ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2009) 2 ΑΑΔ 656

17 Δεκεμβρίου, 2009

[ΚΡΑΜΒΗΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, Δ/στές]

M. W.,

Εφεσείων,

v.

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινική Έφεση Αρ. 4/2009)

 

Ποινή ― Βιασμός κατά παράβαση των Άρθρων 144 και 145 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154 ― Εφεσείων βίασε την μεγαλύτερή του κόρη ηλικίας 14 ετών, μη γνωρίζοντας ότι όταν διέπραττε το αδίκημα δεν ήταν ο βιολογικός της πατέρας ― Απουσία οποιασδήποτε άμεσης αντίδρασης από πλευράς του θύματος ― Λευκό ποινικό μητρώο ― Υποχρέωση εφεσείοντος για συντήρηση της πολυμελούς οικογένειάς του ― Επιβολή ποινής φυλάκισης 10 ετών ― Επικυρώθηκε κατ' έφεση.

Ποινή ― Μετριαστικοί παράγοντες ― Βιασμός ― Απουσία άμεσης αντίδρασης από πλευράς του θύματος ― Δεν οδηγεί σε εξάλειψη της σοβαρότητας του αδικήματος.

Ποινή ― Αποτρεπτική ποινή ― Βιασμός ― Ανάγκη για επιβολή αποτρεπτικής ποινής.

Ο εφεσείων βρέθηκε ένοχος μετά από δική του παραδοχή σε δύο κατηγορίες για βιασμό, δύο κατηγορίες για διαφθορά νεαρής γυναίκας ηλικίας 13 -16 χρόνων, δύο κατηγορίες για σεξουαλική εκμετάλλευση παιδιών και δύο κατηγορίες για άσεμνη επίθεση. Τα αδικήματα διαπράχθηκαν μέσα στους πρώτους τέσσερις μήνες του 2008 με θύμα το μεγαλύτερο από τα επτά παιδιά του εφεσείοντος το οποίο είχε γεννηθεί το Μάρτιο του 1994 στο Σουδάν και από το 2001 ζει μονίμως στην Κύπρο με την οικογένειά της. Το θύμα δεν αντέδρασε δυναμικά είτε με φωνές ή με άλλο τρόπο ούτε ανέφερε αμέσως μετά το πρώτο περιστατικό οτιδήποτε σε πρόσωπο της εμπιστοσύνης του. Οι λόγοι οι οποίοι θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν τη στάση του θύματος παρέμειναν άγνωστοι. Ενδεχομένως να οφείλονταν στο φόβο του θύματος ή στην αποφυγή δημιουργίας κοινωνικού στιγματισμού. Είχε διαπιστωθεί επιστημονικά ότι ο εφεσείων δεν ήταν ο βιολογικός πατέρας του θύματος, γεγονός το οποίο ο ίδιος δεν γνώριζε όταν διέπραττε τα αδικήματα.

Ο εφεσείων, με την παρούσα έφεσή του, εφεσιβάλλει τις συντρέχουσες ποινές φυλάκισης δέκα χρόνων που του επέβαλε το Κακουργιοδικείο στις κατηγορίες του βιασμού. Το Κακουργιοδικείο δεν του επέβαλε ποινή στις υπόλοιπες κατηγορίες.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Το Κακουργιοδικείο κατέληξε στην επιμέτρηση της ποινής αφού συνυπολόγισε όλα τα σχετικά δεδομένα, μεταξύ των οποίων, ήσαν το λευκό ποινικό μητρώο του εφεσείοντος και η υποχρέωσή του να συντηρεί την πολυμελή οικογένειά του. Δεν διαπιστώνεται σφάλμα αρχής ούτε και μπορεί να θεωρηθεί πως ενόψει του συνόλου των δεδομένων η ποινή για το διαπραχθέν αδίκημα, για το οποίο ο νόμος προβλέπει ισόβια φυλάκιση, ήταν εκτός πλαισίου ώστε να μπορεί να χαρακτηριστεί ως έκδηλα υπερβολική.

2.  Η σοβαρότητα των αδικημάτων δεν εξαλείφεται και αυτή παραμένει αναλλοίωτη, ανεξαρτήτως του λόγου ή των λόγων για τους οποίους η νεαρή παρέλειψε να αντιδράσει αμέσως.

3.  Τα περιστατικά της υπόθεσης την καθιστούν από τις χειρότερες του είδους της και ορθώς το Κακουργιοδικείο θεώρησε επιτακτική την ανάγκη να έχει η τιμωρία παραδειγματικό και αποτρεπτικό χαρακτήρα.

4.  Δεν έχει τεκμηριωθεί οποιοσδήποτε λόγος για παρέμβαση του Εφετείου προς διαφοροποίηση της επιβληθείσας ποινής.

Η έφεση απορρίφθηκε.

Αναφερόμενη Υπόθεση:

Γιάγκου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 67.

Έφεση εναντίον Ποινής.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Κακουργιοδικείου Λευκωσίας (Γιασεμής, Π.Ε.Δ., Δημητριάδου-Ανδρέου, Α.Ε.Δ., Εφραίμ, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 1581/08), ημερομηνίας 18/4/08.

Μ. Ιωάννου, για τον Εφεσείοντα.

Κρ. Κυθραιώτου, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Κραμβής.

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Κατόπιν μερικής ακρόασης, ο εφεσείων παραδέχθηκε ενοχή σε οκτώ κατηγορίες, δύο από τις οποίες αφορούσαν το αδίκημα του βιασμού κατά παράβαση των Άρθρων 144 και 145 του Ποινικού Κώδικα, δύο το αδίκημα της διαφθοράς νεαρής γυναίκας ηλικίας 13-16 χρόνων κατά παράβαση του Άρθρου 154 του Ποινικού Κώδικα και του περί Βίας στην Οικογένεια Νόμου, δύο το αδίκημα της σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιών κατά παράβαση του περί Καταπολέμησης της Εμπορίας και Εκμετάλλευσης Προσώπων και της Προστασίας των Θυμάτων Νόμου 87(Ι)/07 και δύο κατηγορίες για άσεμνη επίθεση κατά παράβαση του Άρθρου 151 του Ποινικού Κώδικα και του περί Βίας στην Οικογένεια Νόμου. Σε όλες τις περιπτώσεις το θύμα ήταν η κόρη του εφεσείοντα ηλικίας 14 περίπου χρόνων. Το κατηγορητήριο εναντίον του εφεσείοντα περιλάμβανε και κατηγορία για αιμομιξία. Η εν λόγω κατηγορία αποσύρθηκε κατόπιν επιστημονικής διαπίστωσης ότι ο εφεσείων δεν ήταν ο βιολογικός πατέρας του θύματος, γεγονός το οποίο ο ίδιος δεν γνώριζε όταν διέπραττε τα αδικήματα.

Το Μόνιμο Κακουργιοδικείο Λευκωσίας καταδίκασε τον εφεσείοντα σε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης δέκα χρόνων στις κατηγορίες του βιασμού ενώ δεν επέβαλε ποινή στις υπόλοιπες κατηγορίες. Ο εφεσείων εφεσιβάλλει την πρωτόδικη απόφαση γιατί θεωρεί ότι η ποινή που του έχει επιβληθεί είναι έκδηλα υπερβολική.

