ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2009) 2 ΑΑΔ 90

19 Φεβρουαρίου, 2009

[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ/στές]

MOHAMMED AOUAD,

Εφεσείων,

v.

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινική Έφεση Αρ. 149/2007)

 

Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας σε υπόθεση βιασμού ― Ήταν ορθή και δεν παρεχόταν πεδίο για επέμβαση του Εφετείου για παραγκωνισμό της καταδικαστικής ετυμηγορίας του Κακουργιοδικείου.

Απόδειξη ― Αξιοπιστία μαρτύρων ― Αξιολόγηση αξιοπιστίας μαρτύρων ― Αποτελεί κατ' εξοχήν έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου ― Προϋποθέσεις επέμβασης του Εφετείου.

Απόδειξη ― Αντιφατική μαρτυρία ― Επουσιώδεις αντιφάσεις στη μαρτυρία ― Δεν κλονίζουν την αξιοπιστία μάρτυρα.

Απόδειξη ― Σεξουαλικά αδικήματα ― Μαρτυρία ― Ενισχυτική μαρτυρία και ορθή προειδοποίηση ― Κακουργιοδικείο προειδοποίησε τον εαυτό του πριν καταδικάσει τον εφεσείοντα βάσει μόνο της μαρτυρίας της παραπονούμενης χωρίς ενισχυτική μαρτυρία ― Κρίθηκε κατ' έφεση ότι η ενέργεια του Κακουργιοδικείου ήταν η δέουσα.

Ο εφεσείων βρέθηκε ένοχος μετά από ακροαματική διαδικασία ενώπιον του Κακουργιοδικείου Λεμεσού, σε κατηγορία βιασμού, κατά παράβαση των Άρθρων 144 και 145 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154. Η παραπονούμενη κατάγεται από τη Ρωσία, ήλθε στην Κύπρο στις 22.7.04 όπου και γνώρισε τον εφεσείοντα, ο οποίος της συστήθηκε με το όνομα Μάριος, και με τον οποίο είχαν κάποιες τηλεφωνικές συνομιλίες και συναντήσεις στα πλαίσια φιλικών σχέσεων.

Τα γεγονότα διαδραματίστηκαν το βράδυ της 9.4.06 στο διαμέρισμα του εφεσείοντος στην περιοχή Γερμασόγειας, όπου ο τελευταίος οδήγησε την παραπονούμενη για να της δώσει ποσό γύρω στις £1000 με £1500, το οποίο του είχε ζητήσει η παραπονούμενη υπό τύπο δανείου. Όταν μπήκαν στο διαμέρισμα, ο εφεσείων της είπε ότι ήθελε να κάμουν έρωτα και να συνάψουν σχέσεις. Αυτή του αρνήθηκε και τότε ο εφεσείων την έσπρωξε στο κρεβάτι και χωρίς τη θέλησή της ήλθε σε παράνομη συνουσία μαζί της, τόσο φυσιολογικά όσο και παρά φύσιν. Ακολούθως τη μετέφερε στο σπίτι της φίλης της Έλενας, όπου η παραπονούμενη πήγε για ύπνο χωρίς να αναφέρει σε αυτήν οτιδήποτε σε σχέση με το συμβάν. Η παραπονούμενη υποβλήθηκε σε ιατρική εξέταση και στο σώμα της διαπιστώθηκαν κακώσεις. Το Κακουργιοδικείο δέχθηκε ότι τα τραύματα στο σώμα της προκλήθηκαν από τον εφεσείοντα όταν αυτός την πίεζε και την έσπρωχνε με σκοπό να επιτύχει τη σεξουαλική επαφή μαζί της. Το Κακουργιοδικείο δέχθηκε τη μαρτυρία της ιατροδικαστού σε σχέση με τις διαπιστωθείσες γυναικολογικές κακώσεις και τα ευρήματα του γενετιστή σε σχέση με το ότι τα σπερματικά κύτταρα που βρέθηκαν στον εσώρουχο της παραπονούμενης ανήκαν στον εφεσείοντα.

Ο εφεσείων εφεσίβαλε την καταδικαστική απόφαση υποστηρίζοντας ότι το Κακουργιοδικείο:

1.  Έσφαλε κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας.

2.  Καταδίκασε τον εφεσείοντα χωρίς την ύπαρξη μαρτυρίας αναγνώρισης.

3.  Καταδίκασε τον εφεσείοντα χωρίς ενισχυτική μαρτυρία.

4.  Μετέθεσε στον εφεσείοντα το βάρος να αποδείξει την αθωότητά του.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε προσεκτική και ενδελεχή αξιολόγηση της μαρτυρίας και κατέληξε σε ορθά συμπεράσματα. Οι οποιεσδήποτε αντιφάσεις διαπιστώθηκαν στη μαρτυρία είναι επουσιώδεις και δεν κλονίζουν την αξιοπιστία είτε της παραπονούμενης είτε των μαρτύρων κατηγορίας.

2.  Υπήρχε επαρκής μαρτυρία ότι ο εφεσείων ήταν το ίδιο πρόσωπο με το Μάριο, που ήταν το πρόσωπο που είχε διαπράξει τον βιασμό.

3.  Το Δικαστήριο προειδοποίησε τον εαυτό του για τον κίνδυνο να βασιστεί στη μαρτυρία της παραπονούμενης και να καταδικάσει τον εφεσείοντα χωρίς ενισχυτική μαρτυρία και έκρινε ότι η μαρτυρία της παραπονούμενης ήταν τέτοια που δεν άφηνε οποιοδήποτε δισταγμό στο δικαστήριο να βασιστεί μόνο σ' αυτή, χωρίς την ύπαρξη ενισχυτικής μαρτυρίας. Όμως το Δικαστήριο εξέτασε και το ζήτημα πιθανής ενισχυτικής μαρτυρίας και συμπέρανε πως η μαρτυρία του γενετιστή συνιστούσε τέτοια μαρτυρία.

4.  Το Δικαστήριο ορθά θεώρησε ότι το βάρος της απόδειξης το είχε η Κατηγορούσα Αρχή και ορθά κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Κατηγορούσα Αρχή απέδειξε την υπόθεσή της πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.

Η έφεση απορρίφθηκε.

Έφεση εναντίον Kαταδίκης.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Kακουργιοδικείου Λεμεσού (Kολατσή, Π.E.Δ., Παπαμιχαήλ, A.E.Δ., Στυλιανίδης, E.Δ.), (Ποινική Yπόθεση Aρ. 8965/06), ημερομηνίας 29/6/07.

Γ. Η. Κονναρής, για τον Εφεσείοντα.

Μ. Αλεξάνδρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Νικολάτος.

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Ο εφεσείων καταδικάστηκε από το Κακουργιοδικείο που συνεδρίαζε στη Λεμεσό για το αδίκημα του βιασμού, κατά παράβαση των Άρθρων 144 και 145 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, καθότι στις 9.4.06 ήλθε σε παράνομη συνουσία με τη V. S. (στη συνέχεια η παραπονούμενη), χωρίς τη συναίνεσή της.

Το πρωτόδικο δικαστήριο, αφού άκουσε τη μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής και στη συνέχεια, αφού βρήκε ότι αποδείκτηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση εις βάρος του κατηγορούμενου-εφεσείοντα, άκουσε και τη μαρτυρία του εφεσείοντα και των μαρτύρων υπεράσπισης. Δέχτηκε τη μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής και απέρριψε εκείνη της υπεράσπισης.

Τα ευρήματα του πρωτοδίκου δικαστηρίου ήταν, σε συντομία, τα ακόλουθα:

Η παραπονούμενη, η οποία κατάγεται από τη Ρωσία, ήλθε στην Κύπρο στις 22.7.04. Γνώρισε τον κατηγορούμενο-εφεσείοντα, ο οποίος της συστήθηκε με το όνομα Μάριος και της ζήτησε να έχουν δεσμό, αυτή όμως αρνήθηκε. Είχαν όμως κάποιες τηλεφωνικές επικοινωνίες και συναντήθηκαν μερικές φορές στα πλαίσια φιλικών σχέσεων. Σε κάποιο στάδιο η παραπονούμενη ανέφερε στον εφεσείοντα ότι ήθελε να δανειστεί ποσό γύρω στις £1000 με £1500 και αυτός προσφέρθηκε να της το δανείσει. Στις 9.4.06 ο εφεσείων ζήτησε από την παραπονούμενη να συναντηθούν για να πάνε να της δώσει τα χρήματα που του ζήτησε. Γύρω στις 6.00 το απόγευμα ο εφεσείων πέρασε από το διαμέρισμα όπου διέμενε η παραπονούμενη και την πήρε με το αυτοκίνητό του. Γύρω στις 8.00 το βράδυ ο εφεσείων της είπε να πάνε στο διαμέρισμα του για να της δώσει τα χρήματα. Πήγαν σε μια πολυκατοικία, στην περιοχή Γερμασόγειας, και όταν μπήκαν στο διαμέρισμα ο εφεσείων της είπε ότι ήθελε να κάμουν έρωτα και να συνάψουν σχέσεις. Αυτή του αρνήθηκε και τότε ο εφεσείων την έσπρωξε πάνω στο κρεβάτι και χωρίς τη θέληση της ήλθε σε παράνομη συνουσία μαζί της, τόσο φυσιολογικά όσο και παρά φύσιν, κατά τον τρόπο που περιέγραψε στο Κακουργιοδικείο η παραπονούμενη. Ακολούθως ο εφεσείων μετέφερε την παραπονούμενη στο σπίτι της φίλης της Έλενας Serova (η Έλενα). Η παραπονούμενη για τους λόγους που εξήγησε δεν ανέφερε  οτιδήποτε, αμέσως, στην Έλενα και πήγε για ύπνο. Την επόμενη μέρα η παραπονούμενη ανέφερε τα γεγονότα στη φίλη της και πήγαν μαζί στην Αστυνομία όπου η παραπονούμενη κατάγγειλε την υπόθεση. Η παραπονούμενη υποβλήθηκε σε ιατροδικαστική εξέταση από την κα. Ελένη Αντωνίου, η οποία διαπίστωσε στο σώμα της κακώσεις. Το Κακουργιοδικείο δέχθηκε  ότι τα τραύματα στο σώμα της παραπονούμενης προκλήθηκαν από τον εφεσείοντα όταν αυτός την πίεζε και την έσπρωχνε με σκοπό να επιτύχει τη σεξουαλική επαφή μαζί της. Συγκεκριμένα βρήκε ότι οι διαπιστωθείσες γυναικολογικές κακώσεις ήταν συνέπεια της βίαιης σεξουαλικής επαφής με τον εφεσείοντα και οι εκχυμώσεις στα διάφορα μέρη του σώματος της προκλήθηκαν κατά τη διάρκεια της όλης πράξης του βιασμού της. Όσον αφορά τα τραύματα που η ιατροδικαστής διεπίστωσε στον πρωκτό της παραπονούμενης το Κακουργιοδικείο βρήκε ότι προκλήθηκαν και αυτά κατά τη διάρκεια του βιασμού της από τον εφεσείοντα. Αναφορικά με την επιστημονική μαρτυρία που δόθηκε το Κακουργιοδικείο δέχθηκε τα ευρήματα του Γενετιστή Δρος Καριόλου, σύμφωνα με τα οποία στο εσώρουχο που φορούσε η παραπονούμενη, κατά τον ουσιώδη χρόνο (το οποίο κατατέθηκε ως τεκμήριο 13), εντοπίστηκαν, μεταξύ άλλων, σπερματικά κύτταρα του κατηγορούμενου-εφεσείοντα, τα οποία ήταν το αποτέλεσμα της συνεύρεσης του με την παραπονούμενη.

Με την παρούσα έφεση αμφισβητείται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης με τέσσερις λόγους:

1.  Το πρωτόδικο δικαστήριο έσφαλε κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας, δηλαδή ότι ενώ εντόπισε τις αδυναμίες και τα κενά στη μαρτυρία των μαρτύρων της υπεράσπισης δεν εντόπισε τις αδυναμίες και τα κενά στη μαρτυρία των μαρτύρων κατηγορίας, αν και τέτοιες αδυναμίες και κενά υπήρχαν. Επιπρόσθετα θεώρησε παράπονο που έκανε η παραπονούμενη στη φίλη της Έλενα, ως άμεσο παράπονο, ενώ αυτό έγινε μετά από την παρέλευση 18 ωρών.

2.  Το πρωτόδικο δικαστήριο καταδίκασε τον εφεσείοντα χωρίς να υπάρχει ενώπιον του μαρτυρία αναγνώρισης του ως του προσώπου που διέπραξε το αδίκημα.

3.  Το πρωτόδικο δικαστήριο καταδίκασε τον εφεσείοντα χωρίς ενισχυτική μαρτυρία και με μόνη τη μαρτυρία της παραπονούμενης, και

4.  Το πρωτόδικο δικαστήριο κατάργησε ουσιαστικά το τεκμήριο της αθωότητας μεταθέτοντας, στην πράξη, στον κατηγορούμενο-εφεσείοντα το βάρος να αποδείξει ο ίδιος την αθωότητά του.

Εξετάσαμε με προσοχή όλα τα ενώπιον μας στοιχεία και καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι κανένας από τους λόγους έφεσης δεν ευσταθεί. Το πρωτόδικο δικαστήριο εξέτασε και αξιολόγησε την ενώπιον του μαρτυρία τόσο της Κατηγορούσας Αρχής όσο και της Υπεράσπισης, με πολλή προσοχή και έκαμε ευρήματα αξιοπιστίας αναφορικά με τον καθένα από τους μάρτυρες της Κατηγορούσας Αρχής και της Υπεράσπισης, ξεχωριστά. Δεν είναι ορθό ότι το πρωτόδικο δικαστήριο περέλειψε να εντοπίσει τις αδυναμίες και τα κενά στη μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής και ότι εντόπισε τις αντιφάσεις και αδυναμίες μόνον των μαρτύρων Υπεράσπισης.  Στην περίπτωση της παραπονούμενης, για παράδειγμα, το πρωτόδικο δικαστήριο σημείωσε κάποια αντίφαση στην εκδοχή της αναφορικά με τις αντιδράσεις της όταν ο εφεσείων τη βίαζε. Είπε, συγκεκριμένα η παραπονούμενη, σε κάποιο σημείο της μαρτυρίας της, ότι βρισκόταν σε κατάσταση που δεν είχε δύναμη να αντιδράσει και φοβόταν μήπως, αν αντισταθεί, τη σκοτώσει ο εφεσείων, ενώ στην κατάθεση της στην Αστυνομία, προηγουμένως, είχε πει ότι όταν ο  εφεσείων την έσπρωξε στο κρεβάτι αυτή προσπαθούσε να αντισταθεί αλλά δεν είχε τη δύναμη επειδή ο εφεσείων ήταν πιο δυνατός και την κρατούσε συνεχώς στο κρεβάτι. Το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά επεσήμανε ότι εκείνο που είχε σημασία  ήταν το γεγονός ότι ο εφεσείων ήλθε σε συνουσία μαζί της, χωρίς τη συναίνεσή της. Το αν αντιστάθηκε και προσπαθούσε να τον αποφύγει και δεν τα κατάφερε ή αν, κατά τη συγκεκριμένη στιγμή του βιασμού της φοβόταν να αντισταθεί, δεν είχε ιδιαίτερη σημασία εφόσον το αναπόφευκτο συμπέρασμα ήταν ότι υπήρξε συνουσία, χωρίς τη θέλησή της.

Σε άλλο σημείο της μαρτυρίας της η παραπονούμενη ανέφερε ότι ο εφεσείων, κατά την επίσκεψη του στο κατάστημα του Μ.Κ. 6 κ. Καλογήρου τη σύστησε ως φιλενάδα του, γνωστή του, ενώ ο Μ.Κ. 6 είπε ότι του σύστησε ως girlfriend του. Και αυτή την αντίφαση την εντόπισε το Κακουργιοδικείο αλλά δεν της έδωσε ιδιαίτερη βαρύτητα εφόσον ο Μ.Κ. 6 και ο κατηγορούμενος μιλούσαν ελληνικά αλλά ο κατηγορούμενος, που είναι Άραβας, δεν μιλούσε καλά την ελληνική γλώσσα και η παραπονούμενη, εν πάση περιπτώσει, δεν καταλάβαινε όλα όσα έλεγαν. Το Κακουργιοδικείο επίσης εντόπισε την απουσία σύμπτωσης στη μαρτυρία της παραπονούμενης και του Μ.Κ. 6 Καλογήρου όσον αφορά τα διαμειφθέντα  για το θέμα των χρημάτων που ο εφεσείων θα δάνειζε ή θα έδινε στην παραπονούμενη, η οποία επίσης δεν είχε ιδιαίτερη σημασία. 

Άλλη αντίφαση, στην οποία αναφέρθηκε το Κακουργιοδικείο, αφορά στη μαρτυρία της παραπονούμενης για τον εντοπισμό του διαμερίσματος του εφεσείοντα σε σχέση με τη μαρτυρία που έδωσε για το ίδιο θέμα η μάρτυρας κα. Προκοπίου. Και αυτή την αντίφαση, αφού τη σχολίασε το Κακουργιοδικείο, συμπέρανε ότι συνιστούσε επουσιώδη λεπτομέρεια στην οποία δεν απέδωσε βαρύτητα.

Απεναντίας το Κακουργιοδικείο εντόπισε μαρτυρία που ενίσχυε εκείνη της παραπονούμενης, όπως τη μαρτυρία της ιατροδικαστού κας Αντωνίου, αναφορικά με τα τραύματα και τις κακώσεις που η παραπονούμενη είχε στα γεννητικά της όργανα, στον πρωκτό και σε διάφορα άλλα μέρη του σώματος της.

Αναφορικά με το παράπονο της παραπονούμενης στη φίλη της Έλενα, μετά από 18 ώρες, το πρωτόδικο δικαστήριο, αφού αναφέρθηκε σε σχετική νομολογία, έκρινε ότι το παράπονο εκείνο δεν ήταν αυθόρμητο, εφόσον έγινε μετά από ερώτηση της Έλενας προς την παραπονούμενη για τα σημάδια που είχε η παραπονούμενη στο λαιμό της και επομένως δεν ικανοποιούσε τις προϋποθέσεις του Άρθρου 10 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9. Κατά συνέπεια το Κακουργιοδικείο δεν θεώρησε ότι το παράπονο εκείνο συνιστούσε πρώτο παράπονο σύμφωνα με το προαναφερόμενο άρθρο.

Όσον αφορά τη μαρτυρία του κατηγορούμενου-εφεσείοντα και των μαρτύρων υπεράσπισης για την οποία το Κακουργιοδικείο αποφάνθηκε ότι ήταν αναξιόπιστη, το Κακουργιοδικείο έδωσε ικανοποιητικούς λόγους γιατί θεώρησε τη μαρτυρία εκείνη ως αναξιόπιστη. Παρατήρησε, για παράδειγμα, ότι πολλά  και σημαντικά θέματα που αναφέρθηκαν από τους μάρτυρες υπεράσπισης δεν τέθηκαν, κατά την αντεξέταση, στην παραπονούμενη και τους υπόλοιπους μάρτυρες κατηγορίας, ώστε να έχουν την ευκαιρία να τα σχολιάσουν. Ο ίδιος ο κατηρογορούμενος-εφεσείων έκανε αλγεινή εντύπωση στο δικαστήριο. Στην κατάθεσή του  στην Αστυνομία, για παράδειγμα, είχε αναφέρει ότι ουδέποτε είχε σεξουαλική επαφή με την παραπονούμενη έστω και με τη θέλησή της. Όταν αργότερα ο Μ.Κ. Καριόλου ανέφερε ότι στο εσώρουχο της παραπονούμενης, το οποίο αυτή φορούσε κατά του ουσιώδη χρόνο, εντοπίστηκε γενετικό υλικό τόσο του κατηγορούμενου-εφεσείοντα όσο και της παραπονούμενης, ο εφεσείων άλλαξε την εκδοχή του και είπε στο δικαστήριο ότι πριν την ημερομηνία του, κατ' ισχυρισμό, βιασμού είχε πάμπολλες σεξουαλικές επαφές με την παραπονούμενη, με τη θέλησή της. Πρόβαλε τη θέση ότι το γενετικό υλικό που εντοπίστηκε στο εσώρουχο της παραπονούμενης θα μπορούσε να ήταν από προηγούμενη σεξουαλική επαφή του με την παραπονούμενη, η οποία έγινε με τη θέλησή της. Όσον αφορά κάποια σημάδια που εντοπίστηκαν στο πέος του εφεσείοντα αυτός ανέφερε ότι οφείλονταν σε κάποια ασθένεια που είχε και όχι στη βίαιη σεξουαλική επαφή που είχε με την παραπονούμενη στις 9.4.06. Ούτε στην παραπονούμενη είχε αναφέρει οτιδήποτε τέτοιο, ούτε προφυλακτικό χρησιμοποίησε στην επαφή του μαζί της, ούτε στην ιατροδικαστή Αντωνίου ανέφερε οτιδήποτε.

Κρίνουμε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο προέβη σε μια προσεκτική και ενδελεχή αξιολόγηση της μαρτυρίας και κατέληξε σε ορθά συμπεράσματα. Εν πάση περιπτώσει το πρωταρχικό καθήκον αξιολόγησης της μαρτυρίας ανήκει στο πρωτόδικο δικαστήριο και το Εφετείο σπάνια επεμβαίνει στα ευρήματα αξιοπιστίας του πρωτόδικου δικαστηρίου. Στην προκείμενη περίπτωση δεν συντρέχει οποιοσδήποτε λόγος επέμβασης στα ευρήματα αξιοπιστίας του πρωτόδικου δικαστηρίου.

Αναφορικά με την κατ' ισχυρισμό μη αναγνώριση του εφεσείοντα ως του προσώπου που διέπραξε το βιασμό, παρατηρούμε ότι υπήρχε επαρκής μαρτυρία ότι ο εφεσείων ήταν το ίδιο πρόσωπο με το Μάριο, που ήταν το πρόσωπο που είχε διαπράξει το βιασμό.  Συγκεκριμένα σε κάποιο σημείο της μαρτυρίας της παραπονούμενης αυτή ανέφερε ότι ο Μάριος για τον οποίο μιλούσε στην κατάθεση της ήταν το ίδιο πρόσωπο που συνελήφθη από την Αστυνομία και το ίδιο πρόσωπο που είδε η παραπονούμενη στα γραφεία της Αστυνομίας. Σε άλλο σημείο της μαρτυρίας της η παραπονούμενη, διαβάζοντας από την κατάθεση της-τεκμήριο 30, είπε ότι ο Μάριος είναι το πρόσωπο που τη βίασε, για τον οποίον έμαθε, στη συνέχεια, στα γραφεία της Αστυνομίας ότι τον λένε Mohammed Aouad. Επομένως δεν τίθεται θέμα μη αναγνώρισης του εφεσείοντα ως του προσώπου στο οποίο η παραπονούμενη αναφερόταν ως Μάριο και ήταν το πρόσωπο που βίασε την παραπονούμενη.

Αναφορικά με το ζήτημα της κατ' ισχυρισμό μη υπάρξης ενισχυτικής μαρτυρίας, το πρωτόδικο δικαστήριο εξέτασε και το θέμα αυτό εκτενώς και αναφερόμενο σε σχετική νομολογία. Παρατήρησε ότι στις περιπτώσεις σεξουαλικών αδικημάτων η μαρτυρία της παραπονούμενης χρειάζεται ενίσχυση, ως θέμα πρακτικής.  Εντούτοις, παρά την ύπαρξη του προαναφερόμενου κανόνα πρακτικής, η καταδίκη μπορεί να θεμελιωθεί στη βάση  μόνο της μαρτυρίας της παραπονούμενης, αφού προηγουμένως το δικαστήριο προειδοποιήσει κατάλληλα τον εαυτό του για τον κίνδυνο που υπάρχει όταν η καταδίκη βασίζεται μόνο στη, χωρίς ενίσχυση μαρτυρία, της παραπονούμενης.

Είναι ορθή η θέση ότι η ανάγκη ενίσχυσης της μαρτυρίας της παραπονούμενης από άλλη ανεξάρτητη μαρτυρία, σε σχέση με σεξουαλικά αδικήματα, αποτελεί μόνο κανόνα πρακτικής και ότι τέτοια μαρτυρία δεν απαιτείται από τον ίδιο το νόμο. Το πρωτόδικο δικαστήριο, ορθά, σημείωσε επίσης ότι το υπό εξέταση αδίκημα  είναι σεξουαλικό αδίκημα και ορθά προειδοποίησε τον εαυτό του για τον κίνδυνο καταδίκης βασιζόμενης αποκλειστικά στη μαρτυρία της παραπονούμενης, χωρίς άλλη ενισχυτική μαρτυρία. Μετά από την προειδοποίησή του το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι η μαρτυρία της παραπονούμενης ήταν τέτοια που δεν άφηνε οποιοδήποτε δισταγμό στο δικαστήριο να βασιστεί μόνο σ' αυτή, χωρίς την ύπαρξη ενισχυτικής μαρτυρίας. Συμφωνούμε με το πρωτόδικο δικαστήριο ότι η ποιότητα της μαρτυρίας της παραπονούμενης ήταν τέτοια που επέτρεπε καταδίκη βασισμένη αποκλειστικά και μόνο σε εκείνη τη μαρτυρία. Όμως το πρωτόδικο δικαστήριο προχώρησε και εξέτασε και το ζήτημα της πιθανής ύπαρξης ενισχυτικής μαρτυρίας και συμπέρανε πως η επιστημονική μαρτυρία, δηλαδή ο εντοπισμός, στο εσώρουχο της παραπονούμενης (τεκμήριο 13), του γενετικού υλικού του κατηγορούμενου, με τον τρόπο που ο ειδικός επιστήμονας-γενετιστής κ. Καριόλου ανέφερε στη μαρτυρία του, συνιστούσε ενισχυτική  μαρτυρία. Σύμφωνα με εκείνη τη μαρτυρία το σπερματικό υλικό, που εντοπίστηκε στο εσώρουχο που φορούσε η παραπονούμενη κατά τον ουσιώδη χρόνο, ταυτιζόταν με το γενετικό προφίλ του DNA που απομονώθηκε από το παρειακό επίχρισμα του εφεσείοντα, ενώ το μεικτό γενετικό  προφίλ του γενετικού υλικού που απομονώθηκε από το προαναφερόμενο εσώρουχο ταυτιζόταν με το άθροισμα των γενετικών προφίλ των δειγμάτων DNA που απομονώθηκαν από την παραπονούμενη και τον εφεσείοντα, αντίστοιχα.

Δεδομένου ότι η εκδοχή του εφεσείοντα  ήταν ότι στις 9.4.06 δεν είχε οποιαδήποτε σεξουαλική επαφή με την παραπονούμενη και δεδομένου ότι το προαναφερόμενο γενετικό υλικό εντοπίστηκε στο εσώρουχο που φορούσε η παραπονούμενη, κατά τον ουσιώδη χρόνο, κρίνουμε πως η προαναφερόμενη επιστημονική μαρτυρία, η οποία έγινε δεκτή ως αξιόπιστη, συνιστούσε ενισχυτική μαρτυρία, της μαρτυρίας της παραπονούμενης, ως προς το ότι στις 9.4.06 υπήρξε σεξουαλική επαφή μεταξύ παραπονούμενης και εφεσείοντα. Η θέση του εφεσείοντα γι' αυτό το θέμα ήταν ότι θα μπορούσε το γενετικό του υλικό που βρέθηκε στο τεκμήριο 13 να προερχόταν από προηγούμενη σεξουαλική επαφή που είχε ο εφεσείων με την παραπονούμενη, με τη θέλησή της. Αυτή η εκδοχή απορρίφθηκε από τον μάρτυρα κ. Καριόλου ως απομακρυσμένη πιθανότητα αλλά, εν πάση περιπτώσει, η μαρτυρία του εφεσείοντα ορθά κρίθηκε ως αναξιόπιστη, για λόγους που το δικαστήριο εξήγησε και απορρίφθηκε. Επομένως δεν υπήρχε ενώπιον του δικαστηρίου οποιαδήποτε αξιόπιστη μαρτυρία ότι ο εφεσείων είχε οποιαδήποτε σεξουαλική επαφή με την παραπονούμενη, πριν την 9.4.06.

Αναφορικά με τον τέταρτο λόγο έφεσης, της κατ' ισχυρισμό κατάργησης του τεκμηρίου της αθωότητας και της εναπόθεσης του βάρους της απόδειξης της αθωότητας του στον ίδιο τον εφεσείοντα, θεωρούμε ότι ο λόγος αυτός είναι εντελώς ανυπόστατος. Το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά θεώρησε ότι το βάρος της απόδειξης το είχε η Κατηγορούσα Αρχή και ορθά κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Κατηγορούσα Αρχή απέδειξε την υπόθεση της πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Όπως ήδη αναφέρθηκε, έγινε προσεκτική και ορθή αξιολόγηση της μαρτυρίας, έγιναν ικανοποιητικά ευρήματα ως προς τα ουσιώδη γεγονότα και εφαρμόστηκαν οι ορθές αρχές δικαίου επί των γεγονότων της υπόθεσης. Επομένως όλοι οι ισχυρισμοί που πρόβαλε ο εφεσείων, στην παρούσα έφεση, είναι αβάσιμοι και απορρίπτονται.

Κατά συνέπεια η έφεση απορρίπτεται.

H έφεση απορρίπτεται.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο