ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2010) 2 ΑΑΔ 16
26 Ιανουαρίου, 2010
[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στές]
CYPRUS TRADE & TOURS LTD,
Εφεσείουσα,
v.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ ΑΛΛΩΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΜΑΥΡΟΥΔΗ,
Εφεσιβλήτου.
(Ποινική Έφεση Αρ. 142/2008)
Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας σε υπόθεση για παροχή συνδρομής ή παρακίνηση στην έκδοση επιταγών εταιρείας χωρίς αντίκρυσμα από τον διευθυντή της εταιρείας, κατά παράβαση του Άρθρου 305 Α (1) και του Άρθρου 20 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154 ― Ήταν ορθή και δεν παρεχόταν πεδίο για επέμβαση του Εφετείου για παραγκωνισμό των ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν αποδείχθηκε η ένοχη διάνοια (mens rea) του κατηγορουμένου διευθυντή της εταιρείας σε σχέση με την μη ύπαρξη διαθέσιμων κεφαλαίων κατά το σχετικό χρόνο.
Απόδειξη ― Βάρος αποδείξεως σε ποινική υπόθεση ― Η Κατηγορούσα Αρχή φέρει το βάρος αποδείξεως της κατηγορίας και κάθε στοιχείου που τη συνιστά, πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.
Ο εφεσίβλητος, διευθυντής της πρώτης κατηγορούμενης εταιρείας, αθωώθηκε σε κατηγορία για παροχή συνδρομής ή παρακίνηση στην έκδοση επιταγών της εταιρείας χωρίς αντίκρυσμα, κατά παράβαση του Άρθρου 305 Α (1) και του Άρθρου 20 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154. Η υπόθεση εναντίον της κατηγορούμενης εταιρείας απεσύρθη, με άδεια του Δικαστηρίου, λόγω μη επίδοσής της στην εταιρεία και απερρίφθη εναντίον της.
Η εφεσείουσα εφεσίβαλε την απόφαση, εγείροντας θέμα λανθασμένης απόρριψης της μαρτυρίας και πλημμελούς αξιολόγησης και εκτίμησής της. Υποστήριξε επίσης ότι η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν απεδείχθη η ένοχη διάνοια του εφεσίβλητου επί των ενώπιον του Δικαστηρίου δεδομένων, είναι εσφαλμένη. Ο εφεσίβλητος απέτυχε να αποσείσει το βάρος που είχε να δείξει με πειστικότητα ότι δεν είχε την κατά τεκμήριο ουσιαστικά γνώση, η οποία προέκυπτε από τη θέση του ως διαχειριστή των οικονομικών της εταιρείας.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Το Εφετείο δεν μπορεί να υποκαταστήσει το ρόλο του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί θεμάτων αξιολόγησης της μαρτυρίας και να προβεί σε δική του αξιολόγηση ως προς τις επί μέρους πτυχές της μαρτυρίας .
2. Την απουσία της ένοχης πρόθεσης το Δικαστήριο την εντόπισε στο γεγονός ότι ο εφεσίβλητος, έχοντας υπόψη όσα του ανέφερε ο έχων τον κύριο ρόλο στην εταιρεία σε σχέση με την κάλυψη των οικονομικών αναγκών της εταιρείας και τις πληρωμές που έκαμνε, πίστευε ότι υπήρχαν διαθέσιμα κεφάλαια κατά το σχετικό χρόνο.
3. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε πλήρως τη μαρτυρία, με αιτιολόγηση επιμερούς θεμάτων, ενήργησε εντός των πλαισίων της αρμοδιότητάς του και ευλόγως κατέληξε σε ορθά συμπεράσματα.
4. Η ενοχή του κατηγορούμενου πρέπει να αποδεικνύεται από τον κατήγορο πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας στις ποινικές υποθέσεις. Έπεται ότι ο ίδιος ο εφεσίβλητος δεν είχε οποιοδήποτε βάρος να αποσείσει στην υπό εξέταση περίπτωση.