Τα αδικήματα διαπράχθηκαν μέσα στους πρώτους τέσσερις μήνες του 2008. Τα γεγονότα της υπόθεσης είναι σε συντομία τα ακόλουθα: Το θύμα είναι το μεγαλύτερο από τα επτά παιδιά του εφεσείοντα. Γεννήθηκε το Μάρτιο του 1994 στο Σουδάν και από το 2001 ζει μονίμως στην Κύπρο με την οικογένειά της. Σε άγνωστη ημερομηνία του Ιανουαρίου 2008 ενώ κοιμόταν, μπήκε στο δωμάτιό της γύρω στα μεσάνυκτα ο εφεσείων ο οποίος ξάπλωσε δίπλα της και άρχισε να την αγγίζει. Αυτή αντιστάθηκε αλλά ο εφεσείων την ανάγκασε να γυρίσει προς το μέρος του και τη φίλησε στο στόμα. Έβγαλε το παντελόνι του και στη συνέχεια έβγαλε και το εσώρουχο της παραπονούμενης. Ενώ αυτή ήταν ξαπλωμένη ανάσκελα αυτός ήλθε σε  συνουσία μαζί της χωρίς τη συγκατάθεσή της. Η παραπονούμενη ένιωσε δυνατό πόνο, προσπάθησε να αντισταθεί χωρίς όμως να τα καταφέρει. Μετά από λίγη ώρα ο εφεσείων έφυγε από το δωμάτιο. Το βράδυ της 9.4.2008 και πάλι, ενώ η παραπονούμενη κοιμόταν στο κρεβάτι της, ο εφεσείων εισήλθε στο δωμάτιο της και ξάπλωσε μαζί της στο κρεβάτι. Της έβγαλε το εσώρουχο και αφού έβγαλε και το παντελόνι του, ήλθε σε συνουσία μαζί της χωρίς τη θέλησή της. Αφού πέρασε λίγη ώρα, ακούστηκε θόρυβος και ο εφεσείων σταμάτησε. Σηκώθηκε από το κρεβάτι, ντύθηκε και έφυγε από το δωμάτιο. Την επόμενη ημέρα, η παραπονούμενη ανέφερε σε τρεις συνομήλικες ξαδέλφες της αυτό που είχε συμβεί την προηγούμενη νύχτα με τον εφεσείοντα. Μια από αυτές, ενημέρωσε σχετικά τη σύμβουλο του σχολείου στο οποίο φοιτούσε η παραπονούμενη. Η σύμβουλος κάλεσε την παραπονούμενη στο γραφείο της και η τελευταία της είπε ότι ο εφεσείων την βίασε. Αυτή η πληροφορία διαβιβάστηκε στο Γραφείο Ευημερίας, λειτουργός του οποίου πήγε στο σχολείο και συνομίλησε με την παραπονούμενη η οποία ανέφερε ότι σε δύο περιπτώσεις μια κατά τον μήνα Ιανουάριο του 2008 και άλλη στις 9.4.2008 ενώ κοιμόταν στο δωμάτιό της ο εφεσείων ξάπλωσε στο κρεβάτι της και χωρίς τη θέλησή της ήρθε σε  συνουσία μαζί της. Ακολούθησε καταγγελία στην αστυνομία και έρευνα της οικίας του εφεσείοντα. Κατά την έρευνα παραλήφθηκαν διάφορα ρούχα ως τεκμήρια για σκοπούς επιστημονικών εξετάσεων. Έγινε επίσης ιατροδικαστική εξέταση της παραπονουμένης και λήφθηκε από αυτή οπτικογραφημένη κατάθεση. Ο εφεσείων συνελήφθη με δικαστικό ένταλμα και εναντίον του εκδόθηκε διάταγμα οκταήμερης κράτησης. Στις 12.4.2008 λήφθηκε από τον εφεσείοντα ανακριτική κατάθεση στην οποία αρνήθηκε οποιαδήποτε ανάμειξη σχετικά με την υπόθεση. Στις 18.4.2008 κατηγορήθηκε γραπτώς και αρνήθηκε ενοχή. Επί των τεκμηρίων που παραδόθηκαν στο Ινστιτούτο Νευρολογίας και Γενετικής Κύπρου για επιστημονική εξέταση, απομονώθηκε γενετικό υλικό του εφεσείοντα. Η παραπονούμενη παραπέμφθηκε στις Υπηρεσίες Ψυχικής Υγείας Παιδιών και Εφήβων για ψυχολογική εκτίμηση. Διαπιστώθηκε ότι παρουσιάζει οξεία διαταραχή μετά από τραυματικό στρες, διαταραχή που προκαλείται σε άτομα που έχουν εκτεθεί σε τραυματικό γεγονός και ενόψει τούτου κρίθηκε σκόπιμη η συνέχιση της παρακολούθησής της από κλινική ψυχολόγο. Ο εφεσείων δεν βαρύνεται με προηγούμενες καταδίκες.

Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα ανέφερε για μετριασμό της ποινής ότι ο πελάτης του είναι χαμηλού νοητικού επιπέδου και ότι υποσυνειδήτως πίστευε ότι η παραπονούμενη δεν ήταν πραγματική κόρη του. Βλέποντας την να μεγαλώνει και να έχει σχέσεις οδηγήθηκε στη διάπραξη των ακατονόμαστων πράξεών του. Ανέφερε ακόμη ότι κατά τις ημερομηνίες διάπραξης των αδικημάτων, ο εφεσείων είχε καταναλώσει αλκοόλ, χωρίς όμως αυτό, να είχε επηρεάσει τη νοητική του κατάσταση κατά τη διάπραξη των αδικημάτων. Ως μετριαστικός παράγων αναφέρθηκε και το γεγονός ότι ο εφεσείων είναι λευκού ποινικού μητρώου και ότι  συντηρεί την πολυμελή οικογένειά του.

Ο κ. Ιωάννου επανέλαβε και ενώπιόν μας ότι ο εφεσείων αντιλαμβάνεται το μέγεθος της ευθύνης των πράξεων του ωστόσο αισθάνεται ότι η επιβληθείσα ποινή των δέκα χρόνων είναι έκδηλα υπερβολική. Η εισήγηση είναι ότι το Κακουργιοδικείο δεν έλαβε επαρκώς υπόψη ότι με τη μακροχρόνια φυλάκιση, η οικογένεια του εφεσείοντα θα έχανε το μοναδικό άνθρωπο που τη στήριζε οικονομικά και ότι η σύζυγός του συνεχίζει να τον αποδέχεται, αναγνωρίζοντάς του κάποια ελαφρυντικά, έστω και αν αυτό αντανακλά δυσμενώς στην ίδια. Ο συνήγορος του εφεσείοντα ανέφερε επίσης ότι το Κακουργιοδικείο απέφυγε να αιτιολογήσει επαρκώς τους λόγους για τους οποίους επέβαλε στον εφεσείοντα τόσο μεγάλη ποινή φυλάκισης παρά το γεγονός ότι είχε υπό τις περιστάσεις τέτοια υποχρέωση. Στον Archbold, έκδ. 1995, τόμος 1, παρ. 5-79, σελ. 1/670 αναφέρεται: «There is no general statutory obligation to give reasons for imposing a particular sentence, but the Court of Appeal has stated that it is desirable to indicate the basis on which the sentence has been determined, at least where substantial sentences are imposed, and particularly where the defendant is unrepresented (see R. v. Newman and Newman, 1 Cr. App. R.(S.) 252 and R. v. Smith (David Thomas) 9 Cr. App. R. (S).) 475).»

Το αδίκημα του βιασμού τιμωρείται κατ' ανώτατο όριο με ποινή ισόβιας φυλάκισης. Το Κακουργιοδικείο με αναφορά στη νομολογία τόνισε τη σοβαρότητα των αδικημάτων που διέπραξε ο εφεσείων και επανέλαβε την ανάγκη για επιβολή αποτρεπτικών ποινών. Αυτή η ανάγκη εκπηγάζει από το γεγονός ότι πρόκειται για αδικήματα τα οποία στρέφονται κατά των ηθών και προσβάλλουν την προσωπικότητα του θύματος. Ανάλογα με τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης, η ποινή μπορεί να είναι ιδιαίτερα αυστηρή και πολυετής. Βλ. Γιάγκου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 67. Στην προκείμενη περίπτωση, τα περιστατικά διάπραξης των αδικημάτων, καθιστούν την υπόθεση από τις χειρότερες του είδους της. Ο εφεσείων εκμεταλλεύτηκε το νεαρό της ηλικίας της έφηβης θυγατέρας του για να ικανοποιήσει επανειλημμένα τις σεξουαλικές επιθυμίες του. Κάποιος θα μπορούσε να υποθέσει ότι το θύμα επέδειξε ενδεχομένως κάποια ανοχή αφού σε καμιά περίπτωση δεν αντέδρασε δυναμικά είτε με φωνές ή με άλλο τρόπο ούτε ανέφερε αμέσως μετά το πρώτο περιστατικό οτιδήποτε σε πρόσωπο της εμπιστοσύνης του. Οι λόγοι οι οποίοι θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν τη στάση του θύματος παρέμειναν άγνωστοι. Δεν αποκλείεται να την είχε κυριεύσει ο φόβος ή στη σκέψη της να επικράτησε η επιλογή της αποφυγής του κοινωνικού στιγματισμού τόσο της ίδιας, όσο και της οικογένειας της. Ωστόσο, ανεξαρτήτως του λόγου ή των λόγων για τους οποίους η νεαρή παρέλειψε να αντιδράσει αμέσως, η σοβαρότητα των αδικημάτων δεν εξαλείφεται και αυτή παραμένει αναλλοίωτη. Ο εφεσείων, από προστάτης και καθοδηγητής του παιδιού του, μεταβλήθηκε σε εφιάλτη που με τις πράξεις του στιγμάτισε την προσωπικότητα και την κοινωνική υπόσταση της θυγατέρας του.

Το Κακουργιοδικείο εξέτασε με προσοχή όλες τις παραμέτρους και ορθά επισημαίνει ότι τέτοιες πράξεις προκαλούν αίσθημα αποστροφής στους υγιείς πολίτες της κοινωνίας μας και ότι σ' αυτές τις περιπτώσεις εμφανίζεται επιτακτική η ανάγκη να έχει η τιμωρία παραδειγματικό και αποτρεπτικό χαρακτήρα.

Το Ανώτατο Δικαστήριο παρεμβαίνει προς διαφοροποίηση της ποινής αν διαπιστωθεί σφάλμα αρχής ή αν η ποινή δεν συνάδει με το μέτρο δηλαδή, αν είναι εκδήλως υπερβολική ή εκδήλως ανεπαρκής. Εξετάσαμε όλα τα δεδομένα και διαπιστώσαμε ότι δεν συντρέχει κανένας λόγος παρέμβασης προς διαφοροποίηση της επιβληθείσας ποινής.

Η έφεση απορρίπτεται.

Η έφεση απορρίπτεται.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο