ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2008) 2 ΑΑΔ 808

10 Δεκεμβρίου, 2008

[ΚΡΑΜΒΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στές]

STEFAN GRANT,

Εφεσείων,

v.

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινική Έφεση Αρ. 183/2008)

________________________

Απόδειξη ― Βάρος αποδείξεως ― Η απόδειξη πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας της κατηγορίας και κάθε στοιχείου που τη συνιστά, βαρύνει την Κατηγορούσα Αρχή ― Καταδικαστική απόφαση για παράβαση του περί Νομίσματος (Παραχάραξη και άλλα Συναφή Θέματα) Νόμου του 2004, (Ν.110(Ι)/2004) ― Ακυρώθηκε κατ' έφεση λόγω ανεπαρκούς μαρτυρίας που να αποδεικνύει την ενοχή του κατηγορουμένου πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.

Παραχάραξη νομισμάτων ― Ο περί Νομίσματος (Παραχάραξη και άλλα Συναφή Θέματα) Νόμος του 2004, (Ν.110(Ι)/2004) ― Κατοχή παραχαραγμένου νομίσματος, κυκλοφορία του και απόπειρα απόσπασης χρημάτων διά ψευδών παραστάσεων κατά παράβαση του Νόμου 110(Ι)/2004 και του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154, όπως τροποποιήθηκε) ― Γνώση ― Αποτελεί συστατικό στοιχείο του αδικήματος της κατοχής και της κυκλοφορίας παραχαραγμένου νομίσματος.

Η έφεση αυτή στρέφεται εναντίον της καταδικαστικής απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου που συνεδριάζει στο Παραλίμνι, με την οποία ο εφεσείων, μετά από ακροαματική διαδικασία, κρίθηκε ένοχος, κατά παράβαση του περί Νομίσματος (Παραχάραξη και άλλα Συναφή Θέματα) Νόμου του 2004, (Ν.110(Ι)/2004). Η καταδίκη του αφορούσε κατηγορίες κατοχής παραχαραγμένου νομίσματος, κυκλοφορίας του και απόπειρας απόσπασης χρημάτων διά ψευδών παραστάσεων - (Άρθρα 2, 3, 5(1) (2), 16 και 17 του Ν.110(Ι)/2004) και Άρθρα 297, 298(2) και 366 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154, (όπως τροποποιήθηκε με το Ν.130(Ι)/2006). Η έφεση στρέφεται επίσης και εναντίον των συντρέχουσων ποινών φυλάκισης δέκα και έξι μηνών που επιβλήθηκαν στον εφεσείοντα.

Η μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής η οποία έγινε αποδεκτή ως αξιόπιστη, συνίστατο στο ότι ο εφεσείων, στις 30.7.2008, επισκέφθηκε το περίπτερο "Stop and Go" στην Αγία Νάπα, όπου σε μία περίπτωση αγόρασε κάτι και πλήρωσε με ένα χαρτονόμισμα των £st20,00 και σε άλλη περίπτωση ζήτησε από τον υπεύθυνο να του αλλάξει σε ευρώ 15 χαρτονομίσματα των £st20,00 το καθένα. Ο υπεύθυνος του περιπτέρου όταν πήρε τα χαρτονομίσματα τα οποία ήταν αχρησιμοποίητα, υποψιάστηκε ότι ήταν πλαστά, έλεγξε τους αριθμούς τους και όταν διαπίστωσε ότι όλα είχαν τον ίδιο αριθμό, του ζήτησε να περιμένει και ειδοποίησε την Αστυνομία.

Η μαρτυρία του εφεσείοντος με την οποία, κατά κάποιο τρόπο, αυτός προσπάθησε να αποδείξει ότι δεν γνώριζε ότι τα χαρτονομίσματα ήταν παραχαραγμένα, δεν έγινε αποδεκτή. Το Δικαστήριο κατέληξε ότι το θέμα της γνώσης, συστατικό στοιχείο του αδικήματος της κατοχής και της κυκλοφορίας παραχαραγμένου νομίσματος αποδείχθηκε από τις περιβάλλουσες συνθήκες.

Το πρώτο από τα παράπονα του εφεσείοντος αφορά τον τρόπο με τον οποίο προσεγγίστηκε, κατά το στάδιο της εκ πρώτης όψεως υπόθεσης, η μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής και ο ίδιος κλήθηκε σε απολογία.

Ο εφεσείων υποστήριξε επίσης ότι: Η μαρτυρία, στο σύνολό της, αντιμετωπίστηκε και αξιολογήθηκε εσφαλμένα. Ειδικότερα, η μαρτυρία του αντιμετωπίστηκε με δυσπιστία και απορρίφθηκε η εκδοχή του, χωρίς να αξιολογηθούν ορθά αναφορές που δημιουργούσαν σοβαρές αμφιβολίες σε σχέση με το συστατικό στοιχείο της γνώσης. Η μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής όχι μόνο δεν το αποδείκνυε αλλά, αντίθετα, υποστήριζε την εκδοχή του ότι ο ίδιος δε γνώριζε την πλαστότητα των χαρτονομισμάτων. Το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε, επίσης, να λάβει υπόψη του ότι αυτός, όταν πληροφορήθηκε για την πλαστότητα των χαρτονομισμάτων δεν προσπάθησε να φύγει, όπως και ότι κατονόμασε και έδωσε στοιχεία για το πρόσωπο που του έδωσε τα πλαστά χαρτονομίσματα.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Η μαρτυρία η οποία υπήρχε ενώπιον του Δικαστηρίου στο στάδιο της εκ πρώτης όψεως υπόθεσης ήταν επαρκής σε σημείο που δικαιολογούσε την κλήση του εφεσείοντος σε απολογία.

2.      Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ασχολήθηκε με τις πτυχές της μαρτυρίας και τις προεκτάσεις τους σε σχέση με το συστατικό στοιχείο της γνώσης με αποτέλεσμα η κατάληξή του σε σχέση με αυτή να καθίσταται επισφαλής. Έπεται ότι το συμπέρασμα ενοχής του εφεσείοντος πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας δεν είναι ασφαλές.

Η έφεση επιτράπηκε.

Έφεση εναντίον Kαταδίκης και Ποινής.

Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Aμμοχώστου (Γεωργίου-Aντωνίου, E.Δ.), (Ποινική Yπόθεση Aρ. 4055/07), ημερομηνίας 12/9/08 και 16/9/08.

Τάσος Μυλωνάς, για τον Εφεσείοντα.

Δήμητρα Παπαμιλτιάδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

O Εφεσείων είναι παρών.

Cur. adv. vult.

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Ε. Παπαδοπούλου.

ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Ο εφεσείων, μετά από ακροαματική διαδικασία ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου που συνεδριάζει στο Παραλίμνι, κρίθηκε ένοχος, κατά παράβαση του περί Νομίσματος (Παραχάραξη και άλλα Συναφή Θέματα) Νόμου του 2004, (Ν. 110(Ι)/2004). Η καταδίκη του αφορούσε κατηγορίες κατοχής παραχαραγμένου νομίσματος, κυκλοφορίας του και απόπειρας απόσπασης χρημάτων διά ψευδών παραστάσεων - (Άρθρα 2, 3, 5(1)(2), 16 και 17 του Ν. 110(Ι)/2004) και Άρθρα 297, 298(2) και 366 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, (όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 130(Ι)/2006)). Επιβλήθηκαν σ' αυτόν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης δέκα και έξι μηνών.

Με την παρούσα έφεση, αμφισβητείται από τον εφεσείοντα τόσο η καταδίκη του όσο και το ύψος των ποινών που του επιβλήθηκαν.

Για απόδειξη της υπόθεσης, η Κατηγορούσα Αρχή κάλεσε τέσσερις μάρτυρες - τον υπεύθυνο του περιπτέρου, στο οποίο ο εφεσείων επιχείρησε να αλλάξει σε ευρώ δεκαπέντε χαρτονομίσματα των £20.00 (αγγλικών στερλινών, («£st»)), και τρεις αστυνομικούς. Έγιναν, επίσης, παραδεκτά και κατατέθηκαν ως τεκμήρια καταθέσεις ακόμη τριών προσώπων. Ο εφεσείων, μετά που κλήθηκε σε απολογία, κατέθεσε ενόρκως.

Σύμφωνα με την Κατηγορούσα Αρχή, η μαρτυρία της οποίας έγινε αποδεκτή ως αξιόπιστη, ο εφεσείων, στις 30/7/2008, επισκέφθηκε το περίπτερο "Stop and Go" στην Αγία Νάπα, το οποίο λειτουργεί και ως χώρος ανταλλαγής χρημάτων, αγόρασε κάτι και πλήρωσε με ένα χαρτονόμισμα των £st20,00. Αργότερα επανήλθε και ζήτησε από τον υπεύθυνο του περιπτέρου να του αλλάξει σε ευρώ 15 χαρτονομίσματα των £st20,00 το καθένα. Τη συγκεκριμένη στιγμή, ο υπεύθυνος του περιπτέρου εξυπηρετούσε πελάτες, γι' αυτό του ζήτησε να περιμένει. Στη συνέχεια, όταν πήρε τα χαρτονομίσματα, τα οποία ήταν αχρησιμοποίητα, υποψιάστηκε ότι ήταν πλαστά και έλεγξε τους αριθμούς τους. Διαπίστωσε ότι όλα είχαν τον ίδιο αριθμό, οπόταν του ζήτησε να περιμένει και ειδοποίησε την Αστυνομία. Προτού φτάσει η Αστυνομία, η οποία πήγε σε ελάχιστο χρόνο - σε τρία λεπτά - του ανέφερε ότι τα χαρτονομίσματα ήταν πλαστά. Ο Μ.Κ.4, ένας από τους αστυνομικούς που πήγαν εκεί, συνάντησε τον εφεσείοντα έξω από τον πάγκο που αλλάζουν τα χρήματα. Ο μάρτυρας, αφού παρέλαβε τα χαρτονομίσματα, συνόδευσε τον εφεσείοντα στον Αστυνομικό Σταθμό Αγίας Νάπας, (ο «Σταθμός»), όπου αυτός συνελήφθη και, στη συνέχεια, έδωσε ανακριτική κατάθεση - Τεκμήριο 5.

Ο εφεσείων, στη μαρτυρία του, ανέφερε ότι στην Κύπρο ήρθε για διακοπές μαζί με το φίλο του Morris, στις 20/7/2008, με σκοπό να φύγουν στις 27/7/2008. Περνούσαν καλά, γι' αυτό παρέτειναν τη διαμονή τους μέχρι τις 30/7/2008. Κατά την εδώ παραμονή του, συνδέθηκε με κάποιο Mark, στον οποίο δάνεισε το ποσό των £st300,00, για να πληρώσει, όπως του είπε, κάποιο πρόστιμο που του είχε επιβάλει το Δικαστήριο. Ο Mark, στο τέλος των διακοπών του - θα έφευγε και εκείνος την ίδια ημέρα - του έδωσε £st20,00, τις οποίες άλλαξε χωρίς πρόβλημα στις 30/7/2008 στο συγκεκριμένο περίπτερο. Το ίδιο βράδυ, στην πλατεία της Αγίας Νάπας, του επέστρεψε τις £st300,00 σε χαρτονομίσματα των £st20,00. Όταν του τα έδωσε, δεν είχε λόγο να τα ελέγξει και πήγε στο γραφείο αλλαγής χρημάτων. Έδωσε τα χρήματα στον υπεύθυνο και περίμενε να του τα εξαργυρώσει.  Αυτός εξυπηρετούσε άλλους πελάτες και καθυστερούσε, οπόταν του ζήτησε να του δώσει τα ευρώ και εκείνος του ανέφερε ότι είχε καλέσει την Αστυνομία. Δεν είχε λόγο να αντιδράσει και περίμενε μέχρι που σε διάστημα πέντε - έξι λεπτών τον πλησίασαν έξι - επτά αστυνομικοί. Ένας από αυτούς τον οδήγησε σε δωμάτιο, τον ερεύνησε και, στη συνέχεια, του ζήτησε να τον ακολουθήσει στο Σταθμό, λέγοντάς του ότι τα νομίσματα που είχε δώσει για αλλαγή ήταν παραχαραγμένα. Ο λόγος που άλλαξε τα χρήματα το βράδυ που θα έφευγε ήταν γιατί ήταν τα μόνα χρήματα που είχε. Χρήματα δεν μπορούσε να πάρει από ταμειακή μηχανή, επειδή, προτού φύγει από την Αγγλία, δεν είχε ειδοποιήσει την τράπεζά του ότι θα ταξίδευε στο εξωτερικό και η τράπεζά του ειδοποίησε το σπίτι του στην Αγγλία ότι, με την κάρτα του, γίνονταν συναλλαγές στο εξωτερικό.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τη μαρτυρία του εφεσείοντα ως αναξιόπιστη. Ανέφερε, συγκεκριμένα ότι:-

«Έδωσε δύο διαφορετικές ημερομηνίες αναχώρησης από την Κύπρο 30 Ιουλίου και 31 Ιουλίου. Σ' ερώτηση που του τέθηκε κατά την επανεξέταση ανάφερε ότι θα έφευγε τελικά στις 30 Ιουλίου. Είπε ότι πήγε να αλλάξει το πρώτο χαρτονόμισμα λίγο πριν τα μεσάνυχτα κατά την αντεξέταση ενώ στην κυρίως εξέταση ανέφερε ότι είχε πάει το απόγευμα. Ήθελε να αλλάξει την ίδια μέρα που θα έφευγε £300 για να περάσει ωραία, όμως γιατί να αλλάξει τόσα λεφτά αφού θα έφευγε σε λίγες ώρες σε ένα νόμισμα που δεν χρησιμοποιείται στην χώρα του; Γιατί αφού του είχε δώσει λεφτά ο πατέρας του ως ασφάλεια η μηχανή εξυπηρέτησης της τράπεζας δεν του έδινε λεφτά; Στη συνέχεια είπε ότι θα μοιραζόταν τα λεφτά με αυτόν που είχαν έρθει μαζί στην Κύπρο για ασφάλεια.»

Στη συνέχεια, το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού ανέλυσε τη νομική πτυχή του αδικήματος, έκρινε ότι ο εφεσείων ήταν ένοχος. Το θέμα της γνώσης, συστατικό στοιχείο του αδικήματος της κατοχής και της κυκλοφορίας παραχαραγμένου νομίσματος, κατέληξε ότι αποδείχθηκε από τις περιβάλλουσες συνθήκες. Ανέφερε, συγκεκριμένα, ότι ο εφεσείων:-

«Επέλεξε να πάει να τα αλλάξει αργά το βράδυ την μέρα που θα έφευγε. Εγείρεται το ερώτημα γιατί κάποιος ενώ θα έφευγε την συγκεκριμένη μέρα να αλλάξει το νόμισμα που χρησιμοποιείται στην χώρα του, ιδιαίτερα ενόψει και του ύψους του ποσού του οποίου επιδιώκετο η αλλαγή. Γιατί να αλλάξει αρχικά μόνο 20 (stg) και στην συνέχεια να ρωτήσει κατά πόσο το κατάστημα θα παρέμενε ανοιχτό αφού δεν ήταν σίγουρος κατά πόσο ο Μαρκ θα του έδινε τα λεφτά αφού το απόγευμα του είχε δώσει μόνο 20 (stg);»

Το πρώτο από τα παράπονα του εφεσείοντα αφορά τον τρόπο με τον οποίο προσεγγίστηκε, κατά το στάδιο της εκ πρώτης όψεως υπόθεσης, η μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής και ο ίδιος κλήθηκε σε απολογία. Αναφέροντας το πρωτόδικο Δικαστήριο, στην ενδιάμεση απόφασή του, ότι:-

«..., πράγματι η γνώση συνάγεται από τις περιβάλλουσες συνθήκες οι οποίες δεν μπορούν να κριθούν σ' αυτό το στάδιο και προτού το Δικαστήριο αξιολογήσει τη μαρτυρία αφού η γνώση είναι άρρηκτα συνυφασμένη με την αξιολόγηση της μαρτυρίας.»

ουσιαστικά, αρνήθηκε να εξετάσει τη μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής και να διαπιστώσει κατά πόσο υπήρχε μαρτυρία για το συστατικό στοιχείο της γνώσης.

Ο λόγος αυτός, όσο και αν δε συμφωνούμε με το αιτιολογικό, στη βάση του οποίου ο εφεσείων κλήθηκε σε απολογία, δεν ευσταθεί. Είναι καλά νομολογημένο ότι στο στάδιο της εκ πρώτης όψεως υπόθεσης το Δικαστήριο προβαίνει σε μια εκ πρώτης όψεως θεώρηση της μαρτυρίας, χωρίς αξιολόγησή της και χωρίς σχολιασμό των επιχειρημάτων της Υπεράσπισης. Αρκεί η φύση της μαρτυρίας που παρουσιάζεται να είναι τέτοια, που να δημιουργεί, εκ πρώτης όψεως, υπόθεση ενοχής, έτσι ώστε, αν ο κατηγορούμενος δε δώσει ικανοποιητική εξήγηση, το Δικαστήριο να μπορεί λογικά να τον καταδικάσει. Αδυνατούμε να αντιληφθούμε πώς η μαρτυρία η οποία υπήρχε δε δικαιολογούσε την κλήση του εφεσείοντα σε απολογία.

Προβάλλεται, επίσης, από τον εφεσείοντα ότι η μαρτυρία, στο σύνολό της, αντιμετωπίστηκε και αξιολογήθηκε εσφαλμένα.  Ειδικότερα, η μαρτυρία του αντιμετωπίστηκε με δυσπιστία και απορρίφθηκε η εκδοχή του, χωρίς να αξιολογηθούν ορθά αναφορές που δημιουργούσαν σοβαρές αμφιβολίες σε σχέση με το συστατικό στοιχείο της γνώσης. Η μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής όχι μόνο δεν το αποδείκνυε αλλά, αντίθετα, υποστήριζε την εκδοχή του ότι ο ίδιος δε γνώριζε την πλαστότητα των χαρτονομισμάτων. Το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε, επίσης, να λάβει υπόψη του ότι αυτός, όταν πληροφορήθηκε για την πλαστότητα των χαρτονομισμάτων από τον Μ.Κ.2, δεν προσπάθησε να φύγει, όπως και ότι κατονόμασε και έδωσε στοιχεία για το πρόσωπο που του έδωσε τα πλαστά χαρτονομίσματα. Η ύπαρξη του προσώπου αυτού επιβεβαιώθηκε από την Τασούλα Γερασίμου, υπάλληλο του ξενοδοχείου όπου αυτό διέμενε. Τέλος, δεν έλαβε υπόψη του ότι, γενικά, η συμπεριφορά του φανέρωνε άνθρωπο που πίστευε για τη γνησιότητα των χαρτονομισμάτων, αφού η ποιότητά τους ήταν τέτοια, που θα μπορούσε να ξεγελάσει οποιοδήποτε.

Έχουμε εξετάσει με προσοχή όλα όσα ο συνήγορος του εφεσείοντα υπέδειξε. Συμφωνούμε με αυτόν ότι δεν είναι δικαιολογημένη, υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης, η εκτίμηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με τις αντιφάσεις στη μαρτυρία του εφεσείοντα, οι οποίες οδήγησαν στην απόρριψη της θέσης του σε σχέση με τη γνώση. Μέρος των αντιφάσεων τις οποίες εντόπισε το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν υποστηρίζεται από τη μαρτυρία και όσες υποστηρίζονται δεν είναι ουσιαστικές, σε βαθμό που να δικαιολογούν την εικόνα που αυτό συνέθεσε για τον εφεσείοντα. Ο εφεσείων δεν ανέφερε στη μαρτυρία του ότι πήγε στο περίπτερο για να αλλάξει το πρώτο χαρτονόμισμα το απόγευμα. Αναφέρθηκε απλά στο ίδιο βράδυ. Οι διαπιστώσεις ως προς τις αντιφάσεις και η παράλειψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου να στρέψει την προσοχή του και να σχολιάσει κρίσιμα γεγονότα, που επιδρούν και επηρεάζουν το στοιχείο της γνώσης, καθιστούν την κατάληξή του σε σχέση με αυτή επισφαλή. Συγκεκριμένα, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ασχολήθηκε με την αντίδραση του εφεσείοντα να μην τραπεί σε φυγή, όταν πληροφορήθηκε ότι τα χαρτονομίσματα ήταν πλαστά, ούτε με το γεγονός ότι συνεργάστηκε με την Αστυνομία και κατονόμασε το πρόσωπο από το οποίο τα πήρε και το οποίο, όπως κατέδειξαν οι έρευνες, ήταν υπαρκτό. Δε σχολίασε, επίσης, το γεγονός ότι η ποιότητα των χαρτονομισμάτων μπορούσε, όντως, να ξεγελάσει. Πέραν τούτου, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έστρεψε την προσοχή του στο είδος του περιπτέρου. Δεν επρόκειτο για ένα απλό περίπτερο. Σ' αυτό, λειτουργούσε ειδικός χώρος για ανταλλαγή χρημάτων. Ήταν, δηλαδή, ένα είδος τράπεζας, όπου, λογικά δεν αναμένεται κάποιος, ο οποίος γνωρίζει ότι τα χαρτονομίσματα τα οποία θα επιχειρήσει να αλλάξει είναι πλαστά, να το πράξει. 

Ενόψει των πτυχών της μαρτυρίας που δεν απασχόλησαν το πρωτόδικο Δικαστήριο και των προεκτάσεών τους σε σχέση με το συστατικό στοιχείο της γνώσης, καταλήγουμε ότι το συμπέρασμα ενοχής του εφεσείοντα πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας δεν είναι ασφαλές.

Η έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται.

Ο εφεσείων αθωώνεται και απαλλάσσεται.

Η έφεση επιτρέπεται.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο