ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική ΄Εφεση αρ. 177/2010)
24 Μαϊου, 2011
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στες.
ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΤΣΙΑΝΤΗ
Eφεσείουσα,
- ν -
ΕΠΑΡΧΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
Εφεσίβλητου.
- - - - - - - - -
(Ποινική έφεση αρ.178/2010)
ΡΕΝΑ ΤΟΜΑΖΟΥ
Eφεσείουσα,
- ν -
ΕΠΑΡΧΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
Εφεσίβλητου.
- - - - - - - - -
(Ποινική έφεση αρ.179/2010)
ΠΑΥΛΟΥ ΤΣΙΑΝΤΗ
Eφεσείοντα
- ν -
ΕΠΑΡΧΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
Εφεσίβλητου
- - - - - - - - -
Π.Αγγελίδης, για τους εφεσείοντες
Ν.Κέκκος, για τον εφεσίβλητο
- - -
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το Δικαστή Κ. Παμπαλλή.
--------------------------------
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Οι εφεσείουσες στις ποινικές εφέσεις 177/2010 και 178/2010 καταδικάστηκαν από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας ότι ανέχθηκαν την ανέγερση οικοδομής χωρίς την ύπαρξη αδείας από την αρμόδια αρχή ήτοι τον ΄Επαρχο Λευκωσίας. Ο εφεσείων στην ποινική έφεση 179/2010 επίσης καταδικάστηκε ότι άρχισε την ανέγερση οικοδομής χωρίς την άδεια της αρμοδίας αρχής.
Τα γεγονότα που συνθέτουν την υπόθεση αυτή έχουν γίνει αποδεκτά και ως τέτοια παρατίθενται στην πρωτόδικη απόφαση, ήτοι:
1. «Οι κατηγορούμενες 1 και 2 είναι ιδιοκτήτριες του τεμαχίου με αριθμό 72, αρ.σχ. 2-218-389 (πρώην 1108, 2390 Φ/Σχ. 29/08) στο Παλιομέτοχο και ο κατηγορούμενος 3 είναι ο εργολάβος του έργου.
2. Ο κατηγορούμενος 3 είναι το πρόσωπο που διεξάγει τις εργασίες ως εργολάβος του έργου με τις οδηγίες των ιδιοκτητών κατηγορουμένων 1 και 2.
3. Οι κατηγορούμενοι κατά την 4η εβδομάδα του μήνα Μάρτη του 2010 εκτελούσαν την ανέγερση οικοδομής δηλαδή πρατηρίου πετρελαιοειδών στο κτήμα με αριθμό τεμαχίου 72, αρ.σχ.2-218-389 (πρώην 1108, 2390, Φ/Σχ.29/08). Προέβησαν σε εκσκαφή θεμελίων κατά μήκος της Δυτικής πλευράς του τεμαχίου και της βόρειας πλάτους 70cm και ύψους 50cm. Στη δυτική πλευρά τοποθετήθηκε σιδεροσύνδεση.
4. Για το υποστατικό του οποίου άρχισε η οικοδομή είχε εκδοθεί άδεια οικοδομής με αρ.000418 και Πολεοδομική ΄Αδεια με αρ.ΛΕΥ/01065/2006 ημερ.7/9/2006. (Τεκμήριο 1 άδεια οικοδομής) (Τεκμήριο 2 Πολεοδομική άδεια).
5. Η Πολεοδομική άδεια ανακλήθηκε στις 12.6.07 και ενόψει της ανάκλησης της Πολεοδομικής ΄Αδειας η Επαρχιακή Διοίκηση ανακάλεσε την άδεια οικοδομής με επιστολή που επιδόθηκε στις ιδιοκτήτριες του τεμαχίου στις 12.6.07.
6. Οι κατηγορούμενες προσέφυγαν στο Δικαστήριο προσβάλλοντας την απόφαση της Πολεοδομικής Αρχής και της Αρμόδιας Αρχής με τις οποίες ανακλήθηκαν η Πολεοδομική ΄Αδεια και η ΄Αδεια Οικοδομής. Κατόπιν ακύρωσης από το Δικαστήριο, στην Αναθεωρητική ΄Εφεση με αρ.104/07 και ημερ. 20.12.07, της απόφασης της Πολεοδομικής Αρχής και της Αρμόδιας Αρχής για ανάκληση των πιο πάνω αδειών η Πολεοδομική Αρχή προχώρησε στην εκ νέου ανάκληση της Πολεοδομικής ΄Αδειας και στις 5.5.08 επέδωσε στις ιδιοκτήτριες του τεμαχίου νέα επιστολή με την οποία ενημερώθηκαν ότι ανακαλείται η ΄Αδεια Οικοδομής. Οι ιδιοκτήτριες του τεμαχίου προσέφυγαν εκ νέου στο Δικαστήριο εναντίον της απόφασης της Πολεοδομικής ΄Αδειας. Ενόψει της πιο πάνω αναφερόμενης απόφασης η επαρχιακή Διοίκηση Λευκωσίας προχώρησε στην ακύρωση της ανάκλησης της άδειας οικοδομής με διπλοσυστημένη επιστολή της ημερ. 8.5.09 (τεκμήριο 3 Αναθεωρητική ΄Εφεση και Τεκμήριο 4 Απόφαση Δικαστηρίου αρ.υποθ. 769/08, επιστολή Επάρχου Τεκμήριο 5).
7. Σύμφωνα με το άρθρο 5 του Περί Οδών και Οικοδομών Νόμου η άδεια οικοδομής ισχύει για περίοδο 3 ετών από την έκδοση της. Την ίδια χρονική διάρκεια έχει και η άδεια που εκδόθηκε από την Πολεοδομική Αρχή.
8. Αυτούσιο το περιεχόμενο της επιστολής ημερ. 24.3.10 (Τεκμήριο 6).»
Το κρίσιμο ερώτημα το οποίο έθεσε στον εαυτό του το πρωτόδικο Δικαστήριο είναι κατά πόσο η εκδοθείσα άδεια οικοδομής, η διάρκεια της οποίας έληξε στις 7 Σεπτεμβρίου 2009, τρία χρόνια μετά την έκδοση της, θα μπορούσε με οποιονδήποτε τρόπο να θεωρηθεί ότι θα μπορούσε να παραταθεί ενόψει των ενεργειών της διοίκησης, που εστιάζοντο, σε ανάκληση της άδειας και στην αναγκαιότητα προσφυγής στο Ανώτατο Δικαστήριο το οποίο, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, δύο φορές δικαίωσε τις ιδιοκτήτριες.
Η υπεράσπιση, τότε, είχε κάνει επίκληση του άρθρου 57 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, Ν.158(Ι)/99, σύμφωνα με το οποίο μια ακυρωτική απόφαση εξαφανίζει την προσβαλλόμενη πράξη και η διοίκηση υποχρεούται να επαναφέρει τα πράγματα στην προτέρα κατάσταση. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι η εξέταση του θέματος της παράτασης του χρόνου ζωής της άδειας οικοδομής βρισκόταν εκτός των αρμοδιοτήτων του Ποινικού Δικαστηρίου, και αρμοδιότητα για κάτι τέτοιο έχει μόνο το Ανώτατο Δικαστήριο. Ως αποτέλεσμα αυτού το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το τέταρτο δεκαήμερο 2010, για το οποίο είχαν κατηγορηθεί οι εφεσείοντες, ήταν εκτός του χρονικού πλαισίου της άδειας οικοδομής, η οποία είχε λήξει.
Τα ίδια επιχειρήματα πρόβαλε και ενώπιον μας ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσειόντων. Πρέπει να ληφθεί υπόψη, κατά την εισήγηση του κ.Αγγελίδη, η καθυστέρηση που προκλήθηκε υπαιτιότητι της διοίκησης και ιδιαιτέρως η διαπιστωθείσα από το Ανώτατο Δικαστήριο παράνομη ενέργεια των εφεσιβλήτων να ανακαλέσουν δύο φορές την άδεια οικοδομής. Λόγω των δύο πιο πάνω λανθασμένων αποφάσεων των εφεσιβλήτων, οι εφεσείοντες τελικώς είχαν στη διάθεση τους μόνο 15 μήνες, αντί 36 όπως θα αναμενόταν με βάση την ισχύ της άδειας οικοδομής. ΄Επρεπε, εισηγήθηκε, να εφαρμοστεί το άρθρο 57 του Νόμου 158(Ι)/99 και να αφαιρεθεί το χρονικό διάστημα που αναστάληκε η άδεια. Αν αυτό συνέβαινε τότε οι εφεσείοντες θα ήταν, την επίδικη περίοδο που αναφερόταν στο κατηγορητήριο, εντός του χρονικού διαστήματος διάρκειας της αδείας οικοδομής τους.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος της Δημοκρατίας εισηγήθηκε ότι ισχύει το άρθρο 57 του Νόμου 158(1)/99 όσον αφορά τη δυνατότητα επαναφοράς στην προτέρα κατάσταση, δηλαδή πριν την έκδοση της ακυρωθείσας απόφασης της διοίκησης. Στην προκειμένη περίπτωση επανήλθε σε ισχύ η ακυρωθείσα άδεια οικοδομής. Αυτό δεν εξυπακούει όμως και δυνατότητα παράτασης του χρόνου. Η πολεοδομική και η άδεια οικοδομής ίσχυαν για ένα χρονικό διάστημα τριών χρόνων όπως αποτελεί παραδεχτό γεγονός, κατέληξε.
Το άρθρο 5(1) του Περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου, Κεφ.96, προβλέπει:
«Η άδεια, που εκδίδεται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, ισχύει για περίοδο τριών ετών από την ημερομηνία έκδοσης της.»
Κατά τη διάρκεια της συζήτησης της έφεσης ο κ.Αγγελίδης ανεγνώρισε ότι η νομική ερμηνεία του προσδιοριστέου χρονικού περιορισμού των τριών χρόνων, όπως διατυπώνεται στο άρθρο 5(1) του Κεφ.96, αποτελεί το καθοριστικό κριτήριο για την παραπέρα πορεία της έφεσης. Αν όπως εισηγήθηκε, η πιο πάνω πρόνοια θεωρείτο ότι αναφερόταν σε ημερολογιακά έτη, δεν θα είχαν δίκαιο οι εφεσείοντες. Υποστήριξε όμως ότι δεν είναι σε ημερολογιακά έτη που παραπέμπει, η πιο πάνω πρόνοια, οπότε αποκτούν σημασία, όσα ανέφερε.
Το θέμα απαντάται από τον περί Ερμηνείας Νόμο, Κεφ.1, στο οποίο, πρέπει να σημειώσουμε, δεν έστρεψε την προσοχή του ούτε ο εφεσίβλητος. Στο άρθρο 2 προσδιορίζεται ότι εκτός αν υπάρχει ειδική πρόνοια σε έτερη νομοθεσία, "'year' means a calendar year". Σε μετάφραση: «'έτος' σημαίνει ημερολογιακό έτος». Στις πρόνοιες του Κεφ.96 δεν διαπιστώνουμε να υπάρχει οποιαδήποτε άλλη πρόνοια ρύθμισης του θέματος του «έτους». Συνακόλουθα, ισχύει ο γενικός κανόνας όπως προσδιορίζεται πιο πάνω στο άρθρο 2 του Κεφ.1. Με αυτό το δεδομένο καταλήγουμε ότι ορθώς το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι η άδεια οικοδομής των εφεσειόντων είχε, κατά το στάδιο της καταγγελίας εκπνεύσει, αφού είχαν παρέλθει τα τρία έτη από την έκδοση της, χωρίς να είχε ανανεωθεί.
Η έφεση απορρίπτεται χωρίς οποιαδήποτε διαταγή για έξοδα.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.
ΦΩΤΙΟΥ, Δ.
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.