Η έφεση απορρίφθηκε με €1.500 έξοδα
υπέρ του εφεσίβλητου.
Έφεση εναντίον Αθωωτικής απόφασης.
Έφεση από την εφεσείουσα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Τιμοθέου, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 5130/07), ημερομηνίας 23/7/08.
Χ. Αναστασίου, για την Εφεσείουσα.
Γ. Λουϊζίδης, για τον Εφεσίβλητο.
Ex tempore
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δ. Χατζηχαμπή, Δ..
XATZHXAMΠΗΣ, Δ.: Ο εφεσίβλητος κατηγορήθηκε ως διευθυντής εταιρείας, μαζί με την εταιρεία ως πρώτη κατηγορουμένη και τον ίδιο ως δεύτερο κατηγορούμενο, για παροχή συνδρομής ή παρακίνηση στην έκδοση επιταγών της εταιρείας χωρίς αντίκρισμα, κατά παράβαση του Άρθρου 305Α(1) και του Άρθρου 20 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.
Πριν από την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας, η υπόθεση απεσύρθη, με άδεια του Δικαστηρίου, λόγω μη επίδοσης στην εταιρεία και απερρίφθη εναντίον της, απαλλαχθείσα των κατηγοριών που αντιμετώπιζε.
Η ακροαματική διαδικασία που διεξήχθη στη συνέχεια ως προς την κατηγορία εναντίον του εφεσίβλητου, οδήγησε στην αθώωσή του με την απόρριψη της κατηγορίας. Υπήρξε μαρτυρία και από τις δύο πλευρές, την οποία το Δικαστήριο αξιολόγησε για να καταλήξει στην απόφασή του για αθώωση. Ήταν καθαρό ότι η εταιρεία, όπως είπε το Δικαστήριο, είχε πέραν πάσης αμφιβολίας διαπράξει το εν λόγω αδίκημα της έκδοσης των δύο επιταγών και συνεπώς εκείνο που έπρεπε να εξετάσει στη συνέχεια ήταν κατά πόσο ο κατηγορούμενος 2 συνήργησε στη διάπραξη των εν λόγω αδικημάτων από την κατηγορούμενη 1.
Ως προς το θέμα της εμπλοκής της εταιρείας στην κατηγορία την οποία αντιμετώπιζε ο εφεσίβλητος, υποδείξαμε κατά τη διάρκεια της ακρόασης, ότι ενδεχομένως να υπάρχει κάποια αντινομία στην απαλλαγή της εταιρείας με την απόσυρση της εναντίον της κατηγορίας και της ακολουθείσας καταδίκης του εφεσίβλητου, στη βάση ότι η δική του ενοχή συναρτάτο προς την ενοχή της εταιρείας, η οποία ευρέθη ουσιαστικώς ένοχη χωρίς να είναι παρούσα στο Δικαστήριο και χωρίς να αντιμετωπίζει κατηγορία, αφού αυτή απεσύρθη εναντίον της.
Εν όψει των όσων ακολουθούν, δεν θα δώσουμε συνέχεια στο θέμα αυτό, αφού δεν είναι αναγκαίο και αφού δεν ακούσαμε τις πλήρεις απόψεις των μερών επ΄αυτού.
Το Δικαστήριο προχώρησε να διαπιστώσει ότι ο εφεσίβλητος, ο οποίος ήταν ο διευθυντής και εξουσιοδοτημένος να υπογράφει για λογαριασμό της εταιρείας, όπως και ο ίδιος εδέχθη στη μαρτυρία του, τις είχεν υπογράψει. Ήταν όμως η θέση του ότι άλλος ήταν ο έχων τον κύριο ρόλο στην εταιρεία, ουσιαστικά ο συνέταιρος του, κάποιος Ονουφρίου, στον οποίο απευθυνόταν πάντοτε ο εφεσίβλητος για κάλυψη των οικονομικών αναγκών της εταιρείας και για τις πληρωμές που έκαμνε, ενημερώνοντάς τον και εξασφαλίζοντας την προηγούμενη συγκατάθεσή του. Αυτό επεκτείνετο και σε όλες τις αναλήψεις, καταθέσεις και μεταφορές χρημάτων στους λογαριασμούς της κατηγορουμένης εταιρείας.
Σε σχέση με τις επίδικες επιταγές μάλιστα, ο εφεσίβλητος έδωσε τη θέση του ότι είχε ο ίδιος, όταν εξέδιδε τις εν λόγω επιταγές, ενημερώσει σχετικά τον εν λόγω Ονουφρίου ως προς το θέμα των διαθέσιμων κεφαλαίων και εκείνος του είπε να προχωρήσει και ότι θα ενέβαζε χρήματα στο λογαριασμό, ώστε να υπήρχαν στα διαθέσιμα κεφάλαια κατά την πληρωμή των επιταγών.
Ήταν η θέση της εφεσείουσας, ότι ο εφεσίβλητος, ως αποκλειστικός ουσιαστικά διευθυντής, υπεύθυνος για τις πληρωμές, δεν θα μπορούσε να απευθύνεται σε οτιδήποτε άλλο για να απαλλαγεί των ευθυνών του, εφόσον αυτή ήταν η δική του ευθύνη και ότι μόνο με την ύπαρξη πάρα πολύ συγκεκριμένης και ισχυρής μαρτυρίας θα μπορούσε να αποσείσει, όπως ετέθη, το βάρος το οποίο είχε, για να αποδείξει ότι δεν είχε την κατά τεκμήριο ουσιαστικά γνώση, η οποία προέκυπτε από τη θέση του ως διαχειριστή των οικονομικών της εταιρείας. Εδόθη μάλιστα μαρτυρία σχετικά, από μάρτυρα τον οποίο παρουσίασε η εταιρεία και τη μαρτυρία του οποίου, όπως και τη μαρτυρία του εφεσίβλητου, εδέχθη το Δικαστήριο, χωρίς όμως να δεχθεί μέρος της μαρτυρίας του εν λόγω μάρτυρα, ότι τους λογαριασμούς της εταιρείας τους διαχειρίζετο αποκλειστικά ο κατηγορούμενος 2.
Εν όψει της μαρτυρίας η οποία είχε δοθεί προς το αντίθετο από τον εφεσίβλητο, το Δικαστήριο έκρινε ότι αυτό το μέρος της μαρτυρίας του μάρτυρα της εφεσείουσας δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτό.
Προχώρησε λοιπόν το Δικαστήριο να διαπιστώσει ότι δεν αποδείχθηκε πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας η διάπραξη των αδικημάτων από τον εφεσίβλητο, εφόσον, αν και υπήρχε το απαιτούμενο actus reus, δεν υπήρχε το απαιτούμενο mens rea. Το mens rea το Δικαστήριο το συνάρτησε προς το κατά πόσο γνώριζε ο εφεσίβλητος ότι δεν θα υπήρχαν διαθέσιμα κεφάλαια στο λογαριασμό της εταιρείας, προς τίμηση των επιταγών, όταν αυτές θα καθίσταντο ή μετά που θα καθίσταντο πληρωτέες, ώστε να υπήρχε παροχή βοήθειας προς διάπραξη του αδικήματος. Την έλλειψη αυτής της ένοχης πρόθεσης το Δικαστήριο την εντόπισε στο γεγονός ότι ο εφεσίβλητος, έχοντας υπόψη του τα όσα του ανέφερε ο Ονουφρίου, δεν μπορούσε να πιστεύει ότι δεν υπήρχαν τα διαθέσιμα κεφάλαια κατά το σχετικό χρόνο.
Η έφεση εγείρει θέμα λανθασμένης απόρριψης, πλημμελούς αξιολόγησης και εκτίμησης της μαρτυρίας και, συγκεκριμένα, ως προς το γεγονός ότι, αφού απορρίφθηκε το μέρος της μαρτυρίας του μάρτυρα της εφεσείουσας, λανθασμένα εκρίθη ο εφεσίβλητος ως αξιόπιστος μάρτυρας.
Όσα λέγονται στο διάγραμμα σε σχέση με τα υποστηρίζοντα, κατά τις εισηγήσεις του ευπαίδευτου συνήγορου, τους λόγους έφεσης, κατά την άποψη μας συνιστούν εισήγηση όπως το Εφετείο υπεισέλθει στο ρόλο του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ανατρέψει τη δική του αξιολόγηση της μαρτυρίας και προβεί σε δική του αξιολόγηση ως προς τις επί μέρους πτυχές της μαρτυρίας.
Δε βρίσκουμε να υπάρχει παρέκκλιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, όπως απαιτείται από τη νομολογία, από την υποχρέωση του να αξιολογήσει τη μαρτυρία και να εξαγάγει τα δικά του συμπεράσματα ως προς το ποιά μαρτυρία θα δεχθεί και ποιά όχι. Απεναντίας, όσα έχουν τεθεί από το Δικαστήριο σε πλήρη αξιολόγηση της μαρτυρίας, με αιτιολόγηση επιμέρους, δείχνουν ότι το Δικαστήριο ενήργησε μέσα στα πλαίσια της αρμοδιότητας του και ευλόγως κατέληξε στα συμπεράσματά του.
Προβαίνει ακόμη η εφεσείουσα σε εισήγηση, σε άλλους λόγους έφεσης, ότι λανθασμένα εκρίθη επί των ενώπιον του Δικαστηρίου δεδομένων πλέον, ότι δεν απεδείχθη η ένοχη διάνοια του εφεσίβλητου. Παραπέμπει συναφώς σε όλη τη μαρτυρία, η οποία έδειχνε ότι ο εφεσίβλητος ενήργησε ως ενήργησε και όπως ο ίδιος εδέχθη, ως εκ της θέσης του και ως εκ των πράξεων του, προς υπογραφή των επιταγών, ώστε το βάρος όπως ανεφέρθη προηγουμένως να ήταν επάνω του, να δείξει με πειστικότητα ότι παρά ταύτα δεν είχε την ένοχη διάθεση.
Η εισήγηση αυτή ουσιαστικά εξουδετερώνεται πλέον από το γεγονός ότι γίνεται δεκτή η αποδοχή της μαρτυρίας όπως έγινε από το Δικαστήριο. Κρίνοντας μάλιστα ότι πρόκειται για ποινική υπόθεση, όπου η ενοχή πρέπει να αποδεικνύεται πέραν πάσης αμφιβολίας από τον κατήγορο, δεν θα θεωρούσαμε ορθό να λέγεται ότι είχε οποιοδήποτε βάρος ο ίδιος ο εφεσίβλητος να αποσείσει. Εκείνο το οποίο ουσιαστικά έγινε, ήταν ότι ο εφεσίβλητος έδωσε τις δικές του εξηγήσεις, οι οποίες έγιναν δεκτές και, στο σύνολο της μαρτυρίας, η οποία ήταν ενώπιον του Δικαστηρίου, όπως την αξιολόγησε και την έκρινε το Δικαστήριο, δεν μπορούσε να θεωρηθεί με ασφάλεια ότι ο εφεσίβλητος είχε αυτή την ένοχη διάνοια.
Θεωρούμε ότι δεν υπάρχει έρεισμα στην έφεση, η οποία και απορρίπτεται με €1.500 έξοδα υπέρ του εφεσίβλητου.
Η έφεση απορρίπτεται με €1.500 έξοδα υπέρ του εφεσίβλητου.