ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2008) 2 ΑΑΔ 447
27 Ιουνίου, 2008
[ΗΛΙΑΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στές]
ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ,
Εφεσείων,
v.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ (AP. 2),
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Αρ. 243/2006)
Ποινικός Κώδικας ― Επαιτεία ― Κατά παράβαση του Άρθρου 188 (β) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154 ― Ποία τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο βρήκε ένοχο τον εφεσείοντα σε τέσσερις κατηγορίες επαιτείας κατά παράβαση του Άρθρου 188 (β) του Ποινικού Κώδικα και του επέβαλε ποινή προστίμου £35 σε κάθε κατηγορία. Αναφορικά με τον ισχυρισμό του εφεσείοντος ότι δεν ήταν πρόσωπο οκνηρό, όπως καθορίζεται στις πρόνοιες του Άρθρου 188, το Δικαστήριο σημείωσε ότι η Κατηγορούσα Αρχή δεν είχε υποχρέωση να αποδείξει ότι ο εφεσείων ήταν οκνηρός ή ότι ζούσε ακατάστατη ζωή, αφού οι πιο πάνω ισχυρισμοί δεν συνιστούσαν συστατικό στοιχείο των αδικημάτων.
Ο εφεσείων εφεσίβαλε την απόφαση υποστηρίζοντας ότι το Άρθρο 188 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154 έρχεται σε αντίθεση με το Άρθρο 12.1 του Συντάγματος, αφού δεν καθορίζει ποια πράξη είναι ποινικά κολάσιμη, αλλά αναφέρεται μόνο στη σκέψη χωρίς να υπάρχει αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος.
Αποφασίστηκε ότι:
Τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος όπως αυτά καθορίζονται στο Άρθρο 188 (β) είναι η εγκατάσταση ενός προσώπου σε δημόσιο χώρο με σκοπό να ζητιανέψει ή να μαζέψει ελεημοσύνη και τα στοιχεία αυτά έχουν αποδειχθεί στην παρούσα υπόθεση, αφού και ο ίδιος ο εφεσείων έχει παραδεχθεί την αξιόποινη πράξη, ήτοι, ότι επαιτούσε τις ημερομηνίες που αναφέρονται στο κατηγορητήριο. Η Κατηγορούσα Αρχή δεν έχει υποχρέωση να αποδείξει επιπρόσθετα ότι ο κατηγορούμενος ήταν οκνηρός ή πρόσωπο που ζούσε ακατάστατη ζωή.
Η έφεση απορρίφθηκε.
Έφεση εναντίον Kαταδίκης και Ποινής.
Έφεση από τον εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Γιαπανάς, E.Δ.), (Ποινική Yπόθεση Aρ. 25082/05), ημερομηνίας 15/11/06.
Δ. Παυλίδης με Χρ. Χριστοδούλου, για τον Εφεσείοντα.
Π. Ευθυβούλου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.
O Εφεσείων είναι παρών.
Cur. adv. vult.
ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.:
(α) Τα γεγονότα και η πρωτόδικη απόφαση.
Εναντίον του εφεσείοντος είχαν προσαφθεί τέσσερις κατηγορίες ότι στις 10, 13, 14 και 20 Οκτωβρίου ζητιάνευε και ζητούσε ελεημοσύνη έξω από το κτίριο της Βουλής των Αντιπροσώπων κατά παράβαση του Άρθρου 188(β) του Ποινικού Κώδικα. Το πιο πάνω άρθρο προνοεί ότι,
"188. Τα πιο κάτω πρόσωπα, δηλαδή -
α. ..................
β. ο περιπλανώμενος ή αυτός που εγκαθίσταται σε δημόσιο χώρο για να ζητιανεύει ή για να μαζεύει ελεημοσύνη ή αυτός που προκαλεί ή που παρακινεί ή που ενθαρρύνει παιδί ή παιδιά να ενεργούν με τον τρόπο αυτό
γ. ..................
δ. ..................
Θεωρούνται ως πρόσωπα οκνηρά και ζουν ακατάστατη ζωή, υπόκεινται σε φυλάκιση ενός μηνός ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις εβδομήντα πέντε λίρες ή και στις δύο αυτές ποινές."
Προς απόδειξη των σχετικών κατηγοριών η Αστυνομία είχε καλέσει έξι μέλη της Αστυνομικής Δύναμης και ένα μέλος της φρουράς του κτιρίου της Βουλής των Αντιπροσώπων. Η ουσία της μαρτυρίας των πιο πάνω ήταν ότι ο εφεσείων έξω από το κτίριο της Βουλής των Αντιπροσώπων κρατούσε ένα πλαστικό δοχείο μέσα στο οποίο ζητούσε από περαστικούς να του βάλουν μέσα χρήματα. Ο εφεσείων, ο οποίος χειριζόταν μόνος του την υπεράσπιση του, όταν κλήθηκε σε απολογία επέλεξε να καταθέσει ενόρκως και παραδέχθηκε ότι επαιτούσε στις ημερομηνίες που αναφέρονται στο κατηγορητήριο αλλά αρνήθηκε ότι ήταν οκνηρό πρόσωπο, ισχυριζόμενος ότι είχε αναγκαστεί να ζητιανεύει γιατί είχε εκδιωχθεί από τις τάξεις της Αστυνομίας. Η προσφυγή που είχε καταχωρίσει στο Ανώτατο Δικαστήριο εναντίον της απόλυσης του απορρίφθηκε και παρά τις προσπάθειες που κατέβαλε μέσω του Υπουργείου Εργασίας δεν κατέστη δυνατή η εξεύρεση εργασίας, παρόλο ότι είναι υγιής και πρόθυμος να εργαστεί, αφού η Αστυνομία τον καταδιώκει και παρεμβαίνει σε υποψήφιους εργοδότες παροτρύνοντας τους να μην του προσφέρουν εργασία.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού αποδέχθηκε την εκδοχή των μαρτύρων κατηγορίας και την παραδοχή του εφεσείοντος ότι επαιτούσε, τον βρήκε ένοχο και του επέβαλε ποινή προστίμου £35 σε κάθε κατηγορία. Αναφορικά με τον ισχυρισμό του κατηγορούμενου ότι δεν ήταν πρόσωπο οκνηρό, όπως καθορίζεται στις πρόνοιες του Άρθρου 188, το Δικαστήριο σημείωσε ότι η Κατηγορούσα Αρχή δεν είχε υποχρέωση να αποδείξει ότι ο εφεσείων ήταν οκνηρός ή ότι ζούσε ακατάστατη ζωή, αφού οι πιο πάνω ισχυρισμοί δεν συνιστούσαν συστατικό στοιχείο των αδικημάτων.
(β) Η νομική πλευρά.
Έχει υποβληθεί από τον ευπαίδευτο συνήγορο του εφεσείοντος ότι το Άρθρο 188 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, ποινικοποιεί το φρόνημα και όχι την αξιόποινη πράξη. Το πιο πάνω άρθρο δεν καθορίζει ποια πράξη είναι ποινικά κολάσιμη, αλλά αναφέρεται μόνο στη σκέψη χωρίς να υπάρχει αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος, κατά παράβαση του Άρθρου 12.1 του Συντάγματος, το οποίο προνοεί ότι, "ουδείς κηρύσσεται ένοχος οιουδήποτε αδικήματος λόγω πράξεως ή παραλείψεως μη συνιστώσης αδίκημα συμφώνως τω νόμω τω ισχύοντι κατά τον χρόνον της τελέσεως αυτής .."
Η πιο πάνω εισήγηση είναι ανεδαφική. Όπως σημειώνεται στην πρωτόδικη απόφαση και στη γραπτή αγόρευση της ευπαίδευτης συνηγόρου της εφεσίβλητης, το αδίκημα διαπράττεται με την εγκατάσταση ενός προσώπου σε δημόσιο χώρο με σκοπό την επαιτεία. Ο ίδιος ο εφεσείων έχει παραδεχθεί τη διάπραξη της αξιόποινης πράξης και ορθά υπεδείχθη από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι ο όρος "οκνηρό πρόσωπο" δεν αποτελεί συστατικό στοιχείο του αδικήματος. Αντίθετα τα συστατικά στοιχεία όπως αυτά καθορίζονται στο Άρθρο 188(β) είναι η εγκατάσταση ενός προσώπου σε δημόσιο χώρο με σκοπό να ζητιανέψει ή να μαζέψει ελεημοσύνη. Η Κατηγορούσα Αρχή δεν έχει την υποχρέωση να αποδείξει επιπρόσθετα ότι ο κατηγορούμενος ήταν οκνηρός ή πρόσωπο που ζούσε ακατάστατη ζωή.
Η έφεση απορρίπτεται.
Η έφεση απορρίπτεται.