των καταναλωτών, περιέχεται σχεδόν σε όλες τις αιτιολογικές σκέψεις της Οδηγίας όπως τη σκέψη (3), που προνοεί ότι λόγω των αθέμιτων εμπορικών πρακτικών που χρησιμοποιούνται στα κράτη-μέλη, οι νόμοι των οποίων παρουσιάζουν σημαντικές διαφορές ως προς αυτές, δημιουργούνται «....... αισθητές στρεβλώσεις του ανταγωνισμού και εμπόδια στην ομαλή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς», ενώ στην αμέσως προηγούμενη σκέψη (2), γίνεται αναφορά στην ανάπτυξη «θεμιτών εμπορικών πρακτικών» που είναι ζωτικής σημασίας στην ανάπτυξη των διασυνοριακών δραστηριοτήτων. Στη σκέψη (4), αναφέρεται ότι οι διαφορές στους εθνικούς νόμους αναφορικά με τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές, «.... βλάπτουν τα οικονομικά συμφέροντα των καταναλωτών και δημιουργούν πολλά εμπόδια τα οποία βλάπτουν τις επιχειρήσεις και τους καταναλωτές.». Στη σκέψη (5) αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι τα εμπόδια που δημιουργούνται λόγω των στρεβλώσεων των εθνικών νόμων μπορούν να εξαλειφθούν μόνο με τη «.... θέσπιση ενιαίων κανόνων σε κοινοτικό επίπεδο οι οποίοι να προβλέπουν υψηλό επίπεδο προστασίας των καταναλωτών ......».
Στη σκέψη (6), καταγράφεται ο σκοπός της Οδηγίας που είναι ότι «..... η παρούσα Οδηγία επιδιώκει την προσέγγιση της νομοθεσίας των κρατών μελών για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές, συμπεριλαμβανομένης της αθέμιτης διαφήμισης, οι οποίες βλάπτουν άμεσα τα οικονομικά συμφέροντα των καταναλωτών και, συνεπώς, έμμεσα τα οικονομικά συμφέροντα των θεμιτών ανταγωνιστών.». (έμφαση προστέθηκε). Στη σκέψη (7), αναφέρεται ότι η Οδηγία «..... αφορά εμπορικές πρακτικές που αποβλέπουν άμεσα στον επηρεασμό των αποφάσεων των καταναλωτών σε σχέση με προϊόντα.», (έμφαση προστέθηκε), ενώ στη σκέψη (8), ρητά και σαφώς αναφέρεται ότι η Οδηγία προστατεύει τα οικονομικά συμφέροντα των καταναλωτών από αθέμιτες εμπορικές πρακτικές των επιχειρήσεων προς τους καταναλωτές και έμμεσα προστατεύει τις επιχειρήσεις που λειτουργούν μεταξύ τους κατά θεμιτό τρόπο ανταγωνιστικά. Τέλος, στη σκέψη (11), αναφέρεται ότι:
«Η παρούσα Οδηγία θεσπίζει μια ενιαία γενική απαγόρευση των αθέμιτων εμπορικών πρακτικών που στρεβλώνουν την οικονομική συμπεριφορά των καταναλωτών. Καθορίζει επίσης κανόνες για επιθετικές εμπορικές πρακτικές που σήμερα δεν ρυθμίζονται σε επίπεδο κοινότητας.»
Καθίσταται ηλίου φαεινότερον ότι ο πρώτιστος στόχος της Οδηγίας ήταν και είναι η προστασία των καταναλωτών εναρμονίζοντας αφενός την κοινοτική νομοθεσία στο ζήτημα και αφετέρου καθορίζοντας απαγορευτικά εκείνες τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές που σε καμία περίπτωση δεν είναι αποδεκτές σε κανένα κράτος-μέλος της κοινότητας. Αυτή η γενική απαγορευτική διάταξη με βάση τη σκέψη (13) της Οδηγίας, αφορά τις «παραπλανητικές» εμπορικές πρακτικές και τις «επιθετικές» εμπορικές πρακτικές που θεωρούνται οι πλέον συνήθεις στα κράτη μέλη. Αυτές οι πρακτικές απαγορεύονται διότι στη βάση της σκέψης (14), στοχεύουν στην παραπλάνηση του καταναλωτή συνήθως μέσω παραπλανητικής διαφήμισης εμποδίζοντας τον από του να μπορεί τεκμηριωμένα και αποτελεσματικά να προβεί σε ορθή επιλογή. Η δε σκέψη (17), καθορίζει κατά εξαντλητικό τρόπο εκείνες τις εμπορικές πρακτικές που είναι αθέμιτες, όπως αυτές περιέχονται στο Παράρτημα 1 της Οδηγίας, οι οποίες και απαγορεύονται παντελώς χωρίς, κατά περίπτωση, αξιολόγηση, ο κατάλογος δε αυτών των αθέμιτων εμπορικών πρακτικών μπορεί να τροποποιηθεί μόνο με αναθεώρηση της Οδηγίας.
Η πρωτόδικη απόφαση, κατά συνέπεια, ότι η πώληση εμπορευμάτων σε τιμές εκπτώσεων δεν εμπίπτει στο σκοπό και το πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας δεν είναι ορθή διότι αποτελεί κοινό έδαφος μεταξύ των μερών ότι η εμπορική πρακτική της πώλησης εμπορευμάτων σε τιμές εκπτώσεων είναι μια θεμιτή εμπορική πρακτική και εμπίπτει στον ευρύ ορισμό του τι συνιστά «εμπορική πρακτική». Περαιτέρω και πλέον σημαντικό, εφόσον στόχος της Οδηγίας είναι η μεγιστοποιημένη προστασία των καταναλωτών κατά άμεσο τρόπο, έπεται ότι δεν μπορούν να απομονωθούν οι απαγορευτικές της διατάξεις ώστε να είναι βάσιμο το σκεπτικό του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι εφόσον η πρακτική των εκπτώσεων δεν απαγορεύεται ως μη εμπίπτουσα στις εν γένει αθέμιτες, παραπλανητικές ή επιθετικές πρακτικές, τότε αυτή εκφεύγει της Οδηγίας. Πέραν των απαγορεύσεων είτε κατά απόλυτο τρόπο, είτε κατά περίπτωση λογιζόμενες ως θεμιτές κατά τα άλλα εμπορικές πρακτικές, η Οδηγία επιτρέπει όλες τις θεμιτές εμπορικές πρακτικές τις οποίες και διέπει και επιχειρεί να ρυθμίσει κατά εναρμονιστικό τρόπο σ' όλη την Ένωση. Μέσα σ' αυτές τις εμπορικές πρακτικές, όπως αναγνωρίζει το πρωτόδικο Δικαστήριο είναι και η πώληση εμπορευμάτων σε τιμές εκπτώσεων. Σ' αντίθεση όμως με τη σκέψη του, ο στόχος της Οδηγίας δεν είναι κατ' ουσίαν αρνητικός, αλλά θετικός. Δεν αφορά μόνο την απαγόρευση των παραπλανητικών και επιθετικών πρακτικών, αλλά ρυθμίζει και θετικά, εξ αντιδιαστολής, όλες τις θετικές εμπορικές πρακτικές. Ως εκ τούτου η Οδηγία στοχεύει με τον αποκλεισμό των αθέμιτων εμπορικών πρακτικών, ως κατ' έλασσον πρόταση, στη μείζονα πρόταση της προστασίας των θεμιτών εμπορικών πρακτικών.
Έπεται ότι εφαρμόζεται απόλυτα το σκεπτικό των συνεκδικαζόμενων υποθέσεων C-261/07 και C-299/07, VTB-VAB NV v. Total Belgium NV και Galatea BVBA v. Sanoma Magazines Belgium NV, ημερ. 23.4.09, όπου αποφασίστηκε ότι υπό το φως του Άρθρου 4 της Οδηγίας δεν μπορούν τα κράτη-μέλη να θεσπίζουν πλέον περιοριστικά μέτρα από εκείνα που ορίζει η Οδηγία. Επί λέξει το Άρθρο 4, προνοεί τα ακόλουθα:
« Άρθρο 4
Εσωτερική αγορά
Τα κράτη μέλη δεν περιορίζουν ούτε την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών ούτε την ελεύθερη κυκλοφορία αγαθών για λόγους που εμπίπτουν στον τομέα όπου επιδιώκεται η προσέγγιση της νομοθεσίας μέσω της παρούσας οδηγίας.»
Το ΔΕΕ είπε τα εξής στη σκέψη 52:
«Έτσι, η οδηγία εναρμονίζει πλήρως τους εν λόγω κανόνες σε κοινοτικό επίπεδο. Κατά συνέπεια, όπως ρητώς προβλέπει το άρθρο της 4 και αντιθέτως προς τα όσα υποστηρίζουν η VTB και η Γαλλική Κυβέρνηση, τα κράτη μέλη δεν μπορούν να θεσπίσουν πιο περιοριστικά μέτρα από εκείνα που ορίζει η οδηγία, ακόμη και για να διασφαλίσουν υψηλότερο βαθμό προστασίας των καταναλωτών.»
Προηγήθηκε η καταγραφή της σκέψης 51, ως ακολούθως:
«Κατόπιν αυτού, πρέπει να υπομνησθεί ευθύς εξ αρχής ότι η οδηγία σκοπό έχει, σύμφωνα με την πέμπτη και την έκτη αιτιολογική της σκέψη και με το άρθρο της 1, να θεσπίσει ομοιόμορφους κανόνες σχετικά με τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές των επιχειρήσεων έναντι των καταναλωτών, για να συμβάλει στην ορθή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και να διασφαλίσει υψηλό επίπεδο προστασίας των τελευταίων.»
Οι συνεκδικασθείσες ως άνω υποθέσεις Total Belgium και Galatea είχαν βεβαίως διαφορετικά γεγονότα. Στην πρώτη, αντικείμενο της εξέτασης από το ΔΕΕ ήταν η πρακτική της Total, εταιρείας πώλησης καυσίμων από πρατήρια καυσίμων να προσφέρει στους καταναλωτές που κατείχαν την κάρτα Total Club, τρεις εβδομάδες δωρεάν οδικής βοήθειας για κάθε αγορά 25 τουλάχιστον λίτρων καυσίμων ή 10 τουλάχιστον λίτρων καυσίμων για μοτοποδήλατα. Στη δεύτερη, το ερώτημα εστιάστηκε στο κατά πόσο η Galatea, εταιρεία διάθεσης εσωρούχων στο Schoten (Βέλγιο), δικαιούτο να ζητήσει από τη Sanoma, θυγατρική του Φινλανδικού ομίλου Sanoma, η οποία εξέδιδε, μεταξύ άλλων, και το εβδομαδιαίο περιοδικό Flair, να παύσει να προσφέρει με το περιοδικό ένα δελτίο που παρείχε δικαίωμα μεταξύ 13.3.07-15.5.07, εκπτώσεις 15%-25% επί προϊόντων που πωλούνταν σε ορισμένα καταστήματα εσωρούχων στην Φλαμανδική περιφέρεια.
Το κύριο σημείο που απορρέει από την απόφαση του ΔΕΕ, για σκοπούς των εδώ εφέσεων, είναι ότι οι πιο πάνω πρακτικές θεωρήθηκαν ως καλυπτόμενες ή εμπίπτουσες στο πνεύμα της Οδηγίας. Στη σκέψη 50, καταγράφηκε η θέση της Γενικής Εισαγγελέως ότι οι συνδυασμένες με δώρα πρακτικές αποτελούν εμπορικές πράξεις που σαφώς εντάσσονται στο πλαίσιο της εμπορικής στρατηγικής ενός επιχειρηματία και, «Επομένως, αποτελούν κάλλιστα εμπορικές πρακτικές υπό την έννοια του Αρθρου 2, στοιχείο δ της Οδηγίας, οπότε εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της». Εφόσον, σύμφωνα με τη σκέψη 56, το Παράρτημα 1 της Οδηγίας απαριθμεί εξαντλητικώς 31 εμπορικές πρακτικές που σύμφωνα με το Αρθρο 5, παρ. 5, της Οδηγίας τεκμαίρονται αθέμιτες, υπό οποιεσδήποτε περιστάσεις, και σύμφωνα με τη σκέψη 57, οι συνοδευόμενες με δώρα προσφορές δεν περιλαμβάνονται στις πρακτικές που απαριθμεί το Παράρτημα, έπεται ότι μια εθνική ρύθμιση που θέτει ένα τεκμήριο παρανομίας των συνοδευόμενων με δώρα προσφορών, δεν ικανοποιεί τις επιταγές της Οδηγίας.
Από τα πιο πάνω εξάγονται δύο συμπεράσματα: πρώτον, ότι εμπορικές πρακτικές που δεν είναι αθέμιτες και απαγορευτικές, ρυθμίζονται παρά ταύτα από την Οδηγία και, δεύτερον, ότι τα κράτη μέλη δεν μπορούν να περιορίσουν ή να επιβάλουν πιο περιοριστικά μέτρα από αυτά που διασφαλίζει η Οδηγία, ακόμη και αν η εθνική νομοθεσία, στοχεύει, κατ' ισχυρισμόν, στη διασφάλιση υψηλότερου βαθμού προστασίας των καταναλωτών.
Όπως εξηγείται και στην έκθεση του Department of Trade and Industry του Ηνωμένου Βασιλείου, ημερ. 14.12.2005, («Executive Summary of the Consultation on Implementing the EU Directive on Unfair Commercial Practices and Amending Existing Consumer Legislation»), μια σημαντική πτυχή της Οδηγίας είναι η καθιέρωση εμπορικής πρακτικής που όλα τα κράτη μέλη πρέπει να ακολουθούν και που «.. does not allow them to apply stricter provisions in the area in which the Directive applies, subject to certain important exemptions. This is known as "maximum harmonisation".» Η ιδέα της «μείζονος εναρμόνισης», συνίσταται στο ότι απαιτείται από τα κράτη μέλη να εφαρμόζουν τα κριτήρια και επίπεδα της Οδηγίας, κατά τρόπο ώστε να μην επιβάλλουν υψηλότερα επίπεδα. Αυτό, σε αντιδιαστολή με το «minimum harmonisation» που θέτει μεν ελάχιστα κριτήρια ή πρότυπα επί ενός θέματος, αλλά αφήνει στα κράτη μέλη αρκετή ελευθερία ώστε να θεσπίζουν, πέραν ελαχίστων επιπέδων, διάφορα νομοθετήματα με αποτέλεσμα να παραμένει μεγάλη διαφορά στις εθνικές νομοθεσίες. Αντίθετα, η μέθοδος του «maximum harmonisation», επιδιώκει τη σύγκλιση σε μέγιστο βαθμό σ' όλη την Ένωση και η επίμαχη Οδηγία συγκαταλέγεται σ' αυτές, είναι δε προτιμητέα, και αυτή είναι η νέα τάση στον Ευρωπαϊκό χώρο, η μεθοδολογία αυτή, (δέστε τα όσα αναφέρονται στο σύγγραμμα των Steiner, Woods and Twigg-Flesner: EU Law, 9η έκδ., (2006) σελ. 330 και 334).
Η επίδικη εμπορική πρακτική της προσφοράς εκπτώσεων σε είδη ενδύσεως χωρίς χρονικό περιορισμό δεν εμπίπτει στις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές και συνεπώς επιτρέπεται. Ο Νόμος περιορίζει την προσφορά εκπτώσεων στις χρονικές περιόδους που καθορίζει το Άρθρο 3(1) ή με διάταγμα του αρμοδίου Υπουργού και έτσι είναι ασύμβατος με την Οδηγία, έστω και αν στόχος του είναι, κατά την αιτιολογική έκθεση, η ρύθμιση της πώλησης των εμπορευμάτων σε τιμές εκπτώσεων, προς το συμφέρον των καταναλωτών.
Ούτε και διασώζεται η κατάσταση επειδή η Οδηγία εμμέσως βοηθά και τον εμπορικό ανταγωνισμό, ενώ δεν είχε, ως η εισήγηση της Δημοκρατίας, σκοπό να ρυθμίσει μόνο τις επιβλαβείς για τους καταναλωτές εμπορικές πρακτικές. Όπως έχει αναλυθεί πιο πάνω, υπάρχει η θετική όψη της Οδηγίας, η οποία αφήνει όλες τις εμπορικές πρακτικές που δεν καθορίζονται εξαντλητικά ως αθέμιτες, να είναι υπό την εναρμονιστική κάλυψη της. Η έμμεση αντανάκλαση της Οδηγίας και επί της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων δεν αλλοιώνει το βασικό σκοπό της εναρμόνισης της κοινοτικής νομοθεσίας για προστασία των καταναλωτών. Αναμφίβολα αυτό επιφέρει αυτόματα και επιπτώσεις στον ανταγωνισμό. Αλλά όχι με αθέμιτη εμπορική πρακτική, που η Οδηγία ρητά απαγορεύει. Η πρακτική της προσφοράς ειδών ένδυσης με εκπτώσεις είναι μια θεμιτή εμπορική πρακτική.
Ακόμη και η παραπομπή από τη Δημοκρατία στην πλέον πρόσφατη απόφαση του ΔΕΕ στην C-288/10 Wamo BVBA v. JBC NV, Modemakers Fashion NV, ημερ. 30.6.2011, αντίθετα με τη θέση της, υποστηρίζει ακριβώς ότι η απαγόρευση της αναγγελίας μειώσεων τιμών ή αναγγελίας που υπονοεί τέτοια μείωση σε συγκεκριμένες περιόδους, αντίκειται στην Οδηγία εφόσον η απαγόρευση επιδιώκει σκοπούς σχετικούς με την προστασία των καταναλωτών. Μάλιστα, υπέδειξε ότι εάν η επίμαχη νομοθετική διάταξη επιδιώκει πραγματικά σκοπούς σχετιζόμενους με την προστασία των καταναλωτών, τότε εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας. Το ΔΕΕ στην περίπτωση έκρινε, λόγω ασάφειας στο υποβληθέν προδικαστικό ερώτημα από το Βελγικό Δικαστήριο, ότι εναπόκειτο στο Εθνικό Δικαστήριο να αποφασίσει κατά πόσο η επίμαχη διάταξη επιδίωκε την προστασία των καταναλωτών.
Το κείμενο του Νόμου, ως τροποποιήθηκε, ομιλεί βεβαίως για τις επιχειρήσεις που προσφέρουν προϊόντα σε τιμές εκπτώσεων. Αλλά ο στόχος του Νόμου δεν είναι η προστασία της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων ή τουλάχιστον δεν είναι ο μόνος, όπως εσφαλμένα εισηγείται η Δημοκρατία. Το επιχείρημα της καταρρέει όταν ένας ανατρέξει στην αιτιολογική έκθεση της πρότασης Νόμου που δημοσιεύτηκε στις σελ. 336-339 του Παραρτήματος VI της Επίσημης Εφημερίδας του 1989. Η πρόταση νόμου κατατέθηκε τότε από την Κοινοβουλευτική Επιτροπή Εμπορίου και Βιομηχανίας και η αιτιολογική έκθεση είχε ως εξής:
«Σκοπός της νέας νομοθεσίας που προτείνεται είναι η νομοθετική ρύθμιση των ξεπουλημάτων με απώτερο στόχο και επιδίωξη την προστασία του αγοραστικού κοινού.»
Ακόμη και στην αιτιολογική έκθεση που επέλεξε να παρουσιάσει η Δημοκρατία κατά τη συζήτηση των εφέσεων που αφορούσε την επιδιωκόμενη τροποποίηση του Νόμου το 1998, (δημοσιεύτηκε πρόταση Νόμου στις 10.7.1998 με αρ. 71 στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας), γίνεται και πάλι λόγος για «το συμφέρον των καταναλωτών και του κοινού γενικότερα», που αυτή τη φορά συμπλέκεται με την αποφυγή αθέμιτου ανταγωνισμού. Παραμένει όμως στόχος του Νόμου, έστω και κατά την εξελικτική του πορεία, η προστασία των καταναλωτών. Αυτό είναι εμφανές και από το Αρθρο 11 του Νόμου, το οποίο δίδει δικαίωμα στον Υπουργό να μεταβάλλει την περίοδο των εκπτώσεων όταν κρίνει ότι αυτό δεν αντιστρατεύεται το συμφέρον τόσο του αγοραστικού κοινού, όσο και των επιχειρήσεων. Έπεται ότι το σχετικό επιχείρημα της Δημοκρατίας δεν είναι βάσιμο.
Υπό το φως της κατάληξης ότι οι πρόνοιες του Νόμου επί των οποίων στηρίχθηκε η κατηγορία είναι ασύμβατες με την Οδηγία, καθίσταται αχρείαστη η εξέταση της συμβατότητας του Νόμου με τα Άρθρα 26 και 28 του Συντάγματος, εφόσον με την Πέμπτη Τροποποίηση του Συντάγματος με το Νόμο υπ' αρ. 127(Ι)/2006, ουδείς Νόμος της Δημοκρατίας μπορεί να αντιστρατεύεται ή να είναι αντίθετος μεταξύ άλλων και με τις Οδηγίες που θεσπίζει η Ευρωπαϊκή Ένωση.
Οι εφέσεις επιτυγχάνουν και η καταδικαστική πρωτόδικη απόφαση μαζί με τις επιβληθείσες ποινές παραμερίζεται. Οι εφεσείοντες αθωώνονται και απαλλάσσονται.
Οι εφέσεις επιτυγχάνουν.