ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2010) 2 ΑΑΔ 390
16 Ιουλίου, 2010
[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στές]
ΝΙΚΗ ΚΙΤΣΙΟΥ,
Εφεσείουσα,
v.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Αρ. 165/2009)
Βία στην οικογένεια ― Η βία στην οικογένεια συνίστατο σε άσεμνη επίθεση μητέρας εναντίον της ανήλικης θυγατέρας της η οποία εφιλοξενείτο σε ανάδοχη οικογένεια του Γραφείου Ευημερίας ― Ύπαρξη εξ αντικειμένου αμφιβολίας επί του συνόλου των ενώπιον του Δικαστηρίου γεγονότων, καθιστούσε ακροσφαλή την καταδίκη.
Η παρούσα έφεση στρέφεται εναντίον της καταδίκης της εφεσείουσας σε κατηγορία βίας στην οικογένεια, συνιστάμενη σε άσεμνη επίθεση της εφεσείουσας κατά της ανήλικης θυγατέρας της, ήτοι, σε παρενόχληση των γεννητικών της οργάνων. Το αδίκημα διεπράχθη το Νοέμβριο του 2004 όταν η ανήλικη ήταν 5 χρονών και εφιλοξενείτο στην οικογένεια της ΜΚ1, στην οποία την είχε αναθέσει το Γραφείο Ευημερίας. Κατά τη μαρτυρία της ΜΚ1, αυτή διαπίστωσε ότι η εφεσείουσα είχε διαπράξει τα καταλογιζόμενα όταν έφερε την ανήλικη πίσω στο σπίτι μετά που αυτή είχε μείνει το απόγευμα με την εφεσείουσα μητέρα της, η οποία την είχε πάρει άλλες οκτώ φορές τους τελευταίους τρεις μήνες. Στη δίκη έδωσαν επίσης μαρτυρία η ΜΚ2, κοινωνική λειτουργός στο Γραφείο Ευημερίας, η ΜΚ3, Κλινική Ψυχολόγος, και η ίδια η ανήλικη ΜΚ4, με τη χρήση κλειστού κυκλώματος και κεκλεισμένων των θυρών.
Η εφεσείουσα επέλεξε να προβεί σε ανόμωτη δήλωση, ότι:
"Εγώ είμαι αθώα, δεν έκαμα τίποτε, τούτα τα πράγματα, έβγαλαν απλώς τούτα τα πράγματα για να πιάσουν το μωρό μου."
Το Δικαστήριο δέχθηκε τη μαρτυρία της ανήλικης, και μάλιστα δήλωσε ότι ήταν διατεθειμένο να βασιστεί σε αυτή έστω και στην απουσία ενισχυτικής μαρτυρίας. Διαπίστωσε όμως ότι υπήρχε και ενισχυτική μαρτυρία, θεωρώντας ότι τα όσα ανέφερε η ανήλικη προς την ΜΚ1 συνιστούσαν πρώτο παράπονο. Ενισχυτική μαρτυρία θεώρησε ότι συνιστούσε και η μαρτυρία της ψυχολόγου, ΜΚ3, την οποία επίσης εδέχθη ως αξιόπιστη.
Με τους λόγους έφεσης προσβάλλεται ως εσφαλμένη η αποδοχή της αξιοπιστίας της μαρτυρίας των ΜΚ1, ΜΚ3 και ΜΚ4, με περαιτέρω εισήγηση, ότι, και στη βάση αυτής της μαρτυρίας, η καταδίκη ήταν ακροσφαλής.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Υπάρχουν στοιχεία στη μαρτυρία της ανήλικης που θα έπρεπε να διερευνηθούν με πιο αντικειμενική διάθεση πριν το Δικαστήριο καταλήξει σε καταδικαστική ετυμηγορία.
2. Η μαρτυρία της ΜΚ1 περιείχε αναφορά της με την οποία φαίνεται να απέδιδε μια συστηματική συμπεριφορά παρενόχλησης της ανήλικης από τη μητέρα της. Κάτι τέτοιο όμως δεν προέκυπτε από την μαρτυρία της ίδιας της ανήλικης.
3. Στο τέλος της ημέρας, παραμένει εξ αντικειμένου αμφιβολία επί του συνόλου των ενώπιον του Δικαστηρίου γεγονότων, ώστε η καταδίκη να καθίσταται ακροσφαλής.
Η έφεση επιτράπηκε. Η εφεσείουσα αθωώθηκε.
Έφεση εναντίον Καταδίκης και Ποινής.
Έφεση από την εφεσείουσα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου (Κουνίδου, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 520/2006), ημερομηνίας 29/5/2009 και 24/7/2009.
Α. Αλεξάνδρου, για την Εφεσείουσα.
Ο. Σοφοκλέους, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
AΡΤΕΜΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Χατζηχαμπής.
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Η Εφεσείουσα ευρέθη ένοχη, μετά από ακροαματική διαδικασία, σε κατηγορία βίας στην οικογένεια, συνιστάμενη σε άσεμνη επίθεση κατά της ανήλικης θυγατέρας της, και της επεβλήθη ποινή δίμηνης φυλάκισης. Άλλη κατηγορία για σεξουαλική εκμετάλλευση ανηλίκου απερρίφθη στο στάδιο της εκ πρώτης όψεως υπόθεσης. Η έφεση στρέφεται κατά της καταδίκης της.
Το αδίκημα, σύμφωνα με το κατηγορητήριο, διεπράχθη το Νοέμβριο του 2004 όταν η ανήλικη ήταν 5 χρονών. Εφιλοξενείτο τότε στην οικογένεια της ΜΚ1, στην οποία την είχε αναθέσει το Γραφείο Ευημερίας, και, κατά τη μαρτυρία της ΜΚ1, αυτή διαπίστωσε ότι η Εφεσείουσα είχε διαπράξει τα καταλογιζόμενα όταν έφερε την ανήλικη πίσω στο σπίτι μετά που αυτή είχε μείνει το απόγευμα με την Εφεσείουσα μητέρα της, η οποία την είχε πάρει άλλες οκτώ φορές τους τελευταίους τρεις μήνες. Όταν η ανήλικη έβγαλε τα ρούχα της, η ΜΚ1 διαπίστωσε ότι φορούσε άλλο βρακάκι από εκείνο που της είχε φορέσει. Τη ρώτησε γιατί και αυτή της είπε ότι της το φόρεσε η μητέρα της. Τη ρώτησε αν αυτό έγινε γιατί είχε «κάνει πισσιά της πάνω της» και η ανήλικη αρνήθηκε και άρχισε να κλαίει. Ρωτώντας την γιατί έκλαιγε, η ανήλικη της είπε «Βαρέθηκα θεία μου να με πειράζει η μάμμα μου». Σε ερώτηση πώς την πείραζε, η ανήλικη της είπε «πειράζει το πουλάκι μου» και, παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από την κατάθεση της ΜΚ1:
". με το χέρι της (Α.Τ.) το δεξί μου έκανε μια κίνηση και μου έδειξε. Συγκεκριμένα τοποθέτησε το δεξί της χέρι στα γεννητικά της όργανα μπροστά και κινούσε τα δάκτυλα της εκεί. Εγώ τότε την ρώτησα «Έτσι Ιφιγένεια μου όπως σε γαργαλιούμε;» Η Ιφιγένεια μου είπε «Όχι θεία έβαζε το και μέσα και πονούσα»."
Πρόσεξε επίσης η Μ.Κ.1 ότι τα γεννητικά όργανα της ανήλικης ήσαν «κόκκινα, ερεθισμένα». Αργότερα, η ανήλικη της είπε ότι η μητέρα της τη φιλούσε στο πουλάκι της μπροστά και στα βυζάκια, και, βγάζοντας τη γλώσσα της, έγλειφε και φιλούσε το χέρι της για να της δείξει πώς, και τη τσιμπούσε και την έκανε να πονά. Αυτά που έγιναν, της είπε, τα είχε πει και στη γιαγιά της Eιρήνη και εκείνη τσακώθηκε με τη μητέρα της.
Τέσσερις μέρες μετά, η Μ.Κ.1 ειδοποίησε το Γραφείο Ευημερίας και η υπόθεση πήρε την πορεία της, αν και η ακρόαση δεν άρχισε παρά μόνο το Σεπτέμβριο του 2008. Στη δίκη, εκτός από τη Μ.Κ.1, έδωσαν μαρτυρία η Μ.Κ.2, κοινωνική λειτουργός στο Γραφείο Ευημερίας, η Μ.Κ.3, Κλινική Ψυχολόγος, και η ίδια η ανήλικη ως Μ.Κ.4, με τη χρήση κλειστού κυκλώματος και κεκλεισμένων των θυρών. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από την κυρίως εξέταση της:
(σ. 99)
"Ε. Πες μου Ιφιγένεια, υπάρχει κάτι το οποίο συνέβηκε όταν ήσoυν πιο μικρή, με εσένα και τη μητέρα σου το οποίο θέλεις να πεις στο Δικαστήριο;
Α. Ναι.
Ε. Τι συνέβηκε Ιφιγένεια μου; Ναι σε ακούμε πες μας.
Α. Δεν θυμάμαι.
Ε. Προηγουμένως όμως μας είπες κάτι συνέβηκε και θέλεις να μας το πεις.
Α. Με πείραξε.
Ε. Πού σε πείραξε Ιφιγένεια μου;
Α. Στο πουλάκι μου.
Ε. Πώς σε πείραξε Ιφιγένεια μου;
Α. Με τα χέρια και τη γλώσσα.
Ε. Δηλαδή πώς, τι έκανε;
Α. Με τα χέρια της με άνοιγε και με τη γλώσσα, μου το έγλυφε."
Η Εφεσείουσα επέλεξε να προβεί σε ανόμωτη δήλωση, ότι:
"Εγώ είμαι αθώα, δεν έκαμα τίποτε, τούτα τα πράγματα, έβγαλαν απλώς τούτα τα πράγματα για να πιάσουν το μωρό μου."
Το Δικαστήριο εδέχθη τη μαρτυρία της ανήλικης, και μάλιστα δήλωσε διατεθειμένο να εβασίζετο σε αυτή και αν δεν υπήρχε ενισχυτική μαρτυρία. Διαπίστωσε όμως ότι υπήρχε και ενισχυτική μαρτυρία. Αποδεχόμενο ως αξιόπιστη και τη Μ.Κ.1, θεώρησε ότι τα όσα η ανήλικη είχε αναφέρει στη Μ.Κ.1 συνιστούσαν πρώτο παράπονο. Ενισχυτική μαρτυρία θεώρησε ότι συνιστούσε και η μαρτυρία της ψυχολόγου, Μ.Κ.3, την οποία επίσης εδέχθη ως αξιόπιστη.
Την αποδοχή της αξιοπιστίας της μαρτυρίας των Μ.Κ.1, Μ.Κ.3 και Μ.Κ.4 πλήττει η έφεση, με περαιτέρω εισήγηση ότι, και στη βάση αυτής της μαρτυρίας, η καταδίκη ήταν ακροσφαλής. Γίνεται και άλλη εισήγηση ότι η περιγραφείσα από την ανήλικη συμπεριφορά της μητέρας της δεν θα συνιστούσε άσεμνη επίθεση εν πάση περιπτώσει. Σε στήριξη των εισηγήσεων του, ο ευπαίδευτος συνήγορος για την Εφεσείουσα παραπέμπει σε έκταση στα πρακτικά που αφορούν τη μαρτυρία της Μ.Κ.1 και της ανήλικης.
Έχουμε μελετήσει τη σχετική μαρτυρία και δη των εν λόγω δύο μαρτύρων και τις εισηγήσεις της Εφεσείουσας. Ασφαλώς δεν πρόκειται για εύκολη υπόθεση στην όψη της και θα προχωρήσουμε να παραθέσουμε τη διαλογική που διέπει τις σκέψεις μας.
Υπάρχει πρώτα ένα υπόβαθρο ανθρωπίνων σχέσεων που καθορίζει τη μορφολογία της υπόθεσης - η «απόσπαση» της ανήλικης, σε ηλικία 4 χρονών, από τη μητέρα της, που έγινε από το Γραφείο Ευημερίας, και η ανάθεση της στη φιλοξενία της Μ.Κ.1. Αυτό περιεπλάκη με δικαστικές διαδικασίες της Εφεσείουσας για να έχει την ανήλικη. Ευλόγως αναμένεται να δημιουργείται μια κάπως ανταγωνιστική και συναισθηματικά φορτισμένη ατμόσφαιρα ώστε να χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή στην αξιολόγηση των αναφορών ως προς τα διαδραματιζόμενα, προερχόμενα από τους άμεσα εμπλεκόμενους, εν όψει και της γραμμής της υπεράσπισης ότι η όλη υπόθεση αποσκοπούσε στο να κρατήσει η Μ.Κ.1 την ανήλικη κοντά της.
Έπειτα, είναι η ηλικία της ανήλικης, μόλις 5 ετών όταν έγιναν τα όσα αποδίδονται στην Εφεσείουσα. Πρόκειται για πολύ νεαρή ηλικία, οι εντυπώσεις σαφούς μνήμης της οποίας δεν αναμένεται να είναι πάντοτε πιστές. Περαιτέρω, η μαρτυρία εδόθη τέσσερα ολόκληρα χρόνια μετά και ενώ δεν είχε κατά το σχετικό χρόνο ληφθεί κατάθεση της ανήλικης ώστε τα όσα είχε να πει να αποτυπώνονταν από τότε ως είχαν.
Προχωρώντας στην εξέταση της μαρτυρίας, θα πρέπει να παρατηρήσουμε ότι μας προβλημάτισε η ευκολία με την οποία το Δικαστήριο κατέληξε ως προς την αξιοπιστία της ανήλικης, ότι:
"Γενικά από όλη την συμπεριφορά της στο εδώλιο του μάρτυρα, είμαι απόλυτα ικανοποιημένη ότι είπε την αλήθεια. Έχοντας υπόψη την ηλικία της, θα πρέπει να πω ότι, έστω και με τα λίγα που ανάφερε, με εντυπωσίασε ο τρόπος της και το ύφος της."
Όπως και η περαιτέρω αναφορά του ότι, και στην απουσία ενισχυτικής μαρτυρίας, θα ήταν διατεθειμένο να βασισθεί με ασφάλεια στη μαρτυρία της ανήλικης και μόνο για να καταδικάσει.
Υπάρχουν στοιχεία στη μαρτυρία της ανήλικης που θα έπρεπε να διερευνηθούν με πιο αντικειμενική διάθεση. Ο κ. Αλεξάνδρου έχει τονίσει την απροθυμία της να δεχθεί ότι της είχε λεχθεί για ποιο λόγο θα πήγαινε στο δικαστήριο και αν είχε συζητήσει το θέμα προηγουμένως. Θα παραπέμπαμε και σε ορισμένα άλλα σημεία που επίσης έχουν επισημανθεί. Πέραν της αρχικής της αναφοράς ότι δεν θυμόταν τι συνέβη, της ετέθη ερώτηση αν θυμόταν άλλα πράγματα που έγιναν τότε και απάντησε αρνητικά, ενώ σε άλλη ερώτηση αν θυμόταν «αυτό το πράγμα που μίλησε με την Ανθούλλα [Μ.Κ.1]» απάντησε «δεν θυμούμαι και πολύ». Να σημειώσουμε ακόμα και την αρνητική απάντηση της σε ερώτηση αν η Μ.Κ.1 της έλεγε να αγαπά τη μητέρα της, ενώ η μαρτυρία της Μ.Κ.1 ήταν ότι της σύστηνε πάντα να αγαπά τη μητέρα της. Επίσης, η ανήλικη, αντίθετα με τη Μ.Κ.1, δεν αναφέρθηκε σε τσιμπήματα από τη μητέρα της.
Από τη μαρτυρία της Μ.Κ.1 επισημαίνουμε την αναφορά της ότι, όταν με τις ερωτήσεις της η ανήλικη έφθασε στο σημείο να της πει τι έγινε, ξέσπασε σε κλάματα και της είπε «Βαρέθηκα θεία μου να με πειράζει η μάμμα μου». Η αναφορά αυτή φαίνεται να απέδιδε μια συστηματική συμπεριφορά παρενόχλησης της ανήλικης από τη μητέρα της. Όχι μόνο όμως στο κατηγορητήριο μόνο η μία κατηγορία για το εν λόγω περιστατικό υπάρχει (και η απορριφθείσα κατηγορία της σεξουαλικής εκμετάλλευσης ανηλίκου αναφέρετο στο ίδιο περιστατικό), αλλά και η ίδια η ανήλικη στη μαρτυρία της περιορίσθηκε σε αυτό ως το μόνο και ουδεμία αναφορά έκανε σε συστηματική συμπεριφορά της μητέρας της. Αναφέρουμε μάλιστα ήδη ότι, σε απάντηση αν θυμόταν άλλα πράγματα που έγιναν τότε, απάντησε αρνητικά. Σε συνάρτηση με αυτά, να λεχθεί ότι η Εφεσείουσα είχε, σύμφωνα με τη Μ.Κ.1, πάρει την ανήλικη άλλες οκτώ φορές τους τελευταίους τρεις μήνες, χωρίς να αναφερθεί οποιοδήποτε πρόβλημα, παρά τις αναφορές της Μ.Κ.1 ότι και σε άλλες τέτοιες περιπτώσεις η ανήλικη φορούσε άλλα ρούχα όταν επέστρεφε από επίσκεψη στη μητέρα της. Ακόμα, η Μ.Κ.1 αναφέρθηκε σε συνάντηση της και της ανήλικης με την άλλη γιαγιά της ανήλικης Ιφιγένεια και κάποια Δέσποινα Κωστή και ότι η ανήλικη είπε τότε ότι την πείραξε η μητέρα της. Η γιαγιά όμως δεν ήταν μάρτυρας στο κατηγορητήριο ενώ η εν λόγω Δέσποινα Κωστή ενώ ήταν δεν εκλήθη. Το ίδιο ισχύει για αναφορά της Μ.Κ.1 ότι η ανήλικη της είπε ότι είχε παραπονεθεί και στην άλλη γιαγιά της Ειρήνη, η οποία και πάλι δεν ήταν μάρτυρας στο κατηγορητήριο. Θα πρέπει επίσης να αναφερθεί ότι η Μ.Κ.1, ερωτηθείσα σχετικώς, απάντησε ότι, παρά τα όσα της ελέχθησαν από την ανήλικη για παρενόχληση στα γεννητικά της όργανα, και παρά το ότι, όπως είπε, είδε ότι τα γεννητικά όργανα της ανήλικης ήσαν «κόκκινα, ερεθισμένα», δεν θεώρησε καλό να την πάρει σε ιατρό.
Όλα τα πιο πάνω φρονούμε ότι καθιστούν αμφίβολη την καταληκτική βεβαιότητα και ασφάλεια της μαρτυρίας και της καταδίκης. Και τούτο δεν επηρεάζεται από το ότι το Δικαστήριο εδέχθη ως ενισχυτική και τη μαρτυρία της ψυχολόγου, μαρτυρία που εν πάση περιπτώσει δεν μπορούσε να ήταν μονοσήμαντη. Στο τέλος της ημέρας, παραμένει εξ αντικειμένου αμφιβολία επί του συνόλου των ενώπιον του δικαστηρίου γεγονότων, ώστε η καταδίκη να καθίσταται ακροσφαλής. Η έφεση επιτυγχάνει και η καταδίκη, όπως και η επιβληθείσα ποινή, παραμερίζεται και η Εφεσείουσα αθωώνεται.
Η έφεση επιτρέπεται. Η εφεσείουσα αθωώνεται.